ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΔΕΝΑΞΑ*
Στη μαύρη εποχή για την πραγματική δημοσιογραφία, που εκλείπει, καθώς οι δημοσιογράφοι, για να επιβιώσουν, είτε θα πρέπει να αφηγούνται το ίδιο μυθιστόρημα είτε θα πρέπει να εξειδικευτούν στο “και Νουνού και Light”, εξακολουθούν να υπάρχουν δημοσιογράφοι που ξεχωρίζουν και τολμούν να υψώνουν τη φωνή.
Στη Γαλλία, ο “Μακρονισμός” ελέγχει τα πάντα — πόσο μάλλον την ενημέρωση, η οποία αρχίζει κι εδώ να κιτρινίζει. Οι πραγματικές ειδήσεις υποβαθμίζονται. Το δόγμα της “ενιαίας σκέψης” πρέπει να επικρατήσει, ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι αντιδράσεις σε αυτά που έρχονται. Έτσι, πρόσφατα, από το πρωθυπουργικό επιτελείο δεν επέτρεψαν — σε μη αρεστή για τις ερωτήσεις της δημοσιογράφο — να καλύψει την επίσκεψη του πρωθυπουργού σε εργοστάσιο γνωστής πολυεθνικής που αντικαθιστά σιγά-σιγά τους ανθρώπους με ρομπότ. Της έδωσαν ένα διαφημισπκό φυλλάδιο της εταιρίας και της είπαν να φτιάξει από εκεί το ρεπορτάζ. Όμως εκείνη πήγε παρακάτω. Στον τηλεοπτικό αέρα, αφηγήθηκε σε ολόκληρη τη Γαλλία τι πραγματικά συνέβη».
Το παραπάνω κείμενο, μια ανάρτηση στη σελίδα μου στο Facebook, στάθηκε η αφορμή για μια ανάλυση γύρω από τα ραδιοτηλεοπτικά δρώμενα μιας μεγάλης χώρας, όπως είναι η Γαλλία, όπου το 92% των πολιτών κρίνουν χρήσιμη τη δημοσιογραφία και το δημοσιογραφικό λειτούργημα, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στις 11 Μαρτίου στην εφημερίδα Le Journal du Dimanche. Αφορμή για τη διενέργεια της δημοσκόπησης στάθηκαν: οι αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο γραπτός Τύπος, η δυσπιστία της κοινής γνώμης απέναντι σε ορισμένα ΜΜΕ και οι βίαιες επιθέσεις κατά δημοσιογράφων, συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών συντακτών. Τα τελευταία χρόνια, αρκετά φαινόμενα προδικάζουν ένα σκοτεινό μέλλον για τη δημοσιογραφία, τη στιγμή που, από τη μία πλευρά, γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην προσωπική άποψη, την προπαγάνδα και τη μη επαληθευμένη είδηση, και, από την άλλη, τα fake news μολύνουν τοξικά το πεδίο της ενημέρωσης.
Οι προσδοκίες των Γάλλων για ανεξάρτητη δημοσιογραφία, όπως προκύπτουν μέσα από τη δημοσκόπηση, είναι συγκεκριμένες: το 61% απαιτεί από τους δημοσιογράφους να ελέγχουν τις πληροφορίες και τις φήμες, το 49% επιθυμεί να του παρέχουν πρακτικές και χρήσιμες πληροφορίες και το 48% να αποκαλύπτουν παρανομίες ή σοκαριστικά γεγονότα. Μπορεί οι Γάλλοι να επιθυμούν συγκεκριμένα πράγματα σε ό,τι αφορά στην ενημέρωσή τους, όμως ολοένα και περισσότερα Μέσα, κατεξοχήν ενημερωτικά, επιχειρούν με τον τρόπο τους να υπαγορεύσουν πώς ακριβώς πρέπει να σκέφτονται οι μάζες γύρω από τα προβαλλόμενα γεγονότα και τις εξελίξεις. Το αποτέλεσμα είναι να υψώνονται φωνές που υπογραμμίζουν πως επιθυμία της κοινής γνώμης είναι η αδέσμευτη ενημέρωση υπό διαφορετικό πρίσμα, με βάση τις αρχές της ουδετερότητας και της αντικειμενικότητας, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του καθενός, ώστε όλα τα προαναφερόμενα να του δίνουν τη δυνατότητα να σχηματίσει τη δική του άποψη.
