του Μιχάλη Παναγιωτάκη*
Η δημόσια σφαίρα σήμερα, η σφαίρα της αρχειοθέτησης, της αναπαραγωγής και της συμβολικής αναπαράστασης, είναι «αναρτημένη» στο διαδίκτυο. Φυλάσσεται σε βάσεις δεδομένων. Διακινείται σε υλικά και άυλα δίκτυα τηλεπικοινωνιών.
Συνεπώς, η δυνατότητα ρύθμισης ή αποκλεισμού του λόγου που εκφέρεται στη δημόσια σφαίρα και της χρήσης των δεδομένων που παράγονται από τις καθημερινές πρακτικές των χρηστών του διαδικτύου, είναι στα χέρια τεράστιων οικουμενικών ολιγοπωλιακών ομίλων. Η ιδιοκτησία και ο έλεγχος επί τόσο κρίσιμων, για τον δημόσιο λόγο και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, μηχανισμών άπτεται άμεσα όμως της δημοκρατικής κυριαρχίας και της οικονομικής εξέλιξης των χωρών και περιοχών του πλανήτη. Οι μεγάλοι όγκοι δεδομένων πάνω στους οποίους στηρίζεται μεταξύ άλλων και η ανάπτυξη τεχνολογιών «τεχνητής νοημοσύνης», δηλαδή ο πυρήνας αυτού που κωδικοποιημένα ονομάζεται «βιομηχανία 4.0», βρίσκεται ολοένα και περισσότερα στα χέρια των ολιγοπωλίων αυτών. Η Google άλλωστε είναι θυγατρική της Alphabet, μιας εταιρείας με αντικείμενο την επεξεργασία και την εξόρυξη δεδομένων, η οποία έχει θυγατρικές που ασχολούνται με πλείστα όσα από τα μεγάλα μέτωπα των τεχνολογιών που θα διαμορφώσουν την οικονομία του μέλλοντος: από την βιοτεχνολογία και την παράταση του ανθρώπινου βίου, μέχρι την κυβερνοασφάλεια, τη δικτύωση, τις «έξυπνες πόλεις», την τεχνητή νοημοσύνη, τις μεταφορές, την αυτόματη οδήγηση κ.ο.κ.
Η ευρωπαϊκή ήπειρος είναι, λοιπόν, ψηφιακά υποτελής των ΗΠΑ και θα παραμείνει στο εγγύς μέλλον. Η σημερινή μάλιστα τεχνολογική υποτέλεια της ΕΕ, εκτρέφει τις συνθήκες για τη μελλοντική. Όλες οι διακηρύξεις περί «ψηφιακής κυριαρχίας» στο ευρωπαϊκό ή, πόσο μάλλον, στο εθνικό επίπεδο δεν είναι παρά κενό γράμμα. Οι πραγματικές παγκόσμιες δυνάμεις, οι μόνες που θα έχουν την δυνατότητα να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στο εγγύς μέλλον είναι εκείνες που κατέχουν την βασική υπο- δομή δικτύωσης, άντλησης και επεξεργασίας δεδομένων στις ζώνες όπου κυριαρχούν. Οι ΗΠΑ έχουν την Google, την Apple, την Facebook, την Amazon, οι Κινέζοι έχουν την Baidu, την Huawei, την Tencent και την Alibaba, και οι Ρώσοι, ατελώς ακόμα, το Yandex και την VK. Η μικρή υπεροχή της Ευρώπης στην κινητή τηλεφωνία τη δεκαετία του 1990 και του 2000 δεν υφίσταται πλέον.
Η Ευρώπη λοιπόν μοιάζει να έχει παραδώσει την ηγεμονία επί της ψηφιακής της εξέλιξης στις ΗΠΑ και στην Κίνα και έτσι να έχει παραιτηθεί από μια κυρίαρχη θέση στο παγκόσμιο σύστημα κατά το εγγύς μέλλον. Αυτό έγινε ξεκάθαρο με την υπόθεση της περιβόητης Οδηγίας περί δικαιωμάτων αντιγραφής (Copyright directive), η οποία ξεσήκωσε τα πάθη και προκάλεσε την ευρύτερη και πιο έντονη δημόσια συζήτηση από οποιοδήποτε άλλο ευρωβουλευτικό νομοθέτημα.
