Του Μιχάλη Παναγιωτάκη*
Είμαστε στην εποχή που μεταξύ της Google και του Facebook διαμορφώνεται, διακινείται και διαχέεται σχεδόν όλη η παγκόσμια δημοσιογραφική παραγωγή (εκτός Κίνας και Ρωσίας). Είμαστε επίσης στην εποχή που χωρίς τη μεσολάβηση αυτών των δύο εταιρειών και των υπηρεσιών τους, κάθε δημοσιογραφική παραγωγή, ανεξάρτητα από την πηγή της, είναι καταδικασμένη στη σχετική ή πλήρη αφάνεια. Δηλαδή έχει καταστεί αδύνατον για οποιονδήποτε επαγγελματία της επικοινωνίας ή της δημοσιογραφίας, κάποιον ακτιβιστή ή κάποιο δημόσιο πρόσωπο να «βγει» από τον κύκλο των υπηρεσιών αυτών χωρίς να υποστεί ποινή περιθωριοποίησης.
Η Google και το Facebook αποτελούν με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικά πεδία ολοκληρωτικά μονοπώλια. Κάθε συζήτηση για την ελευθερία του λόγου και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στις ημέρες μας, ιδίως στη Δύση, δεν μπορεί παρά να αφορά τη ρύθμιση και τον έλεγχο των πρακτικών αυτών των εταιριών. Η ρύθμιση αυτή, αν θέλουμε να είναι ουσιώδης, δεν μπορεί να είναι αυτορρύθμιση, δεν μπορεί να δοθεί στους ίδιους τους ιδιωτικούς αυτούς κολοσσούς η εξουσία της νομοθέτησης και της οριοθέτησης του δημόσιου λόγου και της διαχείρισης των δημόσιων και ιδιωτικών δεδομένων πάνω στα οποία κτίστηκαν. Όπως έγραφα1 σχετικά με τα “fake news” στον ιστοχώρο του περιοδικού Δημοσιογραφία τον Μάρτιο που μας πέρασε:
«…η ιδέα να δοθεί στην Google και την Facebook η ευθύνη να «ελέγχει» και να «λογοκρίνει» την «ψευδοειδησεογραφία» κινείται προς λάθος κατεύθυνση: δίνει ακόμα περισσότερη εξουσία και αρμοδιότητα επί του τι λέγεται δημοσίως στο διαδίκτυο στις δύο αυτές εταιρείες, οι οποίες για λόγους νομικής προστασίας τους και μόνο θα έχουν κάθε κίνητρο να λογοκρίνουν το διαδίκτυο σε βαθμό που θα κάνει την Κίνα να μοιάζει με όαση πολυφωνίας.
Έτσι, παρότι η ρύθμιση της ροής και της έντασης της διακινούμενης πληροφορίας θα βρεθεί και πάλι σε «συστημικά» χέρια, θα βρεθεί με όρους αγοράς που θα έχουν την τάση να καταπνίγουν κάθε αποκλίνουσα φωνή. Δεν υπάρχει άλλωστε πιο αυστηρή λογοκρισία από τη λογοκρισία της αγοράς…».
Όταν λέμε πως ένας οργανισμός σαν την Google ή το Facebook ασκεί λογοκρισία, μπορεί να εννοούμε πολλά και διαφορετικά πράγματα, άμεσα και εμπρόθετα ή έμμεσα και προκύπτοντα από αλγοριθμική επιλογή. Για παράδειγμα, η Google και το Facebook ασκούν λογοκρισία βάσει υποδείξεων και ειδοποιήσεων εθνικών κρατών ή περικόπτουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες τους βάσει του κώδικα δεοντολογίας τους ή τους νομικούς τους περιορισμούς, κυρίως – αλλά όχι μόνο – με αλγοριθμικό και αυτόματο τρόπο, με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει.
Πέραν αυτών, συχνά παρεμβαίνουν άμεσα σε πολιτικώς ευαίσθητα θέματα, όπως συνέβη όταν το Facebook παρέκαμψε τους κανόνες του για τον «λόγο μίσους» στις αμερικανικές εκλογές, ώστε να μην αναγκαστεί να λογοκρίνει τον Ντόναλντ Τραμπ.
