Του Νίκου Σμυρναίου*
Λίγες μόνο μέρες πριν τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, η δυναμική της καμπάνιας ίσα που έχει αρχίσει να διακρίνεται καθαρά. Τα προγνωστικά διαψεύστηκαν πολλές φορές, τόσο υπό το βάρος σκανδάλων και αποκαλύψεων που ενισχύουν τη γενικότερη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στον δικομματισμό και τα κυρίαρχα Μέσα ενημέρωσης, όσο και από απρόβλεπτους παράγοντες, όπως η ξαφνική άνοδος του Μπενουά Αμόν και οι τριγμοί που αυτή δημιούργησε σε σημείο που το Σοσιαλιστικό Κόμμα να είναι έτοιμο να εκραγεί.
Η πρωτιά της Μαρίν Λεπέν στον πρώτο γύρο, μοιάζει να υποχωρεί και ο Εμμανουέλ Μακρόν να περνάει πρώτος. Θα είναι όμως έτσι τελικά τα πράγματα; Από την άλλη, η άνοδος του Μελανσόν δεν μοιάζει να δίνει στην αριστερά την ιστορική ευκαιρία στην οποία προσέβλεπε.
Οι προεδρικές του 2017 προορίζονταν να αποτελέσουν τη ρεβάνς για το ματς Ολάντ-Σαρκοζί του 2012. Όμως η κοινή γνώμη απέβαλε και τους δύο από το παιχνίδι τιμωρώντας τον πρώτο επειδή πρόδωσε τις προεκλογικές υποσχέσεις του και τον δεύτερο για την αλαζονεία και τα αλλεπάλληλα ψεύδη του. Οι έτεροι αγαπημένοι υποψήφιοι των Μέσων Ενημέρωσης, ο Ζιπέ για τη δεξιά και ο πρώην πρωθυπουργός Βαλς για το σοσιαλιστικό κόμμα, έχασαν και οι δύο τις εσωτερικές εκλογές των κομμάτων τους παρά τις θετικές δημοσκοπήσεις.
Πλέον αντιπρόσωποι του δικομματισμού είναι τα αουτσάιντερ Αμόν και Φιγιόν. Ο πρώτος έχει σαν προτεραιότητα να διασώσει το σοσιαλιστικό κόμμα από την «πασοκοποίηση», δηλαδή την καταβίβασή του, ενώ ο δεύτερος προσπαθεί ακόμα να διασωθεί μετά το σκάνδαλο (βλ. ρεπορτάζ). Κανείς από τους δύο δεν είναι σίγουρο ότι θα βρίσκεται στον δεύτερο γύρο απέναντι στη Λεπέν.
Πιο πιθανός απ’ όλους, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις τουλάχιστον, φαίνεται να είναι ο πρώην υπουργός οικονομικών, Εμμανουέλ Μακρόν, με το κίνημά του «En Marche!». Η φθορά του δικομματισμού, που για πρώτη φορά από το 1974 προδιαγράφεται τόσο σημαντική, αναδεικνύει προσωπικότητες και οργανώσεις απροσδιόριστου πολιτικού στίγματος: είχε ήδη αναδείξει νωρίτερα τον Φρανσουά Μπαϊρού και το «MoDeM» και δεν είναι τυχαίο που ο Μπαϊρού συντάχθηκε στις φετινές εκλογές στο πλευρό του Μακρόν.
Του Μακρόν ο οποίος, παραιτούμενος από την κυβέρνηση Βαλς το καλοκαίρι του 2016 για να θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές, αποτελεί τη χρυσή εφεδρεία του συστήματος μετά το ναυάγιο του Φιγιόν. Χωρίς να έχει εκλεχθεί ποτέ σε καμία πολιτική θέση, ο πρώην τραπεζίτης και οικονομικός σύμβουλος του Ολάντ έχει αναπτύξει μεγάλη δυναμική υποστηριζόμενος από τα κυρίαρχα Μέσα ενημέρωσης και χρηματοδοτούμενος από σημαντικά κέντρα του γαλλικού κεφαλαίου.
