της Χρυσής Δαγουλά*
Tο 2017 ήταν η χρονιά που ο όρος fake news ανακηρύχθηκε από το λεξικό Collins ως «η λέξη της χρονιάς», αποτυπώνοντας το φαινόμενο που είχαν παρατηρήσει οι λεξικογράφοι του οργανισμού: σε ένα corpus 4,5 δισεκ. λέξεων, η χρήση του όρου αυξήθηκε κατά 365% από την προηγούμενη χρονιά. Έναν χρόνο μετά, το 2018, η λέξη της χρονιάς ήταν η «παραπληροφόρηση» (“misinformation”), σκιαγραφώντας την επικρατούσα κατάσταση στο διαδίκτυο συγκεκριμένα, και στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε γενικότερα. Ακολούθησαν η καχυποψία προς τα Μέσα, τα χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης προς τους μηντιακούς οργανισμούς αλλά και μια γενικευμένη κατάσταση σύγχυσης. Παρότι το φαινόμενο της παραπληροφόρησης δεν είναι νέο – κάθε άλλο, ανάγεται σχεδόν στην εφεύρεση της τυπογραφίας – είναι πλέον πιο σύνθετο: έχει αλλάξει τόσο ο τρόπος και η κλίμακα παραγωγής της, όσο και η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της διάδοσής της, αποκτώντας χαρακτήρα πολλαπλής κρίσης. Και μπορεί αυτή η κρίση να αποτυπώθηκε σε έναν επιφανειακά απλό όρο («ψευδείς ειδήσεις»), μα κρύβει ένα σύνθετο και διαχρονικό πρόβλημα: αυτό της σωστής πληροφόρησης των πολιτών που συμβάλλει στον μέγιστο βαθμό στην υγεία της εκάστοτε δημοκρατικής κοινωνίας.
Στη μάχη κατά της παραπληροφόρησης προτάθηκε πρωτίστως ο εγγραμματισμός στα Μέσα (media literacy), αλλά και ο ψηφιακός εγγραμματισμός (digital literacy). Ο πρώτος αναφέρεται σε μια εργαλειοθήκη δεξιοτήτων που βοηθούν στην κριτική πρόσληψη των μηνυμάτων που προέρχονται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης – σε ένα πολύ βασικό επίπεδο αφορά την ενεργό και διαρκή έρευνα και κριτική σκέψη τόσο προς τα μηνύματα που λαμβάνουμε όσο και προς αυτά που δημιουργούμε. Μέρος αυτού του εγγραμματισμού είναι και ο ψηφιακός εγγραμματισμός – η γνώση των βασικών ψηφιακών εργαλείων που ενισχύουν την ικανότητα αξιολόγησης του διαδικτυακού περιεχομένου προς αποφυγή των προκαταλήψεων και προς ενίσχυση της αξιοπιστίας. Δεδομένου ότι η πλειονότητα των πολιτών ενημερώνεται κατά κύριο λόγο από το διαδίκτυο – και δη τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης –, αλλά και, όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες, η παραπληροφόρηση όχι μόνον αφορά, αλλά ανησυχεί μεγάλη μερίδα χρηστών του διαδικτύου, το ζήτημα της αντιμετώπισής της γίνεται ακόμη πιο καίριο.
Η ενίσχυση τόσο του εγγραμματισμού στα Μέσα γενικά, όσο και του ψηφιακού εγγραμματισμού πιο συγκεκριμένα, έχει απασχολήσει εκτενώς την ακαδημαϊκή έρευνα και έχει κινητοποιήσει τον ακαδημαϊκό κόσμο. Ένα σημαντικό παράδειγμα προέρχεται από το Πανεπιστήμιο του Groningen στην Ολλανδία, το οποίο, μέσω ενός ισχυρού δικτύου συνεργασίας με φορείς της τοπικής κοινωνίας, πρωτοστατεί στην τόνωση του εγγραμματισμού και στοχεύει στην ανάδειξη του Groningen ως της πιο ψηφιακά εγγράμματης πόλης της Ολλανδίας μέχρι το 2025. Ο καθηγητής Marcel Broersma, μοιράστηκε μαζί μας το όραμά του για ένα ψηφιακό μέλλον που θα επιτρέψει σε ένα ευρύ φάσμα χρηστών να εφοδιαστεί με τα κατάλληλα και ολοένα και πιο αναγκαία εφόδια για την παρουσία και τη δράση του στον ψηφιακό κόσμο, ο οποίος είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μας.
