Η προϊστορία της κρίσης
Ή πώς ο επιχειρηµατικός-οικονοµικός Τύπος ξέχασε εµάς τους υπόλοιπους
Του Dean Starkman *
Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
Όταν το 1995 ο Steve Lipin τέθηκε επικεφαλής στο τμήμα της Wall Street Journal που κάλυπτε τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές, δεν είχε το προφίλ του τύπου που φέρνει τα πάνω κάτω στο χώρο των media. Ήταν επιμελής, εξαιρετικά καταδεκτικός και μετρημένος παρά τη δεδομένη πίεση των νέων του καθηκόντων. Η εξέλιξή του δεν υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1985 από τη χαμηλότερη βαθμίδα της τροφικής αλυσίδας των οικονομικών ειδήσεων, τα οικονομικά ενημερωτικά δελτία, συνέχισε τη διαδρομή του στο Institutional Investor, ένα περιοδικό που απευθυνόταν σε διευθυντικά στελέχη συνταξιοδοτικών ταμείων και κατόπιν σε κάποιο άλλο οικονομικό περιοδικό, ονόματι American Banker. Το 1991 ακολούθησε το αφεντικό του στην Wall Street Journal, καλύπτοντας δημοσιογραφικά τον τραπεζικό τομέα. Εργάστηκε σκληρά και σεμνά επί τέσσερα χρόνια κι έπειτα μεταπήδησε στον τομέα των συγχωνεύσεων και εξαγορών, που εκείνο τον καιρό έπνεε τα λοίσθια.
Και τότε άρχισαν να βγαίνουν τα λαβράκια:
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣ ΤΗΣ KEMPER ΑΠΟ ΟΜΙΛΟ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΜΕ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΗΝ ZURICH INSURANCE ΕΝΑΝΤΙ ΔΥΟ ΔΙΣ ΔΟΛΑΡΙΩΝ
Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, που είδε το φως της δημοσιότητας στις 11 Απριλίου 1995, η εταιρεία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών Kemper έβαζε τέλος σε μια ταραχώδη χρονιά, στη διάρκεια της οποίας είχε απορρίψει μιαν επιθετική πρόταση εξαγοράς από την General Electric, ενώ παράλληλα είδε να ναυαγούν άλλες δυο συμφέρουσες συμφωνίες. Το άρθρο γι’ αυτή τη συναλλαγή βασιζόταν σε πληροφορίες από «ανθρώπους του οικείου περιβάλλοντος», ένας προσδιορισμός τόσο αόριστος, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει σχεδόν όλους όσοι συμμετείχαν στη συμφωνία – επενδυτές, τραπεζίτες, δικηγόρους, στελέχη εταιρειών και υπεύθυνους δημοσίων σχέσεων.
Και τα λαβράκια συνέχιζαν να βγαίνουν, με αυξανόμενη συχνότητα:
Η FIRST FIDELITY ΣΤΗΝ FIRST UNION˙ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣ 5,5 ΔΙΣ ΔΟΛΑΡΙΩΝ –65 ΔΟΛΑΡΙΑ ANA METOXH ΚΑΤ’ ΕΚΤΙΜΗΣΗ– ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ ΗΠΑ (19 Ιουνίου 1995)
Η SCOTT PAPER ΣΤΗΝ KIMBERLY-CLARK ΜΕ ΕΞΑΓΟΡΑ ΠΑΚΕΤΟΥ ΜΕΤΟΧΩΝ ΑΞΙΑΣ ΠΕΡΙΠΟΥ 6,8 ΔΙΣ ΔΟΛΑΡΙΩΝ (17 Ιουλίου 1995)
UPJOHN ΚΑΙ PHARMACIA ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΑΞΙΑΣ 6 ΔΙΣ ΔΟΛΑΡΙΩΝ (21 Αυγούστου 1995)
Τα λαβράκια του Lipin εκτείνονταν σε όλους τους παραγωγικούς τομείς της κοινωνίας, από τις τράπεζες μέχρι τα καταναλωτικά και φαρμακευτικά προϊόντα, αδιακρίτως.
BOEING ΚΑΙ McDONNELL DOUGLAS ΠΑΖΑΡΕΥΟΥΝ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ – Ο ΝΕΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟ-ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΚΛΥΔΩΝΙΖΕΙ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΩΝ (16 Νοεμβρίου 1995)
Κάθε βδομάδα που περνούσε, ο Lipin έβγαζε κι από μια είδηση, που έσκαγε σαν βόμβα μεγατόνων στην οικονομική ζωή της χώρας: συγχώνευση των Chase Manhattan/Chemical (1995), αξίας 10 δις δολαρίων˙ συγχώνευση των WorldCom/MCI (1997), αξίας 30 δις δολαρίων˙συγχώνευση των Bank of America/NationalBank το 1998 – μια συμφωνία 60 δις δολαρίων από την οποία προέκυψε η Bank of America, και στο ίδιο άρθρο, η συγχώνευση των BancOne/First Chicago NBD Corporation, αξίας 30 δις δολαρίων (αυτή η τράπεζα ανήκει πλέον στην J.P. Morgan Chase, που συστάθηκε το 2000 έπειτα από την αξίας 36 δις δολαρίων συγχώνευση της J.P. Morgan & Company και της Chase Manhattan Incorporated – άλλο ένα λαβράκι του Lipin).
Και δυο-τρία λαβράκια να βγάλει ένας δημοσιογράφος στη διάρκεια της καριέρας του στον τομέα των εξαγορών και συγχωνεύσεων, αρκούν για να θεωρηθεί επιτυχημένος στη δουλειά του. Ο Lipin, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είχε τουλάχιστον εβδομήντα στο ενεργητικό του, συνολικής αξίας πάνω από μισό τρισεκατομμύριο δολάρια. Τα άρθρα του φιγουράρισαν στα πρωτοσέλιδα της Wall Street Journal περισσότερες από πεντακόσιες φορές μέσα σε πέντε χρόνια, γεγονός που μάλλον αποτελεί ρεκόρ. Όσοι μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν εγκαίρως τις πληροφορίες του Lipin, έκαναν περιουσίες. Μόνο η προσφορά της World Com προς την MCI, εκτίναξε μέσα σε μια μέρα την αξία της δεύτερης στα οκτώ δις δολάρια.
Τις περισσότερες φορές, οι πληροφορίες για τις εταιρείες στα «λαβράκια» του Lipin δεν εμφανίζονταν ως διασταυρωμένες ούτε και τις επιβεβαίωναν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα άρθρα συνήθως αποκάλυπταν διαπραγματεύσεις εν εξελίξει, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο χαρακτήρα της αμεσότητας που διέθετε η είδηση: ουσιαστικά, επρόκειτο για «νέα», που δεν είχαν καν συμβεί. Συχνά ανέφεραν πως οι συμφωνίες «αναμένεται να ανακοινωθούν σύντομα, ακόμη και μέσα στη μέρα». (Σημείωση: Ο Lipin υπήρξε συνάδελφός μου στη Wall Street Journal, και το 2009-2010 ήταν ο χρηματοδότης τού The Audit, της στήλης κριτικής ανάλυσης οικονομικών θεμάτων του CJR την οποία διευθύνω.)
Οι «καυτές» αποκαλύψεις για τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις των εταιρειών ηλεκτρίζουν την ατμόσφαιρα στα ειδησεογραφικά γραφεία και τις αγορές. Οι συγχωνεύσεις στην πράξη σημαίνουν αποφάσεις ανακατανομής υπέρογκων κεφαλαίων, που επηρεάζουν χιλιάδες θέσεις εργασίας και δισεκατομμύρια δολάρια των επενδυτών. Και ενώ για την Ουόλ Στριτ είναι θέμα ρουτίνας, για τις περισσότερες εταιρείες είναι η μια και μοναδική ευκαιρία τους να τα παίξουν όλα για όλα.
Η πραγματοποίηση μιας συγκεκριμένης εξαγοράς είναι η μοιραία έκβαση ανάμεσα σε μια ντουζίνα εναλλακτικές λύσεις. Οι βαρυσήμαντες επιχειρηματικές συμφωνίες αποτελούν επίσης ένα σημείο αναφοράς, καθώς συμβάλουν στον προσδιορισμό των αξιών και ουσιαστικά δημιουργούν νέες πραγματικότητες. Αυτό που τη μια μέρα θεωρείται αδιανόητο –η εξαγορά της Time Warner από την AOL, για παράδειγμα–, την επομένη γίνεται πραγματικότητα. Τα λαβράκια των επιχειρηματικών συμφωνιών προσδίδουν μια αύρα παντογνωσίας στον ειδησεογραφικό οργανισμό και δημιουργούν την αίσθηση ότι διαθέτει υψηλές διασυνδέσεις με την Ουόλ Στριτ.