Το αφήγημα του Μακρόν επικεντρώνεται στη «Γαλλία που κερδίζει» και υπόσχεται μια νέα διακυβέρνηση μακριά από τις αγκυλώσεις δεξιάς κι αριστεράς. Όμως ο πολιτικός του λόγος είναι κούφιος και στερεότυπος. Όπως έγραψε και η Libe΄ration, το οικονομικό του πρόγραμμα εγγράφεται μάλλον στη συνέχεια της πενταετίας Ολάντ, ενώ επαναλαμβάνει κοινοτοπίες, όπως η ανάκαμψη της οικονομίας ή η μείωση των δημοσίων δαπανών, του ελλείμματος και της ανεργίας. Δεν είναι τυχαίο, αφού η θητεία του στο υπουργείο οικονομικών σημαδεύτηκε από τις πιο νεοφιλελεύθερες απορρυθμίσεις της πενταετίας Ολάντ.
Επίσης, το κοινό που ακολουθεί τον Μακρόν φαίνεται να διακατέχεται από μια σχετική προσωπολατρία προς τον υποψήφιο, κάτι που προδίδει το απολιτικό στίγμα της υποψηφιότητάς του. Μένει λοιπόν να φανεί κατά πόσο το φαινόμενο Μακρόν θα επιβιώσει στην κάλπη, όπως έκανε για παράδειγμα το «Κίνημα Πέντε Αστέρων» στην Ιταλία ή θα εξατμιστεί σαν το «Ποτάμι».
Αδιαμφισβήτητα «μέσα» στον πρώτο γύρο της 23ης Απριλίου, πάντα σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η Μαρίν Λεπέν και το «Εθνικό Μέτωπο». Το κόμμα είναι πλέον πρώτο σε αριθμό ψήφων στη Γαλλία (30% στις περιφερειακές εκλογές του 2015), διαθέτει μεγάλο αριθμό εκλεγμένων στην τοπική αυτοδιοίκηση και σαφώς επωφελείται από το γενικότερο πολιτικό κλίμα (Brexit, Τραμπ κ.λπ.).
Το πρόβλημα της Λεπέν είναι ο δεύτερος γύρος στις 7 Μαΐου. Θέλει να αποφύγει το μέτωπο εναντίον της, όπως έγινε με τον πατέρα της το 2002, γι’ αυτό και έχει αμβλύνει πολλές από τις κεντρικές θέσεις της (έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, ρατσιστικές διακρίσεις στην εργασία, ακύρωση του ομόφυλου γάμου κ.λπ.), τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής. Επηρεασμένη από τον σύμβουλό της Φλοριάν Φιλιπό, δηλωμένο ομοφυλόφιλο και προερχόμενο από την πατριωτική δεξιά, η Λεπέν έχει στρογγυλέψει τον ρατσιστικό λόγο της – επικεντρώνοντάς τον στους μετανάστες– και έχει απεκδυθεί το ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα του πατέρα της.
Όμως η κυριαρχία της είναι εύθραυστη. Κατ’ αρχάς έχει και η ίδια αρκετά δικαστικά προβλήματα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για παράδειγμα, της ζητά να επιστρέψει 300.000 ευρώ, που αντιστοιχούν σε μισθούς υπαλλήλων οι οποίοι υποτίθεται ότι τη βοηθούσαν στα καθήκοντα ευρωβουλευτή, ενώ στην πραγματικότητα δούλευαν για το κόμμα ή ως σωματοφύλακες. Το ίδιο συμβαίνει με όλους τους ευρωβουλευτές του «Εθνικού Μετώπου».
Παράλληλα, η Λεπέν εμπλέκεται σε υποθέσεις παράνομης χρηματοδότησης του κόμματος μέσω εταιρειών που ανήκουν στον πρώτο κύκλο φίλων και συμβούλων της. Οι διασυνδέσεις της οικογένειας Λεπέν με την υψηλή κοινωνία, με ακροδεξιούς χρηματιστές και φορολογικούς παραδείσους είναι γνωστές εδώ και χρόνια. Τώρα όμως έρχονται σε αντίθεση με τη νέα πολιτική γραμμή της υποτιθέμενης υπεράσπισης του απλού λαού.
