Η διαβούλευση, ηλεκτρονική ή μη, όχι απλώς δεν αντιμετωπίζει το «δημοκρατικό έλλειμμα», αλλά λειτουργεί μάλλον σαν επίφαση «δημοκρατικότητας» μονομερών αποφάσεων της εκάστοτε εξουσίας, με διαδικασίες που εκείνη επιλέγει κατά το δοκούν.
της Ελένης Μαυρούλη
Ενώ η ελληνική κοινωνία έμπαινε στο κατακαλόκαιρο, με την προσοχή στραμμένη στο πολυπόθητο «άνοιγμα του τουρισμού» σε μια «ασφαλή» από τον κορονοϊό χώρα, σύμφωνα με τον κορμό της σχετικής , το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας υπό τον Κ. Χατζηδάκη παρουσίαζε το νέο Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο για τις πυρόπληκτες περιοχές στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι, δύο χρόνια μετά την πρωτοφανή τραγωδία. Όπως είπε ο κ. Χατζηδάκης κατά τη σχετική συνέντευξη Τύπου, προηγήθηκαν αλλεπάλληλες συζητήσεις με αρμόδιους φορείς και κατοίκους, και ένα έργο που κανονικά χρειάζεται χρόνια για να εκπονηθεί ολοκληρώθηκε μέσα .
Στις 2 Ιουλίου 2020 αναρτήθηκε προς διαβούλευση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) και το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΕΠΣ), και δόθηκε χρονικό περιθώριο 30 ημερών προκειμένου να ολοκληρωθεί. Αναρτήθηκαν περίπου 1000 σελίδες (συμπεριλαμβανομένων σχεδίων, χαρτών, φωτογραφιών κ.λπ.). Στις σελίδες αυτές δεν περιλαμβάνονταν η Μελέτη Τοπογραφίας, η Μελέτη Οριοθέτησης Ρεμάτων και η Μελέτη Μείωσης της Πλημμυρικής Διακινδύνευσης, καθώς και η Δασική Μελέτη. Βάσει των διατάξεων του νόμου 4685/2020 (περιβαλλοντικού – άρθρο 102 παρ. 6 που προστέθηκε μετά το πέρας της δημόσιας διαβούλευσης και κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στη Βουλή) προβλέπεται των περιοχών Μάτι και Κόκκινο Λιμανάκι από τη δασική νομοθεσία.
Στα προς διαβούλευση δεν περιλαμβανόταν, επίσης, ακτομηχανική μελέτη, αν και πληθώρα παρεμβάσεων αφορά την ακτογραμμή, όπου οι κατολισθήσεις επιδεινώθηκαν μετά από την φονική πυρκαγιά. Στους χάρτες με τις νόμιμες οικοδομικές άδειες η αποτύπωση ήταν ελλιπέστατη, ιδιαίτερα στο Κόκκινο Λιμανάκι, που ανήκει στο Δήμο Ραφήνας-Πικερμίου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται στον αναγνώστη η ψευδής εντύπωση ότι η ακτογραμμή έχει καταληφθεί από αυθαίρετα. Και αυτό σε συνδυασμό με την πρόβλεψη για δημιουργία μιας σειράς κατασκευών (πεζοδρόμου, ποδηλατοδρόμου και ενός μάλλον πλούσιου οδικού δικτύου, ακόμη και μέσα από υφιστάμενες νόμιμες ιδιοκτησίες) δημι- ούργησε έντονα ερωτηματικά για το ποιο είναι το τελικό «όραμα» του .
Ταυτόχρονα, αν και προβλέπεται διευθέτηση ρεμάτων, όπως και κατεδάφιση 140 σπιτιών και 340 μαντρών και αυλών, αυτά δεν αποτυπώνονται σαφώς ούτε στο σχέδιο ούτε στους χάρτες.
