ΤΟΥ NICHOLAS DIAKOPOULOS | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΑΛΕΙΑ ΠΑΥΛΟΥ
Πριν από μερικές εβδομάδες, η διαδικτυακή ενημερωτική πύλη BuzzFeed έβγαλε στη δημοσιότητα ένα βίντεο του τέως Προέδρου των ΗΠΑ, Barack Obama, στο οποίο ακούγεται να ξεστομίζει ανήκουστα λόγια που δεν συνάδουν καθόλου με τον χαρακτήρα του. Ωστόσο, το αξιοσημείωτο με το εν λόγω βίντεο δεν είναι πως ο Obama ξεστομίζει αυτά τα λόγια, αλλά κυρίως πως ουδέποτε δεν τα ξεστόμισε. Αντ’ αυτού, η μαγνητοφωνημένη φωνή του ηθοποιούJordan Peele, που μιμείται τον Obama, τροφοδότησε έναν αλγόριθμο μηντιακής σύνθεσης, που παρήγαγε το βίντεο. Το αποτέλεσμα εμφανίζεται εκπληκτικά αυθεντικό. Και για του λόγου το αληθές, δείτε και μόνοι σας το βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=cQ54GDm1eL0
Τίποτε απ’ όσα παρακολουθούμε στο διαδίκτυο δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται· στην εποχή μας, μάλιστα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Χάρη σε μία γενιά νευρωνικών δικτύων αλγορίθμων μηχανικής νοημοσύνης, συναρπαστικά, εντούτοις φανταστικά βίντεο, εικόνες, φωνές, και κείμενα μπορούν να συνθέσουν ένα προϊόν μυθοπλασίας. Εικόνες φανταστικών προσώπων μπορούν επαρκώς να προσομοιωθούν με υψηλό ρεαλισμό από τους υπολογιστές — τα συναισθήματα, η επιδερμίδα, η ηλικία και το φύλο τους επιλέγονται με το πάτημα ενός κουμπιού σε ένα μηχάνημα. Με την εφαρμογή μεταφοράς στιλ μπορεί κανείς να μορφοποιήσει το περιβάλλον μιας εικόνας, μετατρέποντας τον χειμώνα σε καλοκαίρι ή ένα ηλιόλουστο τοπίο σε βροχερό. Οι βιντεοσκοπημένες προβολές πολιτικών προσώπων μπορούν να παραχθούν με την ίδια ευκολία που κάποιος διαχειρίζεται μια μαριονέτα. Ομοίως, τα πρόσωπα μπορούν να μεταπηδήσουν από το ένα σώμα στο άλλο, δημιουργώντας την ευρέως διαδεδομένη μάστιγα των «deepfakes», υπονομεύοντας έτσι την υπόληψη, την ασφάλεια και το ιδιωτικό απόρρητο. Νοσηρές καταστάσεις!
Ωστόσο, κατά έναν τρόπο, αυτή η αλματώδης τεχνολογική εξέλιξη θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να ευνοήσει τους δημοσιογράφους — και ενδεχομένως να προσφέρει την ευκαιρία, ως άλλη χείρα καλής θελήσεως που οφείλουν να τείνουν οι τεχνολογικές πλατφόρμες στο καχύποπτο κοινό.
Ασφαλώς, οι φωτογραφίες παραποιούνται από την εποχή που εφευρέθηκε η επιστήμη της φωτογραφίας. Ακόμη και τα ΜΜΕ αποτελούν ένα ομοίωμα της πραγματικότητας, στο οποίο κάθε επιλογή, επεξεργασία δεδομένων, ανάδειξη θέματος, κάθε γύρισμα του λόγου διαμορφώνει την ερμηνεία του κοινού για τα γεγονότα. Το καινοφανές σήμερα έγκειται στο γεγονός ότι οι συνδυασμοί αλγορίθμων για την επιλογή της είδησης διασπούν περαιτέρω οποιαδήποτε προσδοκία γνησιότητας αναφορικά με τα μαγνητοσκοπημένα μέσα, ενώ καθιστούν εφικτό ένα νέο φάσμα διεισδυτικότητας, προσαρμογής και ευκολίας χρήσης για τον καθένα, από κωμικούς μέχρι κατασκόπους. Τα ψεύτικα βίντεο μπορούν να αναστατώσουν και να διαστρεβλώσουν τον σχηματισμό ορθής συλλογικής μνήμης γύρω από τα γεγονότα, και τα οπτικά τεκμήρια πιθανώς να χάσουν σε μεγάλο βαθμό την ισχύ τους, καθώς οι στρατηγικοί παραπληροφοριοδότες χρησιμοποιούν το φάσμα της τεχνολογίας για να υπονομεύσουν κάθε απόδοση της πραγματικότητας.
