της Μαρίας Δεναξά*
Mπορεί οι διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων να μην ενδιαφέρουν πια τη γαλλική και διεθνή επικαιρότητα και να μην είναι τόσο ογκώδεις, ωστόσο κάθε Σάββατο, τους τελευταίους έξι μήνες, εκατοντάδες Γάλλοι πολίτες σε πείσμα όλων, εξακολουθούν να διαδηλώνουν στους δρόμους απ’ άκρη σ’ άκρη σε ολόκληρη τη χώρα. Τα στοιχεία για τη συμμετοχή του κόσμου είναι αλληλοσυγκρουόμενα. Για τους διοργανωτές και όσους πιστεύουν ακόμα στην πιο μακρά ίσως λαϊκή διαμαρτυρία που έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια η Γαλλία, η δυναμική του κινήματος είναι πλέον κατοχυρωμένη. Το αντίθετο υποστηρίζουν η πλειοψηφία των Γαλλικών ΜΜΕ, η κυβέρνηση, Γάλλοι αξιωματούχοι αλλά και ο Εμμανουέλ Μακρόν, του οποίου διακαής πόθος είναι να επανέλθουν η κανονικότητα και η τάξη στους κόλπους της κοινωνίας κι ας είναι φαινομενικές κι εφήμερες.
Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο τρίμηνο η κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων δείχνει σημάδια κόπωσης και φθοράς. Το Σάββατο 25 Μαΐου διαδήλωσαν μόλις 12.500 Κίτρινα Γιλέκα σε ολόκληρη τη χώρα, σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών. Την αποδυνάμωση του κινήματος επιβεβαίωσε και το εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, όπου οι δυο λίστες που προήλθαν από το κίνημα κοινωνικής αμφισβήτησης, που προκάλεσε την μεγαλύτερη πολιτική κρίση της προεδρικής θητείας του Εμμανουέλ Μακρόν, δεν συγκέντρωσαν παρά το 1% των ψήφων.
Την ίδια ώρα τα ποσοστά της λίστας του κυβερνώντος κόμματος κρίθηκαν ικανοποιητικά. Παρ’ όλο που ήρθε δεύτερη, η διαφορά από τη λίστα της ακροδεξιάς που νίκησε στις ευρωκλογές, είναι μικρότερη από μία μονάδα, με αποτέλεσμα οι συνεργάτες του Γάλλου προέδρου να εκτιμούν πως το εκλογικό αποτέλεσμα του επέτρεψε να ξαναβρεί τη νομιμοποίηση, που τα Κίτρινα Γιλέκα αμφισβητούσαν εδώ κι έξι μήνες.
Η στάση των ΜΜΕ και των Κοινωνικών Δικτύων
Η έλλειψη ομοιογένειας στους κόλπους του κινήματος, η οποία ουδέποτε διερευνήθηκε ή έγινε προσπάθεια να αναιρεθεί, η απουσία ξεκάθαρων στόχων και προσανατολισμού, η αποτυχία επίτευξης οργανωτικών δομών, οι προσπάθειες σφετερισμού των Κίτρινων Γιλέκων από τους μηχανισμούς όλων των κομμάτων και κυρίως των άκρων, η ασυμφωνία μεταξύ των ηγετικών στελεχών, που επέφερε διάσπαση, οι βιαιότητες που χρεώνονται στους διαδηλωτές, αλλά κι αυτές της αστυνομίας οι οποίες σημάδεψαν καθεμία από τις διαδηλώσεις, συνέβαλαν στην αποδυνάμωση των κινητοποιήσεων.
Όμως καθοριστικός παράγοντας στην απαξίωση του κινήματος ήταν οι μέθοδοι συστηματικής αποδόμησης από έναν καλά προετοιμασμένο κυβερνητικό μηχανισμό, που ενώ προς στιγμήν φάνηκε να χάνει την ψυχραιμία του, αρνήθηκε με εμμονικό τρόπο να κατανοήσει την κοινωνική οργή και να κάνει υποχωρήσεις. Όπως και με τις πολύμηνες κυλιόμενες κινητοποιήσεις των σιδηροδρομικών ενάντια στην κατάργηση κεκτημένων τον προηγούμενο χρόνο, έτσι και με τις κινητοποιήσεις των Κίτρινων Γιλέκων, ο Εμμανουέλ Μακρόν και οι σύμβουλοι του άφησαν τη φθορά του χρόνου, αλλά και την άγρια αστυνομική καταστολή εναντίον των διαδηλωτών, να κάνουν την δουλειά τους.