Ως πρόεδρος του τμήματος Media and Journalism Studies, βασικός συντονιστής του τομέα “Citizenship and Democracy” του ερευνητικού οργανισμού “Digital Society” που έχουν δημιουργήσει τα πανεπιστήμια της χώρας προς τόνωση και μελέτη της ψηφιακής κοινωνίας, αλλά και βασικό μέλος του συνασπισμού ψηφιακού εγγραμματισμού του Groningen (Digital Literacy Coalition), μίλησε για τις δράσεις στο εκπαιδευτικό επίπεδο, την ουσιαστική συνεργασία με την τοπική κοινωνία, τα ερευνητικά προγράμματα που θα ενισχύσουν τη γνώση μας επί του θέματος, τα επόμενα βήματα, καθώς και τη σημασία του ψηφιακού εγγραμματισμού ως ενός βήματος προς την αντιμετώπιση του «ψηφιακού χάσματος» (digital divide).
Θα ξεκινήσω με μια γενική ερώτηση που εμπερικλείει ωστόσο τα ζητήματα που θα συζητήσουμε: Πόσο ψηφιακή θεωρείτε πως έχει γίνει η ζωή μας και πώς αξιολογείτε αυτή την ψηφιακή επίδραση;
Χωρίς αμφιβολία, η ψηφιοποίηση (digitalization) είναι παντού. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που τα ολλανδικά πανεπιστήμια ενώθηκαν και δημιούργησαν τον ερευνητικό οργανισμό “Digital Society” («Ψηφιακή Κοινωνία») που σκοπό έχει να μελετήσει τις αλλαγές τις οποίες επέφερε η ψηφιακή εποχή στην κοινωνία. Βλέπουμε την επιρροή τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό/κοινωνικό επίπεδο, αλλά και στο πόσο η ψηφιοποίηση έχει εισχωρήσει σε κάθε τομέα της ζωής μας: από τον τομέα της υγείας και την εργασία, μέχρι τις έξυπνες πόλεις και τη λειτουργία της δημοκρατίας. Είναι ένα αντικείμενο που, από την πλευρά μου, θέλω πολύ να μελετήσω.
Θεωρείτε πως υπάρχει και αρνητική πλευρά στη συζήτηση περί ψηφιοποίησης;
Βεβαίως, υπάρχει και αρνητική πλευρά – για παράδειγμα, ένα θέμα που είναι πολύ σημαντικό να δούμε είναι η ψηφιακή συμπερίληψη ή ο ψηφιακός αποκλεισμός (εξαρτάται από ποια πλευρά πλαισιώνει κάποιος τη συζήτηση). Ναι, η ψηφιοποίηση της κοινωνίας μπορεί να έχει θετικό αποτέλεσμα σε πολλούς τομείς της κοινωνίας, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και αποτρεπτικά για όσους δε μπορούν να συμμετέχουν. Για παράδειγμα, αν μπορείς να χρησιμοποιήσεις κάποιες υπηρεσίες ή να επικοινωνήσεις με τους κυβερνητικούς οργανισμούς, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, μόνο ψηφιακά – κάτι που θα γίνει στην Ολλανδία μέσα στα επόμενα χρόνια – τότε αυτό μπορεί να αποβεί προβληματικό για όσους δεν έχουν ψηφιακές δεξιότητες ή δεν γνωρίζουν πώς δουλεύουν κάποιες πλατφόρμες. Το αποτέλεσμα είναι πως δεν θα μπορούν να είναι ενεργοί πολίτες και αυτό είναι σίγουρα προβληματικό.