Ας σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο, ως περιεχόμενο, κατεύθυνση και διαδικασία υλοποίησης, αποτελεί «πρότυπο», όπως έχει αναφέρει ο ίδιος ο κ. Χατζηδάκης, για το νέο Πολεοδομικό και Χωροταξικό Νομοσχέδιο που αφορά όλη την χώρα και προβλέπει έργα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ . Και αυτό το νομοσχέδιο τέθηκε σε διαβούλευση κατακαλόκαιρο, στις 5 Αυγούστου, με προθεσμία μάλιστα ολοκλήρωσης την 28η Αυγούστου για 107 άρθρα, ενώ παράταση δόθηκε την τελευταία στιγμή, με τελική προθεσμία την 4η Σεπτεμβρίου.
Πέραν όμως του περιεχομένου, που προκάλεσε στους κατοίκους, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ίδια η διαδικασία που ακολουθήθηκε. Γιατί σε αυτήν αποτυπώνεται μια συγκεκριμένη αντίληψη περί… Δημοκρατίας, όπως εκφράζεται μέσα από τον «πολυ- φορεμένο» όρο της εποχής: Δημόσια Διαβούλευση.
Από τη θεωρία…
Η Δημόσια Διαβούλευση, ως όρος, συνδέεται άμεσα με την ανάδυση της έννοιας «Διακυβέρνηση» έναντι της «Κυβέρνησης». Σύμφωνα με την πλουραλιστική προσέγγιση από την οποία έλκει την καταγωγή της η έννοια «Διακυβέρνηση», το Κράτος, αν και παραμένει βασικός παράγοντας δράσης στην πολιτική σκηνή, πλαισιώνεται από σειρά άλλων φορέων που επικοινωνούν και συναποφασίζουν.
Για να υπάρξει Διακυβέρνηση, πρέπει να υπάρξει αλληλεπίδραση, που θα οδηγήσει και σε συνεργασία των μερών, είτε πρόκειται για κρατικούς είτε για μη κρατικούς φορείς. Βασική παράμετρος της αντίληψης περί διακυβέρνησης είναι η εφαρμογή λογικών του «νέου δημόσιου μάνατζμεντ» (new public management), δηλαδή της λογικής της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος, και, εντέλει, την εφαρμογή της λογικής ιδιωτικής επιχείρησης στην άσκηση κρατικής πολιτικής.
Κατά τους θιασώτες της «Διακυβέρνησης», αυτή προϋποθέτει ή οδηγεί στην εξέλιξη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας της σημερινής εποχής σε μία νέα μορφή δημοκρατίας, τη συμμετοχική δημοκρατία (διά της διαβούλευσης). Η διασφάλιση μεγαλύτερης συμμετοχής των πολιτών στην επεξεργασία και στην υλοποίηση των δημόσιων πολιτικών είναι ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί το πολυσυζητημένο «δημοκρατικό έλλειμμα», η κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας και η κρατική διοικητική γραφειοκρατία.
Βασική αρχή αποτελεί η θέση ότι οι δημοκρατικές ελλείψεις εξαλείφονται με τη διεξαγωγή διαλόγου για κάθε φλέγον ή μη ζήτημα της κοινωνίας, οι πολίτες δηλαδή κινητοποιούνται για ενεργή συμμετοχή, καλλι- εργώντας με τον τρόπο αυτόν το ενδιαφέρον τους για τη διαδικασία της κυβέρνησης, της οποίας οι ενέργειες διασφαλίζουν νομιμοποίηση διά μέσου της συμμετοχής των πολιτών.. Κι έτσι προκύπτει η Δημόσια Διαβούλευση, που είναι η ροή της επικοινωνίας από τους πολίτες στην κυβέρνηση μέσω των μηχανισμών που η τελευταία έχει ορίσει προκειμένου να επιτυγχάνεται αυτή η διαδικασία· έχουμε, επομένως, περιορισμένο διάλογο κυβέρνησης και κοινωνίας.