Παράλληλα, τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ επιδόθηκαν σε μια πρωτοφανή μεροληπτική κάλυψη των γεγονότων. Επικεντρώθηκαν αποκλειστικά και μόνο στα επεισόδια και τις καταστροφές, σχεδόν αγνοώντας τις πραγματικές αιτίες που προκάλεσαν την πρωτοφανή κινητοποίηση.
Προέβαλαν την κυβερνητική προπαγάνδα ως θεμελιώδες συστατικό του υποτιθέμενου διαλόγου που έγινε μέσω της δημόσιας διαβούλευσης, η οποία σκόπευε υποτίθεται να δοθεί τέλος στην κρίση, αλλά πολύ γρήγορα πήρε τα χαρακτηριστικά προεκλογικής εκστρατείας του Μακρόν για τις ευρωεκλογές. Κάθε φωνή στήριξης των θέσεων των Κίτρινων Γιλέκων αντιμετωπίστηκε με έντονες επικρίσεις. Τα πραγματικά γεγονότα αντικαταστάθηκαν με απανωτά σοκ, ίντριγκες και δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων, με στόχο την πρόκληση φόβου ακόμα και πανικού στην κοινή γνώμη, που για μεγάλο χρονικό διάστημα υποστήριζε τη μεγαλύτερη κοινωνική κινητοποίηση των τελευταίων δεκαετιών στη Γαλλία.
Όμως την ώρα που δημοσιογράφοι μεγάλων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, γραπτού και διαδικτυακού Τύπου αποκαλούσαν συστηματικά τα Κίτρινα Γιλέκα «ταραξίες», εστίαζαν στις καταστροφές και το κόστος τους και υπογράμμιζαν τη «χασούρα» για την οικονομία με την κακή διαφήμιση της χώρας, η οποία –όπως εξακολουθούν να υποστηρίζουν – διώχνει τους τουρίστες, στην απέναντι όχθη οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων δεν έπαψαν να δείχνουν την άλλη όψη του νομίσματος, η οποία συνέβαλλε καθοριστικά στην ενίσχυση της ανυποληψίας, στην οποία έχουν περιέλθει τα περισσότερα Μέσα Ενημέρωσης της Γαλλίας.
Επιχειρώντας να καλύψουν το κενό μιας ενημέρωσης που έπαψε προ πολλού να είναι αντικειμενική, χρήστες του διαδικτύου ξεκίνησαν να δημοσιεύουν σε λογαριασμούς τους στο Facebook, το twitter, το Instagram κι αλλού, ιδιαίτερα άγρια περιστατικά αστυνομικής βίας, που οι εικόνες τις περισσότερες φορές αποδεικνύουν πως έγιναν ή γίνονται χωρίς λόγο και αιτία, μόνο και μόνο για να φοβηθούν οι διαδηλωτές και να διαλυθούν οι κινητοποιήσεις.
Έτσι ό,τι δεν προέβαλαν τα ΜΜΕ, τα περισσότερα εκ των οποίων ανήκουν σε επιχειρηματίες που στήριξαν προεκλογικά το Μακρόν και διατηρούν στενές σχέσεις με το Ελιζέ, δημοσιεύονταν στα κοινωνικά δίκτυα: π.χ. τα περιστατικά με σοβαρά τραυματισμένους από τις πλαστικές σφαίρες, οι ακρωτηριασμένοι από την αστυνομική καταστολή, εκείνοι που έχασαν ένα από τα δύο τους μάτια από τον ίδιο λόγο, πολίτες που ξυλοκοπούνται αλύπητα από τα όργανα της τάξης για ασήμαντη αφορμή, καθώς και σημαντικές λεπτομέρειες δημοσκοπήσεων μεγάλων Ινστιτούτων με αρνητικές παραμέτρους για την εκτελεστική εξουσία.
