Του Lee Siegel*
| CJR 13 φεβρουαριου 2017 |
Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
Από τη σκοπιά ωστόσο των επικριτών τους στον Λευκό Οίκο, η ισχύς και η επιρροή των οποίων αυξάνεται ολοένα περισσότερο, βαδίζουν στην κόψη του ξυραφιού: οφείλουν να προχωρούν προσεκτικά ώστε να μην υποπίπτουν σε λάθη • οφείλουν να ελέγχουν τρεις, τέσσερις ή και πέντε φορές τις πληροφορίες τους έναντι των γεγονότων • να επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματά τους έναντι των εκτιμήσεων των ιδίων • να ελέγχουν τις απόψεις τους • να αυτολογοκρίνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης • να αποφεύγουν διαδηλώσεις και άλλες δημόσιες συναθροίσεις • να δείχνουν συναδελφική αλληλεγγύη • να καταδικάζουν άμεσα τυχόν σφάλματα ή λανθασμένες εκτιμήσεις άλλων δημοσιογράφων • να είναι περισσότερο τολμηροί από ποτέ ώστε να μην επιτρέψουν στο νέο καθεστώς να διαβρώσει τις κοινωνικές και πολιτικές νόρμες • να είναι περισσότερο προσεκτικοί από ποτέ ώστε να μη διασύρονται ή εξευτελίζονται εάν τους στήσουν παγίδα • να αναγνωρίζουν τα μειονεκτήματα του επαγγέλματός τους • να υπερασπίζονται το επάγγελμά τους • να μην επιτρέπουν στις άμυνες και τον πληγωμένο εγωισμό τους να παρεμβαίνουν στο έργο τους.
Δεδομένης της νέας παρανοϊκής ατμόσφαιρας, όλη αυτή η αγωνία που διακατέχει τη δημοσιογραφία σήμερα δεν προκύπτει, κατά την άποψή μου, από έναν πραγματικό φόβο ότι ο Τραμπ θα καταργήσει το Σύνταγμα, θα κηρύξει στρατιωτικό νόμο και, μεταξύ άλλων αυταρχικών πράξεων, θα καταστείλει την ελευθερία του λόγου και θα καταργήσει τον Τύπο. Ο φόβος αυτός στην πραγματικότητα αντανακλά μια βαθύτερη ανησυχία.
Η δημοσιογραφία, ιδανικά και κατ’ ουσίαν, δεν είναι απλώς επάγγελμα ή καριέρα. Κατά μείζονα λόγο, η δημοσιογραφία είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι που την ασκούν εκπληρώνουν τον προορισμό τους σε επαγγελματικό επίπεδο. Πρόκειται για αποστολή, λειτούργημα, καθ’ όλα ισάξιο με εκείνο του γιατρού ή του δικηγόρου, που για ορισμένους μπορεί να είναι απλώς ένα επάγγελμα, αλλά για άλλους υψηλό λειτούργημα.
Ως εκ τούτου, όταν ο Τραμπ αποκαλεί τους δημοσιογράφους «ψεύτες» • όταν δηλώνει ότι έχει «ανοιχτό πόλεμο με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης» και λέει πως οι δημοσιογράφοι «ανήκουν στην κατηγορία των πιο διεφθαρμένων ανθρώπων στον πλανήτη» • όταν αποκαλεί έναν ειδησεογραφικό οργανισμό «σκουπίδια» και παρομοιάζει τη δημοσιογραφική κάλυψη με «κάτι που θα έκανε η ναζιστική Γερμανία, όπως και έκανε» • όταν ισχυρίζεται ότι τα Μέσα δημοσιεύουν «ψευδείς ειδήσεις» και, προσφάτως, κατηγορεί τα Μέσα για απόκρυψη ειδήσεων για τρομοκρατικές επιθέσεις ανά τον κόσμο — όταν εκτοξεύει τέτοιου είδους προσβολές και κατηγορίες ενάντια στον Τύπο, δεν επιτίθεται μόνο στον στυλοβάτη της δημοκρατίας ούτε υποσκάπτει ένα ολόκληρο επάγγελμα — ούτε καν ίσως βάζει στο στόχαστρο ζωές και υπολήψεις. Στοχοποιεί ταυτότητες πολιτών. Θέτει σε κίνδυνο τον τρόπο με τον οποίο έχουν επιλέξει να ζουν.
