Συνέντευξη στην Λήδα Τσενέ*
Όταν κάποιος μιλά για entrepreneurial δημοσιογραφία το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό ή που τουλάχιστον θα έπρεπε να του έρχεται στο μυαλό, είναι το Tow Knight-Center for Entrepreneurial Journalism.
Στην καρδιά της Νέας Υόρκης, ένας ζωντανός και πρωτοπόρος οργανισμός ο οποίος στόχο έχει να χτίσει ένα βιώσιμο μέλλον για την ποιοτική δημοσιογραφία μέσω της εκπαίδευσης, της έρευνας και της υποστήριξης νέων μιντιακών επιχειρηματικών εγχειρημάτων.
Πίσω από το Tow-Knight Center κρύβεται ένα εξίσου πρωτοπόρο πανεπιστημιακό ίδρυμα: το School of Journalism του City University of New York. Τοποθετημένο στρατηγικά δίπλα στο επιβλητικό κτίριο των New York Times δεν σταματά να καινοτομεί προσφέροντας προγράμματα τα οποία ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς.
Πριν από έναν χρόνο ακριβώς είχα την τύχη να βρεθώ εκεί και να συνομιλήσω με τον Jeremy Caplan, καθηγητή στο ίδιο Πανεπιστήμιο και Director of Education του Tow-Knight Center for Entrepreneurial Journalism.
Η κουβέντα που ξεκίνησε εκεί συνεχίστηκε φέτος, αυτή τη φορά στην Αθήνα και στο πλαίσιο της συμμετοχής του Jeremy Caplan στο Athens Startup Weekend Entrepreneurial Journalism που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Εργαστηρίου Διαφήμισης και Δημοσίων Σχέσεων του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου και με την υποστήριξη της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα.
«Ζούμε στη χρυσή εποχή της δημοσιογραφίας». Με αυτή τη φράση ξεκίνησε να περιγράφει ο Jeremy Caplan τις εξελίξεις που διαδραματίζονται σήμερα στον κλάδο δίνοντας το έναυσμα για μια ενδιαφέρουσα συνομιλία και φυσικά πολλές ερωτήσεις.
«Μα, ζούμε όντως στη χρυσή εποχή της δημοσιογραφίας;» αναρωτήθηκα, αναλογιζόμενη τη μεγάλη κρίση που βιώνει σήμερα ο κλάδος.
Ο Jeremy Caplan, πολύ πιο αισιόδοξος, έσπευσε να με καθησυχάσει.
«Σίγουρα βιώνουμε μια επανάσταση στη διαδικασία παραγωγής δημοσιογραφικού περιεχομένου. Έχουμε μοναδικά εργαλεία, τη δυνατότητα να συλλέγουμε πληροφορία από παντού, πολύ δυναμικά δίκτυα διανομής. Όλα τα παραπάνω συντελούν στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για μια πιο ποιοτική δημοσιογραφία».
Σαφώς και όλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες ενίσχυσης της δημοσιογραφικής πρακτικής, ωστόσο η αγορά γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστική και η επίτευξη της ποιοτικής δημοσιογραφίας μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολη.
«Ένας δημοσιογράφος σήμερα θα πρέπει να αναπτύξει πολλαπλές δεξιότητες προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει», τονίζει ο Caplan και συνεχίζει: «Σίγουρα θα πρέπει να είναι ένας multimedia storyteller. Να μπορεί δηλαδή να πει την ιστορία του αξιοποιώντας τις δυνατότητες που δίνουν σήμερα τα οπτικοακουστικά εργαλεία (video, φωτογραφίες).
Η δεξιότητα συλλογής, ανάλυσης και παρουσίασης των δεδομένων είναι εξίσου σημαντική. Το design μπαίνει και αυτό δυναμικά στη φαρέτρα των εργαλείων ενός δημοσιογράφου. Πώς παρουσιάζουμε δηλαδή τα δεδομένα μας; Κοντά στο design βρίσκεται και ο προγραμματισμός. Μπορούμε να στήσουμε ένα web site ή ακόμα κι αν δεν μπορούμε, έχουμε μια ιδέα του τι βρίσκεται πίσω από μια ιστοσελίδα;
Ο δημοσιογράφος σήμερα χρειάζεται σίγουρα να αναπτύξει και μια πιο επιχειρηματική ματιά, ενώ τέλος η αξιοποίηση των social media, τόσο για την παραγωγή περιεχομένου, όσο κυρίως για τη διασύνδεση με τις κοινότητες κρίνονται ως σημαντικές δεξιότητες».