Όμως το ανεπανάληπτο ρεκόρ του Lipin ήταν μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου κύματος αλλαγής – του μετασχηματισμού της ίδιας της επιχειρηματικής ειδησεογραφίας. Ο τομέας των επιχειρηματικών ειδήσεων εξαπλωνόταν ραγδαία καθώς η φούσκα της οικονομίας διογκωνόταν και εκατομμύρια Αμερικανοί άρχιζαν να επενδύουν αστρονομικά ποσά σε κάθε είδους χρηματιστηριακά προϊόντα. Η επιχειρηματική αρθρογραφία, σύμφωνα με στοιχεία της ProQuest, εκτινάχτηκε από περίπου 168.000 άρθρα το 1989 σε 322.000 δέκα χρόνια αργότερα, μια αύξηση της τάξης του 92%. Και η άνοδος συνεχίστηκε, φτάνοντας τις 538.000 δημοσιεύσεις το περασμένο έτος. (Ένας μόνο κλάδος της επιχειρηματικής ειδησεογραφίας που κατέγραψε η ProQuest, διπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία, με περισσότερες από 3.700 δημοσιεύσεις.)
Το επιχειρηματικό ρεπορτάζ, που άλλοτε ενδιέφερε αποκλειστικά τους ειδικούς, επίσης απογειώθηκε, ωθούμενο εν μέρει από τη δραματική αύξηση των ίδιων των εξαγορών και συγχωνεύσεων. Από το 1989 μέχρι το 1999, ο όγκος των σχετικών άρθρων εκτινάχτηκε από περίπου 1.100, γύρω στα 4.600, δηλαδή πάνω από 300%. Σύμφωνα με το σύστημα καταγραφής της ProQuest, που παρέχει μια κατά προσέγγιση εικόνα, η άνοδος της παραγόμενης αρθρογραφίας ήταν ακόμη πιο ταχεία από τις αντίστοιχες επιχειρηματικές συμφωνίες, οι οποίες, σύμφωνα με την Thomson Financial, αυξήθηκαν στη διάρκεια της ίδιας περιόδου κατά 187%, από περίπου 12.800 σε 36.800. (Τόσο η αρθρογραφία όσο και οι συμφωνίες σημείωσαν πτώση, και στη συνέχεια, το 2000, νέα αλματώδη άνοδο έπειτα από το ναυάγιο της Tech Wreck, αλλά σε γενικές γραμμές συνέχισαν και οι δυο να αυξάνονται, φτάνοντας συνολικά τα περίπου 4.900 άρθρα και τις 43.000 επιχειρηματικές συμφωνίες το 2009).
Στο μεταξύ, η φύση της επιχειρηματικής ειδησεογραφίας άλλαζε. Οι αλλαγές καθρεφτίζονταν στις ίδιες τις ονομασίες των νέων ψηφιακών Μέσων: The Street (1996), Marketwatch (1997) και Fast Company (1995). Τα ονόματα υπόσχονταν μια εκ των έσω ματιά με σταθερό προσανατολισμό στις αγορές και τις τελευταίες ειδήσεις, ανεξάρτητα από το πόσο αποσπασματικά παρουσιάζονταν. Όμως όσο η επιχειρηματική ειδησεογραφία διευρυνόταν, παραδόξως τόσο πιο κοντόφθαλμη γινόταν. Ακολουθώντας την άτακτη επέλαση της μεσαίας τάξης στις μετοχές, η επιχειρηματική ειδησεογραφία αυξήθηκε αχαλίνωτα σε ποσότητα, αλλά άρχισε να εστιάζει ολοένα και περισσότερο στους επενδυτές.
Μου αρέσει να αποκαλώ αυτή τη μεταστροφή της έμφασης της επιχειρηματικής ειδησεογραφίας, «τηλεοπτικοποίηση αλά CNBC», σύμφωνα με το όνομα του δικτύου που την αντιπροσωπεύει με το χαρακτηριστικότερο τρόπο. Το τηλεοπτικό δίκτυο CNBC εμφανίστηκε με τη σημερινή του μορφή το 1991. Κι όμως αυτή η μεταστροφή μοιάζει να αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο σύγχρονο: την επιστροφή του επιχειρηματικού Τύπου στις ρίζες του των αρχών του εικοστού αιώνα ως υπηρέτη των αγορών – και την υπαναχώρησή του από το νεότερο ρόλο του ως το λαγωνικό που ελέγχει τις αγορές.
Η τηλεοπτικοποίηση αλά CNBC της ειδησεογραφίας δίνει έμφαση στην ταχύτητα έναντι της εμβάθυνσης, στην αμεσότητα έναντι του περιεχόμενου, στις «εσωτερικές μετρήσεις» (π.χ., την κερδοφορία) έναντι των αρνητικών επακόλουθων του «εξωτερικού κόστους» (π.χ., το ληστρικό δανεισμό και τις επιπτώσεις του ή τις εισοδηματικές ανισότητες και τις ρίζες τους). Ποντάρει στις διασυνδέσεις και την εσωτερική πληροφόρηση, στο ρεφορμισμό και τα λαβράκια. Είναι προσδεδεμένη στην καθημερινή ροή των εταιρικών και κυβερνητικών ανακοινώσεων (π.χ., τις αναγγελίες των επιχειρηματικών συμφωνιών) και αποφεύγει το δύσκολο έργο της διερεύνησης των συστημικών προβλημάτων. Ο ορισμός της τού τι είναι ή δεν είναι οικονομική είδηση, είναι τόσο κοντόφθαλμος όσο και ο ορισμός τού ποια είναι ή δεν είναι η πηγή των οικονομικών ειδήσεων.
H αλαζονεία της παρουσίασης των ειδήσεων «σε πραγματικό χρόνο», στην πραγματικότητα τείνει να υποκαταστήσει την κατανοητή αφήγηση με αποσπασματικά, χωρίς αναφορές στο ευρύτερο πλαίσιο δεδομένα. Και ας μην γελιόμαστε: το πρώτο είναι σαφώς πιο δύσκολο δημοσιογραφικά από το δεύτερο. Αυτό το κοφτό, στακάτο στυλ ειδήσεων αρμόζει στις επιταγές της τηλεοπτικής μετάδοσης σε πραγματικό χρόνο και δυστυχώς, στον ηλεκτρονικό Τύπο, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένους δημοσιογράφους. Μπορεί να ικανοποιεί κατά κάποιον τρόπο τις ανάγκες των επαϊόντων, εκείνων που είναι ήδη «μπασμένοι» στα πράγματα. Όμως ελάχιστη σχέση έχει με τον τρόπο που ο φιλοπερίεργος, αμύητος πολίτης –αυτός που ο ιστορικός Richard Hofstadter αποκαλεί «εγγράμματο» (δηλαδή, οι περισσότεροι από εμάς)– φτάνει να κατανοήσει τα πολύπλοκα ζητήματα.
Βέβαια, η τηλεοπτικοποίηση αλά CNBC των ειδήσεων δεν αφορά όλο το φάσμα της επιχειρηματικής-οικονομικής ειδησεογραφίας παρά ένα τμήμα της, όπως ακριβώς το ερευνητικό, οικονομικό ρεπορτάζ στο πλαίσιο μιας «δημοσιογραφίας της λογοδοσίας», αποτελεί μιαν άλλη παραλλαγή. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο γεγονός ότι από το 1990 η δημοσιογραφία αυτού του είδους εξαπλώνεται, όπως ο εξωγήινος μικροοργανισμός στο «τεχνολογικό» θρίλερ του Michael Crichton, The Andromeda Strain. Στην πραγματικότητα, δεν τίθεται θέμα επιλογής ανάμεσα στα δυο. Είναι ζήτημα ισορροπίας.
Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ξέσπασε μια διαμάχη ανάμεσα στους επαγγελματίες δημοσιογράφους κι ένα τμήμα του κοινού σχετικά με το πόσο καλά είχαν επιτελέσει τα οικονομικά Μέσα Επικοινωνίας το ρόλο του λαγωνικού στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης. Αυτό το «χάσμα» αποκρυσταλλώθηκε στην πολύκροτη συνέντευξη-καταγγελία του Jon Stewart στον Jim Cramer, κορυφαίο στέλεχος του CNBC, το Μάρτιο του 2009. Η κριτική του Stewart δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρα διατυπωμένη, ωστόσο έθετε ένα κρίσιμο, ουσιαστικό ερώτημα: Πώς ήταν δυνατόν μια τόσο σημαντική είδηση να διαφύγει εντελώς από όλους αυτούς τους δημοσιογράφους, που κάλυπταν ενδελεχώς το συγκεκριμένο τομέα;
Οι επαγγελματίες του κλάδου απέρριπταν την κριτική θεωρώντας είτε πως το επιχείρημα ήταν αβάσιμο (ο οικονομικός Τύπος δεν είχε χάσει την είδηση) ή πως ο Stewart απευθυνόταν σε λάθος άτομο (όποιο κι αν ήταν το ιδανικό του Stewart –το ερευνητικό ρεπορτάζ; η δημοσιογραφία της λογοδοσίας;–, το βέβαιο είναι πως ο Cramer και το CNBC δεν συμμερίζονταν στην καθημερινότητά τους τις ίδιες προτεραιότητες). Ωστόσο, ο Stewart έθεσε το δάχτυλό του επί τον τύπον των ήλων, στη θεμελιώδη αγωνία της επιχειρηματικής ειδησεογραφίας σχετικά με το ρόλο και το ακροατήριό της: Ποιους εξυπηρετεί τελικά, τους επενδυτές ή το ευρύ κοινό; Η διαμάχη που μαίνεται στις αίθουσες σύνταξης γύρω από την πραγματική φύση της επιχειρηματικής ειδησεογραφίας, στην ουσία δεν έχει επιλυθεί ποτέ, ούτε καν έχει εκφραστεί με σαφήνεια.
Κι όμως είναι απαραίτητο. Οι επενδυτές και το ευρύ κοινό αποτελούν δύο πολύ διαφορετικά ακροατήρια, που απαιτούν πολύ διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά τη συλλογή των ειδήσεων. Όταν υπηρετείς το κοινό, προσανατολίζεσαι προς τη δημοσιογραφία της λογοδοσίας, η οποία παρέχει ένα πλαίσιο τόσο ευρύ ώστε να συμπεριλαμβάνει το κοινωνικό και εξωτερικό κόστος, καθώς επίσης και το χρόνο και την έκταση που απαιτεί η αναλυτική έκθεση μιας υπόθεσης. Όταν υπηρετείς τους επενδυτές, υιοθετείς την προσέγγιση του Lipin: πληροφόρηση εκ των έσω, ταχύτητα και εστίαση στις εσωτερικές μετρήσεις, π.χ., στην κερδοφορία.
Αυτός ο διχασμός χάνεται πίσω στο χρόνο. Οι ιστορικοί ανάγουν την απαρχή της προσφοράς και της ζήτησης της επιχειρηματικής πληροφόρησης στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, όταν ο οικονομικός Τύπος άνθησε προκειμένου να παρακολουθήσει την αναπτυσσόμενη ναυτιλία και το εμπόριο, κι έπειτα, στις αρχές του 18ου αιώνα, γνώρισε τεράστια ανάπτυξη λόγω της αυξανόμενης δημοτικότητας των πολυμετοχικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της διαβόητης South Sea Company. (Ο οικονομολόγος Robert J. Shiller εύστοχα επισημαίνει πως οι πρώτες οικονομικές φούσκες έκαναν την εμφάνισή τους ταυτόχρονα με τις πρώτες οικονομικές εφημερίδες· το ένα τροφοδοτούσε το άλλο.)
Στις ΗΠΑ, οι πρώτες εφημερίδες ήταν ουσιαστικά εκδόσεις εμπορικού περιεχομένου κι όπως και στην Ευρώπη, υποστήριζαν τις αγορές και τα συστήματα τιμολόγησης. Πράγματι, η οικονομική Επικοινωνία αποδείχτηκε σε θεμέλιο του ίδιου του καπιταλισμού. Η Dow Jones & Company, η μέλλουσα μητρική εταιρεία της Wall Street Journal, ξεκίνησε ουσιαστικά ως υπηρεσία αναμετάδοσης ειδήσεων στους κόλπους της Ουόλ Στριτ.
Ο βλοσυρός Charles Dow και ο δανδής Edward Jones έστελναν αγγελιαφόρους από τα μουντά γραφεία της εταιρείας στην Ουόλ Στριτ να μεταφέρουν έγγραφα με τις τελευταίες εταιρικές ειδήσεις στους επενδυτές. Το μεγαλύτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της εταιρείας ήταν μια ειδικού τύπου γραφίδα, που ανέπτυξε ο τρίτος, ξεχασμένος σήμερα ιδρυτής της, κάποιος Charles M. Bergstresser (τον όποιο φέρνω στο νου μου ως τον τρίτο τενόρο της Dow Jones), η οποία μπορούσε να παράγει πάνω από δυο ντουζίνες αντίγραφα με μια και μοναδική εκτύπωση.
Όπως και σήμερα, έτσι και τότε η ταχύτητα έκανε τη διαφορά. Οι δημοσιογράφοι στοιχημάτιζαν έξω από τις αίθουσες όπου συνεδρίαζαν τα διοικητικά συμβουλία των εταιρειών κι αν δεν έβρισκαν διαθέσιμα τηλέφωνα τριγύρω, έτρεχαν στο παράθυρο κι έκαναν σινιάλο στους συναδέλφους τους στο δρόμο, σύμφωνα με κάποιον προκαθορισμένο κώδικα: ένα κούνημα του μαντιλιού μπορεί να σήμαινε «όχι έξτρα μέρισμα»˙ τέσσερα κουνήματα, «άκυρη η συγχώνευση».
Όπως και σήμερα, έτσι και τότε η πρόσβαση στην εσωτερική πληροφόρηση ήταν απαραίτητη. Ο Jones, που έμελλε να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του σε χρηματιστηριακή εταιρεία, ήταν ξακουστός για τις πάμπολλες γνωριμίες που διέθετε στην Ουόλ Στριτ. Η ιστορία του Lloyd Wendt στην Wall Street Journal το 1982, αναπλάθει μια τυχαία συνάντηση στην Broad Street ανάμεσα στον Jones και τον William Rockefeller, αδελφό τού John D. Rockefeller και στέλεχος της Standard Oil:
Rockefeller: «Edward, θα σε ενδιέφερε καθόλου να έχεις την πρωτιά σε μια είδηση που αφορά τη Standard Oil;»
Jones (λάμποντας): «Ευγενικέ κύριε, θα είχατε την καλοσύνη να επαναλάβετε;»
Rockefeller: «Ορίστε ένα πρόχειρο σημειωματάκι για σένα, αν θέλεις να το χρησιμοποιήσεις. Μονάχα διαφύλαξε, παρακαλώ, την ανωνυμία της πηγής σου!»
Και ο Dow Jones είχε μόλις βγάλει κι άλλο λαβράκι (σχετικά με μια αύξηση μερίσματος).
Επρόκειτο για μια άκρως εξειδικευμένη, ελιτίστικη μορφή επικοινωνίας, που στόχευε αποκλειστικά στους επενδυτές και δεν προοριζόταν για το ευρύ κοινό, το οποίο, όπως είναι ευνόητο, απόμενε παράμερα σαν το κοπάδι. Η κυκλοφορία της Wall Street Journal την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα άρχισε να φθίνει, πέφτοντας κάτω από τα δέκα χιλιάδες φύλλα· υπήρξε ένα ένδοξο ειδησεογραφικό δελτίο.
Αντιθέτως, το μηνιαίο αποκαλυπτικό περιοδικό McClure’s έφτασε στο ζενίθ του με μισό περίπου εκατομμύριο φύλλα, κυκλοφορία κατ’ αναλογία μεγαλύτερη από τις τωρινές πωλήσεις της New York Times σε σχέση με τον πληθυσμό των ΗΠΑ. Και ενώ ο οικονομικός Τύπος στα πρώτα του βήματα θα μπορούσε να αποδειχτεί αξιέπαινα υποδειγματικός –ακριβής, έγκυρος, ακόμη και σκεπτικιστής– δεν άφησε καμιά αμφιβολία όσον αφορά το ρόλο του ως υπηρέτης των επενδυτών. Κι αυτή η προσέγγιση αντανακλάται στις σελίδες του: ένα συνονθύλευμα από τις τελευταίες εταιρικές ειδήσεις, κρατικά δεδομένα, σχολιασμούς, αναλύσεις και κύρια άρθρα (και πολλές διαφημίσεις), με ελάχιστες αναφορές στο γενικότερο πλαίσιο και θεωρώντας δεδομένο ότι ο αναγνώστης κατέχει το ακαταλαβίστικο επιχειρηματικό ιδίωμα και γνωρίζει τους πρωταγωνιστές. Κάπως σαν να παρακολουθεί κανείς στις μέρες μας το CNBC για μια ώρα.
