Της Χρύσας Δαγουλά*
Η πρόσφατη προεκλογική περίοδος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού προσφέρει ένα ερευνητικό πεδίο που αναδεικνύει σειρά ζητημάτων τόσο για το σύγχρονο πρόσωπο της πολιτικής, όσο και για τον ρόλο της δημοσιογραφίας. Ένα εξ αυτών είναι και η έννοια του «political endorsement», της δημόσιας υποστήριξης ενός εκ των υποψηφίων είτε από δημόσια πρόσωπα, είτε από μερίδα του Τύπου.
Με σημείο εκκίνησης την εκτεταμένη στήριξη που έλαβε η υποψήφια των Δημοκρατικών, Hillary Clinton, σχεδόν από κάθε Μέσο της χώρας (με χαρακτηριστικότερο ίσως το παράδειγμα του περιοδικού Atlantic που έχει υποστηρίξει μέχρι σήμερα μόλις τρεις εκ των υποψηφίων για τον Λευκό Οίκο ή, ακόμη, το παράδειγμα μη πολιτικών Μέσων που δεν έχουν προβεί ποτέ σε endorsement) τροφοδοτείται γενναιόδωρα η συζήτηση σχετικά με τον ρόλο της δημοσιογραφίας σε μια σύγχρονη δημοκρατία.
Τόσο από την πλευρά του επαναπροσδιορισμού των χαρακτηριστικών του επαγγέλματος, κυρίως στην εποχή των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όσο κι από την πλευρά της «συστημικής» σχέσης πολιτικής και δημοσιογραφίας. Πρόκειται για μια σχέση που συνεχώς αναδιαμορφώνεται, υπακούοντας εν πολλοίς στις προσταγές του εκάστοτε κοινωνικού περιβάλλοντος.
Παρότι η έννοια του endorsement δεν είναι καθόλου άγνωστη στο αμερικανικό κοινό, στο εν Ελλάδι δημοσιογραφικό πεδίο το φαινόμενο είναι κάθε άλλο παρά σύνηθες. Με την προσέγγιση του ζητήματος από δύο πλευρές, αυτή που καθιστά το endorsement πρόκληση για τη δημοσιογραφική αντικειμενικότητα, αλλά και αυτή που το καθιστά αρωγό του δημοκρατικού ρόλου του Τύπου, επιχειρείται στο παρόν κείμενο να αναλυθεί το πιο πάνω φαινόμενο.
Political endorsement, αντικειμενικότητα και ο ορισμός της δημοσιογραφίας
Η έννοια του political endorsement έχει μακρά ιστορία στον αμερικανικό Τύπο, όπως φανερώνει η ύπαρξη σχετικών ερευνών, που υπογραμμίζουν ότι – τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο – η σημασία του έγκειται στον βαθμό κατά τον οποίον επηρεάζει την πολιτική συμπεριφορά του κοινού. Μάλιστα, οι περισσότερες συμπεραίνουν ότι η πράξη αυτή έχει κάποια επίδραση (Busterna, J.C., & Hansen, 1976-84).
Η υποστήριξη του υποψηφίου γίνεται κατά κόρον στο κύριο άρθρο (editorial page) της εφημερίδας, εκφράζοντας τη συλλογική γνώμη του συμβουλίου των συντακτών (editorial board). Παρότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κατά αυτόν τον τρόπο η άποψη που διατυπώνεται περιορίζεται σε αυτήν τη σελίδα, το επιχείρημα μοιάζει να μην ευσταθεί – το κείμενο της υποστήριξης καταδεικνύει τρόπον τινά τη «γραμμή» της εφημερίδας και συχνά αποτελεί μήλον της έριδος για τους αναγνώστες της.
Η πράξη επηρεάζεται από οικονομικά κίνητρα, αλλά και από την αίσθηση που έχουν οι συντάκτες για τη σύσταση του αναγνωστικού τους κοινού (Meltzer, K., 2007) και μπορεί να συνοδεύεται από οικονομική υποστήριξη ή άλλου είδους διαφημιστική προώθηση, σε κάθε περίπτωση ωστόσο αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του εκλογικού μηχανισμού.
