του Δημήτρη Τσαϊλά*
Γνωρίζουμε ότι η στρατηγική προϋποθέτει τη δημιουργία της αιτιώδους λογικής που συνδέει τόσο τους τρόπους όσο και τα μέσα για την επίτευξη του επιθυμητού πολιτικού στόχου και των στρατηγικών αποτελεσμάτων. Η εν λόγω λογική αποτελεί μία συνεχή διεργασία σκέψης που παρέχει στρατηγική πρόθεση και ενημερώνει τους τρόπους, δημιουργώντας συνδέσμους σε στρατηγικό σχεδιασμό, οι οποίοι οδηγούν στη χρήση των μέσων κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτός ο παράγοντας είναι το στοιχείο που περιλαμβάνει τον υπολογισμό, την πονηριά και τη δημιουργία μίας στρατηγικής λογικής ή αλυσίδας αποτελεσμάτων. Στο παρόν άρθρο, αφού εξετάσουμε ένα απόσταγμα στρατηγικής, θα αναλύσουμε το πλαίσιο του υβριδικού πολέμου στον στρατηγικό σχεδιασμό, πλαίσιο το οποίο μας απασχολεί ιδιαίτερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο κύριος αντίπαλός μας ασχολείται με την προετοιμασία για τον πόλεμο του μέλλοντος, ενώ εμείς δείχνουμε να αμφισβητούμε την ανάγκη για υψηλή στρατηγική. Άλλοι υποστηρίζουν ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε την κουλτούρα ανάπτυξης μίας τέτοιας. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει δυσκολία χάραξης μίας αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής με συνέχεια και συνέπεια. Οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδεικνύουν ένα οξύ έλλειμμα στρατηγικής. Υπάρχουν πολλές αποδείξεις τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες που υποδηλώνουν ότι η ελλιπής σύλληψη και εφαρμογή εθνικής στρατηγικής έπληξαν τον Ελληνισμό. Υποψιάζομαι έντονα ότι θα δούμε το τέλος της Ιστορίας πολύ πριν από την έκλειψη της αξίας της ορθής στρατηγικής, εφόσον συνεχίσουμε να αδιαφορούμε, εφόσον δεν πιστεύουμε στο πνεύμα του πολέμου, που μας το κληροδότησε ο Θουκυδίδης στο μνημειώδες έργο «Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος» ως μια διαρκή ανθρώπινη λειτουργία, αιώνια συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση. Για ορισμένους, ευτυχώς, η στρατηγική θα διατηρήσει τη χρησιμότητά της, αρκεί οι κοινότητες ασφαλείας να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν τα εθνικά συμφέροντα, και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής με τις ένοπλες δυνάμεις να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και να ευθυγραμμίσουν τους εθνικούς πόρους για να επιτύχουν τους επιθυμητούς στόχους.
Βασικές αρχές Στρατηγικής
Η πρώτη και κύρια σκέψη για όσους χαράσσουν στρατηγική είναι μία σταθερή αντίληψη του στρατηγικού περιβάλλοντος και του πλαισίου στο οποίο πρέπει να διεξαχθεί η στρατηγική τους. Οι πηγές του πλαισίου μας αναφέρονται ως πολιτικές, στρατιωτικές, κοινωνικοπολιτισμικές, γεωγραφικές, τεχνολογικές και ιστορικές. Η κατανόησή μας για το στρατηγικό πλαίσιο αφορά την κατανόησή μας για τον αντίπαλο και το συγκεκριμένο περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η στρατηγική. Είναι σαφές ότι οι ελλείψεις στη στρατηγική απόδοση του Ελληνισμού στα ελληνοτουρκικά οφείλονται σε ελλείψεις στην κατανόηση του συγκεκριμένου πλαισίου και του πολιτισμού, που ο Ελληνισμός και οι σύμμαχοί μας επιδίωξαν να αλλάξουν. Η στρατηγική κουλτούρα δεν είναι ούτε σταθερή ούτε καθοριστική, αλλά διαμορφώνει την αναγνώριση των προβλημάτων και πλαισιώνει