Τι συμβαίνει λοιπόν όταν το κοινό δεν μπορεί να εμπιστευτεί πλέον κανένα μέσο που συναντά στο διαδίκτυο; Πώς μπορεί η κοινωνία να έχει τεκμηριωμένη αντίληψη των παγκόσμιων γεγονότων, όταν η σύνθεση αλγοριθμικών ψευδών ειδήσεων μπορεί με μεγάλη ευκολία να μολύνει τα ΜΜΕ;
Όσο απειλητικό κι αν φαντάζει το γεγονός αυτό, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει σπουδαία ευκαιρία για την επάνοδο των συμβατικών, κυρίαρχων Μέσων επικοινωνίας. Μόλις το κοινό μάθει πως δεν μπορεί να εμπιστεύεται πλέον όσα βλέπει στο διαδίκτυο, προτιμότερο είναι ο ρόλος της έμπιστης τεκμηρίωσης και εξακρίβωσης της διαμεσολαβημένης αλήθειας να ανατεθεί σε ορισμένους ενδιάμεσους, παρά σε επαγγελματικά εκπαιδευμένους δημοσιογράφους με πρόσβαση σε προηγμένα εγκληματολογικά εργαλεία ψηφιακής ανάλυσης. Προκειμένου να αδράξουν την ευκαιρία, οι δημοσιογράφοι αλλά και οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί θα πρέπει να ακολουθήσουν στρατηγικές μεθόδους, όπως η εκπαίδευση στην ηλεκτρονική εγκληματολογική έρευνα, η ανάπτυξη τεχνολογικών εργαλείων, η διαδικασία τυποποίησης και η διαφάνεια.
Ειδησεογραφικοί οργανισμοί και εκπαιδευτικά ιδρύματα χρειάζεται να ενισχύσουν την κατάρτισή τους στις τεχνικές ηλεκτρονικής εγκληματολογικής έρευνας των ΜΜΕ. Υπάρχουν ενδείξεις παραποιημένων και συνθετικών Μέσων που το έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει — για παράδειγμα, το βιβλίο του Hany Farid με θέμα την εγκληματολογική έρευνα οπτικού υλικού, προσφέρει ορισμένες εναλλακτικές. Στατιστική ανάλυση των χρωμάτων των εικονοψηφίδων, των εντάσεων του φωτός και της κανονικότητάς τους πιθανώς να μαρτυρήσει επεξεργασία ή συρραφή εικόνων· αντανακλάσεις και χαρακτηριστικά που εξαφανίζονται ενδέχεται να αποκαλύψουν γεωμετρικές αποκλίσεις· και ο αισθητήρας θορύβου ή κάποια πλαστά αποτελέσματα συμπίεσης ενδέχεται επίσης να αποκαλύψουν στοιχεία. Στη βιντεοσκόπηση, τα στόματα των συνθετικών προσώπων ενδέχεται να τρεμοπαίζουν μερικές φορές ή να δείχνουν αφύσικα· τα μάτια ίσως παίρνουν το θολό βλέμμα των ζόμπι. Οι αλγόριθμοι δεν είναι τέλειοι, ωστόσο οι δημοσιογράφοι, όπως όλοι οι ερευνητές, έχουν ανάγκη από εκπαιδευμένα μάτια προκειμένου να αντιληφθούν τις ατέλειες.
