Της Ελένης Μαυρούλη*
Όταν, με την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισσαβόνας, στις αρχές του 2009, η ΕΕ απέκτησε νομική προσωπικότητα, ενώ παράλληλα τέθηκε σε εφαρμογή και θεσμική δομή για τη διαμόρφωση και έκφραση της εξωτερικής της πολιτικής, πολλοί είχαν σπεύσει να πανηγυρίσουν ότι «επιτέλους» δίνεται τέλος στα «θεσμικά κενά» που εμπόδιζαν την Ένωση να αναδείξει μια ισχυρή ενιαία παρουσία στις διεθνείς εξελίξεις.1 Η εικόνα της διαιρεμένης ΕΕ, κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003, όταν Γαλλία (και ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ) και Γερμανία διαφώνησαν έντονα με την προοπτική ανάληψης στρατιωτικής δράσης και ήρθαν αντιμέτωπες με τις ΗΠΑ, αλλά και τη Μ. Βρετανία (επίσης μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και μέλος της «Συμμαχίας των προθύμων» που συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπως και οι Ισπανία-Πορτογαλία), ήταν ακόμη νωπή.2
Κι όμως, η διαμόρφωση κοινής εξωτερικής πολιτικής όσον αφορά τα κράτη-μέλη της ΕΕ είχε ήδη διατυπωθεί ως δεδομένο από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1993. Και όντως ο θεσμικός μηχανισμός διαμόρφωσης κοινής γραμμής λειτούργησε πολύ καλύτερα υπό τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Ωστόσο, περίπου 10 χρόνια μετά, είναι ξεκάθαρο ότι η ΕΕ δεν έχει αναδειχθεί σε καθοριστικό «παίκτη» στη διεθνή σκηνή, παρά το ότι η τελευταία αυτή δεκαετία σημαδεύθηκε από καταιγιστικές και σημαντικές εξελίξεις, πολλές εξ αυτών σε γεωγραφική απόσταση «αναπνοής» από το ευρωπαϊκό έδαφος, όπως είναι οι εξελίξεις στη Συρία, στη Λιβύη, στο Ιράν, στην Τουρκία, στην Ουκρανία κ.λπ.
Το ερώτημα, συνεπώς, που τίθεται είναι: μπορεί η ΕΕ να έχει ισχυρή ενιαία εξωτερική πολιτική;
Κατά μία σχολή σκέψης, η οποία εκφράζεται από αναλυτές του think tank Carnegie Europe, ένας από τους λόγους έλλειψης ισχυρής διπλωματικής παρουσίας της ΕΕ στις διεθνείς εξελίξεις σχετίζεται με την επιλογή της να δώσει έμφαση στην άσκηση «ήπιας ισχύος» (soft power), στην αναζήτηση λύσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και διαμέσου διαπραγμάτευσης, σε μια περίοδο που οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί σε παγκόσμιο επίπεδο λαμβάνουν διαστάσεις εκρηκτικές, βίαιες, που φθάνουν σε πολλές περιπτώσεις στο επίπεδο των ανοικτών πολεμικών συρράξεων. Αν και η εξήγηση αυτή δεν μπορεί να απορριφθεί εντελώς, οι ίδιοι αναλυτές επισημαίνουν ότι βασική αιτία που η διπλωματία της ΕΕ επιμένει στη λογική της «ήπιας ισχύος» είναι γιατί μόνο διαμέσου αυτής μπορεί να συγκεράσει κατά κάποιο τρόπο τις διαφορές και τα ανταγωνιστικά συμφέροντα μεταξύ των ίδιων των μελών της Ένωσης.3
Το παράδειγμα της Λιβύης
Ένα από τα πλέον πρόσφατα παραδείγματα είναι η αντιφατική στάση των διαφορετικών κρατών-μελών της ΕΕ απέναντι στην κλιμάκωση των εχθροπραξιών στην Λιβύη. Μέσα στις μακροσκελείς και εξαιρετικά προσεκτικά διατυπωμένες ανακοινώσεις, δεν μπορεί να αποκρυφθεί το γεγονός ότι τα συμφέροντα των κρατών- μελών δεν «συμπίπτουν», οπότε η όλη προσπάθεια εξαντλείται στο να βρεθεί μια όσο το δυνατόν κοινά αποδεκτή «μέση λύση», η οποία δεν μπορεί παρά να είναι θνησιγενής. Στην προκειμένη περίπτωση, η ιταλική κυβέρνηση στηρίζει ανοιχτά την, αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ, κυβέρνηση της Τρίπολης υπό τον Φαγιάζ αλ Σάρατζ (όπως και η Τουρκία). Η Γαλλία, από την άλλη, στηρίζει τον έτερο διεκδικητή της εξουσίας στρατάρχη Καλίφα Χαφτάρ (όπως και η Ρωσία).4
Διαφορετική στάση είχαν τηρήσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ και κατά την επιχείρηση ανατροπής του καθεστώτος Καντάφι το 2011. Οι τότε ηγεσίες της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας πίεσαν και προχώρησαν στην εξαπόλυση στρατιωτικού πλήγματος, έχοντας στο πλευρό τους τις ΗΠΑ, την ώρα που η τότε ιταλική ηγεσία, όπως και η γερμανική, εξέφραζαν σθεναρές αντιρρήσεις ως προς τη χρησιμότητα του πλήγματος αυτού.