αρχικά έναν φακό για λύσεις. Η καλή στρατηγική προϋποθέτει την κατανόηση του «αντιπάλου» και πρέπει να περιλαμβάνει μια κατανόηση της σχετικής ιστορίας, της γεωγραφίας, της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας. Υπάρχει η τάση στους ελληνικούς κύκλους χάραξης στρατηγικής να επιμένουν στις γραμμικές και ορθολογικές διαδικασίες, σαν να μπορεί να απομονωθεί η πολτική. Όπως υποστήριξε ο Κλαούζεβιτς (Clausewitz), οι εθνικές στρατηγικές αναπτύσσονται για να υποστηρίξουν την επίτευξη της «πολιτικής όπως καθορίζεται από την πολιτική». Αυτός είναι ο καλύτερος ορισμός, καθώς η πολιτική επηρεάζει ή καθοδηγεί την πολιτική και επομένως έχει αντίκτυπο στη χάραξη της στρατηγικής, η οποία πρέπει να είναι ανταγωνιστική. Το να είσαι ανταγωνιστικός σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι οποιαδήποτε στρατηγική λειτουργεί σε ένα διαδραστικό και εχθρικό περιβάλλον, στο οποίο και τα άλλα μέλη επιδιώκουν να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Μία ανταγωνιστική στρατηγική σέβεται τις επιλογές του αντιπάλου. Αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ότι ο πόλεμος είναι μία αμοιβαία μονομαχία, μία διαδραστική άσκηση δράσης, απάντησης και αντιπαράθεσης. Αυτή η σκέψη αποτελεί το σημείο της χάραξης στρατηγικής, όπου κάποιος λαμβάνει υπόψη τις σχετικές δυνάμεις και αδυναμίες του εαυτού του, καθώς και του αντίπαλου του. Η στρατηγική σχεδιάζεται και εκτελείται στον πραγματικό κόσμο, ένα περιβάλλον που, τελικά, διέπεται από περιορισμούς. Οι πιο προφανείς περιορισμοί είναι ο χρόνος, οι πληροφορίες και οι πόροι. Ο πόλεμος γενικά και οι επιχειρήσεις ειδικότερα είναι ανταγωνιστικοί και οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται σε ένα πλαίσιο που ανταμείβει τις έγκαιρες ενέργειες. Προβλέποντας, αποφασίζοντας και ενεργώντας με τον χρόνο ως τον πιο πολύτιμο πόρο, μπορεί κανείς να δημιουργήσει και να διατηρήσει πλεονέκτημα δράσης. Το ίδιο ισχύει και για τις πληροφορίες. Η στρατηγική βασίζεται στη συλλογή πληροφοριών και τη γνώση της άλλης πλευράς. Δεν πολεμούμε τα άψυχα αντικείμενα αλλά τους πραγματικούς ανθρώπους, με τις δικές τους ιδέες και με δική τους θέληση. Η έννοια της τριβής του Κλαούζεβιτς υπάρχει πέραν του επιχειρησιακού και τακτικού επιπέδου. Υπάρχει σε όλα τα επίπεδα, και έτσι υπάρχει η ανάγκη για σύνεση στην ανάληψη κινδύνων και δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί σε σχέση με την προσαρμοστικότητα στη στρατηγική σκέψη.
Όλος ο πόλεμος βασίζεται στην παραπλάνηση (Σουν Τζου)
Ο ολοένα και πιο εξελιγμένος υβριδικός πόλεμος, οι προηγμένες στρατιωτικές δυνατότητες, τα έξυπνα όπλα και ο διάχυτος ανταγωνισμός ισχύος εκτιμάται ότι θα αναδιαμορφώσουν τις μελλοντικές κρίσεις και συγκρούσεις, προκαλώντας τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης για κλιμάκωση, αλλά και τις προσπάθειες διατήρησης σταθερότητας. Αυτό το αναδυόμενο περιβάλλον ασφάλειας θα απαιτήσει νέες ιδέες και εργαλεία για τη διαχείριση του κινδύνου ακούσιας κλιμάκωσης, για τη μείωση των συγκρουσιακών καταστάσεων στο ζωτικό μας χώρο τόσο στο Αιγαίο όσο και τη Μεσόγειο. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές έννοιες της κλιμάκωσης, οι οποίες υποδήλωναν γραμμικά και κάπως προβλέψιμα πρότυπα από την κρίση χαμηλού επιπέδου έως τον ολοκληρωτικό πόλεμο (στον οποίο μετά τη συνθήκη της Λοζάνης δεν φτάσαμε ποτέ), οι κλιμακωτές αλληλεπιδράσεις σε αυτήν τη νέα εποχή στρατηγικού ανταγωνισμού θα είναι λιγότερο προβλέψιμες. Πράγματι, ολοένα και πιο εξελιγμένες επιχειρησιακές τακτικές σε επίπεδο υβριδικού πολέμου, όπως η παραπληροφόρηση και ο συνεχιζόμενος αναθεωρητισμός σε περιφερειακό, μάλιστα, επίπεδο, προσθέτουν νέες προκλήσεις και επιπλέον πολυπλοκότητα στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών κρίσεων, με πιο ανταγωνιστικό και αμφισβητούμενο περιβάλλον ασφαλείας, πυροδοτώντας μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων μεταξύ των χωρών μας.