Για την ώρα, οι φωνές παραμένουν ανίσχυρες και η ενημέρωση στη Γαλλία παρακμάζει. Μαζί με αυτήν και παραδοσιακά Μέσα, όπως είναι η κρατική τηλεόραση, δηλαδή τα δυο κανάλια γενικού ενδιαφέροντος που στο πρόσφατο παρελθόν αποτελούσαν σημείο αναφοράς, τόσο σε επίπεδο ειδήσεων όσο και ενημερωτικών εκπομπών.
Όμως, από την έλευση του μεταρρυθμιστή προέδρου Μακρόν στην εξουσία και μετά, η εντατικοποίηση της εφαρμογής πολιτικών λιτότητας περιλαμβάνει και δραστική συρρίκνωση, στο άμεσο μέλλον, της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Η σύμβαση «Σκοπών και Μέσων», που υπέγραψε η διοίκηση της κρατικής ραδιο-
τηλεόρασης, προβλέπει μεταξύ άλλων την κατάργηση 180 θέσεων εργασίας το 2018 και άλλων 500 το 2020, ενώ οι περικοπές στην κρατική τηλεόραση, στον
προϋπολογισμό του 2018, ανέρχονται στα 80 εκατ. ευρώ.
Οι εργαζόμενοι, που έχουν ήδη προχωρήσει σε απεργιακές κινητοποιήσεις, καταγγέλλουν την κυβέρνηση αλλά και τη διοίκηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ότι, με πρόσχημα την οικονομική εξυγίανση, οδηγούν σε οικονομική ασφυξία τον οργανισμό και σε σταδιακή διάλυσή του, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για την
πολυφωνία στη χώρα και την πλουραλιστική ενημέρωση των πολιτών.
Από την πλευρά τους, οι συνδικαλιστικές ενώσεις υποστηρίζουν πως έχουν ήδη δοθεί σε εξωτερικές ιδιωτικές εταιρείες και ομίλους τα δικαιώματα προβολής μεγάλων αθλητικών γεγονότων, τα οποία μέχρι πρότινος είχε η δημόσια ραδιοτηλεόραση, ενώ σχεδιάζεται η συγχώνευση περιφερειακών σταθμών, με συνέπεια την κατάργηση των δημοσιογραφικών desks στην περιφέρεια.
Την ίδια ώρα, ιδιωτικά κανάλια συνεχούς ειδησεογραφικής ροής, που χρηματοδοτούνται και ελέγχονται από πανίσχυρους επιχειρηματίες, λειτουργούν με ζημίες και περικοπές. Όμως, τα κέρδη των επιχειρηματιών από άλλους τομείς είναι συνδεδεμένα με τη χάραξη της πολιτικής στρατηγικής της χώρας. Έτσι οι επιχειρηματίες, διά των πανίσχυρων Μέσων που διαθέτουν, ολοένα και πιο εμφανώς κινούν τα νήματα επηρεασμού της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της ανάδειξης συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων, τα οποία στη συνέχεια προασπίζουν τα οικονομικά συμφέροντα των επιχειρηματιών κι όχι μόνο. Πιο πρόσφατο ίσως παράδειγμα, η ανάδειξη και η εκλογή του σχεδόν αγνώστου στο ευρύ κοινό έως το 2016, Εμμανουέλ Μακρόν. Ο Μακρόν από μεγαλοστέλεχος μέχρι πρόσφατα στην τράπεζα των Ρότσιλντ, εκλέχθηκε πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας τον Μάιο του 2017, όχι μόνο εξαιτίας του σκανδάλου Φιγιόν ή της δημοκρατικής συσπείρωσης στο πρόσωπό του σε αντίδραση προς τη Μαρίν Λεπέν, αλλά και του γεγονότος ότι η πλειονότητα των γνωστότερων γαλλικών ΜΜΕ, για πρώτη φορά στα χρονικά της πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, πήρε ανοιχτά θέση υπέρ του νεαρού υποψηφίου.
