του Δρ. Μιχάλη Κοντού*
Τα τελευταία χρόνια είναι εμφανής (και, πλέον, πολυσυζητημένη) η αναδιάταξη συμφερόντων που λαμβάνει χώρα στην Αν. Μεσόγειο. Η κεφαλαιώδους σημασίας αμερικανοτουρκική συμμαχία, η οποία αποτέλεσε βασικό πυλώνα της περιφερειακής και παγκόσμιας κατανομής ισχύος τόσο κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου όσο και κατά την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο, πνέει τα λοίσθια. Από την άλλη, Ρωσία και Τουρκία αναπτύσσουν μια εύθραυστη αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύγκλιση επί διαφόρων ζητημάτων στρατηγικής σημασίας και για τις δύο χώρες. Την ίδια στιγμή, οι ενεργειακές εξελίξεις στην Αν. Μεσόγειο φέρνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κύπρο πιο κοντά από ποτέ, στο πλαίσιο της διογκούμενης αμερικανικής υποστήριξης της τριμερούς συνεργασίας Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών, προκύπτουν εύλογα ερωτήματα: ποιοι παράγοντες προκάλεσαν αυτήν την άνευ προηγουμένου αναδιάταξη; Ποιες οι συνέπειές τους επί των περιφερειακών σχέσεων και ποια τα όριά τους; Η συζήτηση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα και την Κύπρο σε σχέση με το μέλλον και την προοπτική των σχέσεών τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η «λυδία λίθος» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις γνώρισαν πρωτοφανή άνθιση κατά την πρώιμη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Μέσα στο πλαίσιο της διπολικής δομής του μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος, καθώς και του αμερικανοσοβιετικού ανταγωνισμού, η Τουρκία απέκτησε ιδιαίτερη σημασία για την Ουάσιγκτον ως ένας εκ των βασικών πυλώνων της στρατηγικής ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής. Η γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες καθοριζόταν από τρεις αλληλεπιδρώντες παράγοντες: πρώτον, ο φιλοαμερικανικός/φιλοδυτικός προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (ο οποίος επισφραγίστηκε με την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, το 1952) μετά τις επαναστατικές μεταρρυθμίσεις του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Δεύτερον, η γεωγραφική εγγύτητα της χώρας με τη Σοβιετική Ένωση, σε συνδυασμό με το γεωγραφικό και πληθυσμιακό της μέγεθος, αλλά και με τις δυνατότητες του στρατού της. Τρίτον, ο ρόλος και η θέση της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Μια προσεκτική ματιά στους τρεις αυτούς παράγοντες, οδηγεί εύλογα στο εξής συμπέρασμα: ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος παράγοντας έχουν άμεση σχέση με τη γεωγραφική θέση και τα ευρύτερα γεωγραφικά, πληθυσμιακά και γεωφυσικά δεδομένα της χώρας, γεγονός που τους καθιστά σταθερά μεγέθη στην αμερικανοτουρκική εξίσωση, ο πρώτος παράγοντας, εξίσου κρίσιμος με τους άλλους δύο, αποτελεί μεταβλητό μέγεθος. Υπό αυτήν την έννοια, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα (όπως και έπραξαν αρκετοί συγγραφείς, ενώ σχετικές αναφορές εντοπίζονται και στα αρχεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής) ότι ο φιλοαμερικανικός προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε τη «λυδία λίθο» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Και αυτό γιατί, εάν εκτρεπόταν ο πρώτος παράγοντες προς άλλες, μη συμβατές με τα αμερικανικά συμφέροντα κατευθύνσεις, τότε ο δεύτερος και ο τρίτος παράγοντας θα έχαναν τη σημασία τους: τι να την κάνεις μια μεγάλη χώρα, με ισχυρό στρατό, με πραγματικές δυνατότητες ανάσχεσης του σοβιετικού επεκτατισμού, με ένα μεγάλο, ακμαίο και νεανικό πληθυσμό, με περίοπτη θέση στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, εάν αυτή δεν ενεργεί σε συνάφεια με τα αμερικανικά συμφέροντα;
Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, η γεωστρατηγική αξία της χώρας παρέμεινε αναλλοίωτη για τις Ηνωμένες Πολιτείες επί αρκετά χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, παρά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και, άρα, την εξάλειψη της γενεσιουργούαιτίαςτηςαμερικανοτουρκικήςσυμμαχίας. Κατ’ ακρίβεια, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία κατέστη ένας ακόμα πιο ελκυστικός σύμμαχος για τους δυτικούς. Ενδεικτική υπήρξε η συμμετοχή της στον Πόλεμο στον Περσικό Κόλπο το 1991 μέσω της διάθεσης της αεροπορικής βάσης του Ινστιρλίκ για τα αμερικανικά βομβαρδιστικά. Η τουρκική αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), η οποία είχε υποβληθεί το 1987, αποτέλεσε μία ακόμη ένδειξη της αξίας αυτής της υπόθεσης. Επιπλέον, αναμενόταν από την Τουρκία να ενεργεί ως καθοδηγητής των Τουρκογενών (και πλούσιων σε ενεργειακούς πόρους), πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών της κεντρικής Ασίας, προς αποφυγή της υπαγωγής τους στην επιρροή θεοκρατικών καθεστώτων, όπως π.χ. του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Τέλος, η πιο σημαντική (αλλά και μοιραία, απ’ ότι διαφάνηκε αργότερα) έκφανση της μεταψυχροπολεμικής γεωστρατηγικής αξίας της Τουρκίας αναδείχθηκε με την άνοδο στην εξουσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) το 2001 και την εμφάνιση του Ταγίπ Ερντογάν: το γεγονός ότι, στα αρχικά της στάδια, η πολιτική ηγεμονία του ΑΚΡ έδινε την εντύπωση ότι βασιζόταν σε μία ήπια εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ και ότι συνδυαζόταν με τη βούληση της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας να προβεί στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την προώθηση της τουρκικής πορείας ένταξης στην ΕΕ, οδήγησε τις δυτικές ελίτ (κυρίως των φιλελεύθερων αποχρώσεων) στην ενθουσιώδη αναγγελία της ύπαρξης ενός σωτήριου, «τουρκικού μοντέλου». Σύμφωνα με το επιχείρημα, το μοντέλο αυτό, το οποίο χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη της δυτικού τύπου δημοκρατίας με το ήπιο πολιτικό Ισλάμ, θα μπορούσε να αποδειχθεί ευεργετικό προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής μεταρρύθμισης των κρατών της Μέσης Ανατολής. Το «τουρκικό μοντέλο» εμφανιζόταν ως ο «από μηχανής θεός» σε μια εποχή κατά την οποία ο κόσμος συνταρασσόταν από το ωστικό κύμα των τρομοκρατικών κτυπημάτων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και την άνοδο της ιδεολογίας της σαλαφιστικής Τζιχάντ.
Το άδοξο τέλος του«τουρκικού μοντέλου»
Παρά την ενθουσιώδη υφή της σχετικής επωδού, το «τουρκικό μοντέλο» είχε άδοξο τέλος, αφ’ ότου ο Ταγίπ Ερντογάν θριάμβευσε επί των μετριοπαθών αντιπάλων (και πάλαι ποτέ συνοδοιπόρων) του και επέβαλε ένα πολύ πιο συντηρητικό και καταπιεστικό μοντέλο διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα, επέλεξε την προώθηση μιας εξαιρετικά φιλόδοξης ατζέντας εξωτερικής πολιτικής, η οποία επεδίωκε να επιτύχει, κατ’ ελάχιστον, την αύξηση της τουρκικής περιφερειακής επιρροής και, κατά το μέγιστον, την διαμόρφωση μιας τουρκικής ηγεμονικής τάξης στη Μέση Ανατολή. Ο βασικός συντελεστής ισχύος, τον οποίο η Άγκυρα επιχείρησε να χρησιμοποιήσει υποστηρικτικά προς την τουρκική στρατιωτική ισχύ και την οικονομική έκρηξη της χώρας μετά την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης του 2001, ήταν η ήπια ισχύς την οποία της προσέδιδε η μουσουλμανική της ταυτότητα: μέσω της πρόσβασης που της παρείχε σε κράτη (π.χ. Κατάρ, Αίγυπτος επί προεδρίας Μόρσι) και θρησκευτικές/πολιτικές ομάδες (π.