Του Γιώργου Ναρδή*
Τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν καταστεί ένας από τους κύριους χώρους στους οποίους οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους, δημιουργούν τις κοινωνικές ταυτότητες και φιλίες τους και επηρεάζουν τους συνομήλικούς τους.
Περίπου τρία τέταρτα των χρηστών του διαδικτύου ανά τον κόσμο δηλώνουν χρήστες των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης και υπολογίζεται ότι τα Μέσα αυτά ελκύουν την προσοχή μας για το ένα τέταρτο του χρόνου που ξοδεύουμε στο διαδίκτυο. Με τόσο μεγάλο μέρος της ζωής μας να αφιερώνεται στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία λόγω σχεδιασμού μας καλούν ως χρήστες να συζητούμε για τον εαυτό μας και να προσελκύουμε την προσοχή και τις αντιδράσεις των διασυνδέσεών μας με τη μορφή των «likes» και των σχολίων, τα Μέσα αυτά συχνά περιγράφονται ως ιδανικά για ναρκισσιστές.
Ο ναρκισσισμός είναι μία πολυδιάστατη και σύνθετη εννοιολογική κατασκευή, ενδεικτική τόσο υγιεινών (π.χ. αυτάρκεια, ηγεσία) όσο και ανθυγιεινών συμπεριφορών (π.χ. αισθήματα αυτονόητου δικαιώματος, μόνιμη αναζήτηση προσοχής) (Twenge, J. M. & Campbell, W. K. 2009)που μπορούν να εξηγήσουν την συμπεριφορά μας και, σαν αποτέλεσμα, μερικούς από τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιούμε τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Buffardi, L. E. & Campbell, W. K. 2008).
Τα επίπεδα του ναρκισσισμού προσμετρούνται σε κλίμακα και όλοι μας έχουμε [ενσωματώνουμε] ναρκισσιστικά στοιχεία στην προσωπικότητά μας. Άτομα με υψηλά επίπεδα ναρκισσισμού, όμως, χαρακτηρίζονται από μεγαλεπήβολη ιδέα για τον εαυτό τους, υπερβολική ενασχόληση μαζί του και μονομερή χρήση των προσωπικών τους σχέσεων.
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους ναρκισσιστές από την εμμονή με τα επιτεύγματά τους, την αδυναμία τους να παραδεχθούν προσωπικά ελαττώματα και το μεγάλο χρονικό διάστημα που ξοδεύουν μιλώντας για τον εαυτό τους. Ταυτόχρονα, μπορούν να είναι εξαιρετικά γοητευτικοί, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια μιας γνωριμίας, και γι’ αυτό κάποτε δεν τους συνταυτίζουμε με τον ναρκισσισμό.
Συχνά γοητεύουν τους γύρω τους με ανέκδοτα για τον εαυτό τους και την προσιτή συμπεριφορά τους. Δυστυχώς, οι κοινωνικές σχέσεις με τους ναρκισσιστές τείνουν να είναι μονομερείς, δεδομένου ότι εκείνοι δεν ενδιαφέρονται για τους άλλους ανθρώπους και τους βλέπουν απλώς ως μέσα παροχής προσοχής και επιβεβαίωσης. Στην πραγματικότητα, αυτό προκύπτει λόγω ανασφάλειας και αμφιβολίας για τον εαυτό/αμφισβήτησης του εαυτού και οι ναρκισσιστές απεγνωσμένα ποθούν θετικά κοινωνικά σήματα προκειμένου να υπερνικήσουν αυτά τα αισθήματα.
Η σχέση μεταξύ του ναρκισσισμού και της συμπεριφοράς στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει προσελκύσει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον και οι συναφείς μελέτες συχνά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένοι κοινωνικοί χώροι μπορεί να είναι τα παράγωγα και/ή να συμβάλουν σε μια αυξανόμενη κουλτούρα εγωκεντρισμού.
Για την ακρίβεια, μελέτες των επιπέδων του ναρκισσισμού και της ενσυναίσθησης κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών έχουν αποκαλύψει μείωση της ενσυναίσθησης (Konrath, S. H., O’Brien, E. H. & Hsing, C. 2011) (δηλ. συνειδητή ταύτιση με τη συναισθηματική κατάσταση άλλου προσώπου) συνοδευόμενη από αύξηση του ναρκισσισμού (Konrath, S. H., O’Brien, E. H. & Hsing, C. 2011).
Παρότι οι τάσεις αυτές υπήρχαν και πριν την ευρεία διάδοση των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο ρυθμός μείωσης της ενσυναίσθησης έχει επιταχυνθεί από το 2000 και μετά, ωθώντας τους κοινωνικούς επιστήμονες να υποθέσουν ότι η άνοδος των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επέτρεψε στα ναρκισσιστικά άτομα να αναζητήσουν προσοχή και σημασία περισσότερο από ό,τι θα ήταν διαφορετικά δυνατόν.
Μελέτες όντως δείχνουν ότι οι χρήστες του Facebook έχουν υψηλότερα επίπεδα ναρκισσισμού από τους μη-χρήστες (Ryan, T. & Xenos, S. 2011) , ξοδεύουν περισσότερο χρόνο στο Facebook, επιδίδονται σε συχνή αυτοπροβολή και χρησιμοποιούν την πλατφόρμα, με σκοπό να προσελκύσουν τον θαυμασμό και τις αντιδράσεις άλλων χρηστών (Mehdizadeh, S. 2010).