Κι αυτό γιατί, καθ’ όλη τη διάρκεια της ανέλιξής του, ο Εμμανουέλ Μακρόν υιοθέτησε τη στρατηγική-σοκ του Ρότζερ Ντάγκλας, ενός πρώην σοσιαλιστή υπουργού Οικονομίας της Νέας Ζηλανδίας, ο οποίος κάποια στιγμή δημιούργησε ένα νεο-φιλελεύθερο κόμμα και περιέγραψε τον τρόπο δημιουργίας κοινωνιών της αγοράς.
Μια στρατηγική που ταίριαζε απολύτως στο όραμα που είχαν οι Γάλλοι επιχειρηματίες για τη γαλλική κοινωνία και περιγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα δήλωσης του Ντάγκλας: «Μην προσπαθείτε να προχωρήσετε ένα βήμα τη φορά. Καθορίστε σαφώς τους στόχους σας και προχωρήστε προς τα πάνω με τεράστια άλματα. Διαφορετικά, οι ομάδες συμφερόντων θα έχουν τον χρόνο να κινητοποιηθούν και να σας τραβήξουν προς τα κάτω. Η ταχύτητα είναι απαραίτητη: [ούτως ή άλλως] είναι αδύνατο να πάμε πολύ γρήγορα. Ακόμη και με τη μέγιστη ταχύτητα, η υλοποίηση του συνολικού προγράμματος θα διαρκέσει μερικά χρόνια. Μη σταματάτε μέχρι να ολοκληρώσετε το πρόγραμμα. Τα πυρά των αντιπάλων πλήττουν με πολύ μικρότερη ακρίβεια, αν πρέπει να πυροβολούν έναν ταχέως κινούμενο στόχο. Πηγαίνετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε».
Έτσι, είδαμε τα γαλλικά ΜΜΕ να λειτουργούν σαν προστατευτική ασπίδα – και εξακολουθούν να το κάνουν – γύρω από τα επιχειρηματικά συμφέροντα και τον Εμμανουέλ Μακρόν. Εκείνος, ανενόχλητος κι επιταχύνοντας, κάνει τη δουλειά του(ς).
Την ώρα που τα ΜΜΕ προβάλλουν ζητήματα που θορυβούν την κοινωνία, όπως το πρόσχημα μιας επικείμενης οικονομικής καταστροφής ή τη διχάζουν λ.χ. με τις αιτίες που προκαλούν την περαιτέρω αύξηση του ήδη υπέρογκου δημόσιου χρέους ή με θεματολογία «περί ανέμων και υδάτων», που έχει να κάνει π.χ. με την κληρονομική διαμάχη που έχει ξεσπάσει στους κόλπους της οικογένειας Χαλιντέι, με τις ενδυματολογικές προτιμήσεις της Μπριζίτ Μακρόν ή με επικήδειους και νεκρολογίες, ώστε ο κόσμος να «ξεχνιέται», ο Μακρόν υιοθετεί ολοταχώς αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις που ευνοούν τους λίγους και αποδυναμώνουν βραχυπρόθεσμα τους πολλούς.