χ. Χαμάς, Μουσουλμανική Αδελφότητα, παραστρατιωτικές ομάδες στη Συρία) της Μέσης Ανατολής με παρόμοια θεολογικά ή εθνολογικά χαρακτηριστικά, η Τουρκία επιχειρούσε να ασκήσει επιρροή και, κατά συνέπεια, να πετύχει αποτελέσματα υπέρ των συμφερόντων της σε διπλωματικό επίπεδο. Υιοθετώντας το προφίλ ενός πολιτικο/θρησκευτικού ηγέτη με εκτόπισμα πέραν των τουρκικών συνόρων, ο Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε συνειδητά την ρήξη με τον δυτικό «πολιτισμό» ως μέσον προώθησης ενός εναλλακτικού ισλαμικού υποδείγματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο (και αφού μεσολάβησαν διάφορες παράλληλες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και η διολίσθηση της τουρκικής κυβέρνησης προς τον αυταρχισμό μετά την αποτυχημένηαπόπειραπραξικοπήματοςτου Ιουλίου του 2016) διαμορφώθηκε σταδιακά ένα νέο περιφερειακό επίπεδο αλληλεπιδράσεων. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές επέδρασαν καταλυτικά επί των σχέσεων της Τουρκίας με άλλους περιφερειακούς και διεθνείς δρώντες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, το Ιράν και η Συρία. Το περιστατικό με το πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» του Μαΐου του 2010 και η συνακόλουθη βαθιά ρήξη στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, η στροφή της Άγκυρας εναντίον του καθεστώτος Άσαντ μετά το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου το 2011, καθώς και η ρήξη στις τουρκοαιγυπτιακές σχέσεις μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Στρατηγό Φατάχ αλ Σίσι το 2014 αποτελούν εξελίξεις εντός αυτού του πλαισίου. Κατά συνέπεια, η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, την οποία σχεδίασε και προώθησε ο πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών Αχμέντ Νταβούτογλου, μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειας αύξησης της τουρκικής περιφερειακής επιρροής, ναυάγησε υπό το βάρος των δράσεων και αντιδράσεων που προκάλεσε ο ευρύτερος αναπροσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Η νέα περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων και o ρωσοτουρκικός «μήνας του μέλιτος»
Ενώ αυτές οι εξελίξεις λάμβαναν χώρα στην περίμετρο της Αν. Μεσογείου, η μερική (αλλά από στρατηγικής άποψης αποφασιστική) υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τις δεσμεύσεις τους στην ευρύτερη Μέση Ανατολή ενεργοποιούσε ένα ντόμινο περιφερειακής ανακατανομής ισχύος και αναδιάταξης συμφερόντων και συμμαχιών. Ιδιαίτερα δε η μαζική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ το 2011, στο πλαίσιο της προσπάθειας του Προέδρου Ομπάμα για ένα «έντιμο τέλος» των μεγάλων και επώδυνων πολεμικών περιπετειών των ΗΠΑ στην περιοχή, δημιούργησε την αίσθηση ενός περιφερειακού κενού ισχύος. Η αντίληψη αυτή επικράτησε σε αρκετά κέντρα λήψης αποφάσεων και, σε συνδυασμό με τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες της «Αραβικής Άνοιξης» και της ανόδου του «Ισλαμικού Κράτους» και άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων, πυροδότησε έντονο περιφερειακό ανταγωνισμό για τη διαμόρφωση των όρων της νέας περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων. Οι δυναμικές αυτές προκάλεσαν την κάθοδο της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, ενώ ενίσχυσαν τις ηγεμονικές αξιώσεις τόσο της Τουρκίας όσο και του Ιράν, γεγονός που προκάλεσε αντίστοιχα διλήμματα ασφαλείας σε αντίπαλα κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ. Τα παλιά όρια των συμμαχιών κατέστησαν δυσδιάκριτα και οι φίλοι γίνονταν με σχετική ευκολία εχθροί (και αντίστροφα), ιδιαίτερα δε αν λάβει κάποιος υπόψη την κινούμενη άμμο της συριακής κρίσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αστάθειας και ρευστότητας, οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας πέρασαν από το ναδίρ της κατάρριψης του ρωσικού Su-24M από τουρκικό F-16 πάνω από τα τουρκοσυριακά σύνορα τον Νοέμβριο του 2015 στο ζενίθ της στρατηγικής σύμπλευσης και της παραγγελίας των S-400 από την Τουρκία. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η εξέλιξη αυτή λάμβανε χώρα την ίδια στιγμή που οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών έφθαναν στο χειρότερο σημείο τους από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου εξαιτίας της ουκρανικής κρίσης και της ρωσικής προσάρτησης της Κριμαίας το 2014. Ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ στη ζώνη μεταξύ Βαλτικής και Μαύρης θάλασσας και οι ανησυχίες για τα αποτελέσματα του ρωσικού «υβριδικού πολέμου» εις βάρος ευάλωτων κρατών-μελών της Βορειοατλαντικής συμμαχίας στην εν λόγω περιοχή καθιστούσαν τη σύγκλιση μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας εξαιρετικά επικίνδυνη για ολόκληρη τη συμμαχία. Όχι τυχαία, αρκετοί αναλυτές αμφισβητούσαν πλέον ανοικτά τη δέσμευση της Τουρκίας έναντι του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, καθώς τυχόν «αποσκίρτησή» της προς μια συμμαχία με τη Ρωσία (ή/και την Κίνα) θα οδηγούσε αναπόδραστα σε μείζονα ανακατανομή ισχύος πλανητικής κλίμακας. Σε καμία περίπτωση η Ουάσιγκτον δεν θα ήθελε να γευτεί το πικρό ποτήρι που γεύτηκε η Σοβιετική Ένωση όταν το 1972 ο Πρόεδρος Νίξον συνυπέγραφε με τον κορυφαίο ηγέτη Μάο Ζεντόγκ το κοινό ανακοινωθέν της Σαγκάης, διά του οποίου προαναγγελλόταν η σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Ούτε θα ήθελε να δει τον Βλαδιμίρ Πούτιν να αποκομίζει τη θριαμβευτική αίσθηση που είχε ο Πρόεδρος Μπους (πατήρ) εξαιτίας της ένταξης της επανενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και της συνακόλουθης διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι η συνοχή του ΝΑΤΟ κρέμεται από μια κλωστή, αν λάβει κανείς υπόψη τις τάσεις υπαναχώρησης του Προέδρου Τραμπ, αλλά και το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα της αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής έναντι επίθεσης ξένης δύναμης (η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της συμμαχίας) δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ στην πράξη (με εξαίρεση τη σχετική επίκληση των ΗΠΑ μετά τα τρομοκρατική κτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2011 και όχι φυσικά μετά από επίθεση της Ρωσίας ή άλλης ανταγωνιστικής δύναμης). Υπό αυτήν την οπτική γωνία, η παραγγελία των S-400 από την Τουρκία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σοβαρή πρόκληση για τη συνοχή του ΝΑΤΟ, δοκιμάζοντας αποφασιστικά τη δέσμευση της Τουρκίας έναντι των δυτικών δομών ασφαλείας. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο φιλοαμερικανικός προσανατολισμός της χώρας, ο προαναφερθείς δηλαδή κρίσιμος παράγοντας της γεωστρατηγικής της αξίας στα μάτια της Ουάσιγκτον, τελεί (στην καλύτερη περίπτωση) υπό αμφισβήτηση.
Το τουρκικό έλλειμμα αξιοπιστίας και οι προκλήσεις για την Ελλάδα και την Κύπρο
Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η μαινόμενη αστάθεια που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αποτελεί απότοκο της θεμελιώδους αλλαγής των της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής επί ημερών Ερντογάν, κυρίως από το 2010 και εντεύθεν. Διπλωματικής φύσεως έριδες, όπως π.χ. το τουρκικό αίτημα έκδοσης του Ιμάμη Γκιουλέν στην Τουρκία και το αμερικανικό αίτημα επιστροφής του Πάστορα Μπράνσον στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επακόλουθα αυτής της απόκλισης τα οποία, στο τέλος της ημέρας, συμβάλλουν και στην αυτο-αναπαραγωγή της. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της αμερικανικής υποστήριξης των κουρδικών δυνάμεων του YPG στη Συρία, η οποία αντιμετωπίζεται από την Άγκυρα ως υπαρξιακή απειλή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωση των τουρκικών αντιλήψεων σε σχέση με την αμερικανοτουρκική συμμαχία.
