ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΡΕΑΔΗ ΣΥΓΓΕΛΑΚΗ*
Το επάγγελμα του ανταποκριτή είναι σαφώς ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει, σήμερα, η δημοσιογραφία. Είναι όλο και πιο στενά συνδεδεμένο με την ασφυκτική πίεση του χρόνου και όλο και λιγότερο με την άνεση, που σου επιτρέπει να αναπτύξει μια πρωτότυπη και κριτική προσέγγιση στα γεγονότα.
Πιστεύω, όμως, ότι και σε αυτόν τον τομέα της δημοσιογραφίας, τη διαφορά μπορεί να την κάνει η προσωπική εμπειρία, η ευαισθησία και η οπτική με την οποία επιλέγει ο καθένας να προσεγγίζει και να αξιολογεί τα πράγματα. Εννοώ, δηλαδή, ότι όποιος διαθέτει μια κάποια εμπειρία και έχει κάνει και μερικές θυσίες για τη δουλειά αυτή (από την έλλειψη ελεύθερου χρόνου, διακοπών, άλλα και την άρνηση άλλων επαγγελματικών συνεργασιών), καταφέρνει ακόμη να έχει μια διαφορετική, αναγνωρίσιμη φωνή, μέσα στον ωκεανό των ηλεκτρονικών Μέσων και τον καταιγισμό των ειδήσεων.
Είναι σαφές, πλέον, ότι με την τεχνολογική επανάσταση που ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε, είναι δύσκολο μια σημαντική είδηση να μην καλυφθεί από κάποιο μεγάλο Μέσο. Αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν κάποιες επιπλέον παράμετροι που πρέπει να τύχουν προσεκτικής εκτίμησης. Το ότι, και στην περίπτωση του ανταποκριτή, δεν είναι μόνο σημαντικό ποια είδηση θα μεταδώσεις, αλλά τον τρόπο που θα επιλέξεις να το κάνεις. Σε ποια στοιχεία, για παράδειγμα, θα θελήσεις να δώσεις βάρος: στον εντυπωσιασμό, στην υπερβολή, ή στον παραλληλισμό δυο πολιτισμών και κοινωνικών πραγματικοτήτων, κρατώντας όσο γίνεται πιο χαμηλά τους τόνους;
Θεωρώ, επίσης, ότι οι αναγνώστες, όπως και οι τηλεθεατές, είναι σε θέση να καταλάβουν αν ο δημοσιογράφος, που μεταδίδει τις ειδήσεις από μια άλλη χώρα, χαρακτηρίζεται από εντιμότητα και καλή πρόθεση.
Και αυτό είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό. ‘Οσο για τη συνεχή ροή της πληροφόρησης, είναι κάτι το αδιάψευστο, φυσικά. Αλλά ο ρόλος του ανταποκριτή είναι να επιλέγει και κάποιες φαινομενικά μικρότερες ειδήσεις, που μπορεί να μη γίνουν πρωτοσέλιδα, αλλά έχουν τη δυνατότητα να αναδείξουν διαστάσεις, προβλήματα και αντιφάσεις της πραγματικότητας, τις οποίες διαφορετικά δεν θα τις «φώτιζε» κανείς.
Πρόκειται για λεπτομέρειες και στοιχεία που μας κάνουν να πιστεύουμε ακόμη ότι δεν ασχολούμαστε με μια μηχανική και σε μεγάλο βαθμό επαναλαμβανόμενη δουλειά, αλλά ότι ο δημοσιογράφος μπορεί να κάνει, σε έναν βαθμό, τη διαφορά. Και ότι το επάγγελμά μας συνεχίζει να έχει αρκετά κοινά σημεία με εκείνο του συγγραφέα. Το πολυτιμότερο, ίσως, είναι μια συνολική και κάπως αποστασιοποιημένη ματιά που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να διασώσουμε.
Είναι σαφές ότι η οικονομική κρίση δημιούργησε κάποια επιπλέον, βαριά προβλήματα: έκλεισαν Μέσα ενημέρωσης, υπήρξε περιστολή των προϋπολογισμών και μείωση (κάποιες έχει αντίκτυπο και στους ανθρώπους που εργάζονται από το εξωτερικό.
Προς το παρόν, ανήκω στους λίγους τυχερούς που μπορούν -ακόμη- να ζήσουν από αυτήν τη δουλειά. Προσπαθώ να καλύπτω, πάντα, ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, το οποίο ξεκινά από τα πολιτικά και φτάνει μέχρι τα κοινωνικά και τα πολιτιστικά θέματα. Αλλά πρέπει να πω, για να είμαι και συνεπής με τον εαυτό μου, ότι ουδέποτε στόχευσα (και πριν το ξέσπασμα της καταραμένης αυτής κρίσης) στο να γίνω πλούσιος χάρη στη δημοσιογραφία. Θέλω, φυσικά, να μπορώ να ζήσω από τη δουλειά μου, αλλά δεν είχα ποτέ μεγάλη ροπή και αδυναμία στη χλιδή και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Πρόκειται για στάση ζωής και για τις αξίες που μου μεταδόθηκαν, χωρίς να θέλω να προβάλω υπερβολική ταπεινοφροσύνη.