Η οδηγία αυτή, που ψηφίστηκε από την Ευρωβουλή και έγινε δεκτή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την άνοιξη που μας πέρασε, ήταν ένα πλήγμα για την ελευθερία του λόγου και την ίδια την αρχιτεκτονική του παγκόσμιου ιστού, και αρωγός της επέκτασης της εμπορευματοποίησής του, κάτι που αποτέλεσε την αιχμή του πολυσχιδούς κινήματος που την αντιπάλεψε. Αλλά παράλληλα και λιγότερο προφανώς υπήρξε και μια παραδοχή ήττας και υποχώρησης της ΕΕ από το τεχνολογικό πεδίο. Όχι μόνο το πεδίο της κοινωνικής δικτύωσης και της συμμετοχής στα διαδικτυακά ολιγοπώλια, όχι μόνο το μηντιακό πεδίο, αλλά και το πεδίο της τεχνολογικής κυριαρχίας.
Το φαινομενικά παράδοξο αυτό γεγονός έρχεται να προστεθεί στην, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, ωφέλεια την οποία είχαν και η Google και τα υπόλοιπα διαδικτυακά ολιγοπώλια από την προηγούμενη μείζονα παρέμβαση της ΕΕ στο ψηφιακό περιβάλλον, την Οδηγία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (GDPR). Αιτία γι’ αυτό ήταν πως, λόγω μεγέθους και εμπειρίας, ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν το κόστος συμμόρφωσης στο GDPR, καθώς και την αύξηση του δικαστικού κινδύνου και του αντίστοιχου οικονομικού φορτίου. Και αν το GDPR πρόσφερε την, αμφιλεγόμενη έστω, δημόσια ωφέλεια μιας πρώτης ρύθμισης της Άγριας Δύσης της διαδικτυακής συλλογής δεδομένων και των μηχανισμών παρακολούθησης των χρηστών και της δια- δικτυακής τους συμπεριφοράς, στην περίπτωση της Οδηγίας για το Copyright, τα πράγματα είναι πιο σκοτεινά.
Για να δούμε το γιατί, και για ποιο λόγο η εν λόγω Οδηγία αποτελεί, αν όχι ταφόπλακα, άχθος βαρύ για την ψηφιακή κυριαρχία και τη μεγέθυνση της τεχνολογικής αυτάρκειας της ΕΕ, πρέπει να πούμε δυο λόγια για αυτήν και για το πώς επηρεάζει τον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας στην Ευρώπη
Η οδηγία για «τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην ψηφιακή ενιαία αγορά»
Στην Οδηγία για τα Πνευματικά Δικαιώματα λοιπόν, που ψηφίστηκε στην Ευρωβουλή τον Σεπτέμβριο του 2018 και επικυρώθηκε τελικά τον Μάρτιο του 2019, τα μείζονα σημεία τριβής ήταν τα άρθρα 11 και 13 (που στην τελική εκδοχή της Οδηγίας έγιναν 15 και 17 αντίστοιχα). Τα άρθρα αυτά αφορούν: α. τον λεγόμενο «φόρο συνδέσμου» (link tax), την απαίτηση δηλαδή όσοι (όπως σε τεράστια κλίμακα η Google, αλλά και σχεδόν κάθε συναθροιστής ειδήσεων, άμεσος ή έμμεσος) χρησιμοποιούν τον τίτλο και την περιγραφή ενός άρθρου για να λινκάρουν σε αυτό, να πληρώνουν δικαιώματα στον εκδότη, και β. Την απαίτηση κάθε αρχείο που αναρτά- ται σε κάποια πλατφόρμα (YouTube, Facebook κτλ) από οποιονδήποτε χρήστη να περνάει από προληπτικό φιλτράρισμα, προκειμένου να εξασφαλίζεται πως δεν θα θιχτούν πνευματικά δικαιώματα. Η υπηρεσία που παρέχει την πλατφόρμα θα είναι νομικά υπεύθυνη για κάθε παράβαση copyright.