Πάντως για πολλούς Γάλλους, που δεν συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, οι βάναυσες συμπεριφορές που προβλήθηκαν κατ’ επανάληψη από τα ΜΜΕ με στόχο την αποδόμηση των Κίτρινων Γιλέκων, δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα του κινήματος και όσων εξακολουθούν να ασπάζονται ό,τι πρεσβεύει.
Στο βωμό της δυσφήμισης, τα Κίτρινα Γιλέκα κατηγορήθηκαν πως ανήκουν στην ακροδεξιά, στην άκρα αριστερά, ότι πρόκειται για αλκοολικούς και ανέργους, ότι χειραγωγούνται από τη ρωσική κυβέρνηση και τους συμμάχους της στη Γαλλία, ότι είναι ένα ομοφοβικό κίνημα κατά της κοινότητας LGBT, πως πρόκειται για συνωμότες που προετοιμάζουν πραξικόπημα, για αντισημίτες και φασίστες. Όμως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που βγήκαν στους δρόμους και που συμμετείχαν στον δημόσιο διάλογο εντός και εκτός των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, δεν ήταν ούτε βίαιοι, ούτε στασιαστές, ούτε κατά της οικολογίας, ούτε ρατσιστές, ούτε αντισημίτες ή ομοφοβικοί, σύμφωνα με στοιχεία ερευνών, που επιδεικτικά εξαιρέθηκαν από τη θεματολογία της επικαιρότητας.
Η αρχική ιδιαιτερότητα των Κίτρινων Γιλέκων ήταν ότι επρόκειτο για ένα κίνημα που δημιουργήθηκε αυθόρμητα, με τη βοήθεια των κοινωνικών δικτύων. Δεν είχαν επικεφαλής ή συντονιστή, ούτε συνδέθηκαν με κόμματα ή συνδικάτα, τουλάχιστον τους δυο πρώτους μήνες της ύπαρξής τους, παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Μακρόν κατήγγειλε από την αρχή των κινητοποιήσεων πως αντίπαλοί του έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις των διαδηλωτών για να εκτροχιάσουν το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα.
Αφορμή για την έναρξη των κινητοποιήσεων ήταν οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων που θα μείωναν κι άλλο την ήδη αποδυναμωμένη αγοραστική δύναμη των πιο αδύναμων. Όμως κοινός παρονομαστής όλων όσων κατέβηκαν στους δρόμους ήταν η πολυπρόσωπη ανέχεια, οι καταστάσεις φτώχειας και η εργασιακή ανασφάλεια που βιώνουν ολοένα και περισσότεροι Γάλλοι.
Το τελευταίο διάστημα που οι διαδηλωτές λιγόστεψαν σε αριθμό, διαπιστώθηκε, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι πολιτικοί αναλυτές, πως στο κίνημα έχουν παραμείνει τα πιο σκληροπυρηνικά στοιχεία που η πλειοψηφία τους ανήκει στα κόμματα των άκρων ή στον αναρχικό χώρο. Για τους εκπροσώπους των Κίτρινων Γιλέκων – οι οποίοι δεν ξεκαθαρίζουν τη στάση τους για να δώσουν νέα πνοή και προσανατολισμό στο κίνημα – όσοι εξακολουθούν να διαδηλώνουν είναι απλά «οι περισσότερο απελπισμένοι» από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη Γαλλία τα τελευταία 30 χρόνια.
Το ομιχλώδες τοπίο μέσα στο οποίο επέλεξαν να παραμείνουν τα Κίτρινα Γιλέκα και η συστηματική αποδόμηση από την αντίπερα όχθη φαίνεται πως κούρασαν την κοινή γνώμη. Το 55% των Γάλλων δηλώνει πως επιθυμεί να σταματήσουν οι κινητοποιήσεις, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Odoxa-Dentsu Consulting για τον ραδιοσταθμό France Inter και το περιοδικό L’Express.
Η δυσφορία της κοινής γνώμης απέναντι στα Κίτρινα Γιλέκα αποτυπώθηκε και στα ποσοστά που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι τους στις Ευρωεκλογές. Η λίστα «Κίτρινη Συμμαχία», με επικεφαλής τον τραγουδιστή Φρανσίς Λαλάν, εξασφάλισε περί το 0,5% των ψήφων και η λίστα «Εξέλιξη των Πολιτών», λιγότερο από το 0,5%. Αντίστοιχα, οι άλλοι σχηματισμοί στους οποίους εντάχθηκαν στελέχη των Κίτρινων Γιλέκων κατέγραψαν επιδόσεις που κυμάνθηκαν από 0,5% έως 3,5%.