Η αυξανόμενη χρήση τακτικών υβριδικών επιχειρήσεων και η συνεχής δημιουργία γκρίζων ζωνών από την Τουρκία αντικατοπτρίζει την άποψη ότι οι στρατηγικοί τους στόχοι επιτυγχάνονται καλύτερα με άλλα μέσα εξαναγκασμού, χωρίς τη χρήση της άμεσης συμβατικής στρατιωτικής αλληλεπίδρασης. Φυσικά, αυτές οι μέθοδοι δεν είναι ξένες στον ανταγωνισμό ισχύος. Η κατασκοπεία, η προπαγάνδα και η εξαπάτηση, ή ακόμη και η χρήση μεσολάβησης του τουρκικού λόμπι στο εξωτερικό και του ακήρυχτου πολέμου των μυστικών υπηρεσιών ως εργαλείων στρατηγικού ανταγωνισμού, είναι αρχέγονες πρακτικές. Όμως τα τελευταία χρόνια η Τουρκία του Ερντογάν αισθάνεται υποχρεωμένη να αμφισβητήσει τις θεσμικές δομές και να αποφύγει τον άμεσο παραδοσιακό στρατιωτικό ανταγωνισμό, ακολουθώντας παράλληλα ασύμμετρες προσεγγίσεις σε έναν ανταγωνισμό εκτός της παραδοσιακής μονιμότητας στο συμβατικό στρατιωτικό πεδίο, μέσα από ευρείες, συμβατικές εκστρατείες επιρροής και τη δέσμευση ψηφιακών διακομιστών μεσολάβησης. Έτσι, η Τουρκία ελπίζει να προωθήσει τα ενδιαφέροντά της χωρίς σαφή απόδοση ευθυνών ή κίνδυνο στρατιωτικής κλιμάκωσης. Αυτές οι στρατηγικές στον συμβατικό τομέα μπορεί να μην είναι εντελώς νέες, αλλά τα σύγχρονα χρησιμοποιούμενα εργαλεία επιτρέπουν στους Τούρκους να μεταμορφώσουν τη στρατηγική σημασία του αντισυμβατικού χώρου μάχης και της δύναμης εξαναγκασμού με τον υβριδικό πόλεμο. Τροφοδοτείται από την τεχνολογική καινοτομία και τη διαχείριση της ήπιας ισχύος του ισλαμισμού – ιδίως από την τεχνολογία, που βασίζεται στα ψηφιακά μέσα, τον κυβερνοχώρο και την τεχνητή νοημοσύνη (AI) σε ένα ανταγωνιστικό τοπίο
πιο περίπλοκο και δυναμικό από πριν.
Η ανοδική εξέλιξη στον διαδικτυακό τομέα μοιάζει περισσότερο με διαδικτυακούς στρατιώτες που περιπλανιούνται ελεύθερα μέσα στην ψηφιακή πατρίδα του αντιπάλου, με τη βοήθεια προηγμένων εργαλείων του κυβερνοχώρου. Η παραπληροφόρηση και τα οπλισμένα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται αντί για τους ένοπλους αντάρτες, που πολεμούν στα πεδία των μαχών με όπλα μαύρης αγοράς σε απομακρυσμένες περιοχές. Επιπλέον, αυτές οι νέες μορφές επιρροής και πληροφοριών δεν είναι ο αποκλειστικός τομέας των σύγχρονων και μεγάλων δυνάμεων. Αντίθετα, η προσβασιμότητα της τεχνολογίας της πληροφορίας υποδηλώνει ισοπέδωση του ανταγωνισμού όχι μόνο για κράτη, αλλά και μη κρατικούς φορείς και μη κυβερνητικές οντότητες.