Ο ψηφιακός εγγραμματισμός αναφέρεται μόνο σε μια εργαλειοθήκη δεξιοτήτων;
Σίγουρα όχι. Ο ψηφιακός εγγραμματισμός είναι κάτι πέρα από το να κατέχει κάποιος απλά κάποιες δεξιότητες. Φυσικά, το να αποκτήσει κανείς τις κατάλληλες δεξιότητες είναι το βασικό, πρώτο επίπεδο. Ο ψηφιακός εγγραμματισμός αφορά όμως και την ικανότητα να βρεις και να αξιολογείς την ψηφιακή πληροφορία, που είναι ολοένα και πιο σημαντικό. Είναι επίσης σχετικό και με τον εγγραμματισμό στα Μἐσα – να μπορείς να κατανοείς τα Μέσα και την επίδρασή τους στην καθημερινή ζωή.
Με άλλα λόγια, θα λέγαμε πως ο ψηφιακός εγγραμματισμός είναι μέρος του ευρύτερου εγγραμματισμού μας σχετικά με τα Μέσα και έχει να κάνει με τη γνώση που έχουμε για το πώς αυτά λειτουργούν, πώς μπορούμε να αξιολογούμε τις διαδικασίες τους, και κατά συνέπεια πώς μπορούμε να αξιολογούμε και τις διάφορες συνθήκες, όπως η χειραγώγηση, οι ψευδείς ειδήσεις κ.λπ. Ο εγγραμματισμός στα Μέσα είναι η ομπρέλα που εμπεριέχει τον ψηφιακό εγγραμματισμό, ξεπερνά το επίπεδο των δεξιοτήτων και εισέρχεται στο επίπεδο της ευρύτερης κατανόησης του τι συμβαίνει στα Μέσα – παλαιότερα και νέα.
Ποιον αφορά ο ψηφιακός εγγραμματισμός;
Όλους, ανεξαιρέτως. Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που είναι περισσότερο ευάλωτες, επειδή για παράδειγμα αυτές δεν έχουν μεγαλώσει με το διαδίκτυο και τα ψηφιακά εργαλεία, όπως οι ηλικιωμένοι ή οι ομάδες χαμηλού γραμματισμού, που αποτελούν αρκετά μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, είναι 1,5 εκατ. άνθρωποι – το 10% της ολλανδικής κοινωνίας – αλλά θα έλεγα πως πρόκειται για κάτι που ξεπερνά τα ηλικιακά γκρουπ. Αφορά όλες τις κοινωνικές ομάδες, ασχέτως ηλικίας ή εκπαίδευσης.
Θα λέγατε πως ο ψηφιακός εγγραμματισμός ισούται με ψηφιακή συμπερίληψη;
O ψηφιακός εγγραμματισμός σίγουρα σχετίζεται με περισσότερη συμμετοχή/συμπερίληψη στην ψηφιακή κοινωνία. Πιστεύω ωστόσο πως αυτή θα είναι μια ερώτηση-κλειδί, που θα μας απασχολήσει πολύ κατά τις επόμενες δεκαετίες: αν η κοινωνία γίνει πιο ψηφιακή – όσον αφορά την εργασία, τις κοινωνικές δομές, τις κοινωνικές σχέσεις, την απομόνωση, τη συμμετοχή μας ως πολιτών στην κοινωνία, στην υγεία – και οι άνθρωποι δεν είναι ψηφιακά εγγράμματοι, πώς θα συμμετέχουν σε όλες αυτές τις διαδικασίες;
Θα ήταν πολύ αισιόδοξο να πούμε πως η ψηφιακή συμπερίληψη μπορεί να ισούται με δημοκρατικότερες κοινωνίες;
