ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ*
Στις 10 και 11 Απριλίου 2018, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, δισεκατομμυριούχος διευθύνων σύμβουλος του Facebook, βρέθηκε μπροστά σε περισσότερα από εκατό μέλη του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών. Για πάνω από δέκα ώρες προσπάθησε να απαντήσει σε πολλές και δύσκολες ερωτήσεις σχετικά με τον ρόλο του Facebook στο σκάνδαλο Cambridge Analyticaκαι τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία συλλέγει και εκμεταλλεύεται τεράστιες ποσότητες δεδομένων για τους περισσότερους από δύο δισεκ. χρήστες της υπηρεσίας. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένας από τους ισχυρότερους φορείς της βιομηχανίας του διαδικτύου απολογήθηκε σε δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους. Η απολογία του ήταν αποτέλεσμα της αυξανόμενης πολιτικής πίεσης που δέχεται το Facebook μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και το δημοψήφισμα του Brexitστο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η κοινή γνώμη, οι δημοσιογράφοι, οι ΜΚΟ και οι κυβερνήσεις φαίνεται να συνειδητοποίησαν τελικά τους κινδύνους που δημιουργεί ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος του διαδικτύου από μια χούφτα γιγαντιαίων πολυεθνικών.
Τι συνέβη;
Το σκάνδαλο αφορά τη συλλογή προσωπικών δεδομένων 87 εκατ. χρηστών του Facebook από την εταιρεία πολιτικής επικοινωνίας Cambridge Analytica το 2014. Τα δεδομένα φέρονται να χρησιμοποιήθηκαν για να επηρεάσουν ψηφοφόρους για λογαριασμό των πολιτικών που προσέλαβαν την εταιρεία. Η πέτρα του
σκανδάλου είναι ο Aleksandr Kogan, data scientist σιο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ο οποίος ανέπτυξε μια εφαρμογή που ονομάζεται thisisyourdigitallife, με στόχο τη συλλογή δεδομένων για ακαδημαϊκή έρευνα. Ωστόσο, το Facebook επέτρεψε σε αυτήν την εφαρμογή να μη συλλέγει μόνο τα στοιχεία των
ατόμων που συμφώνησαν να πραγματοποιήσουν την έρευνα, αλλά και τις προσωπικές πληροφορίες όλων των επαφών τους. Με αυτόν τον τρόπο η Cambridge Analytica απέκτησε από τον Kogan δεδομένα για εκατομμύρια χρήστες του Facebook και τα χρησιμοποίησε για μικροστόχευση διαφημιστικών μηνυμάτων πολιτικού περιεχομένου κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016 στις ΗΠΑ, αλλά και του δημοψηφίσματος για την έξοδο από την ΕΕ στη Μεγάλη Βρετανία.
Τον Δεκέμβριο του 2015, ο Guardian ανέφερε ότι ο γερουσιαστής των Ηνωμένων Πολιτειών Ted Cruz χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες της Cambridge Analytica στην καμπάνια του για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών. Τον Μάρτιο του 2018, οι New York Times, Guardian και Channel 4 News έκαναν πιο λεπτομερείς αποκαλύψεις για την υπόθεση με νέες πληροφορίες από τον Christopher Wylie, πρώην υπάλληλο της Cambridge Analytica, που μετατράπηκε σε whistleblower κι ο οποίος έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με το μέγεθος και το βάθος της συλλογής και εκμετάλλευσης των εν λόγω δεδομένων, καθώς και για τις επικοινωνίες μεταξύ Facebook, Cambridge Analyticaκαι πολιτικών. Αυτές οι αποκαλύψεις είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα τη μείωση της χρηματιστηριακής αξίας του Facebook, τη μαζική καμπάνια #DeleteFacebook, καθώς και την ανάκριση του Ζούκερμπεργκ από την αρμόδια επιτροπή του Κογκρέσου.