Επηρεάζει όμως το political endorsement την αντικειμενικότητα ενός Μέσου; Πριν απαντηθεί αυτό το ερώτημα, είναι σημαντικό να εξεταστεί η έννοια της αντικειμενικότητας και ο εξέχων χώρος που αυτή καταλαμβάνει στη θεωρία της δημοσιογραφίας.
Πράγματι, μεγάλη μερίδα ερευνητών έχει συνδέσει τη δημοσιογραφία με την έννοια της αντικειμενικότητας – ο Mark Deuze επί παραδείγματι, στο άρθρο του «Τι είναι δημοσιογραφία» (Deuze, M., 2005) αναφέρεται στην «ιδεολογία της δημοσιογραφίας», στο σύνολο δηλαδή των ιδεών, αρχών και αντιλήψεων που εν συνεχεία μεταφράζονται σε μια πλειάδα πράξεων από τους επαγγελματίες του χώρου.
Βασισμένος σε μια σειρά άλλων ερευνών, υποστηρίζει ότι η ιδεολογία αυτή ενέχει πέντε χαρακτηριστικά, ανάμεσα τους και η αντικειμενικότητα: οι δημοσιογράφοι οφείλουν να είναι αμέτοχοι, ουδέτεροι, αντικειμενικοί, δίκαιοι και συνεπώς αξιόπιστοι. Tα ερωτήματα που γεννώνται εδώ ωστόσο είναι εάν η μη έκφραση άποψης διασφαλίζει την αξιοπιστία και, αντίστοιχα, εάν η αξιοπιστία επηρεάζεται από πράξεις όπως η υποστήριξη πολιτικών υποψηφίων.
Τοποθετώντας τη συζήτηση στα νέα μιντιακά περιβάλλοντα που διέπονται από τα χαρακτηριστικά των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έννοιες όπως η αντικειμενικότητα μπορούν να ιδωθούν μέσα από ένα νέο πλαίσιο. Ήδη από την εποχή που τα blogs εισέβαλαν στο δημοσιογραφικό περιβάλλον, τα άρθρα γνώμης απέκτησαν μεγαλύτερο εύρος, η άποψη εισχώρησε σε περισσότερα είδη δημοσιογραφικού λόγου, και τα όρια μεταξύ ουδετερότητας και μη – ειδικά στις νέες πλατφόρμες – έγιναν εντόνως δυσδιάκριτα.
Πράγματι, στο πλαίσιο των κοινωνικών δικτύων, και δη του Twitter, γίνεται φανερό πως οι προσωπικές τοποθετήσεις δεν λείπουν – αντιθέτως (Hedman, U. & Djerf-Pierre, M., 2013). Σε ποιον βαθμό όμως η διατύπωση άποψης απειλεί την αντικειμενικότητα του δημοσιογράφου κι ακόμα περισσότερο τον δημοκρατικό ρόλο της δημοσιογραφίας; Σε ποιον βαθμό οι παραδοσιακές δημοσιογραφικές αξίες οφείλουν να προσαρμόζονται στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες;
Μία πρόταση που υποστηρίζει το παρόν κείμενο είναι ότι θα μπορούσε να διευρυνθεί ο – ούτως ή άλλως προβληματικός – όρος «αντικειμενικότητα» (υπό την έννοια της ουδετερότητας) ώστε να συμπεριλάβει αυτόν της «διαφάνειας» (transparency): ο δημοσιογράφος ή το Μέσο μπορούν να παίρνουν θέση επί ενός ζητήματος, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, τηρώντας τις επιταγές της διαφάνειας και χωρίς να βάλλεται η αξιοπιστία, η δυναμική και ο διαχρονικά σημαντικός ρόλος της δημοσιογραφίας ως βασικού στοιχείου μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Η εν λόγω διεύρυνση μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός ορισμού της δημοσιογραφίας που θα υπογραμμίζει ταυτόχρονα και τον ρόλο της στη δημοκρατία. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται ο ορισμός των Kovach και Rosenstiel (Hedman, U. & Djerf-Pierre, M., 2013), που αναδεικνύει ως κύριο σκοπό της δημοσιογραφίας την παροχή πληροφοριών στους πολίτες, έτσι ώστε αυτοί να καθίστανται ελεύθεροι και αυτο-κυβερνώμενοι.