Μπορεί και να ισούται – αλλά όχι απαραίτητα. Είναι μάλλον μια ουτοπιστική ιδέα που μας ακολουθεί από την εμφάνιση του ίντερνετ. Ναι, υπάρχει όλος αυτός ο διάλογος πως περισσότερη πληροφορία και περισσότερη διαφάνεια σχετικά με την πληροφορία θα επιφέρουν περισσότερη συμμετοχή και δημοκρατικότερες ή καλύτερες κοινωνίες, αλλά δεν είναι απαραίτητα αυτό που συμβαίνει. Οι άνθρωποι μπορούν να είναι ψηφιακά εγγράμματοι, χωρίς απαραίτητα αυτό να σημαίνει πως θέλουν να συμμετέχουν. Αυτό είναι για παράδειγμα κάτι που έχουμε δει και ερευνητικά – ότι οι άνθρωποι είναι όλο και διστακτικότεροι να μοιραστούν ή να σχολιάσουν την ειδησεογραφία. Για κάποιες κοινωνικές ομάδες μπορεί να ισχύει, αλλά, για παράδειγμα, στην έρευνα που κάναμε σχετικά με το πώς οι millennials χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα, ποιες είναι οι μηντιακές τους συνήθειες, αλλά και το πώς αξιολογούν τις ειδήσεις στην καθημερινότητά τους, είδαμε ότι αρκετοί από τους συμμετέχοντες είπαν πως τους κουράζει η διαρκής παρουσία ειδήσεων στα feeds τους – δεν είναι τυχαίο που το Facebook προχώρησε σε αλλαγή του αλγόριθμου με στόχο να εμφανίζονται λιγότερες ειδήσεις. Ναι, η ψηφιακή συμπερίληψη μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο, αλλά αυτό έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τη διαχείριση της πληροφορίας. Για παράδειγμα, υπάρχει άφθονη πληροφορία και, αν έχεις τη δυνατότητα να τη διαχειριστείς και να την αξιολογήσεις σωστά, αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύ εποικοδομητικό. Γεγονός που μας φέρνει πίσω στη συζήτηση περί ψηφιακού εγγραμματισμού, βέβαια, και των δυνατοτήτων που προσφέρει.
Ποιο είναι το όραμά σας σχετικά με τον ψηφιακό εγγραμματισμό και τι οδήγησε στη δημιουργία του Συνασπισμού Ψηφιακού Εγγραμματισμού του Groningen (Digital Literacy Coalition);
Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω στον εγγραμματισμό, τόσο εδώ στο Groningen όσο και σε εθνικό επίπεδο, διαπιστώσαμε ότι πολλοί φορείς οργανώνουν δράσεις πάνω στον ψηφιακό εγγραμματισμό. Ωστόσο εντοπίσαμε δύο προβλήματα: το ένα αφορά τη λογική της «βέλτιστης πρακτικής» – οι περισσότεροι φορείς έκαναν μικρά προγράμματα, τα οποία όμως προϋπέθεταν πολύ χρόνο για να υλοποιηθούν. Η κατάσταση όμως αλλάζει τόσο γρήγορα και η δράση πρέπει να είναι πιο άμεση. Επίσης, είδαμε πώς διάφοροι οργανισμοί κάνουν παρόμοιες δράσεις, αλλά αυτές γίνονται αποσπασματικά ή χωρίς κάποια θεμελίωση. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά την απουσία ακαδημαϊκής έρευνας που θα βοηθήσει να υπάρξει η βάση και η γνώση πάνω στην οποία θα θεμελιωθούν αυτές οι πρωτοβουλίες. Για αυτό και σκεφτήκαμε να συγκεντρώσουμε και να φέρουμε σε επαφή όλους τους φορείς που δρουν στην πόλη ή την περιφέρεια του Groningen, καθώς και ερευνητικά κέντρα, όπως το Πανεπιστήμιο του Groningen, και να δουλέψουμε μαζί δημιουργώντας προγράμματα που αφενός θα παράγουν έργο και αφετέρου θα στηρίζονται σε ακαδημαϊκή μελέτη.