Τέτοιες γκρίζες ζώνες ανταγωνισμού μπορεί να υπάρχουν χωρίς να διακυβεύονται/ επαπειλούνται πολεμικές συγκρούσεις, αρκεί η δυνατότητα αντιμετώπισης κάθε χώρας να παραμένει ασφαλής και οι κίνδυνοι λαν- θασμένου υπολογισμού να παραμένουν ελεγχόμενοι. Τι θα συμβεί, ωστόσο, αν ο πολιτικός αποκεφαλισμός μπορεί να επιτευχθεί μέσω του οπλισμού των κοινω- νικών μέσων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, σε συνδυασμό με κυβερνοεπιθέσεις που βασίζονται σε πληροφορίες; Τι θα συμβεί αν, υπονομεύοντας και χει- ραγωγώντας θεσμούς κυβερνητικών και πολιτικών ηγε- τών, τα κράτη μπορούν να χρησιμοποιήσουν τακτικές γκρίζας ζώνης για να διαχωρίσουν τους λαούς από τους ηγέτες και τους θεσμούς τους, να προκαλέσουν εσωτε- ρική σύγκρουση και να εμποδίσουν τη λήψη αποφάσε- ων από τους αρμοδίους;
Η επιτυχής και ανθεκτική αποτροπή σε αυτήν την εποχή απαιτεί να σκεφτούμε με νέο τρόπο την αξιοπιστία και τη συμμόρφωση, ενόψει ενός ολοένα και πιο οπλισμένου πληροφοριακού περιβάλλοντος. Η αυξανόμενη προσβασιμότητα, η ωρίμανση και διάδοση διαδικτυακών πλατφορμών και ψηφιακών εργαλείων έχουν, αφενός, εκδημοκρατίσει τις πληροφορίες, αλλά, αφετέρου συνέβαλαν επίσης στην εύκολη χειραγώγηση και κατάχρηση, η οποία υπονομεύει αξιόπιστες και έγκυρες πηγές πληροφοριών. Βαθιά ψεύτικα, οπλισμένα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα χρησιμοποιηθούν για να δυσφημίσουν την εφαρμογή και την επαλήθευση της αποτροπής.
Αυτή η νέα εποχή θα απαιτήσει νέα σκέψη για τα εργαλεία και τις έννοιες της αποτροπής και της κλιμάκωσης, μία προσαρμογή παλαιότερων ιδεών και ανάπτυξη νέων. Η γραμμική πορεία κλιμάκωσης μεταξύ κρίσης χαμηλού επιπέδου και ολοκληρωτικής σύγκρουσης βασίστηκε σε δυνητικά προβληματικές προσδοκίες αναλογικότητας και παγκοσμίως κοινές αντιλήψεις αποτροπής. Το σύγχρονο θολό πεδίο των συγκρούσεων, καθώς και ο πολλαπλασιασμός των παραγόντων σε αυτό το τοπίο αμφισβητούν αυτήν την έννοια της κλιμάκωσης και θέτουν υπό αμφισβήτηση τη χρησιμότητά της. Αντί να προχωρήσει σταδιακά, με σαφή όρια μεταξύ συμπεριφοράς που θα προκαλούσε συμβατική απόκριση, η κρίση ή η σύγκρουση μεταξύ αντιπάλων σε αυτό το νέο περιβάλλον είναι πολύ πιο περίπλοκη και απρόβλεπτη. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν πρέπει να αμφισβητούν την αντιπροσωπευτική αξία αυτής της στρατηγικής θεώρησης της παραπλάνησης, αλλά να ενισχύσουν τους μηχανισμούς πληροφοριών-αντιπληροφοριών.
Η αντίδραση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στις υβριδικές απειλές
Οι υβριδικές απειλές απαιτούν η εθνική στρατηγική να έχει προσανατολισμό στον πόλεμο του μέλλοντος και τη γρήγορη μεταβαλλόμενη σχέση μεταξύ στρατηγικής και τεχνολογίας στις συγκρούσεις εναντίον με τους αντιπάλους μας. Οι υβριδικές επιθέσεις είναι ένας πόλεμος που διεξάγεται με αυτόνομα συστήματα, που αν επεκταθεί σε γενικευμένο πόλεμο θα μπορούσε να αποτελέσει προάγγελο μίας περιφερειακής καταστροφής. Βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πώς θα υπερασπιστούμε τον Ελληνισμό ενάντια σε μια τέτοια απειλή και πώς θα πολεμήσουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ) για να κερδίσουν έναν τέτοιο πόλεμο. Είναι άμεση ανάγκη να εξετάσουμε την αλληλεπίδραση της στρατηγικής των ΕΕΔ με τις ταχέως αναδυόμενες τεχνολογίες και το βαθμό στον οποίο πρέπει να προσαρμοστούν, αν επιθυμούμε η συλλογική αποτροπή και η άμυνα της Ελλάδας να αποκτήσει αξιοπιστία στην παρούσα κατάσταση που έχουμε περιέλθει, για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του πιθανολογούμενου μελλοντικού πολέμου.