Προς την ίδια επίσης κατεύθυνση κινείται και ο διττός ορισμός του Martin Conboy (Hedman, U. & Djerf-Pierre, M., 2013) που παρέχει μια πιο ολιστική προσέγγιση στον πυρήνα του επαγγέλματος: η δημοσιογραφία είναι αυτή που αντιμετωπίζει τον σύγχρονο κόσμο παρέχοντας αληθή στοιχεία γι’ αυτόν ή απόψεις βασισμένες σε αληθή στοιχεία και ταυτοχρόνως είναι μια «ποικιλία τεχνολογικώς περιβαλλόμενης» επικοινωνίας, μια παραδοσιακή συμβολή στη δημοκρατική κουλτούρα, και μια μορφή διασκέδασης ή σχολιασμού που πλάθει εξειδικευμένη γνώση για μη εξειδικευμένα κοινά, προσκαλώντας τα πάντοτε στη συζήτηση».
Δημοσιογραφία και Δημοκρατία
Πώς εξυπηρετείται όμως ο δημοκρατικός ρόλος της δημοσιογραφίας; Δημοσιογραφία και δημοκρατία είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες. Φυσικά μπορεί να υποστηριχθεί ότι η δημοσιογραφία μπορεί είναι δυνατό να υπάρξει (και πράγματι υπάρχει) και σε μη δημοκρατικές κοινωνίες – περισσότερο με την έννοια ότι η δημοκρατία δεν είναι δυνατό να παράγει δημοσιογραφία και η δημοσιογραφία δεν παράγει δημοκρατία εκεί που δημοκρατία δεν υπάρχει.
Σε μη δημοκρατικές κοινωνίες όμως υπηρετεί τελείως διαφορετικούς ρόλους, που κυμαίνονται από τη διατήρηση του καθεστώτος μέχρι την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα. Θα μπορούσε ωστόσο να υποστηριχθεί ότι η δημοσιογραφία ανθίζει σε μία δημοκρατική κοινωνία – μνημειώδης είναι η αναφορά του James Carey ότι η «δημοσιογραφία είναι ένα άλλο όνομα για τη δημοκρατία». Παρότι πρόκειται για επιχείρημα που αγγίζει τα όρια της υπερβολής ή, όπως υποστηρίζει ο Michael Schudson, του ρομαντισμού, καταδεικνύει μία τάση.
Για τον Schudson, που εμφανίζεται περισσότερο σκεπτικιστής και θεωρεί αυτή τη σχέση περισσότερο πολύπλοκη από ό,τι ο Carey, η δημοσιογραφία πράγματι «δεν παράγει δημοκρατία εκεί που η δημοκρατία δεν υπάρχει», αλλά «μπορεί να βοηθήσει τη δημοκρατία να ευημερήσει», αν μεταξύ άλλων ξεκαθαρίσει τόσο στους δημοσιογράφους όσο και στο κοινό το πόσο σημαντικό δώρο προσφέρει η ενημέρωση στις δημοκρατικές φιλοδοξίες. Ο Jesper Strömbäck προσθέτει στον διάλογο μια ενδιαφέρουσα προοπτική: τοποθετεί τη σχέση τους υπό το πρίσμα ενός κοινωνικού συμβολαίου, με την έννοια ότι μεταξύ τους υπάρχει διασύνδεση και σχέση αμοιβαίας εξάρτησης.