Οι εν λόγω διαφωνίες, και τότε και τώρα, ουδόλως απορρέουν από κάποια αγωνία για την τύχη του λιβυκού λαού, ή για το γεγονός ότι από το 2011 μέχρι σήμερα η Λιβύη έχει βυθιστεί στο απόλυτο χάος, όπου πολέμαρχοι, ένοπλες ομάδες διαφορετικών πολιτικών και θρησκευτικών κινήτρων ή ακόμη και οικονομικών, μάχονται μεταξύ τους έχοντας μετατρέψει τη χώρα στο μεγαλύτερο σύγχρονο σκλαβοπάζαρο, μια ντροπή για την ανθρωπότητα που περπατά ήδη στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Οι διαφωνίες σχετίζονται με τις επενδύσεις και τη δραστηριότητα μεγάλων εταιριών στη χώρα, με τους ανταγωνισμούς τους και με την προσπάθειά τους να ελέγξουν ολοένα μεγαλύτερο μέρος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της διαλυμένης χώρας.
Για να γίνει πιο κατανοητό, μπορούν απλώς να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία: η Λιβύη κατατάσσεται στην 9η θέση παγκοσμίως με αποδεδειγμένα πετρελαϊκά αποθέματα 43,6 δισεκ. βαρελιών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων, προ της ανατροπής Καντάφι, εξαγόταν προς την ΕΕ. Επίσης, διαθέτει αποθέματα 1.500 δισεκ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου και θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα αποδεδειγμένα αποθέματα φρέσκου νερού, σε πηγάδια δεκάδων χιλιάδων χρόνων κάτω από την έρημο στον νότο της Λιβύης, ο έλεγχος των οποίων είναι σαφές ότι μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην άσκηση πολιτικής και πιέσεων και στη διασφάλιση κερδών σε μια ευρεία περιοχή στη Β. Αφρική, που ταλανίζεται από ολοένα και μεγαλύτερη λειψυδρία.
Τόσο η βρετανική BP όσο και η γαλλική Total είχαν (η πρώτη το 2007 και η δεύτερη το 2009 ως ανανέωση) εξασφαλίσει μακρόχρονα συμβόλαια εκμετάλλευσης του ενεργειακού πλούτου της Λιβύης. Ανάλογα συμβόλαια είχαν επίσης η ιταλική ENI, η ισπανική Repsol, οι αμερικανικές Εxxon Mobil, Chevron, Occidental Petroleum, Hess, Conoco Phillips, η γερμανική RW DIA E. Επιπλέον, το καθεστώς Καντάφι είχε συνάψει συμφωνίες δισεκατομμυρίων με κινεζικές κατασκευαστικές εταιρίες και με ρωσικές στρατιωτικές. Συνολικά, 75 κινεζικές εταιρίες ήταν παρούσες στη Λιβύη μέχρι και τον Μάρτιο του 2011, (π.χ. η κινεζική China National Petroleum Corp. απορροφούσε, πριν από την επέμβαση, το 11% του λιβυκού πετρελαίου). Η παρουσία ρωσικών κεφαλαίων ήταν επίσης έντονη και δεν περιοριζόταν στην Gazprom. Στη Λιβύη δραστηριοποιούνταν και οι εταιρείες Tatneft και Lukoil, μερικές από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές ρωσικές επιχειρήσεις, όπως οι Tekhnopromexport και Monolitspetsstrooi, αλλά και η ρωσική κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων, με συμβόλαια της τάξης των 2,2 δισεκ. ευρώ. Η επέμβαση στη Λιβύη οδήγησε σε κατάρρευση τη ρωσο-λιβυκή συμφωνία για αγορά εξοπλισμού από την Τρίπολη αξίας 2,15 δισεκ. δολαρίων.5
