Της Ruth Margalit / Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
Πιθανώς ο Αμίρ Τιμόν να είχε προβλέψει πως ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου θα κατατρυχόταν εντέλει από την ανάμειξή του στα μήντια. Το 2013, ο Τιμπόν, νεαρός παραγωγός, μπήκε στα μουντά, ίδια με κουτιά, κεντρικά γραφεία της δια- δικτυακής πύλης ενημέρωσης Walla News, στο Τελ Αβίβ, προκειμένου να δώσει συνέντευξη για τη θέση του διπλωματικού ανταποκριτή. Η εταιρία Walla, ιδιοκτησίας του Ισραηλινού μεγαλοεπιχειρηματία Σαούλ Έλοβιτς, θεωρείτο εκείνη την περίοδο ένας από τους ειδησεογραφικούς ιστότοπους με τη μεγαλύτερη ανα- γνωσιμότητα στη χώρα και με επιδίωξη να ξεπεράσει τον αντίπαλό της, Ynet, εξασφαλίζοντας έτσι μία θέση στην κορυφή. «Από εσένα περιμένουμε να στριμώξεις τους πάντες και να μην τους αφήσεις σε χλωρό κλαρί», θυμάται τα λόγια του συντάκτη της Walla. Ο Τιμπόν πήρε τη δουλειά και, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, κινήθηκε πράγματι επιθετικά, γράφοντας επικριτικά άρθρα για τον Πρόεδρο Σιμόν Πέρες, τους υπουργούς τού κυβερνώντος κόμματος Λικούντ, ακόμη και για τον Νετανιάχου. Ωστόσο, δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι ο Τιμπόν να πληροφορηθεί πως υπάρχει ένα θέμα που ανήκε στην απαγορευμένη ζώνη: η σύζυγος του Νετα- νιάχου, Σάρα. Ο Τιμπόν αγνοούσε τον λόγο. Παρ’ όλα αυτά, δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα από την απαγό- ρευση. «Θα μπορούσε, κάλλιστα, να ερμηνευθεί ως επιχείρημα της σύνταξης» να κρατηθεί μυστική η οικογενειακή ζωή του πρωθυπουργού, ισχυρίζεται.
Ωστόσο, αναπολεί ο Τιμπόν, το 2014 «άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα». Δημοσιεύματα άνευ προφανούς αντικειμενικής υπόστασης, γραμμένα από το «επιτελείο της Walla» και διανθισμένα με κολακευτικές φωτογραφίες, άρχισαν να προβάλλονται στον ιστότοπο, σε περίοπτη θέση: Η Σάρα ανάβει τα κεριά στη γιορτή της Χάνουκα μαζί με επιζώντες του Ολο- καυτώματος, η Σάρα επισκέπτεται έναν σταθμό της Πυροσβεστικής, οι «στιλιστικές μεταμορφώσεις» της Σάρας — συνοδευόμενες από φωτογραφίες της ίδιας να ποζάρει, με το χέρι στον γοφό, φορώντας ένα μαύρο φόρεμα, ενώ ακολουθούν φωτογραφίες της Μισέλ Ομπάμα και της Ζακλίν Κένεντυ.
Μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Νετανιάχου είχε παραγκωνίσει τον Υπουργό Ενημέρωσης και Επι- κοινωνίας, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον ρόλο — κίνηση – ανήκουστη – για Ισραηλινό Πρωθυπουργό. Τον Ιανουάριο, δύο μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές, κατατέθηκε αγωγή από δύο πρώην εργαζομένους στην πρωθυπουργική κατοικία, που υποστήριζαν πως η Πρώτη Κυρία είχε δημιουργήσει «ατμόσφαιρα φόβου» εκεί – γεγονός που διαψεύδει η οικογένεια Νετανιάχου. Ο ιστότοπος Walla, όπως και άλλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, δημοσίευσαν τις αναφορές των πρώην εργαζομένων.
Ο Έλοβιτς διάβασε το δημοσίευμα στην ιστοσελίδα Walla και έγινε έξαλλος. Κατείχε την συντριπτική πλειοψηφία των μετοχών της Bezeq, της μεγαλύτερης ισραηλινής εταιρίας τηλεπικοινωνίας. Η εταιρία του είχε δημιουργήσει χρέη διακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και ο ίδιος επεδίωκε διακαώς μια συμφωνία συγχώνευσης της Bezeq με τη Yes, ένα δορυφορικό δίκτυο που επίσης είχε στην κατοχή του, αποτιμώντας αδρά τις υπηρεσίες της Yes. Προκειμένου όμως να προχωρήσει η συγχώνευση, απαιτείτο έγκριση από τον Υπουργό Επικοινωνίας – με αλλά λόγια – από τον Νετανιάχου. Αφού διάβασε το άρθρο, ο Έλοβιτς έστειλε γραπτό μήνυμα στον Ιλάν Γεσούα, διευθύνοντα σύμβουλο της Walla: «Να το αποσύρετε αμέσως, θα καταστρέψει την έγκριση για τη Yes… Αλίμονο σας».
