του Βασίλη Σωτηρόπουλου
Είναι διάχυτη η αντίληψη ότι τα ΜΜΕ διέρχονται από μία σοβαρή κρίση “περιεχομένου”. Η ετερογένεια των πηγών και ο παραμορφωτικός καθρέφτης των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν ρευστοποιήσει τη δεοντολογία. Υπάρχουν ορισμένοι θεμελιώδεις κανόνες της δημοσιογραφίας που καταπατώνται καθημερινά. Πρόκειται για αρχές που διέπουν την ηθική των ΜΜΕ και οι οποίες κάποτε αποτυπώνονται σε κώδικες δημοσιογραφικών ενώσεων ή ενώσεων ιδιοκτητών. Πολύ συχνά τα ίδια τα δικαστήρια κατηγοριοποιούν αυτές τις αρχές ως “τα συναλλακτικά ήθη του Τύπου“. Πρόκειται για αυτονόητους κανόνες όπως η υποχρέωση διασταύρωσης της ακρίβειας της είδησης, η υποχρέωση αναζήτησης της αντίθετης άποψης, το καθήκον αλήθειας, ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής, του πένθους, του τεκμηρίου της αθωότητας. Αυτός ο σκληρός πυρήνας της δημοσιογραφικής δεοντολογίας υποκύπτει στην ανάγκη για ταχύτητα, για διεύρυνση του ακροατηρίου, για προσέλκυση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κοινού ή και υπόγειων χρηματοδοτήσεων σε πιο βαριές περιπτώσεις εξωνημένων ΜΜΕ και δημοσιογράφων. Το πρόβλημα με τη δεοντολογία στην εποχή μας είναι ότι κανείς δεν ασχολείται με αυτήν και ακόμη και οι δημοσιογράφοι που επιθυμούν να είναι ευπρεπείς μπορεί να την αντιμετωπίζουν ως πάρεργο.
Οι κλασικές λύσεις…
Οι παραβάσεις της δεοντολογίας αντιμετωπίζονται συνήθως με τη λογική της κύρωσης. Κάθε δημοσιογραφική ένωση έχει ένα πειθαρχικό συμβούλιο, στο οποίο παραπέμπονται τα μέλη της που παραβιάζουν τις γενικές αρχές και ανάλογα με την κρίση του συμβουλίου, είτε το μέλος τιμωρείται με κάποια πειθαρχική ποινή (π.χ. επίπληξη, διαγραφή μέλους κ.τ.λ.) είτε αθωώνεται.
Συνήθως οι αποφάσεις αυτές αναρτώνται και στην ιστοσελίδα της ένωσης, ώστε να υπάρχει και κάποια ηθικής μορφής επίπτωση για τον παραβάτη. Μια άλλη, πιο σκληρή λύση στις δεοντολογικές παραβάσεις είναι η επιβολή του νόμου. Σε περιπτώσεις διασποράς ψευδών ειδήσεων υπάρχει η δυνατότητα να κινηθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα ή να εξεταστεί ένας ρ/τ σταθμός από ένα Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ή μια Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ανάλογα με την παράβαση. Σε περιπτώσεις θιγόμενων ιδιωτών, υπάρχει η δυνατότητα να επιληφθούν και τα αστικά δικαστήρια, επιδικάζοντας χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το πρόβλημα με αυτές τις κλασικές λύσεις όμως είναι ότι λειτουργούν μόνο εκ των υστέρων, κατασταλτικά. Δεν υπάρχει προληπτική προστασία ή επίβλεψη κατά τη διάρκεια της παραγωγής και διάδοσης του μηντιακού προϊόντος. Γι’ αυτό και οι κλασικές λύσεις κρίνονται αποσπασματικές και ανεπαρκείς για τη διασφάλιση ποιοτικής δημοσιογραφίας, αφού ο στόχος τους συνήθως είναι η εξασφάλιση της συνδικαλιστικής πειθαρχίας και της νομιμότητας κι όχι αυτή καθαυτή η παραγωγή αξιόλογου περιεχομένου.