Και για τα δύο υπάρχουν περιορισμένες εξαιρέσεις για δημόσιου συμφέροντος sites ή για μικρές επιχειρήσεις, αλλάζουν όμως τους κανόνες του παιχνιδιού στο διαδίκτυο σε κρίσιμα σημεία
Από την άλλη, η ιδέα πως δεν θα μπορεί κανείς να παραθέτει συνδέσμους προς τίτλους κειμένων π.χ. ή άλλων αρχείων χωρίς να αποζημιώνει τον δημιουργό, είναι εξίσου έωλη. Και γιατί το διαδίκτυο έχει κτιστεί στην δυνατότητα λινκαρίσματος και αλληλοπαραπομπής, αλλά και γιατί αυτό στο οποίο θα καταλήξει είναι γνωστό: θα ενισχύσει την θέση της Google. Ήδη αντιδρώντας σε παρόμοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες που είχαν ληφθεί σε εθνικό επίπεδο στην Ισπανία και τη Γερμανία, το Google News απλά σταμάτησε να αναρτά λινκ σε ειδήσεις στις χώρες αυτές. Το αποτέλεσμα ήταν, επειδή η ύπαρξη συνδέσμων από το Google είναι κρίσιμο μέγεθος για την διαδικτυακή επισκεψιμότητα των ειδησεογραφικών ιστοχώρων, οι επί μέρους οργανισμοί ενημέρωσης να συρθούν εν τέλει σε μια άνευ όρων συμφωνία με την Google. Πιθανότερο λοιπόν είναι η Google να ενισχυθεί εκμεταλλευόμενη το τεράστιο περιθώριο πίεσης των οργανισμών παραγωγής περιεχομένου, οι δε μικρότεροι παίκτες, από τα blogs του WordPress μέχρι τα μικρά ειδησεογραφικά σάιτ, να έχουν ένα συνεχές, δυνητικά δυσβάστακτο, νομικό κόστος. Πέραν αυτού, οι μόνοι οργανισμοί με οικονομική επιφάνεια τέτοια ώστε να τους επιτρέπεται η μαζικά αγορά αδειών χρήσης και σύνδεσης είναι πάλι τα μεγάλα ψηφιακά ολιγοπώλια. Τούτων δοθέντων, το άρθρο 11 (15) ενισχύει τα διαδικτυακά μονοπώλια, δεν τα αποδυναμώνει, αλλά παράλληλα εμποδίζει όποιες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κινούνται στο χώρο της δικτύωσης ή της συλλογής, επεξεργασίας και διακίνησης δεδομένων και δεν είναι πολύ μικρές (κάτω από 10 εργαζομένους) να μεγαλώσουν, χρησιμοποιώντας την ίδια ανοιχτή βάση περιεχομένου του διαδικτύου για την εξέλιξη και την μεγέθυνσή τους. Η Ευρώπη θα μπορούσε να κτίσει την ψηφιακή της εξέλιξη πάνω σε ένα εναλλακτικό μοντέλο, που θα βασιζόταν στις πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της και στο εξαιρετικά καταρτισμένο εργατικό της δυναμικό
Πέραν επίσης των άρθρων 11 και 13 όμως τα οποία γνώρισαν την μεγαλύτερη δημοσιότητα, ζητήματα υπήρξαν και με τις προβλέψεις των άρθρων 3 και 4 που αφορούσαν την λεγόμενη «εξόρυξη κειμένου και δεδομένων» (text and data mining), ένα θέμα κρίσιμο για την εξέλιξη διαδικτυακών εφαρμογών αλλά και το υπόβαθρο για την ανάπτυξη της «τεχνητής νοημοσύνης» όπως είπαμε. Εδώ οι νομοθέτες αν και επιτρέπουν κατ’αρχάς σε ερευνητικά κέντρα και δημόσιους ή μη-κερδοσκοπικούς φορείς να χρησιμοποιούν τα ανοιχτά διαθέσιμα έργα του διαδικτύου, θεσπίζουν την απαίτηση έγκρισης των κατόχων των δικαιωμάτων στην πρόσβαση σε αυτά ακόμα και για τέτοιου είδους μηχανική επεξεργασία.