Ο Γεσούα πειθάρχησε. Σχεδόν μόλις αναρτήθηκε το θέμα, εξαφανίστηκε από τον ιστότοπο της Walla. Ο αναγνώστης που είχε τύχει να ανοίξει το δημοσίευμα προτού αυτό εξαφανιστεί, έβρισκε στη θέση του το μήνυμα: η σελίδα δεν βρέθηκε.
Τώρα ήταν η σειρά των δημοσιογράφων να εξοργιστούν. Μια ομάδα πήγε αποφασισμένη στο γραφείο του Γεσούα και τον απείλησε με παραίτηση. «Νιώθαμε πως χάνουμε τον έλεγχο της δημοσιογραφικής μας ανεξαρτησίας», θυμάται ο Τιμπόν. Αρκετοί διαμαρτυρήθηκαν στην Ένωση Δημοσιογράφων του Ισραήλ σχετικά με πρόδηλες αντιθέσεις συμφερόντων στην αίθουσα σύνταξης «Γνωρίζαμε πως η Walla προστατεύει τον Νετανιάχου», δηλώνει ο πρόεδρος της Ένωσης, Γιαΐρ Ταρτσίτσκι. «Είχαμε διαπιστώσει πως ο Έλοβιτς έκανε παραχωρήσεις – αλλά δεν ξέραμε τι εισέπραττε σε αντάλλαγμα». Η συγχώνευση – η οποία ολοκληρώθηκε με επιτυχία, αποφέροντας στον Έλοβιτς δέκα εκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τον Αβιχάι Μάντελμπλιτ, γενικό εισαγγελέα του Ισραήλ – αποτελεί σήμερα πόλο έλξης της
«Υπόθεσης 4000», της πιο σοβαρής εκ των τριών βασικών υποθέσεων διαφθοράς που εκκρεμούσαν σε βάρος του Νετανιάχου τον Φεβρουάριο, λίγες εβδομάδες πριν από την απόπειρα επανεκλογής του. Ο Μάντελμπλιτ ανακοίνωσε πως ο πρωθυπουργός επρόκειτο να παραπεμφθεί για δωροδοκία, απάτη και απιστία, εν αναμονή της ακροαματικής διαδικασίας. (Πρόσθεσε, επίσης, πως κατηγορίες επρόκειτο να απαγγελθούν κατά του Έλοβιτς και της συζύγου του για δωροδοκία και παρακώλυση της δικαιοσύνης). Τρεις πρώην υπασπιστές του Νετανιάχου – συμπεριλαμβανομένου του Νιρ Χέφετζ, ο οποίος ήταν εκπρόσωπος Τύπου και δεξί χέρι του Νετανιάχου – μετατράπηκαν σε κρατικά προστατευόμενους μάρτυρες.
Άλλη μία υπόθεση σε βάρος του Νετανιάχου – η «Υπόθεση 2000» – επίσης εμπλέκει τα Μέσα ενημέρωσης, επικαλούμενη πως ο Νετανιάχου πρόσφερε στον Αρνόν (Νόνι) Μόζες, εκδότη της εφημερίδας Yediot Ahronot συμφωνία για να καταστείλει την κυκλοφορία της Israel Hayom, βασικής ανταγωνιστικής εφημερίδας, με αντάλλαγμα την ευνοϊκή κάλυψη του πρωθυπουργού στην Yediot και τη «βοήθεια» στην εκλογή του, μια συμφωνία που ποτέ δεν ευδοκίμησε. Ο Νετανιάχου αρνείται κάθε αδικοπραξία και υποστηρίζει πως η κατηγορία του Μάντελμπλιτ δεν καθίσταται νομότυπη μέχρις ότου εξεταστούν οι μάρτυρες, γεγονός που κατά- φερε να καθυστερήσει έως τον Οκτώβριο. Τη στιγμή όμως που ανακοινώθηκαν οι κατηγορίες, η παντοδυναμία του Νετανιάχου άρχισε να αμφισβητείται για πρώτη φορά από την άνοδό του στην εξουσία. Την τελευταία δεκαετία, η πλειονότητα των Ισραηλινών έδειχνε πρόθυμη να παραβλέψει τις όποιες παραβάσεις του. Ακόμη και οι επικριτές του Νετανιάχου είχαν φθάσει στο σημείο να θεωρούν την ηγεμονία του αναπόφευκτη: η πρωθυπουργία του δεν περιοριζόταν χρονικά. Σήμερα, είναι πλέον αδύνατον να παραβλέψουμε πως κανένας Ισραηλινός ηγέτης δεν κυβέρνησε ποτέ άλλοτε υπό το βάρος καταγγελιών – γεγονός που ο Νετανιάχου εκμεταλλεύτηκε τους μήνες που ακολούθησαν την ανακοίνωση Μάντελμπλιτ για να καταφερθεί ενάντια σε ένα «παιχνίδι μαγισσών» ενορχηστρωμένο από τα «αριστερά Μέσα ενημέρωσης» που διψούν να τον ανατρέψουν. Σε αυτές τις έντονες φραστικές επιθέσεις, ο Νετανιάχου σπανίως κατονομάζει τον Μάντελμπλιτ – προφανώς επειδή, όπως γνώριζε πολύ καλά ο Νετανιάχου, το να κατηγορείς τον γενικό εισαγγελέα ου για κρυφή αριστερίζουσα ατζέντα είναι κάπως παρατραβηγμένο: ο Μάντελμπλιτ υπήρξε δικός του εντεταλμένος, πρώην γραμματέας της κυβέρνησης, νομικός που φοράει το εβραϊκό σκουφάκι με το αστέρι και ο οποίος χαίρει σεβασμού απ’ όλο το πολιτικό φάσμα.