Είναι επείγον να εξετάσουμε τη στρατηγική για αυτού του είδους τον πόλεμο, ως μελέτη περίπτωσης στην εξελισσόμενη στρατηγική απειλή. Ο σκοπός μας πρέπει να είναι η ανταπόκριση του Ελληνισμού και η νέα ισορροπία δυνάμεων με πολλαπλασιαστές ισχύος στην περιοχή μας, προκειμένου να προστατεύσουμε επιτυχώς τις ευάλωτες, ανοιχτές κοινωνίες μας και να σχεδιάσουμε τη μελλοντική δομή των στρατιωτικών δυνάμεων, που θα είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της αξιόπιστης αποτροπής και άμυνας. Η ποσοτική και ποιοτική αύξηση των προκλήσεων από την Τουρκία και, παράλληλα, το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα που εμφανίστηκε από το 2014 προς την πατρίδα μας αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την Ελληνική αρχιτεκτονική ασφάλειας.
Η είσοδος των υβριδικών απειλών μας βρήκε απροετοίμαστους και αιφνιδιασμένους. Τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, πέραν της τουρκικής απειλής, η Εθνική Στρατηγική εστίασε σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις των διεθνών οργανισμών και αντιμετώπιση της διεθνούς πειρατείας. Σήμερα, η Ελλάδα αναγκάζεται να επιστρέψει στο αρχικό της βασικό καθήκον της εθνικής άμυνας, το οποίο αναδείχθηκε, μεταξύ άλλων, από την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών αεροναυτικών δυνάμεων, με τις οποίες αμφισβητήθηκε έμπρακτα η ισορροπία δυνάμεων και η εκμετάλλευση των υβριδικών απειλών με προεξάρχον θέμα το ανεξέλεγκτο ζήτημα μετανάστευσης και οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών. Ωστόσο, σε αμφότερα τα αναφερόμενα θέματα αποκαλύπτεται ότι ο Ελληνισμός έπρεπε να κάνει πολλά περισσότερα από όσα έπραξε.
Ο Ελληνισμός έπρεπε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη σοβαρότητα το φαινόμενο των «υβριδικών απειλών και επιθέσεων».
Υβριδικές είναι εκείνος ο τύπος απειλών που συνδυάζει αυτονόητα και συγκαλυμμένα στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα, δημιουργώντας έτσι ασάφειες που μπορούν να περιπλέξουν σοβαρά μία ενιαία απάντηση. Η έννοια της «υβριδικής απειλής» δεν είναι καινούργια. Αυτό που είναι καινούργιο, όμως, είναι η απρόσκοπτη ενορχήστρωση της τουρκικής στρατηγικής με χρήση στρατιωτικών και μη στρατιωτικών εργαλείων, όπως αποδείχθηκε στο Αιγαίο, αλλά και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου υφίστανται κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνισμού, τα οποία αμφισβητούνται.
Η Τουρκία, τα τελευταία χρόνια έχτισε μία εντυπωσιακή στρατιωτική ισχύ, ανατρέποντας υπέρ της την ισορροπία ισχύος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αυξήσει κατακόρυφα τις παραβιάσεις και παραβάσεις στις εναέριες και θαλάσσιες ζώνες, να ξεκινήσει έναν κυβερνοπόλεμο κατά του Ελληνισμού, να παρεμποδίσει τις έρευνες φυσικού αερίου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και να υποστηρίξει την αναχώρηση μεταναστών προς τα ελληνικά νησιά και τα ηπειρωτικά σύνορα με μοντέρνο εξοπλισμό. Αυτές όλες οι πράξεις συνοδεύτηκαν από μια μαζική εκστρατεία παραπληροφόρησης στο εσωτερικό και προς το εξωτερικό με διπλό σκοπό: πρώτον, να δημιουργήσει αμφισβητήσεις των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, για να κερδίσει την εξωτερική νομιμοποίηση. Δεύτερον, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η Τουρκία δεν είχε καμία σχέση με τη μετακίνηση των μεταναστών και ότι, μάλιστα, προσπαθεί να αναχαιτίσει το κύμα, ζητώντας και αποζημιώσεις από την ΕΕ, για να χειριστεί το μεταναστευτικό ζήτημα.