Το διαδίκτυο ως μηχανισμός επηρεασμού της κοινής γνώμης
Για τους γνωρίζοντες βέβαια, το σκάνδαλο Cambridge Analyticaδεν αποτέλεσε έκπληξη. Το αντίθετο μάλιστα. Εδώ και μια δεκαετία οι συσκευές, τα δίκτυα και οι online υπηρεσίες μετατρέπονται από χρήσιμα εφόδια σε δυνάστες της προσωπικής και επαγγελματικής μας ζωής, αλλά και της δημόσιας έκφρασής μας. Αυτή η εξέλιξη λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης και απορρυθμισμένης οικονομίας που ευνοεί την ακραία συγκέντρωση πόρων. Βρισκόμαστε συνεπώς μακριά από τον ιδεατό τύπο, που είχε ιδιαιτέρως υμνηθεί στο παρελθόν, αυτόν ενός εκ φύσεως δημοκρατικού, συμμετοχικού και αποκεντρωμένου Μέσου, επονομαζόμενου και «Web 2.0». Αυτό που έχει συμβεί είναι ακριβώς το αντίθετο: τα τελευταία χρόνια, το διαδίκτυο έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ γιγαντιαίων πολυεθνικών εταιρειών με διακύβευμα τον έλεγχο πάνω στους δίαυλους της ψηφιακής επικοινωνίας. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το σοκ για την κοινή γνώμη προήλθε από τη συνειδητοποίηση ότι το Facebook μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας και να επηρεάσει εκλογικά αποτελέσματα. Όμως, κάτι τέτοιο βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τη βασική του λειτουργία: την άσκηση επιρροής και τη διαμόρφωση των κοινωνικών αναπαραστάσεων σε όλους τους τομείς, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όσων μπορούν να πληρώσουν γι’ αυτό. Σε αυτήν τη λειτουργία βασίζεται το ιδιαίτερα επιτυχημένο διαφημιστικό μοντέλο του Facebook. Βασικός σκοπός του Facebook, αλλά και των άλλων ολιγοπωλιακών παικτών του διαδικτύου, όπως η Google, είναι η αύξηση του κέρδους και η μεγιστοποίηση των μερισμάτων που λαμβάνουν οι μέτοχοί τους. Όχι η ικανοποίηση και η προστασία των χρηστών τους. Εξ ου και η ανάγκη όλο πιο μαζικής εξόρυξης και εκμετάλλευσης ψηφιακών δεδομένων με βασικό σκοπό την εμπορική προπαγάνδα, η οποία εν προκειμένω χρησιμοποιήθηκε στο πολιτικό πεδίο.
Καπιταλισμός της επιτήρησης και διαφήμιση
Η ομαλή λειτουργία της διαφημιστικής αγοράς στο διαδίκτυο εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της αντιστοιχίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Οι αλγόριθμοι χρησιμοποιούν τις μάζες των δεδομένων που συλλέγονται για τις συνήθειες και τα προσωπικά στοιχεία των χρηστών και τα ταξινομούν, προκειμένου να προσδιορίσουν την ποιότητα του προσφερόμενου χώρου διαφήμισης και την τιμή του, ώστε στη συνέχεια να εντοπίσουν τις κατάλληλες διαφημίσεις από το απόθεμα. Ως εκ τούτου, οι ψηφιακές τεχνολογίες εντείνουν την καταγραφή συνηθειών και προτιμήσεων των χρηστών και οδηγούν στην ανάδυση αγορών, όπου τεράστιες ποσότητες πληροφοριών που αφορούν προσωπικά δεδομένα ανταλλάσσονται και πωλούνται αδιάκοπα.