Τι σημαίνει αυτό σε πρακτικούς όρους; Με ποιον τρόπο, για παράδειγμα, συμβάλλουν αυτοί οι φορείς;
Με πολλούς τρόπους – ένας από αυτούς είναι τα υποστηρικτικά δίκτυα. Ένας από τους φορείς που συμμετέχουν, είναι για παράδειγμα, οι βιβλιοθήκες. Στην Ολλανδία, οι βιβλιοθήκες αποτελούν μεγάλο μέρος του κοινωνικού συστήματος, τόσο στις πόλεις όσο και σε μικρά χωριά. Οι βιβλιοθήκες δεν είναι μόνο τα μέρη που απλά θα δανειστεί κάποιος ένα βιβλίο, αλλά και μέρη κοινωνικής συναναστροφής. Οι βιβλιοθήκες επίσης προσφέρουν πολλά μαθήματα – για παράδειγμα, σχετικά με ψηφιακές δεξιότητες ή με δεξιότητες πλοήγησης και εύρεσης πληροφοριών. Επίσης προσφέρουν και πρακτική βοήθεια σε καθημερινά ζητήματα, όπως π.χ. πώς μπορεί κάποιος να καταθέσει τη φορολογική του δήλωση ή να επικοινωνήσει με τους κυβερνητικούς οργανισμούς. Είναι ένα ζωντανό δίκτυο, όπου πολλοί και διαφορετικοί τομείς της κοινωνίας συναντώνται. Για μας βέβαια υπάρχει και μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον, μιας και είναι ένα περιβάλλον που μπορεί να λειτουργήσει και ως εργαστήριο.
Αυτό με φέρνει στην επόμενη ερώτηση: ποιος είναι ο αντίκτυπος της πρωτοβουλίας αυτής στην έρευνα;
Σίγουρα έχει μεγάλο αντίκτυπο. Θα αναφερθώ σε δύο ερευνητικά προγράμματα που έχουμε ήδη αρχίσει. Το πρώτο είναι σε συνεργασία με οργανισμούς παιδικής μέριμνας, οι οποίοι ενδιαφέρονται για τον τρόπο με τον οποίο παιδιά ηλικίας 8-12 ετών χρησιμοποιούν τα Μέσα. Στην έρευνα αυτή, το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται σε τρεις τομείς. Ο πρώτος αφορά το πώς τα παιδιά κατανοούν τα Μέσα, το πώς τα μαθαίνουν, πώς προσανατολίζονται ψηφιακά και το πώς βρίσκουν και διαχειρίζονται ειδήσεις ή άλλες πληροφορίες. Ο δεύτερος αφορά το πώς χρησιμοποιούν τα ψηφιακά Μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών τους σχέσεων. Τα περισσότερα παιδιά συμμετέχουν σε διάφορες ομάδες και μεγάλο μέρος της επικοινωνίας τους λαμβάνει χώρα μέσα από τα κινητά τους τηλέφωνα ή μέσω εφαρμογών και κοινωνικών δικτύων. Ενδιαφερόμαστε λοιπόν για το ποιες είναι οι κοινωνικές διαδικασίες, αλλά και για τα ζητήματα που ανακύπτουν, όπως αυτό του bullying για παράδειγμα. Ο τρίτος τομέας που ερευνούμε αφορά θέματα ασφάλειας και ιδιωτικότητας – πώς τα παιδιά προσλαμβάνουν αυτές τις έννοιες, τι σκέφτονται όταν ανεβάζουν φωτογραφίες στο διαδίκτυο ή όταν παίζουν κάποιο παιχνίδι – πώς ξέρουν με ποιον επικοινωνούν. Συνεργαζόμαστε με τα σχολεία, μιλάμε με αυτά τα παιδιά, αλλά μιλάμε και με τις οικογένειές τους -– μιλάμε για παράδειγμα με τους γονείς, για το πώς τα παιδιά χρησιμοποιούν τα Μέσα στο σχολείο, αλλά και στα χόμπι τους εκτός σχολείου. Οι κοινωνικοί αυτοί κύκλοι ήταν χωριστοί, αλλά πλέον συνυπάρχουν σε αυτή τη μικρή συσκευή, το κινητό τηλέφωνο. Συνολικά, θα λέγαμε ότι μας ενδιαφέρει πώς τα παιδιά αναπτύσσουν ψηφιακό εγγραμματισμό και εγγραμματισμό στα Μέσα – γιατί από εκεί ξεκινούν όλα.