Η ίδια η ιδέα του πολέμου του μέλλοντος είναι αμφιλεγόμενη και πρέπει να αναγνωριστεί ως τέτοια.
Η ιδέα ότι οι κοινωνίες και τα συναφή στρατιωτικά τους συστήματα θα μπορούσαν να κατανοηθούν ως σύνθετα συστήματα ενθάρρυνε την άποψη (που αντα- νακλάται στις περίπλοκες έρευνες για κέντρα βάρους του εχθρού) την οποία θα κληθούμε να προσβάλουμε ακριβώς στο σωστό μέρος και στο σωστό χρόνο. Εάν όμως αυτή η προσβολή αντέξει, τότε θα επηρεάσει όλα τα διασυνδεδεμένα μέρη. Σε όλες σχεδόν τις εξεταζόμενες περιστάσεις ο Ελληνισμός δεν θα καταρρεύσει και θα απαντήσει δυναμικά. Εντούτοις, στοιχεία από την τουρκική στρατηγική και τη στρατιωτική στάση της υποδηλώνουν ότι η ηγεσία της Τουρκίας πιστεύει πραγματικά ότι ένας συνδυασμός τουρκικών δυνάμεων και τρωτών σημείων του Ελληνισμού θα μπορούσε να προ- σφέρει στην Άγκυρα μια τέτοια «αποφασιστική στιγμή». Ή, τουλάχιστον, πιστεύουν ότι κάποια στρατηγικά οφέλη θα μπορούσαν να προκύψουν για την Τουρκία, δεδομένου ότι αυτή η σκέψη είναι τώρα κεντρική στη μεγάλη και στρατιωτική στρατηγική της Τουρκίας.
Τρισδιάστατη ηθική κατά τις Υβριδικές επιθέσεις
Στην καθημερινότητά μας, οι υβριδικές επιθέσεις σχεδιάζονται υπό το πρίσμα τριών διαστάσεων: προθέσεις, μέσα και συνέπειες. Οι προθέσεις περιλαμβάνουν τόσο τις δηλωμένες αξίες όσο και τα προσωπικά κίνητρα. Οι περισσότεροι ηγέτες εκφράζουν δημοσίως στόχους που ακούγονται ευγενείς και αντάξιοι, παρόλο που τα προσωπικά τους κίνητρα, όπως το εγώ και το συμφέρον τους, μπορεί να διαστρεβλώνουν με ακρίβεια αυτούς τους στόχους. Επιπλέον, οι καλοί στόχοι πρέπει όχι μόνο να ικανοποιούν τις αξίες ενός ατόμου, αλλά και να υποβάλλονται σε δοκιμασία σκοπιμότητας. Διαφορετικά, οι καλύτερες προθέσεις μπορούν να έχουν καταστροφικές ηθικές συνέπειες, παρομοιάζοντάς τες με το δρόμο προς την κόλαση. Το πολιτικό και πολιτειακό σύστημα της Ελλάδας το 1920 μπορεί να είχε καλές προθέσεις όταν έστειλε ελληνικά στρατεύματα στην τότε Οθωμανική αυτοκρατορία στην ενδοχώρα της Ανατολίας, αλλά οι καλές προθέσεις των ηγετών δεν αποτελούν απόδειξη για αυτό που μερικές φορές λέγεται παραπλανητικά «ηθική σαφήνεια».
Η δεύτερη σημαντική διάσταση είναι τα διατιθέμενα μέσα. Τα μέσα πρέπει να είναι σύγχρονα και ικανά για να επιτύχουμε τους στόχους μας. Εννοώ ότι τα διατιθέμενα μέσα εξαρτώνται από την ποιότητά τους, καθώς και από την αποτελεσματικότητά τους. Ένας ηθικός ηγέτης θα εξετάσει πρώτα την ήπια ισχύ έλξης και τη σημασία της ανάπτυξης της εμπιστοσύνης των άλλων χωρών, επικαλούμενος, παραδείγματος χάρη, το Διεθνές Δίκαιο, αν και το καταπατά. Όταν πρόκειται για χρήση μέσων, οι ηγέτες καλούνται να αποφασίσουν πώς να συνδυάσουν τη σκληρή ισχύ των προτροπών και των απειλών με τη μαλακή ισχύ αξιών, πολιτισμού, διπλωματίας και πολιτικών που προσελκύουν τους ανθρώπους στους στόχους τους. Η χρήση σκληρής ισχύος όταν η μαλακή ισχύς δεν είναι απαραίτητη για την προστασία των αξιών εγείρει σοβαρά ηθικά ερωτήματα σχετικά με τα μέσα.