Το πιο δυνατό σημείο του Τραμπ, αν μπορούμε να το αποκαλέσουμε έτσι, είναι η ικανότητά του να κάνει τους άλλους να αισθάνονται ευάλωτοι. Ο Τραμπ έχει εκθέσει έναν τεράστιο αριθμό Αμερικανών στον πιο αρχέγονο φόβο τους. Υποβάθμισε την κοινωνική τους ταυτότητα, καλλιεργώντας έτσι την αίσθηση πως η κοινωνική ταυτότητα μπορεί να μετατραπεί σε όπλο που υπονομεύει την ύπαρξή τους. Ελάχιστοι είναι αυτοί που αισθάνονται προστατευμένοι κάτω από το βλέμμα του.
Δεν θεωρώ ότι οδεύουμε προς ένα απολυταρχικό κράτος στην παρούσα χρονική στιγμή της αμερικανικής ιστορίας, ωστόσο η ξαφνική δημοτικότητα του όρου «υπαρξιακή απειλή» αντικατοπτρίζει μια νέα πραγματικότητα: κάθε μέρα πλησιάζουμε περισσότερο μία από τις συνθήκες του απολυταρχισμού, το να ανάγουμε τη ζωή σε πάλη.
Κάθε ευάλωτη κοινωνική ομάδα πέφτει σήμερα θύμα αυτής της διπλής κατάστασης συνείδησης, στην οποία οι οικείες, σταθερές αντιλήψεις των πολιτών για τον εαυτό τους βρίσκονται τώρα σε πολιορκία, έτσι όπως γίνονται κατανοητές από τη νέα κοινωνική τάξη του Τραμπ και της ρεπουμπλικανικής ηγεσίας.
Η χαρακτηριστική ποιότητα της υπαρξιακής αγωνίας των δημοσιογράφων έγκειται στο ότι υποβάλλονται σε δύο παράλληλες δοκιμασίες: Αναγκάζονται να καταγράφουν τη δική τους αδυναμία με τον ίδιο τρόπο που έχουν συνηθίσει να καταγράφουν την αδυναμία των άλλων πολιτών, ενώ την ίδια στιγμή η ίδια αυτή αίσθηση της δικής τους τρωτότητας απειλεί να αποσταθεροποιήσει τον τρόπο με τον οποίο ασκούν το έργο τους.
Τούτο δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην μία εντελώς αρνητική κατάσταση. Αντί να προσπαθούν να διαχειριστούν τη διαχωριστική γραμμή, να βλέπουν δηλαδή τους εαυτούς τους άλλοτε μέσα από τα δικά τους μάτια και άλλοτε μέσα από τα μάτια των αντιπάλων τους, οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να αντλήσουν δύναμη, μετατρέποντας τον διαχωρισμό αυτόν σε μια νέα διάσταση: να βλέπουν δηλαδή τους εαυτούς τους ως δημοσιογράφους και όχι ως μέλη ενός μοναδικού, μονολιθικού μέσου ενημέρωσης.
Η ενστικτώδης αντίληψη του τρόπου με τον οποίο τα ΜΜΕ ως βιομηχανία περιορίζουν τη δημοσιογραφία ως λειτούργημα είναι ο λόγος που κάνει τις επιθέσεις του Τραμπ τρομακτικές σε πολύ οικείο επίπεδο.
Πρόκειται άλλωστε για έναν διαχωρισμό που ταλανίζει τους δημοσιογράφους εδώ και δεκαετίες. Ο Τραμπ είτε στερείται λογικής είτε είναι ραδιούργος , όταν ξανά και ξανά βάλλεται κατά της ακεραιότητας των ΜΜΕ, ωστόσο οι αληθινοί δημοσιογράφοι παραπονιούνται επί χρόνια για τον έλεγχο του επαγγέλματός τους από τους μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Και, στην ψηφιακή εποχή, το συνονθύλευμα των ΜΜΕ γίνεται ολοένα χειρότερο και μεγαλύτερο.
Οι απειλητικές επιθέσεις του Τραμπ εναντίον του Τύπου έχουν, όλως παραδόξως, αποθαρρύνει τους δημοσιογράφους διότι, κατά βάθος, εδώ και πολλά χρόνια, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι αισθάνονται ότι χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο από τη βιομηχανία της δημοσιογραφίας.