Παρά το χάος που προκάλεσε η στρατιωτική επέμβαση του 2011 και η ανατροπή του Καντάφι, οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες αποκατέστησαν τη δραστηριότητά τους στη ρημαγμένη χώρα, κυρίως από το 2017 και μετά. Κάθε μία εξ αυτών δραστηριοποιείται σε ένα ή περισσότερα τμήματα της ενεργειακής παραγωγικής αλυσίδας (εξόρυξη, μεταφορά, αγορά, έρευνα κ.λπ.), συνεργάζεται είτε με ό,τι έχει απομείνει από την πάλαι ποτέ πανίσχυρη κρατική εταιρεία πετρελαίου NOC, είτε με τις παραφυάδες που ξεπήδησαν από αυτήν, καθεμία των οποίων ελέγχεται ή έχει σχέσεις με μία ή περισσότερες από τις αντιμαχόμενες πλευρές, που βρίσκονται σε μία ή περισσότερες διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες της διαιρεμένης χώρας. Συνοπτικά, σήμερα παρούσες με κάποιον από τους προαναφερόμενους τρόπους στη Λιβύη είναι η αυστριακών συμφερόντων OMV, η ιταλική ΕΝΙ, η γερμανική Wintershall, η νορβηγική Equinor (πρώην Statoil), η γαλλική Total, η βρετανική ΒΡ, η βρετανο-ολλανδική Shell, η ρωσική Rosneft, η αμερικανική (μοναδική κρατική ένωση ενεργειακών εταιρειών) API, η, λιβανικών συμφερόντων με έδρα τη Σιγκαπούρη, BB Energy, οι ισπανικές Cepsa και Repsol, η κινεζική Unipec και η Socar από το Αζερμπαϊτζάν.6
Είναι προφανές πως ό,τι συμφέρει την ιταλική ΕΝΙ πιθανώς δεν συμφέρει τη γαλλική TOTAL, και ούτω καθεξής, ασχέτως αν όλες οι εταιρείες τελικά ευνοήθηκαν από τον κατακερματισμό και το χάος, αφού διαπραγματεύονται με μια σειρά αντιμαχόμενες πλευρές και αξιοποιούν, προς όφελός τους, τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις. Στα ανταγωνιστικά αυτά οικονομικά συμφέροντα που η πολιτική ηγεσία κάθε χώρας-μέλους της ΕΕ επιδιώκει να ικανοποιήσει, θα πρέπει να προστεθούν και άλλες παράμετροι, π.χ. η δυνατότητα ελέγχου – παρέμβασης σε άλλα αφρικανικά κράτη όπως και τα προσφυγικά – μεταναστευτικά κύματα προς την Ευρώπη, τα οποία επιδεινώνονται όσο συνεχίζεται η πολεμική αντιπαράθεση επί λιβυκού εδάφους μεταξύ ομάδων και φατριών που υποδαυλίζεται και από τα οφέλη που κάθε πλευρά έχει από τις συμφωνίες που «κλείνει» με τους επιχειρηματικούς κολοσσούς. Και, απέναντι σε αυτό το θέμα, η στάση των ηγεσιών των διαφορετικών κρατών-μελών της ΕΕ δεν είναι ενιαία, με την Ιταλία του Σαλβίνι να υιοθετεί ιδιαίτερα σκληρή στάση, επικαλούμενη την έλλειψη αλληλεγγύης από την ΕΕ, που αποδείχθηκε, όπως και στην περίπτωση της διαχείρισης του προσφυγικού κύματος προς την Ελλάδα, ανίκανη να μπορέσει να πιέσει όλα τα μέλη της (π.χ. Αυστρία, Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία) να εφαρμόσουν ειλημμένες αποφάσεις μετεγκατάστασης προσφύγων κ.λπ.7
Μια μακρά λίστα «αποτυχιών»
Το ζήτημα της Λιβύης είναι απλώς το πλέον πρόσφατο παράδειγμα. Αντίστοιχη «ασυνεννοησία» και πολυφωνία που «γεννάται» από τις ίδιες αιτίες (ανταγωνιστικά γεωστρατηγικά και επιχειρηματικά συμφέροντα), η οποία τελικά οδήγησε σε έλλειψη ισχυρής κοινής στάσης και δράσης της ΕΕ και στο ζήτημα της Συρίας, όπου τα κράτη-μέλη της με εξαίρεση τις, κενές περιεχομένου, εκκλήσεις για «αποκλιμάκωση» δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν ούτε στο αν επιδιώκουν εκδίωξη του Άσαντ από την ηγεσία (π.χ. η θέση της Γαλλίας), ούτε στο αν έπρεπε να αναμειχθούν άμεσα στις συγκρούσεις επί του εδάφους (π.χ. επίσης η Γαλλία είχε ανάμειξη ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια), ούτε στο πώς να αντιδράσουν στην εμπλοκή της Ρωσίας (αφού κάθε ευρωπαϊκή ηγεσία διατηρεί διαφορετικού επιπέδου σχέσεις με τη Μόσχα) ή του Ιράν.8
