The Secret World of Oil. Ken Silverstein. Verso, 2014. Σελ. 240
Ο Ken Silverstein σκαλίζει στον παράνοµο κόσµο του πετρελαίου
Βιβλιοκριτική
Της Edirin Oputu *
Μετάφραση: ∆ώρος ∆ωροθέου
Ο Teodoro Obiang Nguema Mangue ζούσε σαν πρίγκιπας πάνω από μια δεκαετία. Πλήρωσε τριάντα εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά για ένα μεγαλοπρεπές κτήμα ενάμιση στρέμματος στο Μαλιμπού, που διαθέτει ένα μέγαρο 1.400 τ.μ., πισίνα, γήπεδο τένις και θέα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Αγόραζε τα ρούχα του από τους οίκους Gucci, Versace και Dolce & Gabbana, και του ανήκαν τουλάχιστον τρεις δεκάδες πολυτελή αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων επτά Ferrari και τέσσερις Rolls-Royce. Αλλά ο Teodoro Obiang –«Teodorin» για τους φίλους του– δεν είναι πρίγκιπας. Είναι ο γιος του Teodoro Obiang Nguema Mbasogo, του δικτάτορα της Ισημερινής Γουινέας, και έκαναν την τεράστια περιουσία τους χάρη στο καθεστώς διαφθοράς που διαφεντεύει το σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, το πετρέλαιο.
Η αναφορά στη διαφθορά και το φαύλο υπογάστριο της βιομηχανίας του πετρελαίου, φέρνει στο νου εικόνες από τεράστιες πολυεθνικές επιχειρήσεις που συνάπτουν ύποπτες συμφωνίες με άπληστους δικτάτορες, όπως τον πατέρα του Obiang. Τα συμβόλαια υπογράφονται και το πετρέλειο αντλείται με πλήρη αδιαφορία για το περιβάλλον, ενώ ο ντόπιος πληθυσμός υποφέρει από τις συνέπειες. Ο Ken Silverstein το γνωρίζει καλά, κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που το βιβλίο του The Secret World of Oil, μια συναρπαστική όσο και συνταρακτική ματιά στα παρασκήνια της παγκόσμιας βιομηχανίας πετρελαίου, αφιερώνει ένα μεγάλο κεφάλαιο στους Obiang και την αθλιότητα στην οποία έχει βυθιστεί η Ισημερινή Γουινέα εξαιτίας τους.
Η ιστορία όμως του Silverstein πηγαίνει παραπέρα, συμπεριλαμβάνοντας λομπίστες, έμπορους, ακαδημαϊκούς και δημοσιοσχεσίτες, πολιτικούς και απατεώνες. Ταγμένος στην ερευνητική δημοσιογραφία, πρώην συντάκτης του Harper’s στην Ουάσινγκτον, ο Silverstein ταξιδεύει σε τρεις ηπείρους γεμίζοντας το βιβλίο του με γεγονότα, αναλύσεις αλλά και εύγλωττη αγανάκτηση για την ύπαρξη ενός κόσμου που οι περισσότεροι καταναλωτές δεν συνειδητοποιούν καν ότι υπάρχει. Παρουσιάζει μια σειρά από χαρακτηριστικά πορτρέτα, με κάθε κεφάλαιο να περιστρέφεται γύρω από μια εξέχουσα προσωπικότητα ή ομάδα και το συχνά δυσάρεστο ρόλο που διαδραματίζουν προκειμένου να διατηρήσουν γεμάτες τις αντλίες καυσίμων της Αμερικής. Όλα μαζί αυτά τα πορτρέτα αποκαλύπτουν τις γκρίζες ζώνες όπου κινείται από ηθική άποψη η βιομηχανία πετρελαίου.