Στην ελληνική νομοθετική πραγματικότητα συνα- ντάμε τον όρο «διαβούλευση» ως ένα από τα μέσα καλής νομοθέτησης, για πρώτη φορά, στον νόμο για την «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης» (Νόμος Υπ’ Αριθ. 4048/2012). Με βάση το άρθρο 6 του Ν.4048/2012, η διαβούλευση επιτυγχάνεται με τη δημοσιοποίηση της σχεδιαζόμενης ρύθμισης, με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και συμμετοχή σε αυτήν των πολιτών, κοινωνικών φορέων και κάθε ενδιαφερομένου.
Στο πλαίσιο αυτό προωθήθηκε η Στρατηγική για την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση 2014-2020, με στόχο να καταστήσει δυνατή την ευρύτερη συμμετοχή μεμονωμένων πολιτών και των ομάδων της κοινωνίας των πολιτών στη διαδικασία νομοθέτησης και στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Και για να γίνει αυτό οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν το σκοπό της εκάστοτε διαβούλευσης, προκειμένου να ενεργοποιούνται στο σύνολό τους ή, έστω, όσοι έχουν έννομο συμφέρον. Όλοι οι συμμετέχοντες πρέπει να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που απαιτούνται για να εξασφαλίζεται έτσι η ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις οφείλουν να λογοδοτούν για τη διαδικασία διαβούλευσης που προτιμήθηκε και να υλοποιούν τις λύσεις και αποφάσεις που προωθήθηκαν.
…στην πράξη
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντί για μια πλατιά ουσιαστική ενημέρωση της τοπικής (και όχι μόνο) κοινωνίας, επιλέχθηκε το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο και η αντίστοιχη Περιβαλλοντική Μελέτη να αναρτηθούν κατακαλόκαιρο, περιέχοντας πληθώρα τεχνικών πληροφοριών και λεπτομερειών που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι πολίτες δεν μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν, αν δεν προσέτρεχαν σε ειδικούς επιστήμονες με δικό τους κόστος την ύστατη στιγμή. Μια σειρά από άκρως απαραίτητες μελέτες, επί των οποίων υποτίθεται ότι βασίζονται οι προβλέψεις του υπουργικού Σχεδίου, δεν δημοσιοποιήθηκαν. Τελικά, ορισμένες εξ αυτών (όχι όλες, καθώς πχ η ακτομηχανική μελέτη, αν και απολύτως κρίσιμης σημασίας, δεν έφτασε ποτέ στα χέρια των ενδιαφερομένων) δόθηκαν σε όσους προσέφυγαν με σχετικό νομικό αίτημα απαίτησής τους. Ταυτόχρονα, μετά από αλλεπάλληλα νομικώς διατυπωμένα αιτήματα, δόθηκε παράταση.
Διοργανώθηκαν μόνο δύο ανοιχτές ενημερωτικές εκδηλώσεις, μία σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση του Σχεδίου στο Μάτι παρουσία του υπουργού Κ. Χατζηδάκη, όπου έγινε γενική ,, και μία 4 εβδομάδες αργότερα στη Ραφήνα παρουσία του ΓΓ του υπουργείου κ. Μπακογιάννη, σχεδόν όλων των ιδιωτικών τεχνικών γραφείων που συνεργάστηκαν υπό το ΤΕΕ για την εκπόνηση της ΣΜΠΕ και του ΕΣΠ και των επικεφαλής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε Μαραθώνα και Ραφήνα. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης τα ερωτήματα από τους πολίτες ήταν καταιγιστικά, οι απαντήσεις που έλαβαν ανεπαρκείς και, το κυριότερο, σε μείζονα ζητήματα ως προς τις προβλέψεις του Σχεδίου αλλά και τις ελλείψεις που καταγράφηκαν η απάντηση ήταν ότι «είναι όλα ενδεικτικά», αν και το Σχέδιο προβλέπεται να «τρέξει» γρήγορα με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, δηλαδή με Προεδρικό Διάταγμα. Επανειλημμένως, δε, ο «οικοδεσπότης» δήμαρχος Ραφήνας – Πικερμίου, κ. Μπουρνούς, επέπληξε συμμετέχοντες πολίτες επειδή «είχαν δικαίωμα μόνο για ερωτήσεις και όχι για διατύπωση απόψεων»..