Το δεύτερο ερευνητικό πρόγραμμα που εκπονούμε είναι το εργαστήρι ψηφιακής συμπερίληψης (“living lab of digital inclusion”). Σε συνεργασία με φορείς του Digital Literacy Coalition και με χρηματοδότηση από το Υπουργείο Εσωτερικών, ερευνούμε το ζήτημα από τρεις πλευρές. Η μια αφορά το informal learning, και εδώ είναι που εμπλέκονται και οι βιβλιοθήκες, μιας και μελετούμε πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα μαθήματα που προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες. Η δεύτερη αφορά το formal learning – πώς ομάδες χαμηλού εγγραμματισμού αναπτύσσουν ψηφιακές δεξιότητες μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Και η τρίτη αφορά τα παιδιά. Ένας από τους στόχους μας είναι να καλύψουμε όλες τις ομάδες και το πώς διαχειρίζονται τη μάθηση ψηφιακών δεξιοτήτων, ενώ παράλληλα θέλουμε να αναπτύξουμε ένα γενικότερο θεωρητικό υπόβαθρο που θα ενώσει τις τρεις υπο-έρευνες. Μελετούμε κατά κάποιον τρόπο το πώς ο ψηφιακός εγγραμματισμός αποτυπώνεται σε διάφορες ηλικίες και κοινωνικές ομάδες. Αλλά είναι σημαντικό ότι ο εν λόγω εγγραμματισμός αφορά όχι μόνο όσους έχουν λίγη γνώση ή κάποια γνώση, αλλά όλους. Αν καθένας κάνει ένα μικρό βήμα, τότε η κοινωνία στο όλον της βελτιώνεται.
Ποιος είναι ο αντίκτυπος στην εκπαίδευση συγκεκριμένα;
Μεγάλο μέρος του Digital Literacy Coalition έχει να κάνει με την εκπαίδευση, μιας και το Groningen είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, όπου υπάρχει καινοτομία και πρόοδος σε αυτόν τον τομέα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα δημοτικά σχολεία, όπου πριν από δύο χρόνια η δημοτική αρχή έκανε συμφωνία με τα σχολεία (τόσο τα δημόσια όσο και κάποια από τα ιδιωτικά), την επονομαζόμενη «the digideal». Μέρος της συμφωνίας αυτής είναι πως ο ψηφιακός εγγραμματισμός πρέπει να είναι μέρος του προγράμματος σπουδών των σχολείων. Τα τελευταία δύο χρόνια δουλεύουν πάνω σε αυτό, ενημερώνοντας τα σχολεία και τους δασκάλους, μιας και είναι κάτι καινούριο και γι’ αυτούς. Έτσι, συμπληρωματικά, ένα από τα βήματα που φιλοδοξεί να κάνει η Digital Literacy Coalition είναι η δημιουργία ενός learning pathway, που θα ξεκινά από το δημοτικό και θα φθάνει σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης – σύμφωνα με αυτό, ο ψηφιακός εγγραμματισμός θα ενταχθεί σε όλα τα προγράμματα σπουδών και σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, ξεκινώντας από παιδιά τεσσάρων ετών και φθάνοντας μέχρι την ανώτατη εκπαίδευση.