Ένα πρωτοσέλιδο θέμα στις 3 Φεβρουαρίου του 1905, με τίτλο «Το δέρμα των ΗΠΑ», ξεκινά ως εξής: «Επίσημες πηγές αναφέρουν ότι η πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της US Leather Co δόθηκε στη Central Trust Co., ώστε να εκτελεστεί επιτυχώς το προτεινόμενο σχέδιο αναδιοργάνωσης». Ιδού κι ένας πρωτοσέλιδος τίτλος της 28 Μαΐου 1906:
ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ: ΕΥΝΟΪΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ – ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΤΙΚΑ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΪΟΒΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΖΟΥΡΙ
Δεν είναι ότι ο επιχειρηματικός Τύπος στα πρώτα του βήματα απέρριπτε την αποκαλυπτική δημοσιογραφία ή τα ρεπορτάζ με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Όπως έχω παρατηρήσει και παλαιότερα μέσα από τις σελίδες του CJR («Confidence Game», Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2011), η νεοσύστατη Wall Street Journal έκανε ρεπορτάζ βασιζόμενη εν μέρει στη μνημειώδη αρθρογραφία της Ida Tarbell στο McClure’s γύρω από το μονοπώλιο της Standard Oil, ενίοτε μάλιστα την υποστήριζε και από τα κύρια άρθρα τής εφημερίδας. Ωστόσο, αντιμετώπιζε στενόμυαλα τη δημοσιογραφική αυθεντία της.
Όταν, για παράδειγμα, σε νέο της δημοσίευμα η Tarbell προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Standard είχε συνωμοτήσει με σιδηροδρομικές εταιρείες ώστε να βγάλει από το παιχνίδι τα ανταγωνιστικά διυλιστήρια, η Journal κάλεσε την Tarbell να παρουσιάσει περισσότερες αποδείξεις και απέφυγε να κάνει δικό της ρεπορτάζ:
Δεν θα επιχειρήσουμε να την ακολουθήσουμε σε αυτό το πεδίο της έρευνας. Πρόκειται για ένα πεδίο στο οποίο έχει ήδη εμπλακεί η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω του υπουργείου Εμπορίου. Εάν η εταιρεία Standard Oil είχε εξυφάνει συνομωσία με σκοπό την παρεμπόδιση των εμπορικών συναλλαγών στο Κάνσας, το υπουργείο Εμπορίου όφειλε να φέρει στο φως το γεγονός…
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρις ότου ο επιχειρηματικός Τύπος να συμπεριλάβει εξίσου στη αποστολή του και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Και ήταν χάρη στην ικανότητά του να πάρει –τελικά– κάποια απόσταση από τα ιδρύματα που κάλυπτε στα ρεπορτάζ του, που κατάφερε να διευρύνει την απήχησή του σε μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης ύστερα από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ιστορικός και οικονομικός αναλυτής Andrew Yarrow αποδίδει εύστοχα τη μετάβαση στη μεταπολεμική διεύρυνση της αμερικανικής μεσαίας τάξης και τη δημιουργία μιας τάξης διευθυντικών στελεχών. Ο επιχειρηματικός Τύπος, που ήταν σε θέση να αντιληφθεί πότε μια νέα αγορά παρουσίαζε ευκαιρίες, επέκτεινε το πεδίο δράσης του για να την εξυπηρετήσει.
Στην πραγματικότητα, η επιβίωση της Wall Street Journal και η τελική κυριαρχία της στον επιχειρηματικό-οικονομικό Τύπο ανάγεται άμεσα στην απόφαση που έλαβε στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ο ευφυής διευθυντής της, Bernard Kilgore, να μεταπλάσει ριζικά και να διευρύνει τον ίδιο τον ορισμό της επιχειρηματικής είδησης.
Ο Kilgore ξεφορτώθηκε όλες τις συμβάσεις του επιχειρηματικού-οικονομικού Τύπου – συμπεριλαμβανομένης της αντίστροφης πυραμίδας, της επαγγελματικής αργκό, και κυρίως, της άποψης ότι οι οικονομικές ειδήσεις απευθύνονταν αποκλειστικά στους γνώστες. («Υπάρχουν πολλοί περισσότεροι καταθέτες από τραπεζίτες», όπως το είχε θέσει κάποτε.)
Ουσιαστικά δημιούργησε ένα εργοστάσιο παραγωγής αφηγήσεων, ικανό να παράγει καθημερινά δυο εκτενή άρθρα, συν το δημοφιλές, εκκεντρικό, πρωτοσέλιδο κύριο θέμα, γνωστό ως Α-hed. Είχε σε τόση υπόληψη τους αναγνώστες, ώστε να θεωρεί ότι μπορούσαν να εκτιμήσουν μιαν εις βάθος αφηγηματική ανάλυση – με την προϋπόθεση, όμως, ότι έχει γίνει σωστά. Η εφημερίδα του έμελλε να αναδειχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δημοσιογραφίας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του από την εποχή του Kilgore, ο επιχειρηματικός Τύπος δεν έπαψε ποτέ να αγωνίζεται –μερικές φορές με επιτυχία– για να ξεπεράσει τις καταβολές του ως υπηρέτης των αγορών, και να εξελιχθεί αντιθέτως στο λαγωνικό που η δουλειά του είναι να τις ελέγχει. Ο κατάλογος με τις επιχειρήσεις διαφόρων παραγωγικών κλάδων –καπνός, αυτοκίνητα, αλκοόλ, πτηνοτροφία, ιατρικά μηχανήματα, και ως ένα βαθμό, ακόμη και η Ουόλ Στριτ– που παρεκτράπηκαν και ξεσκεπάστηκαν από τις έρευνες του Τύπου στο πέρασμα των χρόνων, είναι μεγάλος κι εντυπωσιακός. Μη επιχειρηματικοί θεσμοί, επίσης, όπως οι κυβερνήσεις και τα συνδικάτα, έχουν αποτελέσει αντικείμενο εξονυχιστικής έρευνας από τον επιχειρηματικό Τύπο.
Ωστόσο, είναι ευνόητο ότι ο Τύπος που είναι προσανατολισμένος προς τους επενδυτές, είχε ανέκαθεν το πάνω χέρι. Αξιομνημόνευτος είναι ο χαρακτηρισμός της κοινής γνώμης από το θεωρητικό της Επικοινωνίας James W. Carey, ως «το θεσφατο της αμερικανικής δημοσιογραφίας». Για τον επιχειρηματικό-οικονομικό Τύπο, θέσφατο –ή τουλάχιστον, ένα από τα θέσφατα– είναι οι «επενδυτές»: η προστασία των επενδυτών, ιδίως των μικρών, βρίσκεται στο επίκεντρο της αποστολής του. Κι έτσι θα έπρεπε. Υπάρχει όμως το εξής πρόβλημα: τα συμφέροντα των επενδυτών, ακόμη και των μικρών, δεν πρέπει να συγχέονται με το δημόσιο συμφέρον, το οποίο είναι πολύ μεγαλύτερο και εξ ορισμού, σημαντικότερο.
Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί συχνά μπερδεύουν αυτές τις δυο αποστολές, με αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρής εννοιολογικής σύγχυσης, για να μην αναφερθούμε στις παρεξηγήσεις, όπως αυτή που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον Jon Stewart και τον Jim Cramer. Ο Cramer θεωρεί ότι μεριμνά για τα συμφέροντα των επενδυτών, και κυρίως του «ανθρωπάκου», του μικροεπενδυτή. Πιθανώς. Ωστόσο, όπως κατέδειξε ο Stewart, ακόμη κι αν είναι έτσι, αυτά τα συμφέροντα ελάχιστη σχέση έχουν με το δημόσιο συμφέρον.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της στεγαστικής φούσκας, κανείς δεν ήταν ευτυχέστερος με τη συμπεριφορά των τραπεζών από τους επενδυτές, μικρούς ή μεγάλους. Το 2005, η Citigroup, εμφάνισε καθαρά κέρδη –κρατηθείτε– 25 δις δολάρια, από τα υψηλότερα κέρδη εισηγμένης επιχείρησης σε απόλυτους όρους στην ιστορία των ΗΠΑ. Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας ήταν τόσο μεγάλη και η προσδοκίες των επενδυτών τόσο μεθυστικές, που το περιοδικό Fortune αναλογιζόταν εμβριθώς το 2007 ότι η θέση τoυ Charles Prince, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Citi, ήταν δυσχερής εξαιτίας των «όχι και τόσο αστρικών» κερδών της εταιρείας το 2006 – μόλις 21 δις δολάρια. Όπως όλοι γνωρίζουμε σήμερα, τα κέρδη αυτά συνδέονταν άμεσα με μια συγκεκριμένη συμπεριφορά των τραπεζών –το ληστρικό δανεισμό που μετατράπηκε σε τοξικό χρέος– η οποία οδήγησε στην καταστροφή.
Λαμβάνοντας υπόψη το κύμα χρεοκοπιών στον κλάδο δανείων και καταθέσεων στις δεκαετίες του 1980 και 1990, τη φούσκα των εταιρειών του διαδικτύου στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και, κυρίως την κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο επιχειρηματικός Τύπος που είναι προσανατολισμένος προς τους επενδυτές δεν βοηθάει ιδιαίτερα ούτε τους ίδιους. Και ως ένα βαθμό θα συμφωνούσα. Ωστόσο θα πρέπει τουλάχιστον να είναι σαφές ότι η δημοσιογραφία που προσανατολίζεται προς τους επενδυτές –ασχέτως πόσο επιτυχημένη είναι– δεν είναι το ίδιο πράγμα με το επιχειρηματικό ρεπορτάζ που προσανατολίζεται προς το δημόσιο συμφέρον. Αν μην τι άλλο, ας το ξεκαθαρίσουμε.
Πιστεύω επίσης ότι η τηλεοπτικοποίηση αλά CNBC της δημοσιογραφίας –κατακερματισμένη, βιαστική, εξαρτώμενη από την εσωτερική πληροφόρηση και καθηλωμένη στις βραχυπρόθεσμες ανάγκες των επενδυτών– θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο προέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος παρά η δημοσιογραφική κάλυψή του.
Το 1995, την ίδια περίπου εποχή που ο Lipin ανέλαβε τον τομέα των εξαγορών και συγχωνεύσεων, έλαβε χώρα άλλο ένα καθοριστικό γεγονός στην εξέλιξη του επιχειρηματικού Τύπου, καθώς το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης επέτρεψε για πρώτη φορά σε δημοσιογράφο να κάνει ρεπορτάζ ζωντανά, απευθείας από την αίθουσα διεξαγωγής των χρηματιστηριακών συναλλαγών.
Η Maria Bartiromo, γέννημα-θρέμμα του Μπρούκλιν, εργαζόταν για τον Lou Dobbs στην εκπομπή Money Line του CNN, όταν την προσέλαβε ο Roger Ailes, πρώην σύμβουλος των Ρεπουμπλικάνων και νυν στέλεχος της τηλεόρασης, που την έβγαλε στον αέρα από το CNBC. Η συμφωνία με το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ήρθε δυο χρόνια αργότερα. Η χαριτωμένη, καλοχτενισμένη, εικοσιεπτάχρονη ρεπόρτερ παρουσίαζε μια σαγηνευτική τηλεοπτική εικόνα: εξοπλισμένη με ακουστικά και σημειωματάριο, στεκόταν όρθια μες στην κατάμεστη αίθουσα που ξεχείλιζε από τεχνολογία και μανιασμένους χρηματιστές.
Κάπου κάπου την σκουντούσαν και την έσπρωχναν, αλλά εκείνη ακάθεκτη, κροτάλιζε ψύχραιμη πληροφορίες –εκτιμήσεις αναλυτών αναφορικά με τα κέρδη, εταιρικά νέα– με έναν αέρα σθεναρής ικανότητας και μια υπόνοια τρωτότητας. Σεξ, εξουσία, χρήμα – ένα μεθυστικό μίγμα στο ίδιο τηλεοπτικό κάδρο. Ο συνδυασμός δεν πέρασε απαρατήρητος από τις λαϊκές φυλλάδες της Νέας Υόρκης, που την αναγόρευσαν «Money Honey».
Όπως και ο Lipin, έτσι και η Bartiromo ήταν άγνωστη εκείνο τον καιρό, το ίδιο και το δίκτυό της. Ωστόσο, κάτι άλλαζε στη δημοσιογραφική κουλτούρα.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1950, οι ίδιες οι λέξεις «Ουόλ Στριτ» δημιουργούσαν τόσο αρνητικούς συνειρμούς, που ο Kilgore, επικεφαλής της Journal σκέφτηκε παραπάνω από μια φορές να αλλάξει το όνομα της εφημερίδας (οι υποψήφιοι τίτλοι World’s Work και Financial America εξετάστηκαν από όλες τις μεριές και ευτυχώς, απορρίφτηκαν). Όμως, από τη δεκαετία του 1980, η μεσαία τάξη των Αμερικανών άρχισε να διεισδύει στο χρηματιστήριο, παρακινούμενη από πλήθος παραγόντων: τον πληθωρισμό του 1970, που ξεπέρασε τα επιτόκια καταθέσεων· την κατάργηση των προμηθειών σταθερού επιτοκίου το 1975, που οδήγησε στη μείωση του κόστους των συναλλαγών· την άνοδο του χρηματιστηρίου που ξεκίνησε το 1982· το αριστοτεχνικό μάρκετινγκ της χρηματιστηριακής εταιρείας Fidelity και των ομοίων της. Το ποσοστό των Αμερικανών που κατείχαν μετοχές από 13% το 1980, έκανε άλμα στο 32% το 1989.
Ενώ το 1994 ο Joseph Nocera μπορούσε πλέον να γράφει ένα βιβλίο, όπως το “Για ένα κομμάτι της πίτας: Πώς η μεσαία τάξη μπήκε στα σαλόνια των πλουσίων” (A Piece of the Action: How the Middle Class Joined the Money Class), το οποίο διακήρυττε ότι η αμερικανική μεσαία τάξη είχε παραγκωνίσει την ελίτ προκειμένου να πάρει κι αυτή τη θέση της στο χρηματιστήριο:
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές κάποτε αποτελούσαν πεδίο δράσης των πλουσίων, αλλά αυτό έπαψε να ισχύει· πλέον ανήκουν σε όλους μας. Τελικά πήραμε κι εμείς ένα κομμάτι της πίτας. Κι αν οφείλουμε πια να κινηθούμε προσεκτικά, κι αν πρέπει να σπαταλήσουμε λίγο χρόνο παραπάνω για να μάθουμε ποια χρηματοοικονομικά εργαλεία μάς ταιριάζουν και ποια όχι, το τίμημα μου φαίνεται λογικό. Η δημοκρατία πάντα είχε το τίμημά της. Ακόμη και η δημοκρατία της οικονομίας.
Η τάση που αναγνώριζε ο Nocera βρισκόταν μόλις στο ξεκίνημά της. Το 1994, οι Αμερικανοί είχαν πράγματι μετακινηθεί μαζικά στην αγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων, αλλά επένδυαν σχεδόν εξίσου τόσο στα ομολογιακά όσο και στα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια. Όμως γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο κόσμος κατείχε 4 τρις δολάρια σε μετοχές σε σύγκριση με μόλις 808 δις δολάρια σε ομόλογα και 1,6 τρις δολάρια σε αμοιβαία κεφάλαια. Στο γύρισμα του 21ου αιώνα, σχεδόν το ήμισυ του συνόλου των Αμερικανών διέθεταν μετοχές με τη μία ή την άλλη μορφή. Η Maggie Mahar στο Άνοδος!