Πράγματι, η έρευνα της ομάδας μας ανακάλυψε ότι άτομα με ιδιαίτερα έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία του αυτονόητου δικαιώματος (δηλ. που πιστεύουν ότι τους αξίζει το καλύτερο) σχετίζονται με αυξημένο αριθμό αναρτήσεων στο Facebook (Panek, E. T., Nardis, Y. & Konrath, S. 2013), γεγονός που υποδηλώνει ότι το Facebook χρησιμοποιείται ως Μέσο διά του οποίου άτομα που αισθάνονται πως «αξίζουν τα πάντα» προσπαθούν να ελκύσουν προσοχή και θετικές αντιδράσεις.
Για να είναι ευχαριστημένοι οι ναρκισσιστές με τις αλληλεπιδράσεις τους στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως, πρέπει να λαμβάνουν την προσοχή που επιθυμούν, όπως και στην επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο. Σε πρόσφατη μελέτη μας, εξετάσαμε αυτό το φαινόμενο σε σχέση με το Facebook (Choi, M., Panek, E. T., Nardis, Y. & Toma, C. L. 2015).
Λάβαμε δείγμα από χρήστες του Facebook, οι οποίοι στη συνέχεια συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο το οποίο περιελάμβανε ψυχολογική κλίμακα, μέσω του οποίου αξιολογήθηκε ο βαθμός ναρκισσισμού του κάθε χρήστη.
Επίσης, ζητήσαμε άδεια για πρόσβαση στα προφίλ τους στο Facebook για το χρονικό διάστημα της μελέτης. Έπειτα, από τα προφίλ των συμμετεχόντων που συναίνεσαν σ’ αυτό μας το αίτημα, συγκεντρώσαμε τον αριθμό των «likes» και των σχολίων που έλαβαν οι αναρτήσεις τους από τους «φίλους» τους στο Facebook.
Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά. Διαπιστώσαμε ότι οι πιο ναρκισσιστικοί χρήστες λαμβάνουν λιγότερη σημασία και αντιδράσεις μέσω «likes» και σχολίων στις αναρτήσεις τους στο Facebook. Συγκεκριμένα, η τάση αυτή αφορά κυρίως άτομα με υψηλά στοιχεία ναρκισσιστικής εκμετάλλευσης και αυτονόητου δικαιώματος. Στην πραγματικότητα, αυτά τα δύο στοιχεία είναι από τις πιο επιβλαβείς και ανυπόφορες πλευρές του ναρκισσισμού.
Η κοινωνική ψυχολογία υποδεικνύει ότι οι εκφάνσεις της εκμετάλλευσης και του αυτονόητου δικαιώματος είναι από τις πιο κλασικές πτυχές ναρκισσιστικής διαταραχής. Μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα που εκδηλώνουν εκμεταλλευτικό ναρκισσισμό επιδιώκουν να επωφεληθούν από τους γύρω τους για την επίτευξη προσωπικών τους στόχων αντί για την προώθηση αμοιβαίων κοινωνικών σχέσεων.
Επομένως, τα άτομα αυτά μπορεί να είναι ιδιαίτερα ικανά να απομακρύνουν τους γύρω τους. Στο Facebook τότε, αναμέναμε πως θα προκαλούσαν συμπεριφορές συνειδητής αποστασιοποίησης από τους «φίλους» και όντως αυτό παρατηρήσαμε. Οι «φίλοι» πιθανόν να αναγνωρίζουν αυτά τα άτομα ως ναρκισσιστές και ενσυνείδητα να κρατούν απόσταση, αγνοώντας τα.
Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, ενώ τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ναρκισσιστών για αυτοπροβολή, λειτουργώντας ως ένα τεχνολογικό εργαλείο μέσω του οποίου μπορούν να ενισχύσουν την υποτιθέμενη υπεροχή τους, ταυτόχρονα δεν εκπληρώνουν την επιθυμία τους για κοινωνική επικύρωση.
Παρόλο που το Facebook μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος όπου αυτά τα άτομα μπορούν να αναζητήσουν επιβεβαίωση και είναι σε θέση να προωθήσουν τον εαυτό τους, φαίνεται πως στην πραγματικότητα δεν μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή την αυτοπροβολή, μιας και δεν λαμβάνουν την προσοχή που ποθούν. Αντιθέτως, φαίνεται ότι οι ναρκισσιστές απομακρύνουν το κοινό τους στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τα αποτελέσματα αυτά έχουν σημαντικές επιπτώσεις, αφού διαψεύδουν την ιδέα ότι το Facebook αποτελεί αναμφισβήτητα επιθυμητό χώρο για ναρκισσιστές. Υποδεικνύουν ότι με την πάροδο του χρόνου, η γοητεία των ναρκισσιστών μάλλον φθείρεται και οι ανεπιθύμητες πτυχές του χαρακτήρα τους γίνονται εμφανείς στις διασυνδέσεις τους στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τους «φίλους» τους στο Facebook να επιλέγουν να κρατήσουν απόσταση από αυτούς.
* Ο Γιώργος Ναρδής είναι ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).