Ταυτόχρονα, με ευθύνη της δημοτικής πλειοψηφίας στο Δήμο Ραφήνας – Πικερμίου ένα τόσο σημαντικό θέμα όχι μόνο δεν συζητήθηκε ανοιχτά, με τήρηση πρακτικών, διευκολύνοντας τη συμμετοχή πολιτών, φορέων, συλλογικοτήτων κλπ, αλλά, αντίθετα, συζητήθηκε «δια περιφοράς», κοινώς ούτε καν δια μέσου διαδικτυακής ανοιχτής κουβέντας αλλά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: οι συμμετέχοντες δημοτικοί σύμβουλοι έστελναν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τις απόψεις τους και ψήφισαν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καν να έχουν τη δυνατότητα να ενημερωθούν ο ένας για τη θέση του άλλου. Αντίστοιχη ακολουθήθηκε και στην Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης. Διαδικτυακά έγινε η σχετική συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο Μαραθώνα, όπως και στο Συμβούλιο της Περιφέρειας Αττικής, όπου κατέστη δυνατή η παρέμβαση συλλογικοτήτων πολιτών μόνο μετά από πίεση.
Σε όλες αυτές τις διαδικασίες οι πολίτες, είτε ως άτομα είτε ως συλλογικότητες, συμμετείχαν μόνο μετά από δική τους πρωτοβουλία και ενέργειες, καθώς δεν προσκλήθηκαν ούτε ενημερώθηκαν από τα αρμόδια όργανα. Αν και τόσο η ηγεσία της Περιφέρειας Αττικής όσο και των Δήμων Ραφήνας – Πικερμίου και Μαραθώνα συμμετείχαν, το ίδιο χρονικό διάστημα, σε σειρά ποικίλων εκδηλώσεων ανοικτών με κόσμο, αλλά και συνόδευσαν τόσο τον υπουργό κ. Χατζηδάκη και άλλους κυβερνητικούς εκπροσώπους στις για τους αδικοχαμένους συμπολίτες μας στο Μάτι όσο και τον πρωθυπουργό στην -αστραπή που πραγματοποίησε την 30η Ιουλίου στην περιοχή, έκριναν ότι λόγω «της πανδημίας του κορονοϊού» δεν μπορεί να γίνει ανοικτή συζήτηση με τη συμμετοχή των πολιτών για το Πολεοδομικό.
Τελικά τι είναι η… διαβούλευση;
Προκύπτει συνεπώς ένα μείζον ερώτημα αφού όλα αυτά εντάσσονται στην πολυσυζητημένη έννοια της Διαβούλευσης, όπως αναλύθηκε παραπάνω:
Γιατί η διαδικασία ανταλλαγής απόψεων δεν έγινε οργανωμένα, θεσμοθετημένα και καταγεγραμμένα κατά τη διάρκεια της εκπόνησης του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου και της συνοδευτικής Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, και μετά από αυτήν, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα και να αντανακλά τις απόψεις των άμεσα ενδιαφερόμενων πολιτών, για τη ζωή των οποίων αποφασίζει το Σχέδιο, αλλά και να περιοριστούν οι ανακρίβειες;
Ίσως αν είχαν γίνει αυτά, να μπορούσε να απαντηθεί το γιατί, ενώ στις 13 Ιουλίου αναρτήθηκε προς διαβούλευση (με περιθώριο μάλιστα 2 μηνών) η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τα Έργα Αντιμετώπισης των Φαινομένων Διάβρωσης στην Ακτογραμμή Μαραθώνα, η οποία αφορά και τις πληγείσες από την πυρκαγιά περιοχές, αυτή, τελικά, δεν περιλαμβάνεται, ως έχει, στη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου.