Άλλα, αντίστοιχου περιεχομένου παραδείγματα είναι η στάση απέναντι στην Τουρκία,9 π.χ. ως προς την προοπτική των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων (με τις Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο να τάσσονται ενάντια στην ένταξη, τις Γαλλία, Λουξεμβούργο, Δανία και, μέχρι πρότινος, Μ. Βρετανία να τηρούν επαμφοτερίζουσα στάση) και όλα τα υπόλοιπα κράτη- μέλη να τάσσονται επισήμως υπέρ, θέτοντας το καθένα κάποια διαφορετική προϋπόθεση.
Εξίσου αντιφατική και διαρκώς εναλλασσόμενη είναι η στάση απέναντι στο Ιράν (με δεδομένο ότι Μ. Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία είναι επίσημοι εταίροι στη συμφωνία για τον έλεγχο του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος από την οποία αποχώρησαν πρώτα οι ΗΠΑ με τον Ντόναλντ Τραμπ και στη συνέχεια το Ιράν ανέφερε ότι θα το πράξει επίσης, μετά τη δολοφονία του επικεφαλής του παραστρατιωτικού σώματος των «Φρουρών της Επανάστασης» Σολεϊμανί στο Ιράκ τις πρώτες μέρες του 2020). Στο συγκεκριμένο θέμα, αν και η ΕΕ πιέζεται από τις αμερικανικές κυρώσεις, οι οποίες πλήττουν σκληρά κάθε επιχείρηση που θα έχει συνεργασία με το Ιράν, προσπάθησε να υπερσκελίσει τον σκόπελο δημιουργώντας έναν ειδικό «προστατευτικό» εμπορικό μηχανισμό με το Ιράν,10 τον οποίο, μέχρι στιγμής, ακριβώς λόγω και εσωτερικών διαφωνιών, δεν έχει θέσει σε πλήρη λειτουργία.
Σε μεγάλο πονοκέφαλο ως προς την «ενιαία εξωτερική πολιτική» της ΕΕ εξελίσσεται και ο χειρισμός της αυξανόμενης κινεζικής οικονομικής, επενδυτικής και επιχειρηματικής παρουσίας στα «χωράφια» της. Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα απουσίας κοινής ενιαίας πολιτικής να είναι η Συμφωνία Συνεργασίας της Κίνας με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (China-Ceec) η οποία αποτελεί πρωτοβουλία του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών και συμπεριλαμβάνει τις Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβακία και Σλοβενία. Τη Συμφωνία έχουν επανειλημμένως επικρίνει αξιωματούχοι της ΕΕ,11 ενώ έχουν ασκηθεί και πιέσεις προς τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη της ΕΕ διαμέσου ανακοινώσεων και αποφάσεων από τις Βρυξέλλες που τονίζουν με νόημα ότι «κάθε διμερής σχέση με την Κίνα θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τους κανόνες, το δίκαιο και τις πολιτικές της ΕΕ, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι επωφελές για το σύνολο της ΕΕ».12 Ωστόσο, αρκετά κράτη-μέλη, όπως π.χ. η Ουγγαρία, αλλά και η Ελλάδα δεν ψήφισαν υπέρ ενός κειμένου επικριτικού για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, που πρότεινε η Κομισιόν.