Όσον αφορά τις συνέπειες, η αποτελεσματικότητα είναι ζωτικής σημασίας και προϋποθέτει την επίτευξη των στόχων της χώρας, αλλά οι ηθικές συνέπειες πρέπει, επίσης, να είναι καλές όχι μόνο για τον Ελληνισμό, αλλά και για τους άλλους. Στην πράξη, η αποτελεσματικότητα και τα δεοντολογικά μέσα συχνά συνδέονται στενά. Ένας ηγέτης που επιδιώκει ηθικούς αλλά μη ρεαλιστικούς στόχους ή χρησιμοποιεί αναποτελεσματικά τα μέσα μπορεί να προκαλέσει τρομερές ηθικές συνέπειες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι ηγέτες με καλές προθέσεις αλλά με αδυναμία παρακολούθησης της πραγματικότητας με ρεαλισμό, και ο απερίσκεπτος έλεγχος της πραγματικότητας παράγουν μερικές φορές κακές συνέπειες, και οδηγούν σε ηθική αποτυχία.
Η στρατηγική για την αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών μπορεί να διαιρεθεί σε τρία στάδια.
Προετοιμασία: Αυτό το στάδιο βασίζεται στην υπόθεση ότι η υπεράσπιση έναντι των υβριδικών απειλών χρειάζεται να καταστεί μόνιμη αποστολή όλων των δομών του Ελληνισμού. Ως εκ τούτου, ο πρωταρχικός στόχος είναι να κατανοηθεί καλύτερα το φαινόμενο των υβριδικών επιθέσεων και να δημιουργηθούν κατάλληλες υπηρεσίες. Αυτές οι υπηρεσίες απαιτείται να συλλέγουν και να αξιολογούν συνεχώς πληροφορίες για τον εντο- πισμό φαινομενικά άσχετων γεγονότων ως υβριδικών εκστρατειών και να προβαίνουν στην ταυτοποίηση των δραστών. Καθώς οι υβριδικές επιθέσεις κατευθύνονται κυρίως κατά κρατών και κυβερνήσεων, η ευθύνη για την αντιμετώπιση τέτοιων επιθέσεων έγκειται κυρίως στα ίδια τα κράτη. Η ΕΕ σε αυτή την περίπτωση μπορεί να βοηθήσει να εντοπίσουμε τα εθνικά τρωτά σημεία και να ενισχύσουμε, έτσι, την ανθεκτικότητά τους. Μια στρατηγική αντιμετώπισης υπογραμμίζει, επίσης, τον υποστηρικτικό ρόλο της ΕΕ σε τομείς όπως του προγραμματισμού έκτακτης ανάγκης σε συνοριακές περιοχές και της προστασίας των υποδομών ζωτικής σημασίας. Επίσης, το ΝΑΤΟ μπορεί να συνδράμει, υποστηρίζοντας τις στρατηγικές επικοινωνίες, τον κυβερνοχώρο, την ενεργειακή ασφάλεια και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Αποτροπή: Η αποτροπή των υβριδικών απειλών επιχειρείται κυρίως για να πεισθούν οι δυνητικοί αντίπαλοι ότι το κόστος των ενεργειών τους θα ξεπεράσει κάθε εύλογο κέρδος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα που θα λάβει η ευρύτερη διεθνής κοινότητα (π.χ. κυρώσεις), αλλά και με την “κατάδειξη”, για να στερήσει την ανωνυμία από τον αντίπαλο και να τον θέσει κάτω από πολιτική και ηθική πίεση. Στο μεταναστευτικό, για παράδειγμα, η ίδια η ΕΕ χρειάζεται να επικεντρώνει τις προσπάθειές της στην περαιτέρω αύξηση της ανταπόκρισης των διωκτικών αρχών Λιμενικού και Ακτοφυλακής με την προσαρμογή των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και νέων δομών διοίκησης για συντόμευση των χρόνων επαναπροώθησης.
