Του Γιάννη Μανδαλίδη*
Δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα η παρομοίωση των Μέσων ενημέρωσης με ψάρια και το κοινωνικό τους υποκείμενο με τη θάλασσα μέσα στην οποία κολυμπούν. Οι αλλαγές στο περιβάλλον μπορούν να τα ισχυροποιήσουν και να προκαλέσουν αύξηση του πληθυσμού τους, ενώ αν το νερό γίνει τοξικό για αυτά, μπορεί να εξοντωθούν και να έρθουν νέα είδη στη θέση τους. Οι αλλαγές στον χάρτη των Μέσων ενημέρωσης της χώρας θα μπορούσαν υπό αυτή την έννοια να χαρακτηριστούν και ένα είδος «μηντιακού δαρβινισμού».
Δεν είναι τυχαίο ότι η κατάρρευση του ιστορικού ΔΟΛ ήρθε ταυτόχρονα με μία μείζονα πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, επισφραγίζοντας το τέλος μιας εποχής σε ένα μηντιακό περιβάλλον όπου η «κοινοτοπία του κακού» εξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε μέτρο.
Ο ΔΟΛ αποτελούσε ανέκαθεν το βαρόμετρο των εξελίξεων στον ελληνικό Τύπο, οι οποίες με τη σειρά τους ήταν ο «αντικατοπτρισμός» πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών. Από το 1922 μέχρι σήμερα το «Συγκρότημα» δεν απουσίασε λεπτό από το επίκεντρο της πολιτικής σκηνής. Ήταν διάχυτη η συναίσθηση σε κάθε νεοεισερχόμενο στον ΔΟΛ δημοσιογράφο ότι βρισκόταν στον ίδιο χώρο όπου βρέθηκε κάποτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και αποτελούσε μια τελετουργία, συνοδευόμενη από το ανάλογο δέος, να αντικρύσει το γραφείο όπου δούλευε κάποτε ο Λαμπράκης.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την κατάρρευση του ΔΟΛ ήρθε και η κατάρρευση του «Πήγασου», του άλλου ομίλου που συνδέθηκε με την απερχόμενη τάξη πραγμάτων, όμως υπό δυσμενέστερες για τους εργαζομένους συνθήκες, καθώς επισκιάστηκε από την χρεοκοπία του ΔΟΛ, για τον οποίο δρομολογήθηκαν διάδοχες καταστάσεις, σε αντίθεση με το συγκρότημα της οικογένειας Μπόμπολα, όπου οι προσπάθειες διάσωσής του περιορίστηκαν στις μάλλον ασόβαρες πρωτοβουλίες του «εκλεκτού» της κυβέρνησης Ιβάν Σαββίδη. Η παράλληλη κρίση στο MEGA σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στους δύο προαναφερθέντες ομίλους.
Την έκταση της κρίσης έρχεται να συμπληρώσει το οικονομικό αδιέξοδο της επίσης ιστορικής Ναυτεμπορικής, ενώ επί ξηρού ακμής βρίσκεται και η Real του Νίκου Χατζηνικολάου και μαζί της θα παρασυρθεί ένας ολόκληρος κύκλος μικρότερων εντύπων και ηλεκτρονικών εκδόσεων.
Προηγήθηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα η κατάρρευση της Ελευθεροτυπίας (προμηνύοντας το τι θα ακολουθούσε), της Απογευματινής, της Βραδυνής, των εκδόσεων Λυμπέρη, της ΙΜΑΚΟ, άλλων μικρότερων τίτλων, του τηλεοπτικού Alter, το κλείσιμο αρκετών ραδιοφωνικών σταθμών. Από τους «παλιούς» μέχρι στιγμής φαίνεται να σώζονται μόνο η Καθημερινή και οι Αττικές Εκδόσεις.
Η λύση που βρέθηκε για τους τίτλους του ΔΟΛ δεν σημαίνει ότι η κρίση του Τύπου λύθηκε. Αντιθέτως, τώρα βαθαίνει, επιβάλλοντας διαρθρωτικές αλλαγές που δεν έγιναν συντεταγμένα τα προηγούμενα χρόνια, όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι το υπάρχον μοντέλο λειτουργίας των Μέσων Ενημέρωσης έφθανε στο τέλος του. Αντιμετωπίστηκε δηλαδή το διαφαινόμενο αδιέξοδο με την ίδια επιπολαιότητα και αναβλητικότητα που αντιμετωπίστηκε η κρίση σχεδόν σε όλους τους τομείς της οικονομίας, με τη διαφορά ότι ως κατ’ εξοχήν μέσο έκφρασης κοινωνικών διεργασιών ο Τύπος κλήθηκε να σηκώσει και το βάρος της κρίσης αξιών, δηλαδή της πραγματικής αιτίας που οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε κατάρρευση και κατ’ επέκταση στην οικονομική καταστροφή.