Πριν καλά-καλά ξεχαστεί η εργασιακή μεταρρύθμιση, ο Μακρόν προχωρά με βήμα ταχύ σε αλλαγές: στη νομοθεσία για τη μετανάστευση, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην εθνική σιδηροδρομική εταιρία (SNCF) και τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, την οποία χαρακτήρισε εθνική ντροπή, με μοναδικό σκοπό τη σταδιακή υποβάθμιση των παραπάνω στα μάτια του κόσμου. Η συνέχεια γνωστή…
Η διαχείριση των Fake News στη Γαλλία
Στα ΜΜΕ στηρίζεται επίσης η γαλλική ηγεσία για την παραγωγή παραπλανητικών ή ψευδών ειδήσεων που, με «πιασάρικες» εκφράσεις, βοηθούν στους διάφορους σχεδιασμούς της. Η φήμη που διαδόθηκε γρήγορα, ότι η συντήρηση της κρατικής σιδηροδρομικής εταιρίας κοστίζει σε κάθε Γάλλο πολίτη 1.000 ευρώ, ακόμα και αν δεν χρησιμοποιεί τον σιδηρόδρομο, είχε την ίδια αποστολή με τον ισχυρισμό ότι κάθε Γάλλος πολίτης θα πρέπει να πληρώσει 750 ευρώ για να εξαλείψει το χρέος της Ελλάδας, στην περίπτωση που η χώρα κηρύξει χρεοκοπία. Αυτή η «είδηση» βοήθησε την ΕΕ να εδραιώσει την οικονομική ασφυξία στην Ελλάδα το 2015. Ορισμένες μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις δικαιολογήθηκαν από το γεγονός ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής αυξάνεται. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη κυβερνητική μελέτη, «για όσους γεννήθηκαν το 1951 ή αργότερα, δηλαδή για το 80% του πληθυσμού της Γαλλίας, το μέσο προσδόκιμο ζωής μετά τη συνταξιοδότηση προβλέπεται να μειωθεί συγκριτικά με όσους γεννήθηκαν το 1950. Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης έχει αυξηθεί κατά έναν χρόνο και τέσσερις μήνες από το 2010. Η τάση που δικαιολογεί την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης αντιστράφηκε, αλλά κανένα Μέσο ενημέρωσης δεν πρόκειται να προειδοποιήσει τους πολίτες για αυτό, καθώς φαίνεται πως τα Μέσα έχουν άλλη αποστολή.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κόσμος αρχίζει και αντιλαμβάνεται πως η ενημέρωσή του σήμερα εμπεριέχει σκοπιμότητες, δεν είναι πλήρης, αντικειμενική και επαρκής. Γι’ αυτό ολοένα και περισσότεροι Γάλλοι τελευταία αποκαλούν τα Media ως Me(r)dia, μια έκφραση άκρως απαξιωτική.
Στον γενικότερο σκόπιμο παραλογισμό, προστίθεται ακόμη ένα παράδειγμα: Η απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να νομοθετήσει, και μάλιστα πριν από το καλοκαίρι, κατά των ψευδών ειδήσεων που εν είδει φημών βοηθούν στην παραπλάνηση των πολιτών, αλλά και στο έργο της ιδίας!
Το σκεπτικό του Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ισχυρίζεται πως και ο ίδιος έχει πέσει θύμα των «fake news», είναι πως θα πρέπει να αποτρέψει τον επηρεασμό των νέων προεδρικών εκλογών στη Γαλλία από ψευδείς ειδήσεις, όπως έγινε στην Αμερική, στο Brexit, στο δημοψήφισμα στην Καταλονία και σε τόσες άλλες προεκλογικές εκστρατείες τα τελευταία χρόνια.
Τον Ιανουάριο, ο Γάλλος πρόεδρος γνωστοποίησε την πρόθεσή του να νομοθετήσει σχετικά, ενώ, στις 13 Φεβρουάριου, η υπουργός Πολιτισμού Φρανσουάζ Νισέν διευκρίνισε τις γενικές γραμμές μιας πρότασης νόμου «για την αξιοπιστία της πληροφόρησης», η οποία αναμένεται να ψηφιστεί πριν από το καλοκαίρι. Η ιδέα είναι η νέα νομοθεσία να αποτρέψει τη διάχυση ψευδών ειδήσεων, κυρίως κατά τη διάρκεια προεκλογικής περιόδου, προκειμένου να μην αλλάζει εξαπίας τους το αποτέλεσμα της κάλπης.