Τα τεχνάσματα υπεράσπισης σχεδόν λειτούργησαν. Τον Απρίλιο, ο Νετανιάχου κέρδισε την επανεκλογή του. Ωστόσο, η τρωτότητά του ήταν εμφανής, αφού έναν μήνα μετά απέτυχε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού εντός σαράντα δύο ημερών, χρόνος που παραχωρείται βάσει της ισραηλινής νομοθεσίας. Μέσα σε μία άνευ προηγουμένου τροπή των γεγονότων, ο Νετανιάχου αναγκάστηκε να βρεθεί εκ νέου αντιμέτωπος με τους ψηφοφόρους, στις 7 Σεπτεμβρίου. «Θα διεξάγουμε μια καθαρή προεκλογική εκστρατεία, η οποία θα μας φέρει τη νίκη», δήλωνε στους δημοσιογράφους.
«Η νίκη θα είναι δική μας, η νίκη θα είναι του λαού». Μέχρι στιγμής, ο ρόλος του Νετανιάχου ως Υπουργού Επικοινωνίας έμοιαζε να παγιώνει την εξουσία του. Το εν λόγω αξίωμα τού επέτρεψε να σφετερίζεται κάθε ρυθμιστική απόφαση που είχε σχέση με τον έντονα δραστήριο τομέα των τηλεπικοινωνιών του Ισραήλ – τηλεοπτικά δίκτυα, παρόχους κινητής τηλεφωνίας, δια- δικτυακά start-ups – όπως επίσης και τις υποδομές του. Σε μια χώρα, όπου οι ιδιοκτήτες των μήντια τείνουν να είναι ισχυροί παίκτες και σε άλλες μεγάλες βιομηχανίες (κτηματομεσιτικές, ασφαλιστικές, πετρελαϊκές και αερίου), ο έλεγχος του Υπουργείου Επικοινωνίας και Ενημέρωσης σήμαινε επίσης πλήρης εξουσία επί των βασικών εκπροσώπων της οικονομικής ισχύος. Ωστόσο, οι κατηγορίες του Μάντελμπλιτ ανέδειξαν το παράδοξο που ήταν απόρροια της αναπάντεχης υπονόμευσης του Νετανιάχου: μια ιστορία κρατικής εμπλοκής, χειραγώγησης και οικονομικών συμφερόντων από τη μία πλευρά, αλλά και ενός σαρωτικού, προκλητικού και επιθετικού Τύπου από την άλλη – όπως μου τον περιέγραψε κάποιος παλαίμαχος δημοσιογράφος, ενός Τύπου που «δαγκώνει». Η συχνότερη έκφραση που χρησιμοποιείται στα πηγαδάκια των πολιτικών αναλυτών του Ισραήλ, όταν θέλουν να περιγράψουν την άποψη του Νετανιάχου για τον Τύπο, είναι: «εμμονή».