Η ιστορία της οικονομικής έκρηξης, 1982-1999 (Bull! A History of the Boom, 1982-1999), που δημοσιεύτηκε το 2003, Θέτοντας ουσιαστικά ζοφερά όρια στην αισιοδοξία του Nocera, χρησιμοποιεί έρευνες βασισμένες σε σφυγμομετρήσεις και άλλα στοιχεία για να καταδείξει ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί μεσαίου και κατώτερου εισοδήματος που είχαν ήδη στην κατοχή τους μετοχές το 2001, είχαν ξεκινήσει να τις αγοράζουν μετά το 1996. Από τα νοικοκυριά με περιουσιακά στοιχεία κάτω των 25.000 δολαρίων, ένα ανησυχητικό 43% αγόρασε την πρώτη του μετοχή το 1999 ή κι αργότερα – και είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχασε χρήματα.
Ενώ εύλογα ο επιχειρηματικός Τύπος προσαρμόστηκε σε αυτό το μεταβαλλόμενο επενδυτικό τοπίο, η έμφασή του στην χρηματιστηριακή αγορά ήταν αναμφισβήτητα υπερβολική. Σύμφωνα με ένα δοκίμιο του 2010 από τον Edward N. Wolff, οικονομολόγο του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, περίπου το ήμισυ των αμερικανικών νοικοκυριών διέθεταν πράγματι χρεόγραφα κάποιου τύπου, αλλά από το 2007 μόνο το 18% είχε στην άμεση κατοχή του μετοχές, κι επομένως θα μπορούσε πιθανώς να επωφεληθεί από την τηλεοπτικοποίηση αλά CNBC των οικονομικών ειδήσεων. Μόνο το 22% των νοικοκυριών διέθεταν μετοχές οποιασδήποτε μορφής αξίας άνω των 25.000 δολαρίων (συμπεριλαμβανομένων των αμοιβαίων κεφαλαίων ή των συνταξιοδοτικών λογαριασμών), ενώ το ποσοστό των μετοχών στο συνόλο των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών ανερχόταν μόλις στο 16,8%. (Φυσικά, ο πλούτος του χρηματιστηρίου έκλινε προς το προνομιούχο 1%, που κατείχε σχεδόν το ήμισυ της αξίας των μετοχών και των αμοιβαίων κεφαλαίων· η βάση με το 90% κατείχε το 10,6%.) Επιπλέον, οι παγκόσμιες αγορές κρατικών ομολόγων είναι περίπου δυο φορές το μέγεθος της χρηματιστηριακής αγοράς και, όπως παρατήρησε και η Gillian Tett στο βιβλίο της Άνθρακες ο θησαυρός (Fool’s Gold), ελάχιστης προσοχής τυγχάνουν από τον οικονομικό Τύπο.
Σε κάθε περίπτωση, το CNBC και οι λοιποί ανταγωνιστές του που εστιάζουν στη χρηματοπιστωτική αγορά, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο για να εξυπηρετήσουν την ακμάζουσα τάξη των ερασιτεχνών επενδυτών. Έχοντας συνειδητά ως πρότυπο την εκπομπή Sports Center του καλωδιακού και δορυφορικού τηλεοπτικού δικτύου ESPN, το πρόγραμμα του CNBC περιείχε ρεπορτάζ πριν και μετά το «παιχνίδι» και συγχρόνως, συνεντεύξεις κατά τη διάρκειά του – το «παιχνίδι», φυσικά, ήταν η μέρα των συναλλαγών. Οι θεατές είχαν την αίσθηση ότι παρακολουθούσαν σε απευθείας σύνδεση τις εσωτερικές διεργασίες του οικονομικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια των συναλλαγών, παρουσιάζονταν σε συνεχή ροή σ’ έναν πίνακα οι μεταβολές στις τιμές των δεικτών και των μετοχών. Το CNBC έχει κάνει μερικά εξαιρετικά ντοκιμαντέρ στη διάρκεια των ετών, χωρίς ωστόσο να πιάνει την ουσία.
Στις μέρες μας, αυτοί οι πίνακες περιλαμβάνουν πολύ εξειδικευμένες πληροφορίες όπως την τιμή spot του αργού πετρελαίου της West Texas Intermediate, που διυλίζεται κυρίως στις Μεσοδυτικές και Νότιες πολιτείες των ΗΠΑ και διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ως «WTI/NYMEX». Πρόκειται για τον κατακερματισμό των ειδήσεων στη μεταμοντέρνα υπερβολή του. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη δημοσιογραφία του νεαρού αγγελιαφόρου σε ψηφιακή μορφή: παλιό κρασί σε νέο μπουκάλι.
Όπως εξιστορεί ο Howard Kurtz στο βιβλίο του Οι μάντεις (Fortune Tellers, 2000), βασική επιδίωξη του δικτύου ήταν να βγάζει λαβράκια για τις επιχειρηματικές συμφωνίες και να μεταδίδει αποκλειστικές πληροφορίες για τις τιμές αγοράς και πώλησης των μετοχών από τους αναλυτές της Ουόλ Στριτ – μια αποστολή στην οποία είχε διαπρέψει η Bartiromo. Το δίκτυο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη ορισμένων οικονομικών αναλυτών σε σταρ – ο Abby Joseph Cohen της Goldman, ο Henry Blodget της Merrill Lynch, ο Ralph Acampora της Prudential. «Ο Abby λέει ότι η αγορά θα ανέβει· ο Ralph λέει ότι η αγορά θα πέσει – η διελκυστίνδα των Τιτάνων», έψελνε μονότονα στα 1999 το στέλεχος του CNBC, Ron Insana, όπως μνημονεύει ο Kurtz.
Το CNBC θεωρούσε τον εαυτό του δύναμη εκδημοκρατισμού της οικονομίας. Τα στελέχη του υποστήριζαν ότι αποστολή τους ήταν να παρέχουν στους απλούς πολίτες πληροφόρηση εφάμιλλη με εκείνη που διέθεταν οι επαγγελματίες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, καθώς ο χρηματιστηριακός δείκτης Nasdaq με την ξέφρενη κούρσα των εταιρειών του διαδικτύου εκτινάχθηκε από τις 450 σε πάνω από 5.000 μονάδες, η σφαίρα επιρροής του CNBC είχε ξεπεράσει κατά πολύ την τηλεθέασή του, η οποία επί χρόνια κυμαινόταν γύρω στους 250.000, ένα μικρό μέρος της κυκλοφορίας της Journal. Διασημότητες όπως ο Regis Philbin, ο Charles Barkley και ο Andre Agassi δήλωναν θαυμαστές. Ο Joey Ramone έγραψε ένα τραγούδι για την Bartiromo («Τι τρέχει με την Intel; Τι τρέχει με την Amazon; Θέλω να μάθω… Maria Bartiromo»). Δημοσιογράφοι των έντυπων Μέσων εισέρεαν στο στούντιο του CNBC στο Νιου Τζέρσεϊ, για να διακηρύξουν την πολιτιστική του κυριαρχία. «Η επανάσταση θα μεταδοθεί τηλεοπτικά (στο CNBC)» δήλωσε το περιοδικό Fast Company, σε ένα άρθρο 8.000 λέξεων που αποκαλούσε το δίκτυο «τροφό της νέας οικονομίας σε ζωντανή μετάδοση».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 31 Μαΐου του 2000. Ο δείκτης NASDAQ βρισκόταν περίπου στις 3.400 μονάδες, σημειώνοντας ήδη απότομη πτώση από το υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Κάποιοι σχολιαστές διαισθάνθηκαν το πρόβλημα. Σε έκτακτο τεύχος τού CJR με τίτλο «News in the Age of Money» στα τέλη του ίδιου έτους, η Diana Henriques, δημοσιογράφος των New York Times, ανησυχούσε για τις αλλαγές στην έννοια του σκοπού των Μέσων Επικοινωνίας που εστίαζαν στις επιχειρήσεις και την οικονομία:
Καθώς η δεκαετία του 1980 απογειώθηκε, οι «αναγνώστες» έγιναν «καταναλωτές». Καθώς η δεκαετία του 1990 εξελισσόταν, οι καταναλωτές μεταμορφώθηκαν σε «επενδυτές»… Στην πορεία συνέβη ένα θλιβερό γεγονός: όσο περιοριζόταν το κοινό στο οποίο προσβλέπαμε, τόσο περιοριζόμασταν κι εμείς οι ίδιοι. Ο επιχειρηματικός Τύπος σήμερα σπανίως ηχεί τις ευφρόσυνες μελωδίες της υψηλής δημοσιογραφίας. Απλώς τσιρίζει φήμες και διαδόσεις, ένα στριγκό κλαρίνο στο ρυθμό των ταμειακών μηχανών και του πίνακα δεικτών και μετοχών.