Στόχος της οδηγίας αυτής, αλλά και μιας σειράς πρόσφατων αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι να περικλείσει το διαδίκτυο και να ανοίξει ένα μέτωπο απέναντι στις εταιρείες παροχής κοινωνικής δικτύωσης και δικτυακών υποδομών προς όφελος των ευρωπαϊκών ολιγοπωλίων του περιεχομένου και του ψυχαγωγίας, προσδοκώντας την αύξηση των εσόδων τους.
Για την ΕΕ η λύση σε κάθε πρόβλημα είναι πάντα «λύση της αγοράς», και συγκεκριμένα των μεγάλων παικτών της αγοράς. Έτσι ο όμιλος Axel Springer SE π.χ. και η SONY θα είναι εκείνοι που θα διατηρήσουν πρακτικά το δικαίωμα να ανεβάζουν περιεχόμενο στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης μιας και, όπως έχει ήδη προειδοποιήσει το YouTube , η συνέχιση της δυνατότητας ανάρτησης των μεμονωμένων δημιουργών ή ιδιωτών θα ενέχει πλέον νομικούς και οικονομικούς κινδύνους
Παρέχοντας όμως αυτή τη «διαμεσολάβηση» υπέρ των βιομηχανιών του περιεχομένου στη διαμάχη τους με τα διαδικτυακά ολιγοπώλια, η ΕΕ επιλέγει έμμεσα να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια ανάδειξης της ψηφιακής της βιομηχανίας, επιλέγει την απόσυρση από το τεχνολογικό προσκήνιο. Η Ευρώπη γίνεται ως προς το περιεχόμενο σαν μια «Βραζιλία» του καφέ όπου χονδρέμποροι πωλούν τον καφέ σε μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους, οι οποίοι καρπώνονται την προστιθέμενη αξία της βιομηχανοποίησης, της διακίνησης και της δημιουργίας τελικών προϊόντων. Με παρόμοιο τρόπο, το περιεχόμενο που θα διακινείται στο διαδίκτυο και τα δεδομένα που θα παράγονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο θα αποτελούν την πρώτη ύλη των μεγάλων ψηφιακών βιομηχανιών, οι οποίες θα καρπούνται τις υψηλές υπεραξίες που θα τους παρέχει το ολιγοπώλιό τους στη δικτύωση. Οι δε πραγματικοί δημιουργοί περιεχομένου θα έχουν την μοίρα των αγροτών που προμηθεύουν τις εξαγωγικές εταιρείες με καφέ: οι πρώτοι των οποίων τα οφέλη από το έργο τους θα συμπιεστούν και οι τελευταίοι που θα καρπώνονται τις παραγόμενες υπεραξίες.
Δεν είναι τυχαίο πως, η μια μετά την άλλη, οι οργανώσεις που έχουν να κάνουν με τις λεγόμενες «νέες τεχνολογίες», όπως οι σύνδεσμοι ευρωπαϊκών startups, η Ομοσπονδία Ψηφιακών Βιομηχανιών της Γερμανίας, 240 επιχειρήσεις της ΕΕ, έχουν ταχθεί εναντίον της Οδηγίας. Επιπλέον, οι οργανισμοί που εργάζονται για την αντιμετώπιση του διαδικτύου σαν Κοινού Αγαθού και οι πρωτοβουλίες που προωθούν εναλλακτικές και συλλογικές μορφές ιδιοκτησίας, καθώς και, φυσικά, οι υπέρμαχοι της ελευθερίας της έκφρασης στον Παγκόσμιο Ιστό, έχουν επίσης κινητοποιηθεί μαζικά: 5 εκατομμύρια υπογραφές είχαν συγκεντρωθεί εναντίον της Οδηγίας πριν την υπερψήφισή της εν ονόματι της υπεράσπισης της ελευθερίας του λόγου, όπως και δεκάδες διαδηλώσεις σε πολλά μέρη της Ευρώπης.