Μεγάλο «αγκάθι» είναι ήδη, τέλος, οι σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία είτε πρόκειται για τις εξελίξεις στην Ουκρανία, είτε για την προσάρτηση της Κριμαίας, είτε για την ανάμειξή της στη Συρία, είτε για την ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων σε χώρες-μέλη της ΕΕ (Ρουμανία, Πολωνία) με πρόσχημα τον κίνδυνο από Β. Κορέα και Ιράν και σε απόσταση αναπνοής από τη Μόσχα. Χαρακτηριστικότερη ίσως είναι η στάση της Γερμανίας, η οποία έχει και τις στενότερες ενεργειακές και εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία,13 που έχει διαφοροποιηθεί και έχει πιέσει στην κατεύθυνση των ηπιότερων αντίμετρων ή ακόμη και στην άρση ορισμένων εξ αυτών, ενώ δεν κρύβει την επιθυμία της για έναν αγωγό που θα μεταφέρει άμεσα ρωσικό φυσικό αέριο στο γερμανικό έδαφος, προοπτική που εξοργίζει τις ΗΠΑ αλλά και τη Γαλλία και εναντίον της οποίας έχουν τοποθετηθεί ήδη η Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο.14
Η «αλληλεγγύη»
Όλα αυτά εξελίσσονται με φόντο την κρίση χρέους και την προσφυγική κρίση, που κλόνισαν συθέμελα τα τελευταία χρόνια την ΕΕ. Ενώ λοιπόν αναλυτές εκτιμούν ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αντιμετωπιστεί η δυσκολία εκπόνησης και τήρησης αποτελεσματικής ενιαίας εξωτερικής πολιτικής είναι η εμπέδωση της έκφρασης αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών15 ήρθαν οι δύο αυτές κρίσεις να εδραιώσουν την καχυποψία και να δώσουν σοβαρό πλήγμα σε ό,τι περιεχόμενο και αν είχε το λεγόμενο «ευρωπαϊκό όραμα». Μια σειρά από λαούς είδαν εαυτόν να γονατίζει υπό το βάρος μέτρων που επιβλήθηκαν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς με σκληρούς όρους,16 προκειμένου να λάβουν «βοήθεια», μέτρων που ουδόλως τελικά αντιμετώπισαν ουσιαστικά το πρόβλημα χρέους και όλα αυτά με το «αζημίωτο» για τα «αλληλέγγυα» ισχυρά κράτη-μέλη.17
Αντίστοιχη έλλειψη «αλληλεγγύης» παρατηρείται και στο ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, όπου μια σειρά από χώρες-μέλη αρνούνται να υλοποιήσουν ειλημμένες αποφάσεις για μετεγκαταστάσεις προσφύγων.18
Πραγματικότητα πέραν του «φαντασιακού»
Τελευταίως, ολοένα περισσότερο τίθεται προς συζήτηση το ενδεχόμενο να επανεξεταστεί η προϋπόθεση της ύπαρξης ομοφωνίας για να ληφθούν αποφάσεις για καίρια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και να επιλεγεί η λύση της «ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία» (qualified majority voting),19 όπως ισχύει ήδη για μια σειρά από ζητήματα, τα οποία για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες θεωρούνται «μικρότερης σημασίας από την εξωτερική πολιτική», όπως είναι οι εργασιακές συνθήκες κ.λπ.20
Αν υιοθετηθεί μια τέτοια θεσμική μεταρρύθμιση, το πιθανότερο είναι, αντί να λειτουργήσει ως «συνεκτικός ιστός» για την εκπόνηση εξωτερικής πολιτικής, να κάνει ακριβώς το αντίθετο: να πυροδοτήσει περαιτέρω τις ήδη υπάρχουσες φυγόκεντρες δυνάμεις. Η προώθηση των ξεχωριστών γεωστρατηγικών και επιχειρηματικών συμφερόντων που εμπόδισαν την ύπαρξη κοινής πολιτικής μέχρι σήμερα, σαφώς δεν πρόκειται να περιοριστεί με «θεσμικό τρόπο». Αντίθετα, θα ενισχυθεί και θα «απελευθερωθεί» από τα δεσμά της ομοφωνίας, η «φωνή» των ισχυροτέρων (οικονομικά και γεωπολιτικά κρατών-μελών), όπως άλλωστε συμβαίνει μέχρι σήμερα σε μια σειρά από άλλα οικονομικά και πολιτικά θέματα.21