Μιας και μιλάμε για εκπαίδευση, και συγκεκριμένα για το Πανεπιστήμιο, εσείς σαν τμήμα σπουδών Media και δημοσιογραφίας, έχετε κάποιο πρόγραμμα που αφορά συγκεκριμένα τον ψηφιακό εγγραμματισμό;
Ναι, βέβαια – από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα εντάξουμε στο πρόγραμμα σπουδών μας ένα νέο μεταπτυχιακό με τίτλο “Datafication & Digital Literacy”. Η κοινωνία γίνεται πιο ψηφιοποιημένη και την ίδια στιγμή στηρίζεται όλο και περισσότερο στα δεδομένα. Έτσι θα προσεγγίσουμε το θέμα μέσω της σημασίας των δεδομένων, του ψηφιακού ίχνους που αφήνουμε με ένα σωρό τρόπους, αλλά και την επίδραση αυτού του γεγονότος σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Στόχος είναι να ενισχύσουμε τη γνώση του τρόπου με τον οποίο τα ψηφιακά ίχνη χρησιμοποιούνται για εμπορικούς – και όχι μόνον – σκοπούς. Επίσης, θα ασχοληθούμε και με τον ψηφιακό εγγραμματισμό, αλλά σε υψηλότερο επίπεδο – για παράδειγμα, με το πώς αντιλαμβανόμαστε όλες τις διαδικασίες που αφορούν το γενικότερο πλαίσιο της ψηφιοποίησης.
Μέσα στους στόχους του Digital Literacy Coalition αναφέρεται πως «το Groningen φιλοδοξεί να γίνει η πιο εγγράμματη ψηφιακά κοινωνία στην Ολλανδία έως το 2025». Πιστεύετε πως αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως μοντέλο – και, αν ναι, ποια είναι τα προαπαιτούμενα;
Σίγουρα μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα – ήδη βλέπουμε και άλλες πόλεις στην Ολλανδία που ενδιαφέρονται για αυτό το μοντέλο. Το Groningen είναι μια ζωντανή και αρκετά μεγάλη πόλη, που περιλαμβάνει όλους αυτούς τους κοινωνικούς φορείς. Παράλληλα όμως είναι μια σχετικά μικρή κοινωνία, όπου μπορεί να κτίσει κάποιος συνεργασίες. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε και με το Digital Literacy Coalition – να φέρουμε σε επαφή τους φορείς, να οργανώσουμε ένα δίκτυο συνεργασίας ώστε να κτίσουμε πάνω σε ό,τι ήδη υπάρχει και από την άλλη να ξεκινήσουμε νέα προγράμματα που θα έχουν έναν κοινό στόχο. Είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο, αλλά χρειάζεται και η φιλοδοξία για να μπορέσει κάποιος να κινητοποιηθεί και να κινητοποιήσει. Δεν είναι ίσως ό,τι πιο σημαντικό να αποδείξουμε ότι το Groningen φιλοδοξεί να γίνει η πιο εγγράμματη ψηφιακά κοινωνία στην Ολλανδία έως το 2025, αλλά να δείξουμε ότι το εγχείρημα αυτό έχει αποτέλεσμα, ότι μπορούμε να φέρουμε κοντά φορείς, όπως η κυβέρνηση, εταιρείες, πολιτιστικούς και ερευνητικούς οργανισμούς και με αυτόν τον τρόπο να κάνουμε σπουδαία βήματα. Πιστεύω πως αυτό το μοντέλο μπορεί να είναι καλό τόσο για άλλες ολλανδικές πόλεις όσο και διεθνώς. Για παράδειγμα, μέρος του ερευνητικού προγράμματος σχετικά με το “living lab for digital inclusion”, το εργαστήριο που ανέφερα προηγουμένως, είναι η ανάπτυξη ενός δικτύου με δήμους από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, κάτι που χρησιμοποιείται από τη μια ως πλατφόρμα για ανταλλαγή γνώσης και από την άλλη ως ένας τρόπος να γνωρίσουν το μοντέλο που προτείνουμε.
*Ερευνήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Sheffield με ειδίκευση στην Πολιτική Επικοινωνία.