Ένα κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον Ely Calil, που εργάζεται στη βιομηχανία πετρελαίου ως «μεσολαβητής». Γεννημένος στη Νιγηρία από Λιβανέζους γονείς, ο Calil ζει πλέον στο Ηνωμένο Βασίλειο και είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Βρετανίας. Είναι επίσης ένας από τους λίγους μεσάζοντες που κλείνουν αθόρυβα τις συμφωνίες, εποπτεύοντας τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές από τις οποίες εξαρτάται η βιομηχανία πετρελαίου. Ο Calil εμπορευόταν ρωσικό πετρέλαιο ύστερα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και διοχέτευε τα χρήματα στους Αφρικανούς δικτάτορες για λογαριασμό πετρελαϊκών εταιρειών, για να του παραχωρούν δικαιώματα εκμετάλλευσης· συγχρόνως, συμβούλευε πολιτικούς αλλά και πολιτικούς εξόριστους. Ύστερα από τόσες δεκαετίες, έχει σχηματίσει ένα φοβερό δίκτυο επαφών και αφοσιωμένων «φίλων», που εκτείνεται σε τρεις ηπείρους. «Είναι κάπως σαν τον Νονό», λέει ένας πρώην ανώτερος αξιωματούχος της CIA στον Silverstein. «Μια μέρα θα έρθει να σου ζητήσει κάποια χάρη κι εσύ θα πρέπει να υπακούσεις».
Ο Calil δεν θέλει να συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του, κι ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά γι’ αυτόν μέχρι το 2004, όταν συνέλαβαν μια ομάδα εξήντα περίπου Ευρωπαίων και Νοτιοαφρικανών μισθοφόρων να αγοράζουν όπλα στη Ζιμπάμπουε. Όπως αναφέρθηκε, οι άντρες κατευθύνονταν προς την Ισημερινή Γουινέα κάτω από τις διαταγές του Calil και το καθεστώς ισχυρίστηκε ότι ο Calil εξύφαινε συνομωσία για φέρει στην εξουσία τον εξόριστο αντίπαλο του Obiang, τον Severo Moto. Οι κατηγορίες δεν αποδείχθηκαν και ο Calil εξακολουθεί να τις αρνείται. Ωστόσο, το επακόλουθο σκάνδαλο έστρεψε την προσοχή των Μέσων Επικοινωνίας στο πρόσωπο του, κι αυτό καθιστά ακόμη πιο εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Silverstein τον έπεισε να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου του.
Βέβαια, βοηθάει το ότι οι δυο άντρες είναι φίλοι. Ο Silverstein δεν κρύβει τη σχέση του με τον Calil, αντιθέτως παραδέχεται ότι έχει επισκεφτεί πολλές φορές το σπίτι του μεσολαβητή στο Λονδίνο και εκτιμά την ειλικρίνειά του. Ο Calil δεν το παίζει αλτρουιστής, γράφει ο Silverstein· είναι σαφές ότι δουλεύει στη βιομηχανία πετρελαίου επειδή το πετρέλαιο τον έκανε πλούσιο. Αυτή η φιλία άνοιξε το δρόμο στον Silverstein, πράγμα καλό για τους αναγνώστες του, ακόμη κι αν τα ρεπορτάζ του από άποψη δεοντολογίας κάνουν ορισμένους δημοσιογράφους να φρίττουν. Ο Calil θα υποδεχτεί τον Silverstein σε ένα σημαντικό δείπνο όπου παρευρίσκεται κι ένας άλλος παλαίμαχος μεσολαβητής, επιτρέποντας στο δημοσιογράφο να είναι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας ενώ εκείνος διαπραγματεύεται με έναν επιθετικό επενδυτή αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου, που αγωνιά να ξεφορτωθεί δυο διυλιστήρια πετρελαίου. Ο Calil πρότεινε να εγκασταθεί το ένα από τα δυο διυλιστήρια στο Λίβανο. Θα χρειαστεί πολιτική παρέμβαση για το κονδύλι, αλλά ευτυχώς ο Calil γνωρίζει το Λιβανέζο υπουργό Ενέργειας, αλλά και αξιωματούχους στη Συρία και το Ιράκ. Κάτι τέτοιες γνωριμίες και συμφωνίες τον έχουν κάνει πλούσιο.