Από επιχειρηματικής άποψης, τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι διεφθαρμένα, ίσως όμως είναι αφοσιωμένα στο κέρδος, εις βάρος συχνά των καλύτερων γνωρισμάτων της δημοσιογραφίας — την κριτική της τέχνης, παραδείγματος χάριν• τους έμπειρους ερευνητές δημοσιογράφους• τα με υπομονή γραμμένα μακροσκελή άρθρα• τη σχολαστικότητα στη χρήση της γλώσσας, κ.λπ. Προφανώς ορισμένοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί δεν είναι «για τα σκουπίδια», ωστόσο παραπαίουν, και ο φόβος τους φαίνεται απλώς να επιταχύνει την πτώση τους.
Γνωστή μέθοδος υποκριτικής διδάσκει τους ηθοποιούς να αντλούν από τις δικές τους εμπειρίες προκειμένου να φανταστούν πώς σκέφτονται και αισθάνονται τα πρόσωπα που προσπαθούν να ενσαρκώσουν. Εύθικτος, διψασμένος για προσοχή, αχόρταγος για Tweets, εμμονικός με την εικόνα του και επισφαλής από οικονομική άποψη, ο Τραμπ γνωρίζει ακριβώς πώς να αντλεί από τη δική του εμπειρία για να διεισδύσει στο μυαλό των υπευθύνων των μέσων ενημέρωσης— κατά συνέπεια, τείνει να κάνει τα ΜΜΕ το ίδιο παρανοϊκά με αυτόν.
Ο Τραμπ εκμεταλλεύεται κάποιες αλήθειες για τα ΜΜΕ σήμερα, τις διαστρεβλώνει και τις διογκώνει, μετατρέποντάς τις σε ύβρεις και επιθέσεις. Η ενστικτώδης αντίληψη του τρόπου με τον οποίο τα ΜΜΕ ως βιομηχανία περιορίζουν τη δημοσιογραφία ως λειτούργημα είναι ο λόγος που κάνει τις επιθέσεις του Τραμπ τρομακτικές σε πολύ οικείο επίπεδο.
Το να ψυχαγωγεί τους οπαδούς του εξευτελίζοντας τα ΜΜΕ είναι, σε τελική ανάλυση, μία από τις μεθόδους με τοις οποίες ο Τραμπ εκπληρώνει τη φαντασίωση, που προέβαλε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, να κάνει πλούσιο τον μέσο Αμερικανό πολίτη. Εκχώρησε στους υποστηρικτές του ξεχωριστή δύναμη, την οποία κάποτε κατείχε αποκλειστικά ένας συγκεκριμένος τύπος πλουσίου, ο οποίος από ανία – και από την κακία που αυτή θρέφει – διασκεδάζει να εξευτελίζει ανθρώπους και να τους κάνει να νιώθουν άβολα.
Είναι δυνατόν ο Τραμπ να γνωρίζει πολύ καλά ότι η εποχή της δουλείας είναι πλέον παρελθόν, εν τούτοις όμως να προσβάλλει τους Αφροαμερικανούς με τέτοια προκλητικότητα που οι ίδιοι, αλλά και ο κόσμος που συμμερίζεται την έκπληξη και την αναστάτωσή τους, να είναι ανήμποροι να αντιδράσουν; Ίσως κάποιοι να θεώρησαν ότι δεν είναι αρκετά έξυπνος για να είναι τόσο μοχθηρός. Ασφαλώς και είναι μοχθηρός.
Όπως και να ‘χει, το να κάνει τους ανθρώπους των ΜΜΕ να νιώθουν άβολα μπροστά σε προσβολές στις οποίες, επιπλέον, δεν μπορούν να αντιδράσουν επί ίσοις όροις, το να ταπεινώνει τους ανθρώπους των ΜΜΕ, οι οποίοι φαίνεται ότι κάποτε απολάμβαναν τη μονοπωλιακή ισχύ τους, είναι για τους υποστηρικτές του Τραμπ, όπως δηλώνουν και οι διαφημίσεις της MasterCard, αξία ανεκτίμητη.
Όταν μια πόρτα κλείνει, μία άλλη πάντα ανοίγει. Εάν ο Τραμπ νομίζει ότι, παίζοντας με τους φόβους των δημοσιογράφων περί στρεβλωτικής επιρροής των ΜΜΕ στη δημοσιογραφία και με τη δυσαρέσκεια του μέσου πολίτη για τα ΜΜΕ, θα υπονομεύσει τα μέσα ενημέρωσης, τότε δεν λογάριασε καλά.
Αυτό που πράγματι κατάφερε είναι να ελευθερώσει οριστικά τη δημοσιογραφία από τον ασφυκτικό κλοιό των ΜΜΕ, ώστε να επιστρέψει στη θέση που δικαιωματικά της ανήκει ως πολύτιμος υποστηρικτής και σύμμαχος του απλού πολίτη. Παρουσιάζοντας τα ΜΜΕ με ένα εντυπωσιακό και πρωτοφανές αφήγημα το οποίο, ταυτοχρόνως, είναι προσοδοφόρο, επιτακτικό και κρίσιμο, επιτρέπει στους δημοσιογράφους να ασκούν το επάγγελμά τους δίχως να ανησυχούν για προϋπολογισμούς και δαπάνες. Ο, τι σήμερα θεωρείται σοβαρή δημοσιογραφία είναι προσοδοφόρο και ό,τι είναι προσοδοφόρο θεωρείται σήμερα σοβαρή δημοσιογραφία. Χαιρετίζουμε τη νέα συνέργεια της εποχής Τραμπ!
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει, πώς ακριβώς θα έπρεπε να είναι η νέα ουσιαστική/κερδοφόρα δημοσιογραφία. Σήμερα, γίνεται πολύς λόγος για τον βαθμό στον οποίο οι δημοσιογράφοι πρέπει να διατυπώνουν ξεκάθαρα την αντίθεσή τους στον Τραμπ και το καθεστώς του.
Πρόκειται σίγουρα για σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Η μόνη αιτιολογία για να ταχθεί η δημοσιογραφία ανοιχτά υπέρ μιας συγκεκριμένης θέσης θα ήταν η ανατροπή ενός συνόλου συνθηκών υπέρ μιας σφαιρικής και μόνιμης συνθήκης, η οποία θα μετέτρεπε την τυφλή πίστη σε μια κατάσταση σε ειλικρίνεια σχετικά με την κρίση. Το σημείο καμπής είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Εάν λειτουργήσεις πρόωρα, τότε διατρέχεις τον κίνδυνο να δυσφημίσεις τον εαυτό σου αλλά και τη δημοσιογραφία ως επάγγελμα. Εάν πάλι καθυστερήσεις πολύ, τότε διατρέχεις τον κίνδυνο η δημοσιογραφία να χαθεί ολοσχερώς μέσα στη δίνη.
Το αδιέξοδο μοιάζει κάπως με το γνωστό δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι ερευνητές δημοσιογράφοι . Εάν ένας βουδιστής μοναχός αυτοπυρποληθεί, θα προσπαθήσεις να σβήσεις τη φωτιά ή θα σταματήσεις και θα αρχίσεις να καταγράφεις μανιωδώς το επεισόδιο, ή θα τραβήξεις μία φωτογραφία; Τα διλήμματα είναι παρεμφερή μόνο που, στην περίπτωση της εποχής Τραμπ, η φωτιά δεν έχει εκδηλωθεί ακόμη—ή μήπως έχει;
Ίσως η λύση για τα μέλη του Τύπου, που δικαίως έχουν θιγεί, είναι απλώς να πάψουν να αισθάνονται άσχημα για τον ρόλο του και να ξαναβρούν την ταυτότητά τους ως δημοσιογράφοι που εστιάζουν στο λειτούργημά τους. Μετά, ενδεχομένως να σταματήσουν να σκέφτονται πόσο σκληρό είναι το επάγγελμα του δημοσιογράφου σήμερα και να θυμηθούν πόσο σκληρό ήταν ανέκαθεν το επάγγελμα του δημοσιογράφου—γεγονός που πολλοί είχαν ξεχάσει στα ωραία χρόνια της ευημερίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Με άλλα λόγια, ενδεχομένως να εναντιωθούν στο νέο τραμπικό κλίμα, αρνούμενοι να περιορίσουν το λειτούργημά τους σ’ έναν απλό αγώνα επιβίωσης και ασκώντας το ως έναν ακόμη τρόπο για να είναι άνθρωποι και ανθρωπιστές — και τα αναπόφευκτα λάθη, τα σφάλματα και τα ολισθήματα ας πάνε στην ευχή.