Design και προγραμματισμός, σκέφτηκα… Αν κάποιος πριν από χρόνια άκουγε ότι τα παραπάνω συγκαταλέγονται στις δεξιότητες ενός δημοσιογράφου, εύλογα θα απορούσε. Τι συμβαίνει όμως με τις πιο παραδοσιακές δημοσιογραφικές αξίες; Αυτές δεν έχουν θέση στη φαρέτρα του σύγχρονου δημοσιογράφου;
«Πάντα θα υπάρχουν δεξιότητες οι οποίες θα ξεχωρίζουν τους δημοσιογράφους από τους μη δημοσογραφούς. Το κλασικό, παραδοσιακό ρεπορτάζ, η ικανότητα να γράφεις καλά, αλλά και να αφηγείσαι μια ιστορία και, τέλος, η επαλήθευση της πληροφορίας είναι κάποιες από αυτές» συμπλήρωσε αμέσως ο Caplan δίνοντάς μου, ευτυχώς, την απάντηση που ήθελα να ακούσω και δίνοντας πάσα για την επόμενη ερώτηση.
Ο δημοσιογράφος λοιπόν σήμερα πρέπει να είναι ένα «πολυεργαλείο», με πολλαπλές δεξιότητες που ξεφεύγουν πέρα από όσα θεωρούσαμε δεδομένα. Πώς όμως αποκτά όλα αυτά τα εφόδια; Τα προγράμματα των δημοσιογραφικών σχολών ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς; Μήπως χρειάζονται επικαιροποίηση, και αν ναι, πόσο εύκολο είναι αυτό; «
Μην μπορώντας να γενικεύσω, θα έλεγα ότι σίγουρα υπάρχουν δυσκολίες στην επικαιροποίηση των ακαδημαϊκών προγραμμάτων. Οι ραγδαίες εξελίξεις από τη μία πλευρά και η δυσκαμψία που μπορεί να έχουν οι ακαδημαϊκές διαδικασίες μπορεί να αποτελέσουν αποτρεπτικούς παράγοντες. Θα πρέπει όμως συνεχώς να αναρωτιόμαστε αν εκπαιδεύουμε κάποιους ανθρώπους για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα και για να μπορούν να αναταποκριθούν στην αγορά ή απλά τους σερβίρουμε ένα “προμαγειρεμένο” φαγητό.
Σε αυτή την κατεύθυνση, το να εργάζεται ο ακαδημαϊκός χώρος δίπλα δίπλα με τα newsrooms και να υπάρχει μια υγιής συνεργασία (για παράδειγμα, να διδάσκουν και επαγγελματίες δημοσιογράφοι) σίγουρα βοηθά», απαντά ο Caplan αγγίζοντας ένα αρκετά ευαίσθητο θέμα, τουλάχιστον για τα περισσότερα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Φτάνοντας στο τέλος της κουβέντας μας δεν θα μπορούσαμε να μην θίξουμε το βασικό αντικείμενο μελέτης και διδασκαλίας του συνομιλητή μου, αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως entrepreneurial journalism. Ποια είναι όμως τα entry points της επιχειρηματικής δημοσιογραφίας;
Ο Caplan εξηγεί: «Προϊόν, βιωσιμότητα, κοινότητα. Και θα εστιάσω περισσότερο στο τελευταίο. Στη δυνατότητα δηλαδή που έχουμε σήμερα σαν δημοσιογράφοι να “ακούμε” καλύτερα τα ακροατήριά μας, να εντοπίζουμε φωνές που δεν ακούγονται και να δημιουργούμε προϊόντα που ανταποκρίνονται σε αυτές. Η τάση της κοινωνικής δημοσιογραφίας (social journalism) είναι ιδιαίτερα επίκαιρη προτείνοντας μια πιο top down προσέγγιση και αποτελώντας ίσως και μια απάντηση στις προηγούμενες αποτυχίες της δημοσιογραφίας».
Μπορεί η επιχειρηματική δημοσιογραφία να αποτελέσει απάντηση στην κρίση των Μέσων; Πόσο εύκολο είναι για έναν δημοσιογράφο να στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση; «Υπάρχει μια διαδικασία η οποία πάει ως εξής: πρώτα πρέπει να βρει κάτι που να του αρέσει, στη συνέχεια να σκεφτεί αν ανταποκρίνεται σε κάποια ανάγκη των χρηστών και τέλος πώς αυτή η ανάγκη και η δική του λύση μπορεί να έχει επιχειρηματική αξία. Το τελευταίο βήμα είναι πάντα το πιο δύσκολο και αυτό γιατί νομίζω ότι συνήθως αντιμετωπίζουμε τη δημοσιογραφία μόνο σαν περιεχόμενο και όχι και σαν υπηρεσία».
Και με αυτή τη φράση, η οποία κλείνει μέσα της την πραγματική ευθύνη και αποστολή ενός δημοσιογράφου σήμερα, την προσφορά υπηρεσιών προς το δημόσιο συμφέρον, κλείνουμε και εμείς αυτή τη συζήτηση παίρνοντας μαζί μας τόσο σκέψεις και προβληματισμούς για το μέλλον της σύγχρονης δημοσιογραφίας, όσο και προσδοκίες για την ανάπτυξη νέων δημοσιογραφικών μοντέλων και στην Ελλάδα.