Η εξέλιξη και η ένταξη υπολογιστικών εργαλείων εγκληματολογικής έρευνας είναι αναμφίβολα σημαντικά όσο και η εκπαίδευση στην εγκληματολογική έρευνα των Μέσων. Ακόμη κι αν το συνθετικό περιεχόμενο μπορεί ενίοτε να ξεγελάει το ανθρώπινο μάτι, το στατιστικό μάτι του αλγόριθμου της ηλεκτρονικής εγκληματολογικής έρευνας πιθανώς να γνωρίζει πως πρόκειται για πλαστογραφία. Μία πρόσφατη ερευνητική μελέτη με τίτλο FaceForensics χρησιμοποιεί τη μηχανική νοημοσύνη για να ανιχνεύσει αν μία βιντεοσκόπηση προσώπων είναι αληθινή με ακρίβεια 98,1%. Μία άλλη προσέγγιση ανιχνεύει τη ροή του αίματος στο πρόσωπο του ατόμου που απεικονίζεται στο βίντεο, με σκοπό να παρατηρήσει αν οι εικονοψηφίδες γίνονται πιο κόκκινες περιοδικά, τις στιγμές που η καρδιά διοχετεύει αίμα. Το Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας (NIST) δραστηριοποιείται σε περαιτέρω έρευνες επί του αντικειμένου με το Media Forensics Challenge, και, πράγματι, δημοσιεύονται ετησίως εκατοντάδες ερευνητικές διατριβές με θέμα την ψηφιακή εγκληματολογία.
Εντούτοις, ο μεγαλύτερος όγκος αυτής της τεχνολογίας απέχει μακράν από το σημείο να την καταστήσει προσιτή στο ευρύ κοινό και εύχρηστη στην εφαρμογή της για τη δημοσιογραφία. Ενώ υπάρχουν μερικά ολοκληρωμένα εργαλεία, όπως η πλατφόρμα InVid, η οποία στοχεύει στην επαλήθευση των Μέσων, οι περισσότερες μέθοδοι υπολογιστικής εγκληματολογίας βρίσκονται ακόμη σε προκαταρκτικά στάδια έρευνας που είναι, συνεπώς, μη προσβάσιμα στην καθημερινή ροή εργασιών των δημοσιογράφων. Επομένως, απαιτείται περισσότερη δουλειά.
Επιπροσθέτως, εκτός από τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς, και άλλες ομάδες έχουν ηθική υποχρέωση να αστυνομεύουν το υλικό ψεύτικων βίντεο. Ορισμένοι από τους έτερους ενδιαφερόμενους κατέχουν τις δικές τους ερευνητικές πηγές, μην κάνουμε λόγο για τις βαθιές τσέπες τους: οι πλατφόρμες πληροφόρησης, που συχνά καταλήγουν να φιλοξενούν συνθετικά Μέσα, θα μπορούσαν να συνδράμουν στην εν λόγω δουλειά. Για παράδειγμα, εάν Facebook και YouTube ενσωμάτωναν τον αλγόριθμο FaceForensics, θα μπορούσαν να ανιχνεύσουν και να επισημάνουν εμφανώς ύποπτα βίντεο. Μια τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άλλο ένα σινιάλο για τους χρήστες και τα μήντια ώστε να είναι επιφυλακτικοί για τη γνησιότητα κάποιου βίντεο, και ίσως καταδείκνυε την προθυμία των πλατφορμών τεχνολογίας να λειτουργήσουν προς όφελος της κοινωνίας, αντί αποκλειστικά και μόνο να κυνηγούν βραχυπρόθεσμα οικονομικά κέρδη.
Προκειμένου να οικοδομηθεί η απαιτούμενη εμπιστοσύνη, οι εν λόγω πλατφόρμες επιβάλλεται να είναι διαφανείς όσον αφορά τον όρο «επαλήθευση». Για παράδειγμα, αν η διαδικασία είχε ενσωματωθεί στο φίλτρο περιορισμένης πρόσβασης του YouTube, οι τελικοί χρήστες θα μπορούσαν να ελέγξουν εάν τα επισημασμένα βίντεο έχουν αυτομάτως απομονωθεί. Και αν οι εταιρείες τεχνολογίας προσέφεραν δωρεάν αλγόριθμους εγκυρότητας των ΜΜΕ μέσω των API (Διεπαφών Προγραμματισμού Εφαρμογών), οι δημοσιογράφοι δεδομένων θα μπορούσαν να ενσωματώσουν τις ενδείξεις επαλήθευσης στην ευρύτερη ροή των εργασιών τους με οποιοδήποτε τρόπο θεωρούν κατάλληλο, όπως πράττουν ήδη σε μεγάλο βαθμό για τις έως σήμερα κοινότοπες εργασίες τους, όπως η γεωκωδικοποίηση ταχυδρομικών διευθύνσεων σε γεωγραφικές συντεταγμένες.