Ίσως να είχε απαντηθεί το γιατί απουσιάζει μια ανάλυση για τα αίτια της φονικής πυρκαγιάς της 23ης Ιουλίου 2018 και τον ρόλο που έπαιξε στα καταστροφικά της αποτελέσματα η πολεοδομική εικόνα της περιοχής, αν και εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι επέδρασε αρνητικά και ότι οι προτάσεις του Σχεδίου είναι οι μόνες αποτελεσματικές, καθώς δεν εμπεριέχει, ως όφειλε, εναλλακτικές προτάσεις που αλλοιώνουν το φυσικό περιβάλλον και τον ήπιο οικιστικό χαρακτήρα της περιοχής, αν και υπό το σεβασμό αυτών των προϋποθέσεων το ΕΠΣ έλαβε προέγκριση.
Ίσως να είχε απαντηθεί το γιατί, αν και θίγεται ονομαστικά η Εθνική Στρατηγική για την Αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής, αναφέρεται λανθασμένα ότι δεν έχει ολοκληρωθεί το αντίστοιχο Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή για την Αττική, το οποίο έχει εγκριθεί από τα τέλη του 2019, και καμία από τις προβλέψεις του για πολεοδομικά ζητήματα στις ιδιαίτερα τρωτές παράλιες ζώνες δεν αξιοποιείται εμφανώς.
Ίσως όμως το ζήτημα είναι ακριβώς αυτό: ότι δεν υπήρχαν απαντήσεις που να μπορούν να ειπωθούν στους πολίτες.
Η… διαβούλευση για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο σε Μάτι και Κόκκινο Λιμανάκι αναδεικνύει ότι η θεωρία από την πράξη απέχουν έτη φωτός. Το παράδειγμα έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί πρόκειται για ένα ζήτημα που κυριάρχησε και, προεκλογικά, το καλοκαίρι του 2019, προβλήθηκε ως πρωτεύον θέμα από την νυν κυβέρνηση (στο όνομα πάντα της ανταπόκρισης στο κοινό αίσθημα και στις ανάγκες των πληγέντων πολιτών), και, τελικά, οι μόνοι που δεν ρωτήθηκαν, αλλά ούτε τους επιτράπηκε πραγματικά να συμμετάσχουν στη σχετική συζήτηση, ήταν οι ίδιοι οι πολίτες. Όσο για την κατάθεση των απόψεών τους στο πλαίσιο της «ηλεκτρονικής διαβούλευσης», για να μπορέσουν αποτελεσματικά να εκφράσουν τις ενστάσεις και τις προτάσεις τους, κλήθηκαν, πάλι, να απευθυνθούν σε ειδικούς, πληρώνοντας από την τσέπη τους, και να καταθέσουν υπομνήματα με «την ψυχή στο στόμα», χωρίς καν να δίνεται διαδικτυακά η δυνατότητα ενημέρωσης για τις θέσεις και τις απόψεις που καταθέτει ο καθείς, αφού η διαβούλευση γινόταν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Και ακολουθεί το ΣτΕ (κι άλλα χρήματα για όσους έχουν τη δυνατότητα). Οι δε υπόλοιποι πολίτες της Ελλάδας, για ένα σχέδιο που έρχεται μετά την μεγαλύτερη πύρινη τραγωδία στη χώρα με 102 νεκρούς, δεν έχουν πληροφορηθεί σχεδόν τίποτε για όσα λένε οι συμπολίτες τους, όπως δεν έμαθαν και για τα γιουχαΐσματα κατά την .
Με τον τρόπο αυτό, η διαβούλευση (ηλεκτρονική ή μη) όχι απλώς δεν αντιμετωπίζει το «δημοκρατικό έλλειμμα», αλλά λειτουργεί μάλλον σαν επίφαση «δημοκρατικότητας» μονομερών αποφάσεων της εκάστοτε εξουσίας (με διαδικασίες που εκείνη επιλέγει κατά το δοκούν), αναδεικνύοντας απλώς ότι εξαρτάται κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) από την ίδια την εξουσία που θεωρητικά «εμπλουτίζει».
*Δρ. Πάντειου Πανεπιστημίου Γενικού Τμήματος Δικαίου – Δημοσιογράφος