Ακόμη και ο Lipin παραδέχθηκε ότι κάτι άλλαξε στον επιχειρηματικό Τύπο, καθώς στη δεκαετία του 1990 πολλαπλασιάζονταν οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί. Όπως είπε στη Mahar: «Η πλημμυρίδα των ειδήσεων υποχρέωσε όλα τα Μέσα Επικοινωνίας να γίνουν πιο επιθετικά. Και ως δημοσιογράφος στο χώρο των συγχωνεύσεων και των εξαγορών, η δουλειά μου απαιτούσε άμεση αντίδραση. Η εταιρεία Χ ενδέχεται να εξαγοράσει την εταιρεία Ψ. Δεν θέλεις να φανείς ανεύθυνος ούτε όμως και να σε προλάβει ο ανταγωνισμός. Αν εύχομαι να ήμουν περισσότερο επιφυλακτικός; Δεδομένου ότι όλοι οι αγοραστές έχουν καταστραφεί και οι μισοί από αυτούς βρίσκονται στη φυλακή; Ναι. Αλλά εκείνο τον καιρό, όταν είχες να καλύψεις καθημερινά γεγονότα, δεν γινόταν να αράξεις για να το σκεφτείς καλύτερα. Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, μήπως η αρθρογραφία μας θα έπρεπε να είναι προϊόν μεγαλύτερου στοχασμού; Ίσως. Καλώς ή κακώς, όμως, ακολουθούσαμε το παράδειγμα της αγοράς στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούσε στις επιχειρηματικές συμφωνίες.»
Αξίζει να τονιστεί ότι, όπως μας δείχνει ο Lipin, πολλές από τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές που οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί ανακοίνωσαν με τυμπανοκρουσίες, είχαν ολέθρια αποτελέσματα (και ναι, όπως αποκαλύπτει, ορισμένες περιπτώσεις, όπως η WorldCom, αποδείχτηκαν σκέτη απάτη). Ένα κλασικό γι’ αυτό το θέμα βιβλίο, Η παγίδα της συνέργειας (The Synergy Trap) του Mark L. Sirower, που γράφτηκε το 1997, υποστηρίζει ότι στην πλειονότητα τους οι συγχωνεύσεις λειτουργούν εις βάρος των εμπλεκόμενων εταιρειών.
Στο μεταξύ, τι συμβαίνει με την επιχειρηματική αρθρογραφία στο πλαίσιο του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος; Συνεχίζει απτόητη. Μάλιστα, το CJR ανθολόγησε μερικά από τα καλύτερα σχετικά άρθρα στην έκδοση Η επιχειρηματική αρθρογραφία στα καλύτερά της, 2012 (Best Business Writing 2012). Αλλά στον τηλεοπτικοποιημένο αλά CNBC κόσμο μας, αυτές οι προσπάθειες χρειάζονται υποστήριξη.
Σε μια μελέτη του 1999 σχετικά με την ειδησεογραφική κάλυψη της «οικονομικής επανάστασης» από τα Μέσα Επικοινωνίας (πλην του επιχειρηματικού-οικονομικού Τύπου), συμπεριλαμβανομένων περιοδικών, όπως το Time κι εφημερίδων, όπως οι New York Times, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Harvard, Richard Parker, κατέγραψε μια αιφνίδια αύξηση της αρθρογραφίας για συγχωνεύσεις και εξαγορές, αλλά και ζητήματα οικονομικής διαχείρισης των ιδιωτών, και ταυτόχρονα, μια κάθετη (όχι συνδεόμενη) πτώση της ειδησεογραφικής κάλυψης επιχειρηματικών θεμάτων δημοσίου συμφέροντος, όπως περί «μεταρρυθμίσεων και κανονισμών» ή γύρω από τις διατάξεις του νόμου «Glass-Steagall» για τη σχέση τραπεζών και χρηματιστηριακών εταιρειών (οι οποίες στη συνεχεία αποσύρθηκαν), είτε σχετικά με περιπτώσεις «άρνησης δανειοδότησης συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων και κοινοτικής επανεπένδυσης». Η μελέτη κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο Τύπος χαρακτηριζόταν από «υπερπροσφορά» ειδήσεων για την αγορά και τα οικονομικά των ιδιωτών, ενώ ήταν αξιοσημείωτο το γεγονός πως «δεν είχε καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια να παίξει δυναμικά το ρόλο του ”λαγωνικού” της οικονομίας». Αναμφίβολα, την ίδια ακριβώς άποψη συμμερίζομαι κι εγώ.
Το όφελος της εστίασης του ρεπορτάζ γύρω από τις επιχειρηματικές συμφωνίες είχε έναν ολοφάνερο αποδέκτη: τους ίδιους τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Το συγκεκριμένο είδος δημοσιογραφίας, από τη μια μεριά, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ακμή του CNBC, για παράδειγμα. Και παρόλο που ο David Faber του CNBC δεν πλησίασε ποτέ το ρεκόρ αποκαλύψεων του Lipin, τα μεγάλα λαβράκια που έβγαλε κι ο ίδιος, συνέβαλαν κατά πολύ στην εδραίωση της «καλής πίστης» του δικτύου του ως βασικού παίκτη στο κυνήγι των ειδήσεων.
Κάτι παρόμοιο ισχύει και με τον Will Lewis, δημοσιογράφο εκείνη την εποχή στους Financial Times (FT). Μολονότι η εφημερίδα, που είχε την έδρα της στο Λονδίνο, εκδιδόταν από το 1985 στη Νέα Υόρκη, η παρουσία της στην αμερικανική σκηνή της επιχειρηματικής ειδησεογραφίας ήταν σχετικά ασήμαντη κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990. Αυτό άρχισε να αλλάζει το 1997, όταν η μητρική εταιρεία της, η Pearson PLC, επεκτάθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο με ένα πρόγραμμα 160 εκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο περιελάμβανε το λανσάρισμα μιας αμερικανικής έκδοσης σε επτά πόλεις των ΗΠΑ. Η κυκλοφορία στις ΗΠΑ αυξήθηκε από μόλις 34.000 φύλλα το 1996 σε 125.000 το 2001.
Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σε τούτη την επιτυχία. Όμως, μια σειρά από λαβράκια των FT εκείνη την εποχή γύρω από συγχωνεύσεις και εξαγορές, τα πιο πολλά του Lewis, σίγουρα βοήθησαν. Το 1999, ο Lewis και οι FT συγκλόνισαν τον κόσμο της επιχειρηματικής ειδησεογραφίας, αποκαλύπτοντας τα σχέδιά της Exxon Corp. να εξαγοράσει την Mobil Corp., επικαλούμενη πηγές προσκείμενες στις δύο εταιρείες. Η συμφωνία, που τελικά αποτιμήθηκε στα 81 δις δολάρια, αποτέλεσε ρεκόρ για την εποχή. Ύστερα από την υπόθεση Exxon-Mobil, τα λαβράκια για τις επιχειρηματικές συμφωνίες έγιναν το βασικό όπλο του μάρκετινγκ των FT. Σε δελτίο Τύπου της Pearson το 2000, όπου ανακοινώνεται το άνοιγμα των νέων κεντρικών γραφείων της FT στις ΗΠΑ, γίνεται ρητή αναφορά στο λαβράκι Exxon-Mobil καθώς και σε «αμέτρητες άλλες βαρυσήμαντες συγχωνεύσεις» ως απόδειξη της εξαιρετικής ικανότητας της εφημερίδας να βγάζει ειδήσεις «με σημαντικό αντίκτυπο στην εγχώρια και διεθνή σκηνή».
Σε πρωτοσέλιδο άρθρο του Business Week το 2001 σχετικά με την ακμή των FT («The Financial Times Takes on the World»), ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή, Robert Thomson (ο οποίος κατέχει πλέον την ίδια θέση στη The Wall Street Journal), κατέληγε ότι η επιτυχία της εφημερίδας αποδεικνυόταν από το γεγονός ότι έπαιρνε λαβράκια από τη Journal. Υπερηφανευόταν ξεδιάντροπα ότι ενώ η Journal ήταν καλή στην ειδησεογραφική κάλυψη «μεσαίου μεγέθους συμφωνιών, από μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, στις Μεσοδυτικές Πολιτείες», η FT έβγαζε λαβράκια με συμφωνίες που είχαν τη μεγαλύτερη αίγλη σε παγκόσμιο επίπεδο. «Σαν να συγκρίνουμε το Lexus με το Taurus», είχε πει.