Η δύναμη του Facebook βασίζεται στον πλούτο των πληροφοριών που του παρέχουν οι χρήστες εντελώς εθελοντικά. Πράγματι, απαράβατη προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία της ψηφιακής κοινωνικής δικτύωσης είναι η αναπαραγωγή προσωπικών δεδομένων που επιτρέπουν τον άμεσο ή έμμεσο προσδιορισμό ενός φυσικού προσώπου (επώνυμο, όνομα, τόπος κατοικίας, φωτογραφία κ.λπ.) και παρέχουν πληροφορίες για τις προτιμήσεις, τις συνήθειες και τις κοινωνικές του σχέσεις, διευκολύνοντας τους αντίστοιχους συσχετισμούς με άλλους χρήστες. Ταυτόχρονα, όμως, τα δεδομένα αυτά επιτρέπουν στο Facebook να προσφέρει στους διαφημιζόμενους εκλεπτυσμένα εργαλεία διαφημιστικής στόχευσης. Η διαφημιστική του πρόταση προσφέρει πολλές κατηγορίες κριτηρίων στόχευσης, όπως είναι η τοποθεσία (χώρα, πόλη ή ακόμη και γειτονιά), τα κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία (ημερομηνία γέννησης, γλώσσα, φύλο, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ.), πληροφορίες επαγγελματικού χαρακτήρα (βιογραφικό σημείωμα, βιοτικό επίπεδο, εκπαίδευση, επαγγελματική δραστηριότητα κ.λπ.), γούστα, προτιμήσεις και ενδιαφέροντα που προκύπτουν από τη δραστηριότητά τους στην πλατφόρμα (likes, shares κλπ.) και, τέλος, στοιχεία για την επικοινωνία και τις σχέσεις του χρήστη (με άλλους μεμονωμένους χρήστες, με μια ομάδα, με μια εκδήλωση, ένα εμπορικό σήμα κ.λπ.) . Αυτό το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ατόμου αντικειμενοποιείται, ποσοτικοποιείται και πωλείται ως εμπορικό προϊόν από το Facebook.
Προφανώς, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που προκαλεί η διαδικτυακή διαφήμιση είναι ότι διευρύνει συνεχώς τα όρια της ψηφιακής επιτήρησης, αλλά και της μαζικής εμπορευματοποίησης των προσωπικών δεδομένων. Στην πραγματικότητα, αρκεί ένας χρήστης να βρεθεί απλώς online και αυτόματα παράγει δεδομένα που δεν μπορεί να ελέγξει και τα οποία αποτελούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια μορφή ψηφιακής εργασίας (digital labor), δηλαδή μιας δραστηριότητας που καθιστά τις ψηφιακές μας σχέσεις κομμάτι της παραγωγής και σηματοδοτεί την τεχνολογική υποταγή της κοινωνικής διάστασης των ανθρωπίνων σχέσεων στην εμπορική, κάτι που η Shoshana Zuboff αποκαλεί Καπιταλισμό της επιτήρησης (Surveillance Capitalism).
Η τάση αυτή ενισχύεται από την πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα του ψηφιακού εξοπλισμού, ο οποίος παράγει όλο και περισσότερα δεδομένα, αλλά και από τους ειδικούς αλγόριθμους που έχουν τη δυνατότητα να αποσπάσουν όλο και υψηλότερο οικονομικό κέρδος από τις ανθρώπινες σχέσεις. Πρόκειται λοιπόν για ένα εξόχως πολιτικό ζήτημα, αφού αγγίζει τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος εξαγωγής υπεραξίας στον σύγχρονο καπιταλισμό, ενώ επηρεάζει τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων χρηστών του διαδικτύου.
*Διαμένει μόνιμα στη Γαλλία όπου έκανε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στον τομέα της επικοινωνίας. Υποστήριξε το διδακτορικό του με θέμα την ανάδυση της ενημερωτικής βιομηχανίας στο διαδίκτυο το 200S στο πανεπιστήμιο Universite Grenoble 3. Από το 2004 διδάσκει Πολιτική οικονομία, Ιστορία και Κοινωνιολογία των ΛΙΜΕ και του διαδικτύου.