Στο παρελθόν είχε εξεταστεί το ενδεχόμενο υποβολής μιας κοινής λίστας του κινήματος για τις ευρωεκλογές. Όμως ο ετερογενής του χαρακτήρας, αλλά και η απουσία ηγετικής μορφής λειτούργησαν αποθαρρυντικά.
Τώρα, πέρα από την τύχη των Κίτρινων Γιλέκων, η ύπαρξη τους απέδειξε ότι είναι πλέον δυνατή η αυθόρμητη οργάνωση κινημάτων χωρίς κανέναν ενδιάμεσο. Οι ανταλλαγές απόψεων με τον κόσμο που απαρτίζει τα Κίτρινα Γιλέκα διαφωτίζουν όσον αφορά την έκταση της απόρριψης των ηγεσιών που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια και των μέτρων πολιτικής που εφάρμοσαν. Εκείνο που επισημαίνουν, όσοι επιμένουν να διαδηλώνουν κάθε Σάββατο, είναι η επείγουσα ανάγκη για μεγαλύτερη κοινωνική και φορολογική δικαιο- σύνη και η ακατανίκητη επιθυμία για ενεργό συμμετοχή στη λειτουργία της δημοκρατίας.
Οι λύσεις που προτάθηκαν μέχρι σήμερα, για την εκτόνωση της χρόνιας κοινωνικής δυσφορίας, δεν θεωρήθηκαν πάντοτε αντίστοιχες με τα προβλήματα που έπρεπε να επιλυθούν. Ο φόρος στον άνθρακα είναι ένα καλό παράδειγμα: συγκεντρώνοντας την προσπάθεια καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής σε ένα μέρος του πληθυσμού, που ήδη νιώθει βαριά φορολογημένο, η κυβέρνηση Μακρόν αποσυνέδεσε την επείγουσα οικολογική ανάγκη από την κοινωνική δικαιοσύνη.
Στην ψυχοσύνθεση των Κίτρινων Γιλέκων
Μέσα από τις κινητοποιήσεις των Κίτρινων Γιλέκων, εκτός από τα υλικά συμφέροντα που σχετίζονται με τη φορολογία, την απουσία προοπτικής για όσους ζουν εκτός των μεγαλουπόλεων κ.λπ. εκφράστηκε και μια απλοϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στους πλούσιους. Αναδείχθηκε επίσης και το συστατικό μιας ισοπεδωμένης υπερηφάνειας, που προήλθε από την άρνηση αυτό το κομμάτι του γαλλικού λαού να παραμείνει κι άλλο αόρατο, περιφρονημένο από τις ελίτ που το αντιμετώπισε σχεδόν με αλαζονεία. Μια αλαζονεία, η οποία προ- κάλεσε αγανάκτηση, όπως αγανάκτηση προκάλεσαν οι χαρακτηρισμοί ότι πρόκειται για ανθρώπους χαμηλότερης πνευματικής βαθμίδας, φανατικούς ακροδεξιούς και βίαιους.
Κι αυτό το συναίσθημα της προσβολής της τιμής και της αξιοπρέπειας έδωσε τροφή σε έναν συμβολικό αγώνα που τον περιέγραψαν οι ίδιοι μέσα σε τρεις φράσεις: «θα αντέξουμε, δεν θα υποχωρήσουμε, θα επιστρέψουμε το επόμενο Σάββατο». Στο επόμενο στάδιο, το πάθος για αξιοπρέπεια και ισότητα έγινε αίτημα για την εφαρμογή άμεσης Δημοκρατίας με λαϊκό έλεγχο των πολιτικών αποφάσεων και για την απομάκρυνση με συνοπτικές διαδικασίες αποτυχημένων ηγεσιών. Φιλοσοφικοί και πολιτικοί προβληματισμοί δηλαδή, για το πώς να λειτουργήσει μια Δημοκρατία χωρίς να μετατραπεί σε ολιγαρχία ή οχλοκρατία, που ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων στην αρχαία Αθήνα πριν από πολλούς αιώνες.