Σε τοπικό επίπεδο, το «Εθνικό Μέτωπο» έχει το μεγαλύτερο ποσοστό παραιτήσεων εκλεγμένων συμβούλων και δημάρχων. Τα νέα μέλη του κόμματος, που υπέκυψαν στο πολιτικό μάρκετινγκ της Μαρίν Λεπέν, «ανακαλύπτουν» τις μαφιόζικες πρακτικές των απαράτσικ αλλά και τη σκληρή ιδεολογία που ενστερνίζεται μεγάλο τμήμα του κόμματος. Αυτός ο φασιστικός κορμός του «Εθνικού Μετώπου» εκπροσωπείται από την «ανιψιά», την 27χρονη Μαριόν Μαρεσάλ Λεπέν, που εξελίσσεται στον πιο επικίνδυνο εσωτερικό αντίπαλο της προεδρικής ομάδας.
Σε τελική ανάλυση, αυτό που κρατάει μαζί όλο αυτό το συνονθύλευμα είναι η προοπτική της εξουσίας. Αν η Μαρίν χάσει της εκλογές είναι σίγουρο ότι η «μετριοπαθής» γραμμή θα δεχθεί κριτική και δεν αποκλείεται νέα διάσπαση, στην οποία η γαλλική ακροδεξιά έχει ούτως ή άλλως παράδοση.
Ένα από τα πιο απροσδόκητα γεγονότα της προεκλογικής περιόδου ήταν η νίκη του Μπενουά Αμόν στις προκριματικές εκλογές των σοσιαλιστών. Η αριστερίζουσα ρητορική του βρήκε απήχηση στο προοδευτικό ακροατήριο που θέλησε επίσης να τιμωρήσει με την ψήφο του τον φαβορί Βαλς. Ο Αμόν κατάφερε να επιβάλλει νέα θέματα στην ατζέντα, όπως το βασικό εισόδημα για όλους, η οικολογική προτεραιότητα, η νομιμοποίηση της χρήσης και πώλησης της κάνναβης κ.λπ.
Θεωρητικά, το πρόγραμμά του είναι συμβατό με αυτό του Μελανσόν, του υποψηφίου της ριζοσπαστικής αριστεράς με τον συνδυασμό «La France insoumise» (η ανυπότακτη Γαλλία). Για ένα διάστημα, ο Αμόν κατάφερε να περάσει μπροστά από τον Μελανσόν ανακόβοντας την ανοδική δυναμική του, αφού πολλοί απογοητευμένοι ψηφοφόροι του σοσιαλιστικού κόμματος που προτιμούσαν να παραμείνουν αριστερά, επέστρεψαν στην αγκαλιά του Αμόν.
Το φαινόμενο, όμως, δεν κράτησε πολύ. Ο Αμόν, γέννημα-θρέμμα των σοσιαλιστών, έσπευσε μετά την εκλογή του να συμφιλιωθεί με όλους αυτούς που ευθύνονται για τις καταστροφικές πολιτικές των τελευταίων πέντε χρόνων στο όνομα της «συσπείρωσης» του κόμματος. Ακόμα και η στήριξη του Γιαννίκ Ζαντό, μέχρι πρότινος υποψηφίου των οικολόγων δεν κατάφερε να εδραιώσει τον αέρα της ανανέωσης που ήθελε να φέρει ο Αμόν.
Μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει τη ρευστότητα του κλίματος αν δει τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων στα τέλη Ιανουαρίου και στις αρχές Απριλίου. Στην πρώτη περίπτωση, τα ποσοστά είναι Λεπέν 26, Μακρόν και Φιγιόν 22, Αμόν 17 και Μελανσόν 11 ενώ στη δεύτερη είναι Λεπέν και Μακρόν 24, Φιγιόν 19 Μελανσόν 17 και Αμόν 7. Άλλαξαν τα ποσοστά, άλλαξε η σειρά, άλλαξαν όλα μέσα σε δύο μήνες.
Η προοπτική του διδύμου Λεπέν-Μακρόν στον δεύτερο γύρο δεν είναι ευχάριστη για τη Γαλλία. Μπορεί να δείχνει ότι το παιχνίδι του δικομματισμού τελείωσε, δεν αντικαταστάθηκε όμως ούτε από κάτι στέρεο ούτε από κάτι ελπιδοφόρο για έναν λαό που ζει σε υφέρπουσα κρίση τα τελευταία χρόνια.