Από τον τέλειο μεσολαβητή, ο Silverstein μας μεταφέρει στον αρχετυπικό δικτάτορα. Ο πρόεδρος Obiang κυβερνά την Ισημερινή Γουινέα από το 1979. Η μικρή χώρα της Δυτικής Αφρικής, με πληθυσμό μόλις 650.000 ανθρώπους, είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός πετρελαίου της Υποσαχάριας Αφρικής, μετά από τη Νιγηρία και την Αγκόλα. Αντλεί περισσότερα από 300.000 βαρέλια τη μέρα και εξάγει το μεγαλύτερο μέρος του αργού πετρελαίου της στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Το πετρέλαιο έχει κάνει τον Obiang και την οικογένειά του πλούσιους –σύμφωνα με εκτιμήσεις, η προσωπική περιουσία του προέδρου το 2006 ανερχόταν στα εξακόσια εκατομμύρια δολάρια– αλλά οι πολίτες του εξακολουθούν να ζουν στην απόλυτη φτώχεια. Όπως εξηγεί ο Silverstein, αυτό που κάνει τον Obiang μοναδικό δεν είναι το επίπεδο της διαφθοράς, αλλά το εκτεταμένο πλιάτσικο. Κάτω από τη διακυβέρνηση του, γράφει ο Silverstein, η Ισημερινή Γουινέα έχει μεταβληθεί σε «κράτος μαφιόζων», που διοικείται από «μια ωμή οικογενειακή συμμορία κι ένα μικρό αριθμό από παλιόφιλους και όργανα καταστολής»,
Για τους Obiang έχουν ξαναγράψει και στο παρελθόν. Ο δημοσιογράφος Peter Maass, πλέον υπεύθυνος Σύνταξης στο διαδικτυακό περιοδικό The Intercept της First Look Media, επισκέφτηκε το 2009 την Ισημερινή Γουινέα για τις ανάγκες της έρευνας του εξαιρετικού βιβλίου του, Crude World: The Violent Twilight of Oil. Το κεφάλαιο που αφιερώνει στο καθεστώς Obiang φέρει τον εύστοχο τίτλο «Λεηλατούν». Οι Silverstein και Maass παραπέμπουν ο ένας στον άλλον, και τα βιβλία τους αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Maass αναφέρει ότι η Γερουσία των ΗΠΑ άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 να διερευνά τις περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας του Obiang, έπειτα από τις αποκαλύψεις του Silverstein στους Los Angeles Times για τις συναλλαγές του καθεστώτος με την Τράπεζα Riggs στην Ουάσιγκτον – γεγονός που ο Silverstein επέλεξε να αποσιωπήσει λόγω υπερβολικής μετριοφροσύνης. Ο Silverstein επιστρέφει τη φιλοφρόνηση περιγράφοντας την επίσκεψη Maass στα κεντρικά γραφεία της Abayak, μιας κολοσσιαίας, νεφελώδους εταιρείας επενδύσεων χαρτοφυλακίου, που ανήκει στον πρόεδρο Obiang και συνεργάζεται με διάφορες εταιρείες πετρελαίου. Παρόλο που στεγάζεται σε ένα επταώροφο κτίριο, η Abayak χρησιμοποιεί μόνο τα δυο από τα έξι γραφεία του τελευταίου όροφου – τα υπόλοιπα είναι άδεια κι έρημα. Ο Maass έμαθε από έναν πληροφοριοδότη ότι κύριος σκοπός της Abayak ήταν να διοχετεύει ποσά από δωροδοκίες προς τον Obiang.
Και από τα δυο βιβλία προκύπτει για τους Obiang μια εικόνα σκανδαλώδους σπατάλης και στυγνής εκμετάλλευσης, που συντηρείται με τη διευκόλυνση των εταιρειών πετρελαίου και την άγνοια της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ο Silverstein σημειώνει ότι το 2009, κατά τη διάρκεια μας δεξίωσης στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, ο πρόεδρος Ομπάμα πόζαρε δίπλα στον Obiang, δυο μήνες αφότου ο τελευταίος είχε επανεκλεγεί με εικονικές εκλογές. Αν και το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έχει ασκήσει αγωγή στο γιο του Obiang, Teodorin, αξιώνοντας εβδομήντα εκατομμύρια δολάρια, οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομίας της Ισημερινής Γουινέας και ο ίδιος ο πρόεδρος Obiang «συνεχίζει να τρέφει θερμά αισθήματα για τις εταιρείες», όπως σχολιάζει ο Silverstein. Πράγματι, επιχειρήσεις όπως η Exxon-Mobil, κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσουν να ξοδεύουν εκατομμύρια δολάρια για την υποστήριξη του καθεστώτος Obiang.
