«Έφθασε η στιγμή που πολλοί δημοσιογραφικοί οργανισμοί στρέφονται σε περισσότερο ποιοτικό περιεχόμενο, ενώ παράλληλα δίνουν έμφαση και στα συνδρομητικά μοντέλα», διαβάζουμε με ανακούφιση στον φετινό απολογισμό του Reuters Institute. Ας μην ξεχνάμε ότι η εμπιστοσύνη στο περιεχόμενο των μηντιακών οργανισμών, αλλά και των ίδιων των δημοσιογράφων, παραμένει σε τρομακτικά χαμηλά επίπεδα, μάλλον όχι άδικα.
Ούτε καν προσεκτική ματιά δεν απαιτείται πια για να διαπιστώσει κανείς την έλλειψη δημοσιογραφικής έρευνας και τεκμηριωμένης ανάλυσης στον συμβατικό Τύπο, την τηλεόραση και συνεπακόλουθα το ραδιόφωνο. Οι πωλήσεις του Τύπου έχουν σημειώσει πτώση σε βαθμό απαγορευτικό για την επιβίωση των εφημερίδων, με τον πολίτη να στρέφεται πλέον για την ενημέρωσή του σε εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης στο διαδίκτυο, δίχως όμως την απαραίτητη κριτική προσέγγιση και ανάλυση. Σε ένα ταραχώδες, αν όχι – ακόμη – χαοτικό, πεδίο ενημέρωσης, με ποικίλα εναλλακτικά Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και με ιδιαίτερη έμφαση τελευταία σε πιο ιδιωτικούς τρόπους ενημέρωσης και επικοινωνίας, όπως τα WhatsApp, Messenger, podcast και Viber, είναι πολύ εύκολο να αναπτυχθούν και να διαδοθούν επιτυχώς τα fake news που τα τελευταία δύο χρόνια μονοπωλούν το ενδιαφέρον των μηντιακών οργανισμών και της ζωής των πολιτών. Απορίας άξιο το πόση ενέργεια και φαιά ουσία ξοδεύεται για να εξηγηθούν και να ερμηνευθούν τα fake news, δηλαδή η παραπληροφόρηση. Τόσος κόπος για να εμπεδώσουμε την παραπληροφόρηση, την ίδια στιγμή που η έγκυρη πληροφόρηση σε παραδοσιακά και ψηφιακά Μέσα Ενημέρωσης εξαφανίζεται σταδιακά και σταθερά. Τυχαίο άραγε;
Σε επιβεβαίωση των παραπάνω, το 54% των συμμετεχόντων στις φετινές έρευνες του Reuters Institute ανησυχεί για το τι είναι αληθινό και τι ψευδές στο διαδίκτυο, ενώ σύμφωνα με την ανάλυση της Λήδας Τσενέ σ’ αυτό το τεύχος, το 75% του δείγματος πιστεύει ότι οι μηντιακοί οργανισμοί και οι δημοσιογράφοι έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για τα fake news, ενώ το 71% βάζει την Google και το Facebook στο παιχνίδι, καθώς θεωρεί ότι πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερη δράση κατά της παραπληροφόρησης.
Η Google και το Facebook να αναλάβουν δράση κατά της παραπληροφόρησης;!
Οι δύο ιδιωτικοί κολοσσοί να αποφασίσουν τι είναι πληροφόρηση και τι παραπληροφόρηση;
Μάλλον έφτασε επιτακτικά η στιγμή, οι μηντιακοί οργανισμοί να στραφούν και πάλι στην παραγωγή δημοσιογραφίας με επένδυση στην έρευνα, την τεκμηρίωση και τη χρήση διασταυρωμένων πηγών, όπως επιβεβαιώνει και ο φετινός απολογισμός του Reuters Institute͘ ενώ, παράλληλα, ο πολίτης να αναλάβει μία νέα ευθύνη, αυτήν του να μπορεί να διακρίνει την πληροφόρηση από την παραπληροφόρηση με βάση τις προσωπικές του γνώσεις για το τι συνιστά είδηση και τι όχι.
Αυτή είναι η μοναδική απάντηση στα fake news. Όταν θεσμοθετηθεί εκ νέου η μία και μοναδική έννοια της δημοσιογραφίας, όπως την περιγράφει η ίδια η λέξη (γράφω για τα δημόσια θέματα), όταν ο πολίτης/αποδέκτης νιώσει και πάλι ασφάλεια ότι μπορεί να διακρίνει τα news, τότε αυτομάτως θα καταργηθεί και η αξία που απέκτησαν τα fake news. Δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ο πολίτης να αναστατώνεται από τις πολλαπλές διαστάσεις που παίρνουν τα fake news παρά μόνον, εφόσον το επιθυμεί, να διασκεδάζει με τις μηχανορραφίες που θα ανακαλύπτει ο ίδιος σ’ αυτά (κάτι σαν τα ανέκδοτα!). Αρκεί, όταν χρειαστεί να ενημερωθεί για σοβαρά ζητήματα που αφορούν τη ζωή του, να γνωρίζει καλά πού θα δει/ακούσει/παρακολουθήσει τα news.
Έτσι, η γραμματοσύνη μας (όπου γραμματοσύνη, κατά τον Πάουλο Φρέιρε, είναι μια ποιότητα συνείδησης και όχι απλά η κατάκτηση μιας ηθικά ουδέτερα τεχνικής) γύρω από την πληροφόρηση, η επανάκτηση ως πολιτών δηλαδή, της εμπιστοσύνης μας στα γραφόμενα, επειδή διαβάζουμε κείμενα με τεκμηρίωση, με παραδείγματα και αναφορές σε πηγές που έχουν διασταυρωθεί, δημοσιογραφία με άλλα λόγια, προκύπτει πλέον ως αδήριτη ανάγκη.
Και μαζί μ’ αυτήν (έστω και εν μέσω ενημερωτικής τρικυμίας) να αποφασίσουμε να υποστηρίξουμε έμπρακτα, να επενδύσουμε και στην Ελλάδα στο έγκυρο και αξιόπιστο ενημερωτικό περιεχόμενο από αρκετά δυναμικά νέα εγχειρήματα, απ’ όπου κι αν αυτά προέρχονται, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις και μας βοηθούν να λαμβάνουμε ελεύθερες και δημοκρατικές αποφάσεις για τη ζωή μας.