Ένα νέο πρόσωπο
Μια πιο σύγχρονη λύση είναι η μεταφύτευση του θεσμού του ombudsman εντός του Μέσου ενημέρωσης. Η επιτυχής πορεία του Συνηγόρου του Πολίτη και του Συνηγόρου του Καταναλωτή μπορεί να δώσει έναυσμα για την αξιοποίηση του ίδιου μοντέλου σε επίπεδο Μέσων ενημέρωσης. Ένα πρόσωπο που υπηρετεί και αμείβεται από το Μέσο ενημέρωσης, αλλά διατηρώντας έναν βαθμό ανεξαρτησίας από τη διοίκησή του, έτσι ώστε να κερδίζει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό τόσο των δημοσιογράφων όσο και των πολιτών που παρακολουθούν το Μέσο ενημέρωσης (αναγνωστών/ ακροατών/ τηλεθεατών κ.τ.λ.).
Αυτός ο Συνήγορος του Μέσου μπορεί να είναι η προσωποποίηση των κανόνων της δεοντολογίας: εντελώς συμβουλευτικά είτε από μόνος του (αυτεπάγγελτα), είτε κατόπιν ερωτήματος ή πρόσκλησης, μπορεί να συμβουλεύει τη δημοσιογραφική ομάδα ή και μεμονωμένα κάθε δημοσιογράφο, συντάκτη, αρχισυντάκτη, υπεύθυνο ύλης κ.τ.λ. για τον τρόπο πραγμάτωσης των αρχών της δεοντολογίας. Επίσης, όταν υπάρχουν διαμαρτυρίες από το κοινό, μπορεί αυτός να επιλαμβάνεται με την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του να εξετάσει το φαινόμενο που έχει καταγγελθεί και να αποφανθεί κατά πόσον τηρήθηκε ή όχι η δεοντολογία. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να δημοσιοποιεί το αποτέλεσμα της έρευνάς του στο ίδιο το Μέσο ενημέρωσης, σαν μια μορφή αναγνώρισης του λάθους και έμπρακτης αποκατάστασης της αρχής που παραβιάστηκε.
Δουλεύει ήδη!
Ο ombudsman είναι ήδη μια πραγματικότητα σε μεγάλα Μέσα ενημέρωσης. Πρόσωπα αδιαμφισβήτητου κύρους και εμπειρίας που αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν την τήρηση της δεοντολογίας όχι μόνο κατασταλτικά (όπως τα πειθαρχικά συμβούλια, τα ΕΣΡ και τα δικαστήρια), αλλά και προληπτικά και, πολύ περισσότερο, συμβουλευτικά και παιδευτικά. Ο ρόλος των media ombudspersons είναι να διαμορφώσουν μια κουλτούρα σεβασμού της δεοντολογίας κι όχι να καταγγείλουν στείρα τις παραβιάσεις. Ένα Μέσο ενημέρωσης που έχει προσλάβει media ombudsman δείχνει ότι σέβεται τόσο το αναγνωστικό κοινό του, όσο και τους ίδιους τους εργαζόμενους σε αυτό, αφού προσθέτει ακόμη έναν σύμβουλο για τη βελτίωση της ποιότητας του περιεχομένου που παράγει. Ο Συνήγορος του Μέσου είναι ένα πρόσωπο που προσφέρει πρόσθετη αξία στην ίδια τη λειτουργία του Μέσου ενημέρωσης, αναβαθμίζει τη σχέση του με το κοινό που το παρακολουθεί και επενδύει στην επαύξηση της αξιοπιστίας του. Οι ombudsmen σε γνωστές εφημερίδες διεθνούς κυκλοφορίας έχουν μόνιμες στήλες, στις οποίες είτε αναπτύσσουν ζητήματα δεοντολογίας, είτε απαντούν σε ερωτήματα και καταγγελίες αναγνωστών, είτε τοποθετούνται επί γενικότερων ζητημάτων που αφορούν τις αρχές της δημοσιογραφίας. Είναι ένα νέο δομικό στοιχείο ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού λογοδοσίας μέσα στο ίδιο το Μέσο ενημέρωσης, εφόσον βέβαια λειτουργεί τηρώντας τις γενικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία της καλής εφαρμογής του θεσμού, όπως αυτές καταγράφονται ήδη στη βιβλιογραφία.