Δεν θα ήταν επίσης υπερβολή να λεχθεί ότι η νέα τουρκική εξωτερική πολιτική αποτέλεσε και την ανεξάρτητη μεταβλητή που προκάλεσε τη συνεννόηση μεταξύ Ισραήλ και Κυπριακής Δημοκρατίας στα ενεργειακά της Αν. Μεσογείου και, κατ’ επέκταση, την τριμερή συνεργασία με την Ελλάδα, η οποία εσχάτως απέκτησε επισήμως τις ευλογίες της Ουάσιγκτον. Επιπλέον, η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να επιστρέψουν στα της Αν. Μεσογείου θα πρέπει να τύχει θεώρησης πίσω από το πρίσμα της νέας στρατηγικής που υιοθετείται έναντι της Ρωσίας. Αυτό καθίσταται σαφές, αν μελετήσει κανείς τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών (Νοέμβριος 2017), σε συνδυασμό με την κοινή δήλωση της Ιερουσαλήμ (20 Μαρτίου 2019) και το πρόσφατα υποβληθέν νομοσχέδιο Μενέντεζ-Ρούμπιο. Η Ουάσιγκτον επιδιώκει πλέον χωρίς περιστροφές την απομάκρυνση της ρωσικής επιρροής από την περιοχή. Το γεγονός αυτό προσδίδει στις τριμερείς συνεργασίες της Κύπρου και της Ελλάδας ιδιαίτερη σημασία για τα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ την ίδια στιγμή αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την ανησυχία που προκαλεί ο αμφίβολος προσανατολισμός της Τουρκίας. Οι πιέσεις που προκάλεσε στην τουρκική λίρα η στάση του Προέδρου Τραμπ το καλοκαίρι του 2018 δεν θα πρέπει να θεωρούνται τυχαίες: η Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη, αν μη τι άλλο, να διακόψει την επαπειλούμενη αναθεωρητική στρατηγική σύγκλιση μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας.
Σε κάθε περίπτωση, οι αμερικανικές αντιδράσεις έναντι του τουρκικού στρατηγικού αναπροσανατολισμού δεν θα πρέπει να θεωρούνται εκδικητικές, αλλά παραδειγματικές. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τυχόν ολομέτωπη σύμπλευση της Τουρκίας με τη Ρωσία θα ήταν ικανή να πυροδοτήσει μια νέα παγκόσμια κατανομή ισχύος εις βάρος της αμερικανικής θέσης στο διεθνές σύστημα. Συνεπώς, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να επαναφέρει την Τουρκία πίσω στην παραδοσιακή της τροχιά. Άλλωστε, στα πλαίσια της αμερικανικής Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας αναγνωρίζεται ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της αμερικανικής πολιτικής το γεγονός ότι συνέβαλε διαχρονικά στην επιτυχή ανάδυση πρώην εύθραυστων κοινωνιών, συντείνοντας έτσι: 1) στη δημιουργία επικερδών αγορών για το αμερικανικό επιχειρείν, 2) στη σύναψη συμμαχιών με πολύτιμη συμβολή στη διατήρηση εύθραυστων περιφερειακών ισορροπιών και 3) στη σύμπλευση με εταίρους ικανούς να μοιραστούν τα βάρη της διαχείρισης του διεθνούς συστήματος. Η Τουρκία, ως περιφερειακή δύναμη, διαθέτει και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά. Στο παρόν στάδιο, όμως, υφίσταται σημαντικό έλλειμμα αξιοπιστίας, το οποίο θα πρέπει να αποκατασταθεί προκειμένου να αποκατασταθεί το παλιό σφρίγος της αμερικανοτουρκικής συμμαχίας και, κυρίως, ο κοινός της προσανατολισμός. Και δεδομένων των υπό εξέλιξη περιφερειακών σχέσεων και ισορροπιών, η διαδικασία «ολικής επαναφοράς» της Τουρκίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για εναλλακτικές στρατηγικές επιλογές, όπως π.χ. τη στήριξη της τριμερούς συνεργασίας Ισραήλ- Κύπρου-Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεδομένων των σταθερών χαρακτηριστικών της γεωστρατηγικής αξίας της Τουρκίας, είναι προς το συμφέρον της Κύπρου και της Ελλάδας να προσδώσουν στη συμμετοχή της στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής χαρακτηριστικά ανεξάρτητα της ρήξης τους με την Τουρκία. Με άλλα λόγια, δεν θα πρέπει να ποντάρουν στο ότι οι δικοί τους «γάμοι» θα αποτελέσουν το έναυσμα για αντίστοιχα «διαζύγια» τρίτων με την Τουρκία.
* Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.