Ο δρόμος που δεν θα ακολουθηθεί;
Το ψηφιακό μέλλον της Ευρώπης και ο τρόπος που θα συμμετάσχει στις εξελίξεις και στην παγκόσμια πορεία της τεχνολογίας, αλλά και στον μεταβαλλόμενο παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, κρίνεται αυτά τα χρόνια. Πιθανόν να έχει ήδη κριθεί. Η Ευρώπη, απώλεσε την ευκαιρία να μπει στον χορό των ολιγοπωλίων του διαδικτύου και του ψηφιακού περιβάλλοντος γενικότερα με κάποιους μεγάλους παίκτες, για λόγους που υπερβαίνουν την έκταση του παρόντος άρθρου. Ήδη έχει παραδώσει σημαντικές λειτουργίες που αφορούν π.χ. τα ΜΜΕ της και τον δημόσιό της χώρο, σε ανεξέλεγκτα από εκείνη αμερικανικά ολιγοπώλια. Ασθμαίνοντας, προσπαθεί με επί μέρους και μεμονωμένες πρωτοβουλίες να μπορέσει να αντλήσει τουλάχιστον φόρους από τις GAFA ή να τις ρυθμίσει όσον αφορά τη λειτουργία τους στην ΕΕ, αλλά και σε αυτό το μέτωπο δεν υπάρχει σοβαρή κοινή γραμμή. Τα αποτελέσματα είναι περιορισμένα και η απόδοσή τους αμφίβολη. Χάνοντας την πρωτοκαθεδρία στην επεξεργασία και την εξόρυξη δεδομένων μέσα στον ίδιο της τον χώρο και δημιουργώντας εμπόδια για την ανάπτυξη ενός Ευρωπαϊκού κέντρου και ενός σχεδίου για την ανάπτυξη της βιομηχανίας 4.0 με πρωταγωνιστικούς όρους, μοιάζει καταδικασμένη στο τεχνολογικό ετερόφωτο και σε ρόλο δευτεραγωνιστή και προμηθευτή υπερδυνάμεων.
Κι όμως η Ευρώπη θα μπορούσε να κτίσει την ψηφιακή της εξέλιξη πάνω σε ένα εναλλακτικό μοντέλο, που θα βασιζόταν στις πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της στον χώρο, στο εξαιρετικά καταρτισμένο εργατικό της δυναμικό, στις ερευνητικές και επιστημονικές της υποδομές, στους ακαδημαϊκούς της, αλλά και σε μια εκτενή συνεταιριστική παράδοση. Θα μπορούσε να δημιουργήσει και να δουλέψει πάνω σε έναν πλαίσιο ανοικτής πρόσβασης και εναλλακτικών και συλλογικών μορφών ιδιοκτησίας, να δημιουργήσει πολιτισμικά Κοινά Αγαθά στον ψηφιακό χώρο, να αποδώσει στην Κοινωνία τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, να ενθαρρύνει συνεταιριστικές προσπάθειες και δίκτυα πολιτών, οργανισμών και πάσης φύσης επιχειρήσεων. Να πρωτοπορήσει σε μια μετάβαση στα Κοινά (για την οποία επιφυλάσσομαι να γράψω σε μελλοντικό άρθρο), σε μια προς τα κάτω κατανεμημένη κυκλική οικονομία, σε ένα μοντέλο το οποίο θα είναι κοινωνικά δίκαιο και περιβαλλοντικά αειφόρο.
Είναι άλλωστε εξαιρετικά πιθανόν πως, υπό την πίεση της κλιματικής αλλαγής, της κοινωνικής πόλωσης και των γεωπολιτικών μετακινήσεων, όλο το υπάρχον οικοδόμημα του παγκόσμιου τεχνοπολιτισμού, όπως αναπτύσσεται σήμερα, θα κλυδωνιστεί μέχρι κατάρρευσης. Και πάντως δεν θα εξελιχθεί γραμικά. Η Ευρώπη θα μπορούσε να αναλάβει ρόλο πρωτοπορίας στην απαραίτητη τεχνοπολιτική μετάβαση.
Αλλά όχι, δυστυχώς, αυτή η Ευρώπη
*Ο Μιχάλης Παναγιωτάκης είναι Αναλυτής Διαδικτύου και Δημοσιογράφος