Η πραγματικότητα αυτή, βέβαια, σε αναγκάζει να σκέφτεσαι, πάντα, ότι κάποια μέρα το επάγγελμα του ανταποκριτή θα περάσει ακόμη βαθύτερη κρίση και ότι τα ελληνικά Μέσα ενημέρωσης θα μπορούσαν να θελήσουν να πορευθούν και χωρίς τη μετάδοση πρωτογενών ειδήσεων από τη Ρώμη. Αναγκάζεσαι να σκέφτεσαι ότι μπορεί να πρέπει να αναζητήσεις έναν καινούριο ρόλο, μια διαφορετική αποστολή, χρησιμοποιώντας, ει δυνατόν, την μέχρι τώρα εμπειρία σου.
Ο μεγάλος κίνδυνος, βέβαια, είναι ο καταιγισμός αυτός ειδήσεων να σε κάνει να χάσεις την αρχική σου περιέργεια, την φρεσκάδα και τον ενθουσιασμό που σε οδήγησαν στη συγκεκριμένη επαγγελματική επιλογή. Είναι ο κίνδυνος ενάντια στον οποίο παλεύουμε κάθε μέρα, ιδίως από το εξωτερικό, όπου (παρά το διαδίκτυο και την “always on” εποχή μας), η σχέση με τα κεντρίσματα, τις αλλαγές και τις εξελίξεις που διαδραματίζονται και στη χώρα μας δεν είναι πάντα αδιάκοπη και συνεχής.
Μπορεί να μη μοιάζει ιδιαίτερα επιστημονικό και αποστασιοποιημένο, πρέπει όμως να πω ότι ένα στοιχείο που βοηθά κάθε ανταποκριτή να συνεχίσει να κάνει όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά τη δουλειά του είναι και το να διαπιστώνει ότι η αυτή ακριβώς η δουλειά «πιάνει τόπο».
Αυτό μπορεί να συμβεί με την ανάπτυξη πολιτικού ή κοινωνικού προβληματισμού, μετά τη μετάδοση μιας είδησης, με το θερμό σχόλιο ενός φίλου, συναδέλφου ή και ενός άγνωστου, όταν «κατεβαίνεις» στην Ελλάδα. Όπως και με την απλή δια-πίστωση ότι επέλεξες να δώσεις βάρος σε μιαν είδηση, η οποία δεν μεταδίδεται από άλλα Μέσα ενημέρωσης.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια μείξη ρομαντισμού, αντικειμενικής και υποκειμενικής προσέγγισης της πραγματικότητας και των διάφορων φαινομένων, αλλά και για μια συχνά κουραστική δουλειά, η οποία απαιτεί να είσαι σχεδόν πάντα έτοιμος να γράψεις τα σαββατοκύριακα, το καλοκαίρι, τις γιορτές και ούτω καθεξής.
Το σημαντικό είναι να παλεύεις για να μη χάσεις τη μικρή ή τη μεγάλη σου ιδιαιτερότητά σου. Για να μην γίνεις ένα απλό γρανάζι της τεχνολογικής, ταχύτατης, απεριόριστης δημοσιογραφικής γραφής και μετάδοσης, η οποία κινδυνεύει να μην αφήσει κανένα ίχνος μετά το πέρασμά της. Αλλά αυτός είναι, άλλωστε, και ο κίνδυνος της ίδιας μας της ζωής, ανεξάρτητα από επαγγελματικές προτιμήσεις και όποιος άλλους πολιτικούς, κοινωνικούς και προσωπικούς προσανατολισμούς.
Το μυστικό, ίσως, είναι να ξέρεις ότι το αληθές και το απρόβλεπτο, που μπορεί να βρίσκονται σε μια μικρή είδηση, είναι σε θέση να σε αποζημιώσουν και για κάποιες άλλες, «τυποποιημένες υποχρεώσεις». Και να προσπαθείς να προσεγγίζεις με τον ίδιο σεβασμό και αποτελεσματικότατα, τη δράση του πάπα Φραγκίσκου, το δικαίωμα στην ευθανασία, τις εξελίξεις μετά από τις βουλευτικές εκλογές, αλλά και τον διαγωνισμό, στα κλασικά λύκεια της Ιταλίας, με τον οποίο ζητήθηκε από τους μαθητές να γράψουν εκθέσεις χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις με ελληνικές ρίζες.
Παρά τις δυσκολίες, δηλαδή, θεωρώ πως πρόκειται ακόμη για μια δουλειά στην οποία (αν είσαι τυχερός) αξίζει τον κόπο να δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό. Τουλάχιστον, μέχρις ότου φανεί ότι οι καθημερινές συνθήκες σε διαψεύδουν…
* Ανταποκριτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων και του Alpha από τη Ρώμη.