Συμπερασματικά, η δημοσιογραφία χρειάζεται τη δημοκρατία ως ένα σύστημα διακυβέρνησης που σέβεται την ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης και που προσφέρει έδαφος για την ανεξάρτητη από το κράτος διακίνηση πληροφοριών από τα Μέσα. Η δημοκρατία, από την άλλη, απαιτεί ένα σύστημα πληροφόρησης που θα ενθαρρύνει τον δημόσιο διάλογο και θα ασκεί έλεγχο στην εκάστοτε ομάδα διακυβέρνησης (ο επονομαζόμενος «watchdog role»). Φυσικά διαφορετικές δημοκρατικές κοινωνίες έχουν διαφορετικές απαιτήσεις από τη δημοσιογραφία (Siapera, E., 2012).
Αυτή η σχέση είναι ιδιάζουσας σημασίας για δύο λόγους: πρώτον γιατί υπογραμμίζει τη σημασία του να δρα η δημοσιογραφία σαν τέταρτη εξουσία (Fourth Estate) και ταυτόχρονα τονίζει τη συστημική σχέση μεταξύ πολιτικής και δημοσιογραφίας – ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με την έννοια του endorsement, το οποίο αποτελεί και την αφορμή για το παρόν κείμενο.
Αυτό που ονομάζουμε «τέταρτη εξουσία» ίσως αποτελεί προβληματικό όρο, καθώς η περιγραφή του μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως ιδεαλιστική, αφού κατά κύριο λόγο αποτελεί προβολή των ελπίδων για τον δημοκρατικό ρόλο του Τύπου. Σύμφωνα με τον Brian Mc Nair (2009), ο όρος, που πρωτοπαρουσιάστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα σε αναγνώριση της σημασίας του Τύπου για μια υγιή κοινωνία, στοχεύει να αναδείξει όχι μόνο το πόσο ζωτικής σημασίας είναι τα Μέσα ως ανεξάρτητη πηγή γνώσης, αλλά και ως προστασία απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας σε βάρος των πολιτών.
Φυσικά, το ανέφικτο της ιδεαλιστικής πτυχής γίνεται αμέσως πρόδηλο: τα Μέσα δεν μπορούν να είναι εντελώς ανεξάρτητα, υπάγονται στους νόμους της αγοράς και διέπονται από σχέσεις εξουσίας και πολιτικών συμφερόντων – ακόμη και εντός των ορίων κάθε οργανισμού. Μολαταύτα, η συγκεκριμένη πτυχή υπογραμμίζει τον σημαντικό δημοκρατικό ρόλο των Μέσων, που είναι αυτός της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος ή τουλάχιστον της άσκησης πίεσης στους διοικούντες ώστε οι τελευταίοι να λογοδοτούν δημοσίως για τα πεπραγμένα τους (Hampton, M., 2010) – άποψη που συμφωνεί και με την ιδεολογική προσέγγιση του Mark Deuze.
H άλλη πτυχή του ζητήματος αναδεικνύεται από τη σχέση μεταξύ πολιτικής και δημοσιογραφίας, που αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου πλέγματος σχέσεων: τα Μέσα, οι πολιτικοί αλλά και το κοινό συνιστούν οργανικά μέρη της πολιτικής επικοινωνίας και αποτελούν ένα «σύστημα αλληλεπιδράσεων», όπου η δράση καθενός έχει άμεσο αντίκτυπο στους στόχους και τα ενδιαφέροντα των άλλων δύο. Κι αυτό γιατί όλα τα μέρη συμμετέχουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στην παραγωγή, την υποδοχή και την ερμηνεία των πολιτικών μηνυμάτων.
Σύμφωνα με την Katrin Voltmer (2008) κάθε αλλαγή είτε εντός του συστήματος είτε εκτός αυτού – για παράδειγμα στον κοινωνικό ιστό – επηρεάζει τη δράση όλων των μερών του λειτουργώντας ως ντόμινο. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί λοιπόν πως πρόκειται για ένα πλέγμα «αλληλοδράσεων και διαπραγματεύσεων».
Συνεπώς, τα Μέσα επηρεάζονται από το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα το επηρεάζουν. Ο αντίκτυπος των «πράξεων» τους (π.χ. της υποστήριξης ενός υποψηφίου για ένα αξίωμα ειδικού βάρους), ανεξαρτήτως μεγέθους, είναι εξαιρετικά σημαντικός για τα άλλα δύο μέρη τους συστήματος – τόσο δηλαδή για το κοινό όσο και για το πολιτικό σύστημα.
Τι σημασία έχει λοιπόν η έννοια του endorsement; Ακόμα κι αν θεωρείται φαινομενικά μικρή ή ίσως και αναμενόμενη, η υποστήριξη ενός υποψηφίου από τον Τύπο μπορεί να έχει προβλεπόμενες ή απρόβλεπτες συνέπειες – μα πάντοτε συνέπειες: κατά τα λεγόμενα του John Dewey (1927), για παράδειγμα, «η δημοσιογραφία έχει τη δύναμη να πυροδοτήσει το πολιτικό ντιμπέιτ και τη συμμετοχή».
Έτσι, εκτός των άλλων, τα Μέσα οφείλουν να λειτουργούν υπεύθυνα. Οφείλουν όμως να λειτουργούν και αντικειμενικά; Ίσως ναι, ίσως όχι, οφείλουν ωστόσο – τηρώντας τους όρους της διαφάνειας – να υπηρετούν τον δημοκρατικό τους ρόλο, ακόμα κι αν αυτός προσλαμβάνει στις μέρες μας νέες, διευρυμένες διαστάσεις. Άλλωστε, το καλά ενημερωμένο κοινό είναι το κλειδί για μια υγιή και λειτουργική δημοκρατία (Papathanassopoulos, S. ed., 2011).
*Η Χρύσα Δαγουλά είναι ιστορικός και υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου του Sheffield.
Βιβλιογραφία:
Busterna, J.C., & Hansen, K.A., “Presidential Endorsement Patterns by Chain-Owned Papers”, 1976-84, Journalism Quarterly, 67 (2), pp. 286-294
Meltzer, K., 2007. “Newspaper editorial boards and the practice of endorsing candidates for political office in the United States”, Journalism, 8(1), pp. 83-103
Deuze, M., 2005. “What is journalism?”, Journalism, 3(4), pp.442–464.
Hedman, U. & Djerf-Pierre, M., 2013. “The Social Journalist”, Digital Journalism, 1(3), pp.368–385.
Kovach, B. & Rosenstiel, T., 2001. The Elements of Journalism, London: Crown Publishers.
Conboy, M., 2013. Journalism Studies, The basics, New York: Routledge. Βλ. ακόμη Conboy, M., 2004. Journalism, A critical history, London: Sage Publications.
Siapera, E., 2012. Understanding New Media, London: Sage Publications.
McNair, B., 2009. News and Journalism in the UK, 5th ed., New York: Routledge.
Hampton, M., 2010. “The Fourth Estate Ideal in Journalism History”. In: S. Allan, ed. The Routledge Companion to News and Journalism. London: Routledge, pp. 1–12.
Voltmer, K., 2008. “Comparing media systems in new democracies: East meets South meets West”. Central European Journal of Communication, 1(1994), pp.23–40. Διαθέσιμο στο: http://ptks.pl/cejc/wp-content/uploads/2012/07/CEJC_Vol_1_No1_Voltmer.pdf.
Dewey, J., 1927. The public and its problems 1st ed., Athens, Ohio: Swallow Press. Βλ. επίσης Voltmer, K., 2006. Mass media and Political Communication in New Democracies, London: Routledge.
Papathanassopoulos, S. ed., 2011. Media Perspectives for the 21st century, New York: Routledge.