Στις αρχές του έτους ο Εμμανουέλ Μακρόν είχε αποκαλέσει τα Κίτρινα Γιλέκα «φερέφωνο ενός όχλου γεμάτου από μίσος». Η χρήση του όρου όχλος για τον χαρακτηρισμό ενός πολιτικοκοινωνικού κινήματος αποσκοπεί στην αποδόμηση και την ποινικοποίησή του. Ο όχλος δεν σκέφτεται και, στη σφαίρα της συλλογικής φαντασίας, ο όρος αυτός παραπέμπει σε τρέλα και παραλογισμό. Επίσης καθοδηγείται σχεδόν αποκλειστικά από το ασυνείδητο, όπως ισχυριζόταν ο Γκιστάβ Λε Μπον, Γάλλος γιατρός και συγγραφέας, που ασχολήθηκε συστηματικά με την ανθρωπολογία, την ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την αρχαιολογία. Όμως η επιλογή στόχων από ορισμένα Κίτρινα Γιλέκα, όπως είναι οι τράπεζες, τα μαγαζιά με είδη πολυτελείας, τα καφέ Starbucks, οι δυνάμεις επιβολής της τάξης, ένα υπουργείο από μέλη της οργάνωσης Black Bloc, σταθμοί διοδίων, ραντάρ ελέγχου ταχύτητας, δεν παραπέμπουν σε παραλογισμό, αλλά αντηχούν έναν ξεκάθαρο πολιτικό λόγο.
Παρ’ όλο που είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν υπάρχει ταξική συνείδηση στους κόλπους του κινήματος, η απουσία διανοουμένων που να έχουν εμπλακεί ενεργά στη δράση των Κίτρινων Γιλέκων και στην κρίση την οποία προκάλεσαν, δεν επέτρεψε στην έκφραση ενός ξεκάθαρου οράματος και μιας σαφούς κοινωνικής δράσης. Ωστόσο πολιτική σκέψη εκφράζεται – κι ας μην είναι όπως θα έπρεπε δομημένη. Υπογραμμίζεται συχνά πως το λεκτικό μίσος και οι ακραίες σκέψεις, που αγγίζουν τα όρια της συνωμοσίας, έχουν βρει γόνιμο έδαφος στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Τα Κίτρινα Γιλέκα κατηγορήθηκαν επανειλημμένως στη σύγκρουσή τους με τους συμπατριώτες τους, εκείνους που ανήκουν σε μια ανώτερη ταξική κατηγορία, ότι πρόκειται για ακραία στοιχεία που υποκινούν το μίσος και συμβάλλουν στον κοινωνικό διχασμό.
Είναι όμως έτσι;
Τα Κίτρινα Γιλέκα και τα άκρα
Εξίσου σοβαρή κατηγορία που απέτρεψε πολύ κόσμο, ο οποίος αρχικά είχε κάνει σημαία του το κίτρινο γιλέκο, να συνεχίζει να διαδηλώνει και τον οδήγησε στη συνέχεια να άρει την υποστήριξή του από το κίνημα, ήταν ότι μέσα σε αυτό είχαν παρεισφρήσει ακροδεξιοί και ακροαριστεροί. Μάλιστα, αυτό διαβεβαίωνε και ο ίδιος ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν στο τέλος Ιανουαρίου, κάνοντας λόγο πως μεταξύ των Κίτρινων Γιλέκων περίπου 40.000 με 50.000 είναι «ultra» που ανήκουν στα άκρα. Όμως σε έρευνα της ιστοσελίδας Mediapart, που δημοσιεύθηκε στις 8 Μαρτίου, προέκυψε πως ο Γάλλος πρόεδρος έλεγε ψέματα στους συμπατριώτες του συνειδητά. Την ώρα που διαβεβαίωνε για τη σχέση Κίτρινων Γιλέκων – άκρων, η μυστική υπηρεσία της χώρας DGSI σε ενημερωτικές σημειώσεις της προς το Ελιζέ διαβεβαίωνε το αντίθετο.