Γιατί πολύ απλά, η ΕΕ (και παλιότερα η ΕΟΚ) δεν υπήρξε ποτέ μια «ένωση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης» των λαών της Ευρώπης, όπως «το φαντασιακό της προπαγάνδας υπέρ της» προτάσσει και προωθεί. Ασχέτως ευχολογίων και εκατοντάδων χιλιάδων σελίδων ανάλυσης, οι τέσσερις βασικές ελευθερίες επί των οποίων έχει θεμελιωθεί η ΕΕ (και οι οποίες είναι αυτές που συστηματικά διατυπώνονται και ξεκαθαρίζονται στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες) είναι η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και ανθρώπων. Εξ αυτών οι τρεις συνδέονται αποκλειστικά με το οικονομικό πεδίο, και τον υφιστάμενο τρόπο παραγωγής (στην προκειμένη περίπτωση, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής) ενώ η τέταρτη συνδέεται επίσης, εμμέσως, αφού αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σε μεγάλο, αν όχι αποκλειστικό, βαθμό ως εργατικό δυναμικό. Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη τη διεκδίκηση μεγαλύτερης επιρροής (πολιτικής και οικονομικής) που το κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ διεκδικεί για λογαριασμό της δικής του αστικής τάξης και των επιχειρήσεων που την εκπροσωπούν (καθώς στόχος πάνω από όλα παραμένει η εξασφάλιση κέρδους), αναρωτιέται κάποιος πώς είναι δυνατό να υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, αφού κάλλιστα μπορεί ο στόχος για κέρδος του ενός να συνιστά απώλεια για τον άλλον. Φυσικά, σε επίπεδο «φαντασιακού», η συζήτηση μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον και οι «θεσμικές λύσεις» να διαδέχονται η μία την άλλη, απομακρυνόμενες ολοένα περισσότερο από την πραγματικότητα.
* Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο, συντακτική ομάδα ToPeriodiko.GR.
Πηγές
- https://www.europaeuropa.eu/factsheets/el/sheet/158/foreign-policy-aims-instruments-and-achievements
- https://wpolitics.co.uk/reference/common-foreign-and-security-policy
- https://carnegieeurope.eu/2017/12/05/is-there-hope-for-eu-foreign-policy-pub-74909
- https://wbloomberg.com/opinion/articles/2020-01-06/the-european-union-s-foreign-policy-is-a-failure
- https://wrizospastis.gr/story.do?id=6505886
- https://woxfordenergy.org/wpcms/wp-content/uploads/2019/02/Oil-and-Gas-in-a-New-Libyan-Era-Conflict-and-Continuity-MEP-22.pdf
- https://wdw.com/en/opinion-eu-chooses-self-interest-over-compassion-for-refugees/a-49639148
- https://carnegieeurope.eu/2017/12/05/is-there-hope-for-eu-foreign-policy-pub-74909
- https://www.dw.com/en/turkey-eu-relations-which-countries-are-for-or-against-turkish-accession/a-40381533
- https://weuronews.com/2019/01/31/eu-nations-launch-mechanism-to-trade-with-iran-euronews-answers
- https://apnews.com/d121bfc580f04e73b886cc8c5a155f7e
- https://www.csiorg/analysis/will-chinas-161-format-divide-europe
- https://wforbes.com/sites/davekeating/2018/07/19/how-dependent-is-germany-on-russian-gas/
- https://foreignpolicy.com/2019/02/07/france-and-germany-face-off-over-russian-pipeline-nord-stream-putin-macron-merkel/
- https://carnegieeurope.eu/2017/12/05/is-there-hope-for-eu-foreign-policy-pub-74909
- https://jubileedebt.org.uk/countries-in-crisis/greek-debt-crisis-case-banks-people
- https://www.euractiv.com/section/economy-jobs/news/germany-earned-2-9-billion-euros-from-greeces-debt-crisis/
- https://wecfr.eu/publications/summary/all_at_sea_europes_crisis_of_solidarity_on_migration
- https://wiiss.org/publications/adelphi/2019/europes-strategic-future-from-crisis-to-coherence/ap468-05-chapter-3cs6
- https://www.eurofoeuropa.eu/observatories/eurwork/industrial-relations-dictionary/qualified-majority-voting
- https://wbloomberg.com/opinion/articles/2020-01-06/the-european-union-s-foreign-policy-is-a-failure