της Σοφίας Ιορδανίδου*
Και ξαφνικά πέσαμε όλοι από τα σύννεφα… Η συμμετοχή πολλών δημοσιογράφων στα ψηφοδέλτια των κομμάτων εξουσίας προκάλεσε πλήθος σχολίων και κυρίως αντιδράσεων, που ως κοινό παρονομαστή είχαν την εκμετάλλευση της προνομιακής τους σχέσης με το κοινό προς άγραν ψήφων. Δεν χρειάζεται να προσφύγουμε στην περιπτωσιολογία.
Τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σχολιαστές με εκπομπές σε ώρες υψηλής θεαματικότητας ή ακροαματικότητας, αναλυτές και σχολιαστές των έντυπων Μέσων (όλο και λιγότεροι, να ομολογήσουμε) και περσόνες των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης διάβηκαν την κόκκινη γραμμή για να περάσουν από τη μεριά της εκτελεστικής εξουσίας, εγκαταλείποντας τη θέση του δημοσιογράφου ή σχολιαστή και την «αντικειμενικότητα» ή κυρίως την απόσταση που αυτή επέβαλε από την εξουσία.
Ας επιστρέψουμε όμως τώρα στην πραγματικότητα… Δάσκαλοι και γιατροί πρέπει να αποτελούν τα επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη αντιπροσώπευση στις δημοτικές εκλογές και δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το εφαλτήριο για να διεκδικήσουν τον δημαρχιακό θώκο είναι οι σχέσεις που κτίζουν με τους γονείς στις ώρες της ενημέρωσης των δημοτικών σχολείων ή τους ασθενείς που επισκέπτονται τις Τοπικές Μονάδες Υγείας (τα πάλαι ποτέ υποκαταστήματα του ΙΚΑ, για να συνεννο- ούμαστε). Τώρα τι σχέση μπορούν να έχουν οι γνώσεις της παιδαγωγικής ή της ιατρικής (προσπερνώντας για προφανείς λόγους διαφημίσεις του στιλ «λύσεις με συνταγή γιατρού»), είναι άλλο θέμα και μένει προσωρινά ασχολίαστο. Μιλάμε δε για θέσεις εξουσίας που όσο περισσότερο πυκνώνουν από διαχειριστικό περιεχόμενο τόσο ταχύτερα αποπολιτικοποιούνται. Ας έλθουμε τώρα στα του οίκου μας…
Για λόγους που θα μείνουν κι αυτοί προσωρινά ασχολίαστοι, καλοί πάντως κατά την ταπεινή άποψη της γράφουσας, στην Ελλάδα ποτέ δεν ήκμασε εκείνη η κατηγορία των «value free» σχολιαστών και αναλυτών, που έμεναν ουδέτεροι στις πολιτικές διαμάχες. Τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά. Θεατές και ακροατές ξέρουν πολύ καλά τις πολιτικές προτιμήσεις των ανθρώπων της Ενημέρωσης που είναι στην πρώτη γραμμή, ενώ κι αυτοί ποτέ δεν κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια να τις κρύψουν. Το πλέον οξύμωρο, δε, είναι πώς όχι μόνον οι καταναλωτές των ειδήσεων, αλλά ακόμη κι οι εκδότες, συχνότατα προσλαμβάνουν με βάση την άποψη και την πολιτική θέση.
Μεθερμηνευόμενα τα παραπάνω σημαίνουν πως δεν χρειάστηκε να διαβούν και τον Ρουβίκωνα οι δημοσιογράφοι που διεκδικούν μια θέση στη Βουλή. Πολλοί δε εξ αυτών τα ίδια που έλεγαν μπροστά στο γυαλί θα λένε κι από το βήμα της Βουλής, διαθέτοντας μάλιστα προϋπηρεσία που θα ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες οι οποίοι διεκδικούν μια θέση στα ψηφοδέλτια. Τούτων δοθέντων, ας σταθούμε στην ουσία που δεν είναι άλλη από το πώς έκαναν τη δουλειά τους όσο υπηρετούσαν τη δημοσιογραφία, έως τώρα, και πώς θα κάνουν τη δουλειά τους αν εκλεγούν, στη συνέχεια. Κοινός παρονομαστής και των δύο είναι η ανεξαρτησία που έχουν οικοδομήσει από ποικιλώνυμα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, τα οποία χειραγωγούν και καθηλώνουν τόσο την ενημέρωση όσο και την πολιτική, ευτελίζοντας τη στα μάτια των πολιτών. Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι ας δείξουν ότι ο χρόνιος συγχρωτισμός τους με τη εξουσία τούς έχει δώσει εκείνη την εμπειρία να μην προσκολλώνται επάνω της και να στέκονται κριτικά κι από μακριά.
Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρόν, περισσότερο για την περίοδο που ξεκινάει μετά τις 7 Ιουλίου…
*Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και Πρόεδρος του Advanced Media Institute. Από το 2011 υπό την ευθύνη της, οργανώθηκε και λειτουργεί στο ΑΠΚΥ το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία»