Των Michael Schudson και Katherine Fink*
Μετάφραση: Μαργαρίτα Κυριάκου
Οι δημοσιογράφοι σχετίζονται διαφορετικά με το κοινό τους την εποχή των διαδικτυακών ειδήσεων, παρατηρεί ο C. W. Anderson στα πρόσφατα άρθρα του στο Journalism και το International Journal of Communication. Και τα δυο άρθρα βασίζονται σε έρευνα που διεξήγαγε ο Anderson σε αίθουσες σύνταξης των ειδήσεων στη Φιλαδέλφεια. (Ο Anderson είναι καθηγητής στον τομέα της Κουλτούρας των ΜΜΕ στο κολέγιο του Staten Island του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, και γράφει για το blog NiemanLab (niemanlab.org)· έκανε το διδακτορικό του στη σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, όπου σπούδασε κοντά στον Michael Schudson.)
Σύμφωνα με την έρευνα του Anderson, η σχέση δημοσιογράφου-κοινού άλλαξε εν μέρει επειδή είναι πια πολύ εύκολο να σχολιάσεις τις ειδήσεις γρήγορα και δημοσίως. Μπορείς πλέον να στείλεις στον εκδότη ένα mail αντί να του ταχυδρομήσεις ένα γράμμα. Οι διαδικτυακές επιστολές έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να δημοσιευθούν, και με λιγότερες επεμβάσεις, σε σχέση με το μικρό ποσοστό επιστολών που επιλέγονται για την έντυπη έκδοση. Κι ενώ τα γράμματα προς τον εκδότη συχνά καταχωνιάζονται στη στήλη των απόψεων, όπου οι δημοσιογράφοι μπορούν να τα προσπεράσουν, τα διαδικτυακά σχόλια συνήθως προσαρτώνται ακριβώς κάτω από τα άρθρα που προκαλούν αντιδράσεις.
Οι δημοσιογράφοι από τη μεριά τους δεν είναι ενθουσιασμένοι. «Η Φιλαδέλφεια είναι πραγματικά γεμάτη από ένα σωρό άξεστους βλάκες», είπε ένας ρεπόρτερ στον Anderson, με αφορμή τα σχόλια που είχε προκαλέσει ένα άρθρο. Το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι συχνά περιφρονούν τα σχόλια που στέλνουν αυτοί οι «άσχετοι» –οι οποίοι, χωρίς αμφιβολία, δεν αντιπροσωπεύουν το κοινό της ειδησεογραφίας στο σύνολό του–, εναρμονίζεται με τις προγενέστερες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις αίθουσες σύνταξης των ειδήσεων. Αυτό που έχει αλλάξει, ισχυρίζεται ο Anderson, είναι ότι οι δημοσιογράφοι δεν νιώθουν πλέον έκπληξη όταν το κοινό σχολιάζει τα άρθρα τους – την περιμένουν αυτή την αντίδραση, ακόμα κι αν συχνά δεν τους αρέσει.
Επίσης μια άλλη διαφορά είναι ότι τώρα το κοινό αξιολογεί, ακόμα και ανεξάρτητα από τη θέλησή του, μέσω των διαδικτυακών μετρήσεων (οι οποίες καταγράφουν τα άρθρα με τα περισσότερα «κλικ»). Οι δημοσιογράφοι –που φοβούνται ότι η έλλειψη «κλικ» θα μπορούσε να τους στοιχίσει ακόμα και τη δουλειά τους– παρακολουθούν αυτές τις καταμετρήσεις, όπως και οι αρχισυντάκτες και οι εκδότες, καθώς υψηλότερες μετρήσεις σημαίνει υψηλότερα έσοδα από διαδικτυακές διαφημίσεις.
Με αυτό το στόχο, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί επιστράτευσαν τη συνδρομή των λογισμικών διαδικτυακής παρακολούθησης και των προγραμματιστών-αναλυτών, για να μπορέσουν να ελέγξουν τη διαρκώς αυξανόμενη ροή δεδομένων. Παρά τους ουσιαστικούς ενδοιασμούς για την εγκυρότητα των καταγραφών των «κλικ» (βλ. Lucas Graves και John Kelly, «Confusion Online: Faulty Metrics and the Future of Digital Journalism», 2010, μια έκθεση για το The Tow Center for Digital Journalism), οι μετρήσεις απασχολούν τη σκέψη των δημοσιογράφων και των οργανισμών τους.
Επιπλέον, ακόμα κι αν η αντίδραση του κοινού, έστω και με τη συγκεντρωτική μορφή του «κλικ», βαραίνει περισσότερο στις ειδησεογραφικές αποφάσεις απ’ ό,τι παλαιότερα, αυτό σημαίνει ότι η δημοσιογραφία γίνεται πιο δημοκρατική; Εξαρτάται από το τι εννοούμε «δημοκρατική». Ο Anderson εξετάζει τρία είδη Μέσων, που τα αποκαλεί «outsider», το καθένα από τα οποία σχετίζεται διαφορετικά με το κοινό του και συμπυκνώνει –όπως εισηγείται ο Anderson– μια διαφορετική αντίληψη περί δημοκρατίας.
Τα «αλγοριθμικά» Μέσα σχετίζονται με το κοινό τους συγκεντρωτικά, κάπως σαν μεγάλες βάσεις δεδομένων. Στο πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρει, το Demand Media, οι ειδησεογραφικές αγορές παράγουν άρθρα που να ταιριάζουν με αυτά που ψάχνει ο κόσμος στο διαδίκτυο. Άρθρα του τύπου «Πώς να φτιάξετε ένα τρακτέρ» και «Πώς να ξεφλουδίζετε τα αυγά με λέιζερ» υποδηλώνουν τις τρύπες της αγοράς που περιμένουν να «γεμίσουν» από τους συντάκτες του Demand Media.
Αλλά είναι αυτό δημοκρατία; Κατά μία μηχανοποιημένη, εμπορευματοποιημένη εκδοχή της, ναι. Αυτή η «δημοκρατία», με το «αλγοριθμικό κοινό» της, απέχει πολύ από το κίνημα της δημόσιας δημοσιογραφίας (το δεύτερο παράδειγμα του Anderson για τα «outsider» MME), που οραματιζόταν ένα είδος γιγαντιαίας Εκκλησίας του Δήμου με διαμεσολαβητές τους δημοσιογράφους, και το κοινό να συμμετέχει με ρόλο «συμβουλευτικό».
Είναι, επίσης, κατά πολύ διαφορετική από τη μορφή της συμμετοχικής δημοκρατίας που ασπάζονται τα σχήματα της δημοσιογραφίας του πολίτη, όπως το Indymedia (το τρίτο παράδειγμα του Anderson), η οποία προτρέπει το κοινό «να είναι το Μέσο». Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι και τα αλγοριθμικά Μέσα απαιτούν τη συμμετοχή του κοινού – αλλά μόνο με τη μορφή μιας αυτοματοποιημένης, συγκεντρωτικής «κλικοκρατίας».
Το αλγοριθμικό κοινό δεν έχει τη δυνατότητα να εξηγήσει γιατί «κλίκαρε», αν είναι ευχαριστημένο που το έκανε, είτε αν θα «κλίκαρε» κάτι παρόμοιο και στο μέλλον.
Μπορούν τα αλγοριθμικά Μέσα να επηρεάσουν το δημόσιο βίο; Αν οι αλγόριθμοι καταλήξουν να υπαγορεύουν τις ειδησεογραφικές αποφάσεις, πώς αυτό θα αλλάξει τι διαβάζουμε, και τι είδος δημοκρατίας θα μπορούσαμε να έχουμε ή θα θέλαμε να έχουμε;
Ορισμένα στελέχη των ΜΜΕ είπαν στον Anderson ότι η αλγοριθμική δημοσιογραφία ενδυναμώνει το κοινό. Ας κρατάμε μικρό καλάθι! Ίσως η πραγματική δύναμη να βρίσκεται στα χέρια των κομπιουτεράδων δημοσιογράφων – των προγραμματιστών-ρεπόρτερ που δημιουργούν τους αλγόριθμους, και των οποίων η ανάλυση των αποτελεσμάτων οδηγεί τις ειδησεογραφικές αποφάσεις σε ανεξερεύνητα μονοπάτια. CJR
*Ο Michael Schudson και η Katherine Fink είναι συντάκτες του CJR.