Μορφές «λογοκρισίας» όμως είναι και οι αλγόριθμοι επιλογής, το ποια αποτελέσματα αναζήτησης εμφανίζονται πρώτα και ποια μένουν θαμμένα στις πίσω σελίδες των αποτελεσμάτων, ποιες αναρτήσεις στο Facebook εμφανίζονται συχνά και ποιες όχι, η δαμόκλειος και συχνά τυφλή απειλή της εφαρμογής της πολιτικής προστασίας της «πνευματικής ιδιοκτησίας», ο αποκλεισμός μιας σελίδας από τις διαφημίσεις του Google ή του Facebook, το μπλοκάρισμα των αναζητήσεων ενός όρου, η παρεμπόδιση σύνδεσης στον λογαριασμό ενός χρήστη από τον ίδιο στο Facebook κ.ο.κ.
Μια τέτοια άμεση παρέμβαση φαίνεται πως έχει επιχειρηθεί από την άνοιξη του 2016 με το πρόγραμμα «εκκαθάρισης» των δικτύων της Google από fake news και αμφιλεγόμενο περιεχόμενο, ονόματι Project Owl. Τα αποτελέσματά της οδήγησαν στον υποβιβασμό και την – επί της ουσίας – εξαφάνιση περιεχομένου, που περιλαμβανόταν σε μια σειρά από αγγλόφωνους ριζοσπαστικούς ιστοχώρους, από τα αποτελέσματα αναζήτησης της Google.
Όπως αρχικά κατήγγειλε το World Socialist Web Site (WSWS), η αλλαγή των κριτηρίων αξιολόγησης των αποτελεσμάτων αναζήτησης, προκειμένου κατά την Google να αποκλειστούν «προκλητικοί» ιστοχώροι και να εμφανίζεται ψηλά στα αποτελέσματα «πιο έγκυρο περιεχόμενο», οδήγησε σε δραστική μείωση των επισκέψεων σε 13 (τουλάχιστον) γνωστά αριστερά, αντιπολεμικά και προοδευτικά σάιτ.
Με βάση ανάλυση εμπειρογνωμώνων, το WSWS αναφέρει3 πως οι μειώσεις στην επισκεψιμότητα ήταν οι ακόλουθες, σε μια λίστα που περιλαμβάνει και σοβαρές εκδόσεις της αμερικανικής αριστεράς:
- wsws.org 67%
- alternet.org 63%
- globalresearch.ca 62%
- consortiumnews.com 47%
- socialistworker.org 47%
- mediamatters.org 42%
- commondreams.org 37%
- internationalviewpoint.org 36%
- democracynow.org 36%
- wikileaks.org 30%
- truth-out.org 25%
- counterpunch.org 21%
- theintercept.com 19%
Πρόκειται για έναν μηχανισμό λογοκρισίας, ας τον πούμε «λογοκρυψία», εξαιρετικά αποτελεσματικό, ιδίως όταν κάποια μικρά «διαδικτυακά έντυπα» βασίζονται στο μικρό έσοδό τους από τις διαφημίσεις – και άρα στην επισκεψιμότητά τους.
Δεν είναι μόνο τα αποτελέσματα αναζητήσεων, στα οποία μπορεί να υπάρξει λογοκριτική / λογοκρυπτική παρέμβαση της εταιρείας. Ακόμα και στις εφαρμογές του Android, του λειτουργικού συστήματος για κινητά της Google, μέσα από το Google Play, προκύπτουν πολιτικά προβλήματα «λογοκρισίας» νέου τύπου: πολύ πρόσφατα η Google αφαίρεσε από το Play Store (αναζήτηση εφαρμογών για κινητά), μετά από αίτημα των ισπανικών Αρχών, μια εφαρμογή που εντόπιζε τα εκλογικά τμήματα στην Καταλονία και διευκόλυνε όσους ήθελαν να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιοχής. Και το ερώτημα που τίθεται είναι αν είναι θεμιτό και επιτρεπτό για μια ιδιωτική επιχείρηση, μονοπωλιακού πρακτικά χαρακτήρα, να έχει τέτοια εξουσία πάνω στον δημόσιο λόγο, αλλά κυρίως στους ωκεανούς των δεδομένων που τροφοδοτούν τη νέα τεχνολογία και την οικονομία του αιώνα μας.