Πάρα ταύτα, οι τεχνικές της ψηφιακής εγκληματολογίας μπορούν να μας καθοδηγήσουν μόνο σ’ έναν περιορισμένο βαθμό. Είναι δύσκολες να εφαρμοστούν, απαιτούν υψηλή κατάρτιση για να ερμηνευθούν, συχνά δεν είναι αξιόπιστες και, όπως κάθε άλλη μορφή ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών, χρειάζεται συνεχή και διαρκή επαλήθευση και προσοχή. Ένα δεύτερο επίπεδο της εγκληματολογικής έρευνας εξετάζει προσεκτικά το συγκείμενο των Μέσων ως προς τη γνησιότητα: εάν η σύνθεση μίας εικόνας μπορεί να παραχθεί με τόση ευκολία, τα μεταδεδομένα περί του χρόνου, της τοποθεσίας, του κοινωνικού περιβάλλοντος, ή άλλα καθίστανται ολοένα και πιο σημαντικό να εξακριβώνονται ορθά. Εάν μία ύποπτη εικόνα μεταφορτωθεί από κάποιον λογαριασμό που δημιουργήθηκε μόλις χθες, και κατά πώς φαίνεται έχει λεγεώνες αυτοματοποιημένων ακολούθων, αυτό αποτελεί άλλη μία ένδειξη. Η ερμηνεία των συμφραζομένων για χάρη της ορθότητας, αποτελεί μία νέα μορφή ψηφιακού εγγραμματισμού, όπου οι δημοσιογράφοι θα χρειαστούν, και πάλι, εκπαίδευση, εξειδίκευση και εργαλεία που θα τους βοηθούν στην κατανόηση αυτού του νεφελώδους περιβάλλοντος.
Όπως ακριβώς τα συστήματα επαλήθευσης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν κωδικοποιηθεί και εφαρμόζονται από υπηρεσίες ασφαλείας όπως οι Storyful και Bellingcat — οι οποίες ακολουθούν αυστηρές διαδικασίες για να ελέγχουν τριπλά, να επιβεβαιώνουν και να τεκμηριώνουν το περιεχόμενο και την προέλευσή του — οι δημοσιογράφοι πρέπει να διευρύνουν και να κωδικοποιήσουν τη ροή των εργασιών τους προκειμένου να αξιολογήσουν αν μία εικόνα, βίντεο ή κείμενο είναι αποτέλεσμα κάποιας σύνθεσης αλγοριθμικών ψευδών ειδήσεων, κατασκευασμένων βίντεο, κ.λπ. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί οφείλουν να επιτείνουν την προσοχή τους στη διαφάνεια της μεθόδου. Ισχυρές και τυποποιημένες διαδικασίες για τη διαλεύκανση και την αποκάλυψη συνθετικών Μέσων πρέπει να αναπτυχθούν και να δοθούν στη δημοσιότητα. Επιπλέον, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί χρειάζεται να δεσμευθούν δημοσίως να εφαρμόσουν πίστα όλα τα παραπάνω. Είναι θέμα εμπιστοσύνης. Ο κόσμος πιθανώς να συρρεύσει σε επώνυμα Μέσα, τα οποία γνωρίζει ότι ακολουθούν σχολαστικές και διεξοδικές διαδικασίες.
Εάν κανείς από εμάς δεν μπορεί να εμπιστευτεί ούτε τα ίδια του τα μάτια στο διαδίκτυο, ίσως μπορεί να ελπίσει πως κάποιο ΜΜΕ ακολουθεί αυστηρές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσει πως οτιδήποτε δημοσιεύει είναι πράγματι αξιόπιστο. Τα συνθετικά Μέσα θα μπορούσαν να αποτελέσουν απλώς εκείνο το κάτι που θα οδηγήσει το κοινό πίσω στην αγκαλιά των κυρίαρχων συμβατικών ειδησεογραφικών οργανισμών.