Η επιτυχημένη πορεία στο τομέα των συγχωνεύσεων και εξαγορών αποτέλεσε για πολλούς, εφαλτήριο καριέρας. Ο Lipin, ύστερα από την προαγωγή του στην Journal, εξαγόρασε την επιτυχία του και τις σημαντικές επαφές του με μια προσοδοφόρα θέση ως διευθύνων σύμβουλος του παραρτήματος του ομίλου εταιρικής επικοινωνίας Brunswick Group στις ΗΠΑ. Ο Nikhil Deogun, που διαδέχθηκε τον Lipin με εξίσου εντυπωσιακές επιδόσεις, προήχθη σε αναπληρωτή εκτελεστικό διευθυντή σύνταξης στην εφημερίδα· και σήμερα είναι κορυφαίο στέλεχος στο CNBC. Ενώ ο Lewis, έπειτα από μια σειρά προαγωγών στους FT, προβιβάστηκε στους βρετανικούς δημοσιογραφικούς κύκλους παίρνοντας τη θέση του νεότερου αρχισυντάκτη όλων των εποχών (σε ηλικία τριάντα επτά ετών) της Daily Telegraph, το 2006· σήμερα είναι διοικητικό στέλεχος της Management & Standards Committee στη News Corp. Ο Faber παραμένει μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες του CNBC.
Ελάχιστες σταδιοδρομίες στο χώρο του επιχειρηματικού Τύπου υπήρξαν τόσο μετεωρικές όσο εκείνη του Andrew Ross Sorkin, ο οποίος ύστερα από μια σειρά λαβράκια για επιχειρηματικές συμφωνίες, σχεδόν αβοήθητος έδωσε νέα ώθηση στους New York Times, που πήραν και πάλι το προβάδισμα στις επιχειρηματικές και οικονομικές ειδήσεις. Το 2001, σύμφωνα με το προφίλ του που συνέταξε ο Gabriel Sherman στο περιοδικό New York το 2009, ο Sorkin συνέλαβε κι ανέπτυξε την ιδέα του Deal Book, ενός καινοτόμου τότε, δωρεάν ενημερωτικού δελτίου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με τις σημαντικότερες καθημερινές ειδήσεις για συγχωνεύσεις. Μέσα σε λίγους μήνες ο Sorkin υπερδιπλασίασε τον αρχικό στόχο του για 30.000 συνδρομητές. Σήμερα έχει πάνω από 200.000. Προτού κλείσει τα τριάντα ένα, τιμήθηκε με την ανάθεση μιας πρωτοσέλιδης στήλης κι έγινε αναπληρωτής διευθυντής σύνταξης στις επιχειρηματικές και οικονομικές ειδήσεις. Πέρσι ο Sorkin απόκτησε και νέα δουλειά: εκτός από εκδότης του Deal Book, είναι και συμπαρουσιαστής της εκπομπής του CNBC, Squawk Box. Είναι λογικό.
Στο πορτρέτο του στο New York, ο Sorkin απέκρουσε τις κατηγορίες ότι συνδέεται υπερβολικά με τις πηγές του και ομολόγησε ότι το ύφος του δεν είναι εχθρικό. «Δεν πάω σε μια συζήτηση με υστεροβουλία ούτε προκαταλήψεις, κι αυτό με έχει βοηθήσει», τονίζει. Και σε άλλο σημείο προσθέτει: «Από τη στιγμή που έχεις καταφέρει να προκαλέσεις μια συζήτηση, το θέμα είναι να είσαι αισιόδοξος, δίκαιος και ανοικτός. Επίσης, να είσαι όσο χρειάζεται δύσπιστος – αλλά όχι κυνικός».
Όμως, το ερώτημα δεν είναι αν ένας δημοσιογράφος είναι δύσπιστος ή κυνικός· το ερώτημα είναι ως προς τι;
Να διαμαρτύρεσαι ότι ένας δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ για τις επιχειρηματικές συμφωνίες συνδέεται στενά με τις πηγές του, είναι σαν να διαμαρτύρεσαι ότι το μπαστούνι του παίκτη του μπέιζμπολ βρίσκεται πολύ κοντά στην μπάλα. Ο στόχος είναι το μπαστούνι να αγγίξει την μπάλα, όπως ακριβώς ο στόχος του ρεπορτάζ είναι να πλησιάσεις την πηγή και να βγάλεις το λαβράκι. Το επιχειρηματικό ρεπορτάζ είναι μια σχέση συναλλαγής όπως και οποιαδήποτε άλλη μορφή σχέσης στη δημοσιογραφία. Συχνά εμπεριέχει μια περίπλοκη διαπραγμάτευση μεταξύ του ρεπόρτερ και της πηγής. Και το θέμα είναι ακριβώς να είσαι κοντά στις πηγές.
Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου («The Price of Admission»), στο τεύχος Μαρτίου-Απριλίου 2010 του CJR, στην κριτική μου για το best seller του Sorkin για την οικονομική κρίση, Πολύ μεγάλοι για να αποτύχουν (Too Big to Fail), υποστήριζα ότι αυτό το δυαδικό σχήμα της δημοσιογραφίας (πρόσβαση/λογοδοσία) θα πρέπει να εννοηθεί ακριβώς όπως είναι: ως καταμερισμός της εργασίας. Και τα δυο είναι χρήσιμα. Ωστόσο, είναι διαφορετικά.
Όμως, δεδομένου ότι οι συνέπειες του μεγάλου κραχ συνεχίζουν να μας ταλανίζουν, είναι καιρός να εξισορροπήσει αυτός ο καταμερισμός και να επανεξετάσουμε την ιδέα της «επανάστασης» στον επιχειρηματικό-οικονομικό Τύπο – όρος που αποδείχτηκε περισσότερο κυριολεκτικός απ’ ό,τι είχε ενδεχομένως συνειδητοποιήσει η Fast Company πριν από μια δεκαετία. Αντί να επιφέρει μια ρήξη με το παρελθόν, όπως υποδηλώνει το περιοδικό, αυτή η πιεστική ανάγκη να παρέχουμε μια δημοσιογραφία εστιασμένη αποκλειστικά στην υπηρεσία της αγοράς, ανάγκασε τον τροχό της Ιστορίας να κάνει μια πλήρη στροφή, και την επιχειρηματική ειδησεογραφία να επιστρέψει στις περιοριστικές ρίζες της ως αγγελιαφόρου στην υπηρεσία των πρωταγωνιστών των αγορών. Ό, τι έκανε ο Dow, ο Jones και ο Bergstresser με μια ειδική γραφίδα και μια διμοιρία νεαρών κλητήρων, η τηλεοπτικοποίηση αλά CNBC της είδησης το κάνει με τα σύγχρονα εργαλεία της.
Το ρεπορτάζ με επίκεντρο τους επενδυτές γνώρισε την ακμή του στην αυγή του 21ου αιώνα, όπως ακριβώς και το χρηματοπιστωτικό σύστημα γύριζε τότε μια μοιραία σελίδα. Και ταυτόχρονα, η ίδια η βιομηχανία των ειδήσεων βίωνε μια ριζική αποδιοργάνωση, γεγονός που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Έχουμε περάσει σε μια νέα εποχή των Μέσων Επικοινωνίας, όπου οι κανόνες, τα πρότυπα, οι μορφές και ολόκληροι οι θεσμοί διαρκώς μεταβάλλονται. Κι έχουμε αρκετούς λόγους για να ελπίζουμε αλλά και για να απελπιζόμαστε.
Ωστόσο, το δίλημμα που αντιμετωπίζει το οικονομικό ρεπορτάζ ως επακόλουθο του κραχ του 2008, δεν διαφέρει πολύ από εκείνο που αντιμετώπιζε ο κλάδος μετά το κραχ του 1929: μπορείς να αδιαφορήσεις για το γεγονός και να ποντάρεις διπλά στη δημοσιογραφία που υπηρετεί την αγορά. Ή μπορείς να κάνεις ένα βήμα πίσω, να ξανασκεφτείς την αποστολή και να διδαχτείς ξανά από το μάθημα του μέγα Barney Kilgore: υπηρέτησε την αγορά, αλλά ταυτόχρονα κράτα το βλέμμα σου πέρα από αυτήν. Με άλλα λόγια, στην πραγματικότητα δεν έχουμε επιλογή. CJR