Μια αυτορρύθμιση αδύνατη και ανεπιθύμητη
Για να είναι κανείς δίκαιος, αυτό που μοιάζει να απαιτείται από τα ψηφιακά μονοπώλια είναι αντιφατικό και ουσιαστικά αδύνατο να επιτευχθεί, αλλά, και αν ακόμα επιτυγχανόταν, θα ήταν ανεπιθύμητο. Είναι αντιφατικό επειδή η ταυτόχρονη απαίτηση για έλεγχο και της ποιότητας και του θεμιτού κάθε είδησης που διακινείται μέσα από τα δίκτυά τους έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση να μην παρεμβαίνουν και να λογοκρίνουν απόψεις και ειδήσεις. Η γραμμή μεταξύ της πλαστής/ψευδούς είδησης και της διαφορετικής άποψης είναι λεπτή. Όπως λεπτή είναι η διαφορά μεταξύ του λόγου μίσους και της δημόσιας – πολιτικής ή μη – πολεμικής. Δεν είναι εφικτή η μονομερής λύση τέτοιων θεμάτων αδιαφανώς από μια ιδιωτική εταιρεία που δεν είναι υπόλογη δημόσια.
Είναι αντιφατικό όμως παράλληλα, επειδή κάθε επίμαχο και κραυγαλέο περιεχόμενο είναι καλό για τις επιχειρήσεις αυτές. Το Facebook αντιμετωπίζει κάθε πληροφορία που διακινεί, ανεξάρτητα από τη φύση της, από την πιο εκλεπτυσμένη φιλοσοφική ανάλυση μέχρι τις πλέον εξωφρενικές, ρατσιστικές ή συνωμοσιολογικές πλαστές ειδήσεις που επινοεί κάποιο διαδικτυακό ταμπλόιντ, ισότιμα. Το μόνο μέγεθος που ενδιαφέρει είναι η διάδοση και η «αλληλεπιδραστικότητα» των χρηστών με την πληροφορία, γιατί αυτό αυξάνει τα έσοδα του κορμού της δραστηριότητας της επιχείρησης Facebook – που είναι η διαφήμιση. Ανάλογα και η Google. Βασίζεται στην παραπομπή και στον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο όγκο διαδικτυακής κίνησης. Ό,τι φέρνει κλικ είναι καλό για το επιχειρηματικό της μοντέλο που δεν το αφορά καθόλου η ποιοτική διαφορά μεταξύ ψευδών/πλαστών ειδήσεων και του πιο έγκυρου ρεπορτάζ στον κόσμο ή μεταξύ διαδικτυακών πογκρόμ για την εξόντωση των Εβραίων ή των μουσουλμάνων και της τεκμηριωμένης πολιτικής άποψης. Και δεν έχουν στηθεί να κάνουν τέτοιες διακρίσεις. Το κυνηγητό των πλαστών ειδήσεων ή του λόγου μίσους δεν είναι κάτι που έχει επιχειρηματικό νόημα να το κάνει ένα μονοπώλιο. Αν δεν σου αρέσει, τι θα κάνεις; Δεν υπάρχει «αλλού» να πας.
Τα παραδείγματα που προαναφέραμε είναι ενδεικτικά και εγείρουν το ερώτημα αν η λύση της αναγόρευσης των υπηρεσιών αυτών σε αλγοριθμικό λογοκριτή και λογοκρύπτη, σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια, δεν είναι ακόμα πιο διαβρωτική για τη δημοκρατία, την πολυφωνία και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών από ό,τι η αδράνειά τους. Τότε ποια είναι η λύση; Πώς αντιμετωπίζεις την παντοδυναμία και την εκ θέσεως και εκ συμφέροντος αδυναμία ή απροθυμία ενός τεράστιου παγκόσμιου μονοπωλίου να ελέγξει την ποιότητα του περιεχομένου που διαχειρίζεται; Μα, καταργώντας το μονοπώλιο!
Σπάζοντας τα ψηφιακά μονοπώλια
Επ’ αυτού μοιάζει να διαμορφώνεται ένα οριζόντιο αίτημα για επιτήρηση ή ακόμα και για διάλυση των «ψηφιακών μονοπωλίων». Είτε με το σπάσιμο της Alphabet/Google σε επιμέρους επιχειρήσεις στη βάση των νόμων αντι-τραστ και το προηγούμενο της AT&T, ή την εκχώρηση πατεντών στη δημόσια άδεια (σύμφωνα με τον Τζόναθαν Τάπλιν που έχει αρθρογραφήσει σχετικά στους New York Times και έχει γράψει βιβλίο ακριβώς για τη διάλυση των ψηφιακών μονοπωλίων), είτε με τη ρύθμισή τους ως επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, όπως πρότεινε ο πρώην επικεφαλής στρατηγικής του Λευκού Οίκου και ακροδεξιός ιδεολόγος του Τραμπισμού Στηβ Μπάννον. Είτε τέλος με την πρόταση, από αριστερά, για κρατικοποίηση των ψηφιακών μονοπωλίων.
Ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει το ένα πρόστιμο μετά το άλλο στην Google κυρίως και στο Facebook, για καταχρήσεις των προνομιακών και μονοπωλιακών θέσεών τους. Αν η Ευρώπη κυνηγά δικαστικά και νομικά τα ψηφιακά μονοπώλια για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, στην Κίνα και τη Ρωσία ουσιαστικά έχουν περιορίσει (Ρωσία) ή μπλοκάρει (Κίνα) τη χρήση των δύο αυτών ψηφιακών κολοσσών, αντικαθιστώντας το δίδυμο Google/Facebook με το Yandex/ VKontakte και με τα Baidu/WeChat, κάτι που προέκυψε από συνειδητή επιλογή των κυβερνήσεων αλλά και του πληθυσμού των δύο αυτών υπερδυνάμεων και που δείχνει πως υπάρχει πλέον η κατανόηση ότι οι διαδικτυακές αυτές υπηρεσίες και ο έλεγχός τους αποτελούν ζήτημα κυριαρχίας και εθνικής ασφάλειας. Ιδίως όταν έχουν δημοσιευθεί συγκεκριμένες αποκαλύψεις για εμπλοκή της Google με το Κράτος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ.
Η Google, κατά τον Ασάνζ, κάνει για την CIA πράγματα που η κατασκοπική υπηρεσία δεν θα μπορούσε να κάνει: οι ιδιοκτήτες της είναι δικτυωμένοι με το στρατιωτικό/κατασκοπικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ και είναι παράλληλα από τους πιο γενναιόδωρους λομπίστες, συναγωνιζόμενοι τους παραδοσιακούς πρωταθλητές των λόμπι, δηλαδή την πολεμική βιομηχανία. Παράλληλα, οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν μας έχουν κάνει όλους κοινωνούς (ανήμπορους να αντιδράσουν, αλλά κοινωνούς) του γεγονότος ότι η Google, το Facebook και η Apple μετείχαν στο ευρύτατο (σχεδόν καθολικό) παγκοσμίως πρόγραμμα υποκλοπής δεδομένων της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ (της διαβόητης NSA).
Το πρόβλημα της λογοκρισίας λοιπόν, όπως και εκείνο του ελέγχου της δημόσιας συζήτησης, των δημόσιων δεδομένων και της ποικιλίας των υποδομών, που οι μεγάλοι αμερικάνικοι διαδικτυακοί κολοσσοί ελέγχουν, έχει άμεση σχέση με τη μονοπωλιακή τους θέση σε μια θεμελιώδη υποδομή που είναι κρίσιμη για τη λειτουργία της δημοκρατίας και της δημόσιας επικοινωνίας. Πρόκειται για θέση που κατέχουν την ίδια στιγμή που το επιχειρηματικό τους μοντέλο είναι αδιάφορο ή και ανταγωνιστικό προς τις προϋποθέσεις της λειτουργίας αυτής.
Κάθε λύση που δεν αντιμετωπίζει αυτήν τη θεμελιώδη αντίφαση, το κομβικό σκάνδαλο της ιδιοποίησης ενός φυσικού εντέλει μονοπωλίου συνδεσιμότητας και δικτύωσης, δεν θα συνδράμει παρά στην περαιτέρω ενίσχυση των δύο ημι-κρατικού μεγέθους επιχειρήσεων, σε βλάβη της δημοκρατίας και της πληροφόρησης. Λύση θα ήταν μια σειρά παρεμβάσεων που θα έσπαγε τα μονοπώλια αυτά οριζόντια σε ενότητες δραστηριοτήτων και τοπικά ανά γεωγραφικές περιοχές ή κράτη.
* Ο Μιχάλης Παναγιωτάκης είναι αναλυτής διαδικτύου και δημοσιογράφος.
Εικονογράφοι:
sobhan/ www.cartoonmovement.com
gatis sluka/ www.cartoonmovement.com