Υποστήριξη: Στην αρχική φάση, η άμυνα κατά μίας υβριδικής επίθεσης μπορεί να περιορίζεται στα χρησιμοποιούμενα όργανα από τον εισβολέα, για παράδειγμα, στον κυβερνοχώρο. Ο πρωταρχικός στόχος είναι να αποφευχθεί μία υβριδική σύγκρουση και να μην κλιμακωθεί στο στρατιωτικό επίπεδο. Σε περίπτωση, όμως, τέτοιας κλιμάκωσης, ο Ελληνισμός απαιτείται να ανταποκριθεί στρατιωτικά. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που απαιτείται οι στρατιωτικές ασκήσεις να προσαρμοστούν στην πρόκληση των υβριδικών απειλών. Με την εισαγωγή υβριδικών στοιχείων στα σενάρια, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί φορείς λήψης αποφάσεων αναγκάζονται, πλέον, να αντιμετωπίσουν τα διλήμματα που μπορούν να θέσουν οι υβριδικές απειλές, όπως ο καθορισμός ορίων για την ενδεχόμενη συλλογική δράση σε περιπτώσεις όπου οι επιθέσεις του αντιπάλου υπερβαίνουν το επίπεδο ανοχής.
Συμπεράσματα
Η στρατηγική είναι μία ακατάστατη και μη γραμμική διαδικασία. Πρέπει να επιτευχθεί, αλλά λίγο καλύτερα και ταχύτερα από τους αντιπάλους μας. Η ικανότητα να αμφισβητείς τη συμβατική σοφία, να βλέπεις μέσα από τον φλοιό και να διακρίνεις την ουσία ενός προβλήματος, να αποκαλύπτεις την ψευδαίσθηση ή την αλαζονεία, και να σχεδιάζεις μια στρατηγική που προωθεί μια θεωρία επιτυχίας είναι πολύ σκληρή δουλειά. Η υγιής στρατηγική δεν είναι ψευδαίσθηση ή ύβρις. Είναι, απλώς, το καλύτερο αντίδοτο για τη στρατηγική πενία και η καλύτερη ασφάλεια που έχει κάθε πολιτεία έναντι καταστροφών.
Η προσέγγιση μας για την αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών οδήγησε σε μια συνεπή διεύρυνση των αντι-υβριδικών εργαλείων, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων μας με άλλους παράγοντες, ιδίως με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί τομείς στους οποίους πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη. Πρώτα απ’ όλα, ο ρόλος των στρατιωτικών μέσων στην αποτροπή ή την υπεράσπιση των υβριδικών επιθέσεων δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητός. Σε ορισμένες υβριδικές ενέργειες, όπως κυβερνοεπιθέσεις και «ψεύτικες ειδήσεις», ο ρόλος της στρατιωτικής αποτροπής είναι πιθανό να παραμείνει μικρός. Τα στρατιωτικά μέσα χρησιμεύουν κυρίως για να διασφαλιστεί ότι μια υβριδική σύγκρουση δεν θα μετατραπεί σε στρατιωτική εκστρατεία. Αν, από την άλλη πλευρά, οι υβριδικές επιθέσεις είναι μόνο πρόδρομοι σε μια στρατιωτική επίθεση, όπως συνέβη τον Φεβρουάριο στον Έβρο, η άμυνά μας μπορεί να χρειαστεί νωρίτερα να αναπτύξει τα στρατιωτικά της προτερήματα, όπως πράγματι έγινε.
Η άμυνα κατά των υβριδικών απειλών είναι μια μακροπρόθεσμη στρατηγική πρόκληση για την Εθνική Άμυνα, που απαιτεί βαθιές αλλαγές στις διαδικασίες σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων. Σε μια εποχή όπου η Τουρκία προσπαθεί να μας εμπλέξει σε πολεμικά παίγνια, η διαχείριση κρίσεων και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι ενέργειες διαδοχικές. Στην εποχή των υβριδικών απειλών απαιτείται μία πιο δυναμική προσέγγιση. Με βάση μία συνεχώς ενημερωμένη αξιολόγηση του στρατηγικού περιβάλλοντος, οι επιλογές μας είναι ότι πρέπει να αναπτυχθεί, να ασκηθεί και ενδεχομένως, να αναληφθεί συλλογική δράση. Για τις Ένοπλες Δυνάμεις που εδώ και δεκαετίες έχουν επικεντρωθεί μόνο στις στρατιωτικές απαντήσεις στις στρατιωτικές προκλήσεις, αυτή η προσαρμογή μπορεί να είναι επώδυνη. Ωστόσο, όταν οι αντίπαλοι όλο και περισσότερο λειτουργούν στη γκρίζα ζώνη, η Εθνική Στρατηγική δεν μπορεί, πλέον, να αντέξει να σκέφτεται μόνο με τη λογική του άσπρου-μαύρου.
*Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ. Δίδαξε, μεταξύ άλλων, επί σειρά ετών, στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως και της Στρατηγικής και Ασφάλειας ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.