Της Βάλιας Καϊμάκη*
Κυριακή, 29 Ιανουαρίου, 11ο διαμέρισμα. Το Παρίσι είναι κρύο και συννεφιασμένο, αλλά ο κόσμος στο προαύλιο του σχολείου, όπου βρισκόμαστε, δεν είναι δυσαρεστημένος.
Πιάνουμε κουβέντα με το ζευγάρι μπροστά μας στην ουρά. «Εμείς ψηφίσαμε και στις προκριματικές της δεξιάς και στις προκριματικές των σοσιαλιστών. Στις εκλογές της δεξιάς ψηφίσαμε Ζιπέ για να μη βγει ο Φιγιόν και σήμερα, όπως και την προηγούμενη Κυριακή, ψηφίζουμε Αμόν γιατί μας αρέσει». Δεν είναι οι μόνοι. Ανάμεσά μας υπάρχουν σίγουρα και ψηφοφόροι του Φιγιόν που ήρθαν να ψηφίσουν Βαλς…
Η ουρά είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι την περασμένη Κυριακή. Η πρωτιά του Αμόν έδωσε ελπίδα στους απογοητευμένους αριστερούς. Πιστεύουν ότι κάτι κινείται στους σοσιαλιστές, πάνω που νόμιζαν ότι το κόμμα είναι νεκρό. Το σκότωσε ο Ολάντ και η πολιτική του.
«Δεν είναι που δεν χωνεύω τον Μελανσόν έτσι κι αλλιώς, είναι που ο θαυμασμός του για τον Πούτιν είναι τόσο μεγάλος που δεν το αντέχω», μας εξομολογείται μια 40χρονη στην ουρά, η οποία ψήφισε Αμόν και την περασμένη Κυριακή.
Στις προηγούμενες εκλογές είχε ψηφίσει τη Μαρτίν Ομπρί, όχι τον Ολάντ, είναι δηλαδή από τους «αριστερούς» των σοσιαλιστών. Μαζί της είναι και ο σύντροφός της, ο οποίος την περασμένη Κυριακή «βαριόταν» να πάει να ψηφίσει. «Μόλις είχα την επιλογή Αμόν, δεν το σκέφτηκα καθόλου». Θα ψηφίσει και στις εθνικές εκλογές Αμόν; «Δεν είμαι σίγουρος, μπορεί και Μελανσόν», είναι η αποστομωτική απάντησή του.
Η διαδικασία ψήφου μοιάζει πολύ μ’ εκείνη των κανονικών εκλογών. Δικαίωμα ψήφου έχουν όσοι είναι γραμμένοι στους εθνικούς εκλογικούς καταλόγους. Δίνουν ταυτότητα και ένα ευρώ, παίρνουν τα ψηφοδέλτια, πηγαίνουν στο παραβάν και ρίχνουν το ψηφοδέλτιο στην κάλπη. Η μόνη διαφορά είναι πως δεν είναι ανοιχτά τόσα πολλά εκλογικά τμήματα όσα στις εθνικές εκλογές.
Ο κόσμος στην ουρά συζητάει κυρίως το «Πενέλοπεγκέιτ». Πηνελόπη είναι το όνομα της κυρίας Φιγιόν, της οποίας οι αμοιβές για την αργομισθία της έχουν φέρει τον εκλεκτό των ρεπουμπλικανών στο χείλος της παραίτησης. «Σκέφτονται να διοργανώσουν ξανά προκριματικές, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο: πώς λες σε 4 εκατομμύρια κόσμο συγνώμη λάθος, ξαναπεράστε από την κάλπη», εξηγεί ο δημοσιογράφος που μας «ξεναγεί» στις εκλογές. «Σκέφτονται να αποφασίσει η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος για νέο υποψήφιο, αλλά κι αυτό είναι κατάλυση των δημοκρατικών διαδικασιών», συνεχίζει. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ο Φιγιόν δεν μπορεί να είναι υποψήφιος, ούτε τα μέλη του κόμματος δεν θα τον ψηφίσουν, αλλά πώς τον αλλάζεις; Το επιτελείο του Σαρκοζί τρίβει τα χέρια του».
Η κυρία Φιγιόν ήταν χρεωμένη ως βοηθός του συζύγου της στο βουλευτικό του γραφείο, αλλά κανείς δεν την είδε ποτέ εκεί. Πήρε επίσης υπέρογκες αμοιβές για την εργασία της στο μηνιαίο περιοδικό Revue des deux mondes του πολυεκατομμυριούχου Μαρκ Λαντρέτ ντε Λασαριέρ (32η μεγαλύτερη περιουσία στη Γαλλία). Συνολικά έγραψε τέσσερις βιβλιοκριτικές, ενώ λάμβανε μηνιαίο μισθό 5.000 ευρώ καθαρά, από τον Μάιο του 2012 έως τον Δεκέμβριο του 2013. Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού ορκίζεται ότι δεν την έχει δει ποτέ του. Η ίδια λέει ότι είχε αναλάβει τη «στρατηγική ανανέωσης του περιοδικού».
Ακόμα και το πρωί, πριν φύγουμε για το εκλογικό κέντρο, ο Τύπος βοούσε από τις καινούργιες αποκαλύψεις για τις πρακτικές των γερουσιαστών των ρεπουμπλικανών: συγκέντρωναν σ’ ένα κοινό ταμείο τα χρήματα που δεν έδιναν ως αμοιβές στους συνεργάτες τους και κατόπιν τα μοιράζονταν, αντί να τα επιστρέφουν στο δημόσιο ταμείο. Όλοι το έκαναν, αλλά ο Φρανσουά Φιγιόν παρουσιάστηκε ως ο «λευκός καβαλάρης».
Η περίπτωση Φιγιόν είναι χαρακτηριστική του τέλματος στο οποίο βρίσκεται το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας. Ο πρώην πρωθυπουργός, χρόνια υπουργός και βουλευτής από το 1981, εμφανίστηκε στην εσωτερική εκλογή του υποψηφίου της δεξιάς με σκληρή ακραία νεοφιλελεύθερη γραμμή στα οικονομικά και συντηρητισμό στα όρια της αντίδρασης σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά ζητήματα. Δεν δίστασε μάλιστα να στηλιτεύσει όλους αυτούς που «ζουν με δημόσιο χρήμα» (δημόσιους υπαλλήλους, ανέργους, βοηθούμενους κ.λπ.), προετοιμάζοντας το έδαφος για «αίμα και δάκρυα» (απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, μείωση των δημοσίων υπαλλήλων κατά 500.000 κ.λπ.).
Ενώ αρχικά η σκληρή αυτή στάση του έδωσε πόντους στη δεξιά και έκανε τους συστημικούς παρατηρητές να προεξοφλήσουν τη νίκη του απέναντι στη Μαρίν Λεπέν, μέσα σε λίγες μέρες όλα άλλαξαν. Η υπερασπιστική γραμμή του Φιγιόν ήταν ότι πρόκειται περί πλεκτάνης εναντίον του αφού όλα είναι νόμιμα, άρα και ηθικά. Πέραν του ότι κάτι τέτοιο μένει να αποδειχθεί, με πολιτικούς όρους οι εξελίξεις αυτές είναι καταστροφικές για τα συμφέροντα της ελίτ.
Το σκάνδαλο Φιγιόν αποκαλύπτει με τον πιο ωμό τρόπο το πώς το γαλλικό κεφάλαιο και οι σύμμαχοι του απομυζούν το κράτος, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλουν ακραία και τιμωρητική λιτότητα στον κόσμο της εργασίας.