Αν και ο Silverstein σκιαγραφεί επιδέξια τους χαρακτήρες του, μια φιγούρα στο βιβλίο του παραμένει απογοητευτικά ασαφής: ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Tony Blair, ο οποίος με το πέρας της θητείας του έκανε νέα καριέρα προωθώντας τα συμφέροντα των «μεγάλων παικτών του πετρελαίου», οπότε και εμφανίζεται στο κεφάλαιο για τους δημοσιοσχεσίτες της βιομηχανίας. Αφού οι παρασκηνιακές ενέργειες και πιέσεις σκοντάφτουν σε νόμους περί διαφάνειας, τα διεφθαρμένα καθεστώτα δωρίζουν μεγάλα ποσά σε πανεπιστήμια και κέντρα μελετών, και υπογράφουν παχυλά συμβόλαια με επιφανείς Δυτικούς, για να κάνουν διαλέξεις και να τους παρέχουν συμβουλές.
«Λίγοι έχουν φορέσει τόσο πολλά διάσημα και με τέτοιο φανατισμό ή έβγαλαν τόσα χρήματα» σε αυτή τη δουλειά, όπως ο Tony Blair, γράφει ο Silverstein. «Η μεταμόρφωση του Blair σε ανθρώπινη ταμειακή μηχανή έχει εξοργίσει πολλούς στη Βρετανία», αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος πόσα λεφτά έχει κάνει. Είναι διαρκώς διαθέσιμος να μιλήσει για τουλάχιστον δεκαέξι θέματα, που κυμαίνονται από την παγκόσμια οικονομία μέχρι τα ανθρώπινα δικαιώματα, με ελάχιστη χρέωση τα 200.000 δολάρια. Οι Financial Times εκτιμούν ότι μόνο το 2011 κέρδισε τριάντα εκατομμύρια δολάρια από ομιλίες και αμοιβές για παροχή συμβουλών.
Ωστόσο, η έρευνα του Silverstein δεν προχωράει πέρα από την επιφάνεια, καθώς οι αναφορές του στον πρώην πρωθυπουργό περιορίζονται στην αξιοσημείωτη έλλειψη διαφάνειας γύρω από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Το Δεκέμβριο του 2008, ο Blair ίδρυσε την οργάνωση Tony Blair Associates (TBA) με στόχο «την παροχή αποτελεσματικών υπηρεσιών προς τους πελάτες», αλλά «δεν είναι σαφές», γράφει ο Silverstein, «τι ακριβώς παρέχει ως αντάλλαγμα για τις αυστηρά υψηλές αμοιβές που εισπράττει», Σε αντίθεση με τον Calil, ο Blair δεν συμφώνησε να δώσει συνέντευξη, ενώ ελάχιστα αποκαλύπτει δημοσίως για τους πελάτες ή το εισόδημά του. Το TBA μέχρι πρότινος δεν είχε διαδικτυακή παρουσία ούτε εμφανιζόταν στην επίσημη ιστοσελίδα του Blair. Αυτή η μυστικότητα αναγκάζει τον Silverstein να εστιάσει στις
αδιάφορες ομιλίες του πρώην πρωθυπουργού και να προσφέρει στους αναγνώστες του μερικά ψίχουλα όσον αφορά τις συμβάσεις του TBA με το Κουβέιτ και το Καζακστάν – αλλά μέχρις εκεί. Έχει λιγότερα να προσφέρει στο πορτρέτο του Blair σε σχέση με τους άλλους κρίκους της αλυσίδας, κατά συνέπεια το κεφάλαιο για τους δημοσιοσχεσίτες της βιομηχανίας πάσχει.
Αναμφίβολα, το The Secret World of Oil δεν είναι το πρώτο βιβλίο που γράφεται για τη βιομηχανία του πετρελαίου, σίγουρα όμως είναι από τα πιο γλαφυρά. Το ρεπορτάζ του Silverstein ρίχνει φως στις σκοτεινότερες πτυχές των επιχειρήσεων πετρελαίου και αποκαλύπτει δυσάρεστες αλήθειες για την πολιτική, την εξουσία και το περιβάλλον. Έχοντας ζήσει για λίγο μέσα σε αυτό τον κόσμο, ο αναγνώστης μοιραία θα αφιερώσει πολύ χρόνο και σκέψη σ’ αυτό το καύσιμο, που οι περισσότεροι θεωρούμε δεδομένο.