«Η ακροδεξιά είναι σχεδόν ανύπαρκτη στους κόλπους του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων», αναφέρεται συγκεκριμένα σε ένα σημείωμα. Δύο λόγοι εξηγούν αυτήν την απουσία σύμφωνα με τη DGSI: η ακροδεξιά απέτυχε να ηγηθεί του κινήματος. Ορισμένοι πυρήνες της, που είναι κατά του Ισλάμ, αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τα Κίτρινα Γιλέκα, γιατί μέσα στο κίνημα συμμετείχαν και μουσουλμάνοι.
Από την άλλη, ένα κύμα συλλήψεων στις αρχές Δεκεμβρίου αποθάρρυνε πολλούς ακροδεξιούς να εκφράσουν υποστήριξη.
Σχεδόν το ίδιο συνέβη και με την άκρα αριστερά. «Η άκρα αριστερά ενεπλάκη με περιορισμένο τρόπο σε ένα κίνημα το οποίο χαρακτηρίστηκε ως λαϊκίστικο και αντιδραστικό», γράφει το σημείωμα.
Η Mediapart, που πραγματοποίησε την έρευνα, εκτιμά πως μόνο 300 διαδηλωτές που πήραν μέρος στις κινητοποιήσεις στο πιο μεγάλο ξέσπασμα των Κίτρινων Γιλέκων στις αρχές Δεκεμβρίου προέρχονταν από τον χώρο της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς. Σήμερα φαίνεται πως έχουν απομείνει μερικές δεκάδες. «Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ρωσικής παρέμβασης», αναφερόταν επίσης στο σημείωμα, καθώς η Mediapart εξέτασε επίσης και το ζήτημα της υποτιθέμενης ρωσικής παρέμ- βασης που προέβαλαν τα ΜΜΕ τα οποία καλύπτουν τις κινητοποιήσεις.
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου;
Μετά την παραπάνω ανάλυση της δημιουργίας, της συμπεριφοράς, αλλά και της αντιμετώπισης από ένα ευρωπαϊκό σύστημα εξουσίας, ενός κινήματος που παρόμοιο του είχε να δει η Ευρώπη από το Μάιο του 1968, γίνεται αντιληπτό πως οποιαδήποτε μορφή κοι- νωνικής αντίδρασης στις μέρες μας, η οποία εκφράζει δυσφορία απέναντι σε συγκεκριμένες πολιτικές ή πρόσωπα εξουσίας, είναι σχεδόν καταδικασμένη να έρθει αντιμέτωπη με στρατηγικές αποδόμησης, απόρριψης και σταδιακής αποσύνθεσης, αλλά και παράλληλης επικοινωνιακής χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Ωστόσο, παρά το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου των Κίτρινων Γιλέκων, κοινή διαπίστωση είναι πως το γαλλικό κίνημα, σε αντίθεση με τους «Αγανακτισμένους» στην Ελλάδα ή το “Occupy” στις ΗΠΑ, όσο ετερόκλητο κι αδόμητο κι αν είναι, ήρθε για να μείνει. Η κοινωνική δυσαρέσκεια στη Γαλλία, που ενισχύεται από την αγωνία των μικροαστών και φτωχότερων –κυρίως της περιφερειακής Γαλλίας– για την επιβίωση, αλλά και η ανάγκη τους να πολεμήσουν την περιφρόνηση που τους δείχνει η καθεστηκυία τάξη της «κουλτούρας» και των «ελίτ», υποβόσκει, γίνεται ολοένα εντονότερη και αναμένεται να κλιμακωθεί τους επόμενους μήνες με την επανεκκίνηση επώδυνων μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με ιστορικούς και δημοσιολόγους που μελετούν τέτοια κινήματα. Πάντως για την ώρα, εκείνος που φαίνεται να επιβιώνει καλύτερα είναι ο Εμμανουέλ Μακρόν…
* Δημοσιογράφος–ανταποκρίτρια στη Γαλλία για το Star Channel και τον όμιλο Real Group, η Μαρία Δεναξά κλείνει φέτος τριάντα χρόνια δημοσιογραφικής πορείας. Έχει σπουδάσει στο Ινστιτούτο Σπουδών Μπόνα και στο Πανεπιστήμιο Stendhal της Γκρενόμπλ, όπου πήρε μεταπτυχιακό στα ΜΜΕ (Δημοσιογραφία και Επικοινωνία).