Ωστόσο, μέχρι στιγμής, καμία έρευνα δεν επιτρέπει να είμαστε σίγουροι για το γεγονός ότι η μαζική διάχυση fake news έχει αλλάξει πράγματι το εκλογικό αποτέλεσμα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να φθάνει μια είδηση σε αρκετά εκατομμύρια άτομα και στο να τα επηρεάζει.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Stanford μελέτησαν τον αντίκτυπο που είχαν τα fake news στις αμερικανικές εκλογές. Εκτιμούν, παρά το γεγονός ότι, όπως οι ίδιοι διευκρινίζουν, οι έρευνές τους δεν είναι πλήρεις, πως «δεν είναι δυνατόν να είμαστε σίγουροι για το αν η διάχυση ψευδών ειδήσεων επηρέασε πράγματι την τελική ψήφο». Το ίδιο ισχυρίζεται και ο εισαγγελέας Robert Mueller, υπεύθυνος για την υπόθεση της ρωσικής παρέμβασης στις αμερικανικές εκλογές. Αν και αναγνωρίζει την προσπάθεια αποσταθεροποίησης, επισημαίνει ότι δεν υπάρχει απόδειξη για τον αντίκτυπο της εν λόγω προσπάθειας στην τελική έκβαση.
«Οι επιπτώσεις των fake news μοιάζουν πολύ με εκείνες των ΜΜΕ. Τα αποτελέσματα που αποδεικνύονται με μαζικότερο τρόπο είναι εκείνα που ενισχύουν τις απόψεις μας. Επιλέγουμε τα Μέσα που διαβάζουμε ανάλογα με το πόσο μας μοιάζουν. Το ίδιο ισχύει και με τα social media. Μεγάλο μέρος των ψευδών ειδήσεων αναπαράγεται σε συναφείς κοινότητες ανθρώπων», εξηγεί ο καθηγητής επικοινωνίας Arnaud Mercier στο Πανεπιστήμιο Paris 2 Pantheon-Assas. Και συνεχίζει: «Ακολουθούμε τα Μέσα, όπως και τα άτομα, που ενισχύουν και συμβαδίζουν με τις απόψεις μας».
Η δίωξη, λοιπόν, όσων κινούν και διαχέουν ψευδείς ειδήσεις θα είναι πλέον εφικτή στο κοντινό μέλλον στη Γαλλία, όχι όμως και των ΜΜΕ που έχουν το ελεύθερο να κόβουν και να ράβουν την επικαιρότητα στα μέτρα των επιχειρηματιών και της πολιτικής που τους βολεύει. Όμως, «ο κίνδυνος θέσπισης διατάξεων που θα πλήττουν την ελευθερία του λόγου είναι πολύ μεγαλύτερος από τη δυνατότητα που δίνεται για βελτίωση των νόμων που ήδη υπάρχουν», σύμφωνα με την εκτίμηση του δικηγόρου Benoit Huet.
Πρόκειται για ένα καίριο σημείο. Ναι στην προσπάθεια ελέγχου των ψευδών ειδήσεων. Όχι όμως στην αναστολή της ελευθερίας του λόγου. Επιπλέον, ο Μακρόν θα πρέπει να αναρωτηθεί αν μια επίφαση νομιμότητας είναι αρκετή για να πείσει τους Γάλλους πολίτες… Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη παραδείγματα σαν της Γαλλίδας δημοσιογράφου που αναφέρθηκε στην αρχή, τα οποία εξακολουθούν να δίνουν μαθήματα δημοσιογραφικής αξιοπρέπειας, ακόμη και σε εποχές που όλα τίθενται εν αμφιβόλω.
*Δημοσιογράφος, ανταποκρίτρια στο Παρίσι για το Star Channel καιτον όμιλο της RealNews. Αρθρογραφεί στο reader.gr