Η οικονομική χρεοκοπία βρήκε τον ελληνικό Τύπο εν μέσω μιας άλλης κρίσης – όχι ελληνικής – που ήδη σάρωνε τουλάχιστον τα Μέσα ενημέρωσης του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου και αφορούσε την πτώση των κυκλοφοριών των εφημερίδων και τις αλλαγές που επέφερε η κατακλυσμιαία είσοδος του διαδικτύου στον χώρο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας. Ο Φρανσουά Καρόν, καθηγητής στη Σορβόννη, χαρακτηρίζει το Διαδίκτυο τρίτη βιομηχανική επανάσταση, υπενθυμίζοντας ότι «μια βιομηχανική επανάσταση δεν είναι απλώς η ανάπτυξη μίας ακόμα τεχνολογίας, είναι μία ουσιαστική ανακατάταξη στους τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης». Στο σημείο αυτό ο ιστορικός διευθυντής της Λε Μοντ Ντιπλοματίκ Ιγνάσιο Ραμονέ εφιστά την προσοχή σε μία ουσιαστική μεταβολή στο ρόλο των μέσω ενημέρωσης: «Πριν, τα ΜΜΕ πουλούσαν πληροφορίες (ή ψυχαγωγία) στους πολίτες. Τώρα μέσω ίντερνετ πουλάνε τους καταναλωτές στους διαφημιστές».
Το βάρος αυτής της διπλής κρίσης κλήθηκε να σηκώσει ο ελληνικός Τύπος. Υπό συνθήκες μίας εν εξελίξει «βιομηχανικής επανάστασης» και, προτού καν προλάβουν να προσαρμοστούν στις αλλαγές που επέφερε η νέα τεχνολογία, οι Έλληνες δημοσιογράφοι χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση, χάνοντας εξ ολοκλήρου το εισόδημά τους ή μέρος του. Και όλα αυτά στιγματισμένοι από μία κοινωνία σε αποδρομή που τους χρέωνε – όχι αδίκως ενίοτε – την κατάρρευση των αξιών.
Η νέα αγορά της ενημέρωσης είναι εντελώς διαφορετική σε σύγκριση με την προ κρίσεως εποχή. Τα σχήματα που δημιουργούνται είναι πλέον μικρότερα, στηρίζονται σε χαμηλές αμοιβές, όπως και σε ευέλικτες και εν πολλοίς «παράτυπες» σχέσεις εργασίας.
Από την πλευρά τους οι Ενώσεις Συντακτών, αυτές που κατά τεκμήριο θα έπρεπε να βρεθούν μπροστά από τις εξελίξεις για να διαφυλάξουν τη θεσμική υπόσταση του Τύπου και τα δικαιώματα των εργαζομένων σε αυτόν, αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων.
Σε μία εποχή που έπρεπε να ληφθούν τολμηρές αποφάσεις, τα βασικά σωματεία των εργαζομένων στον Τύπο διοικούνταν από συνταξιούχους, που έχουν ελάχιστη έως καθόλου επαφή με τη νέα πραγματικότητα και αδυναμία να αντιμετωπίσουν το νέο εργασιακό τοπίο.
Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, συντάκτες των sites, δημοσιογράφοι εργαζόμενοι με Δελτία Παροχής Υπηρεσιών και άλλες μορφές ελαστικής εργασίας είναι αποκλεισμένοι από τις βασικές ενώσεις συντακτών (πλην της μικρότερης ΕΣΠΗΤ), οι οποίες έχουν προτάξει ως προτεραιότητα μέχρι σήμερα την είσπραξη του – ούτως ή άλλως χαμένου – αγγελιοσήμου, που δεν μπορεί να επιβληθεί για αυτές τις κατηγορίες συντακτών, θυσιάζοντας προς τον σκοπό αυτόν τη θεσμική εκπροσώπηση του συνόλου του δημοσιογραφικού κόσμου. Αντί να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του κλάδου με ένα ρεαλιστικό και προσαρμοσμένο στις σύγχρονες ανάγκες σχέδιο, οι ενώσεις επέλεξαν να δώσουν μάχες με μαξιμαλιστικούς και εκτός πραγματικότητας στόχους.
Τώρα, υπό συνθήκες πλήρους κατάρρευσης και μετά την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον Τύπο, χρειάζονται ακόμη πιο τολμηρές σε σχέση με το παρελθόν αποφάσεις και νέα σχέδια για να περισωθούν τουλάχιστον τα στοιχειώδη, η ελεύθερη έκφραση και η ακηδεμόνευτη και αξιόπιστη ενημέρωση, κάτι που μόνο επαγγελματίες δημοσιογράφοι μπορούν να εγγυηθούν.