Ο ισραηλινός Τύπος δεν υπήρξε εξαρχής ανεξάρτητος. Επί σειρά ετών, η συμμετοχή στο κόμμα εξουσίαζε σχεδόν κάθε διάσταση της ιδιωτικής ζωής: τον χώρο εργασίας κάποιου, το σχολείο που φοιτούσαν τα παιδιά του, την εφημερίδα που διάβαζε το πρωί. Εφημερίδες στην εβραϊκή διάλεκτο εξακολουθούσαν να υφίστανται μέχρι και πριν από την ίδρυση της χώρας, το 1948, με βασικούς χρηματοδότες πολιτικά κόμματα ή ιδεολογικές οργανώσεις, που με τη σειρά τους υπαγόρευαν τη θεματολογία. Τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ισραηλινού κράτους, οι εκδότες θεωρούσαν πρωταρχική τους υποχρέωση τη «διαπαιδαγώγηση» του κοινού, και όχι την απόδοση ευθυνών στους ισχυρούς. Με πολλούς τρόπους, εκείνοι ήταν οι ισχυροί της χώρας. Ένας ισχυρός θεσμός, ονόματι Συντακτική Επιτροπή, διευκόλυνε τις ανταλλαγές ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον Τύπο, ενθαρρύνοντας ουσιαστικά την αυτολογοκρισία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 1960, ώσπου τα κρατικά τηλεοπτικά δίκτυα ενημέρωσης του Ισραήλ άρχισαν να εκτελούν ρόλο κατεστημένου και το κύρος των κομματικά προσκείμενων εφημερίδων φαλκιδεύτηκε. Περί τα τέλη του 1980, οι κομματικές εφημερίδες του Ισραήλ άρχισαν να κλείνουν. αργότερα, η συνδρομητική τηλεόραση ανέτρεψε άρδην το σκηνικό μετάδοσης των ειδήσεων.
«Και ετούτο συνέπεσε με την εμφάνιση του Νετανιάχου στο προσκήνιο», υποστηρίζει η Τεχίλλα Σβαρτς Αλτσούλερ, επικεφαλής του Προγράμματος Μεταρρύθμισης των ΜΜΕ στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας του Ισραήλ. Ο Νετανιάχου, ο οποίος είχε περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, καθώς και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, υπηρέτησε επί τέσσερα χρόνια ως πρέσβης του Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη, στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στο Ισραήλ, το 1988, έχοντας γίνει ευφραδής όχι μόνο της αγγλικής γλώσσας αλλά και της αμερικανικής παράδοσης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Παρατηρητές τον θυμούνται να πηγαινοέρχεται στις εκδηλώσεις του συντηρητικού κόμματος Λικούντ, εν όψει εκλογών, κουβαλώντας στις αποσκευές του κρεμάστρες με όμοια μπλε πουκάμισα – αλλάζοντας κάθε λίγες ώρες, προκειμένου να αποφύγει την εμφάνιση ιδρώτα μπροστά στην κάμερα. Ήξερε πώς να μακιγιάρεται. Και όλα αυτά, σε μια χώρα όπου οι πολιτικοί φημίζονταν για την εβραϊκή ατημελησία τους.
Ο Νετανιάχου «ήταν μετρ της τηλεόρασης», ισχυρίζεται ηΣβαρτς Αλτσούλερ. Αύξανε την τηλεθέαση και έφερνε την ίντριγκα στο μουντό περιβάλλον της τηλεό- ρασης, με ανταμοιβή την κολακευτική δημοσιογραφική κάλυψη στη ζώνη υψηλής ακροαματικότητας. («Σε τι οφείλουμε τη χαρά της επισκέψεώς σας στο Ισραήλ;» ξεκινούσε μια τοπική συνέντευξη με κρατικό παρουσι- αστή της χώρας).
Η σχέση Νετανιάχου και Τύπου άγγιξε το ναδίρ της ως επακόλουθο της δολοφονίας του Ράμπιν από Εβραίο εξτρεμιστή το 1995 και του θριάμβου του Νετανιάχου έναντι του Πέρες στις εκλογές για την πρωθυπουργία, την επόμενη χρονιά. Έναν μήνα περίπου πριν τη δολοφονία, ο Νετανιάχου στεκόταν χαμογελαστός στο μπαλκόνι, κατά τη διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας, ενώ το συγκεντρωμένο πλήθος των διαδηλωτών κραύγαζε «Θάνατος στον Ράμπιν». Οι δημοσιογράφοι δεν επέτρεψαν ποτέ στον Νετανιάχου να ξεχάσει το συμβάν, γράφοντας για προβοκατόρικη ατμόσφαιρα εκφοβισμού, συνδεδεμένη άμεσα με τη δολοφονία. Τον έβλεπαν σχεδόν ως σφετεριστή», δηλώνει ο Νάταν Ζάξ, διευθυντής του Brookings Institution’s Center για την πολιτική στη Μέση Ανατολή.
«Εάν ρίξετε μια ματιά σε όσα συνέβησαν, η σχέση δεν αποκαταστάθηκε ποτέ», απαντά ο Πφέφερ. «Το 1996, κατέστη σαφές πως τα Μέσα ενημέρωσης υποστήριζαν τον Πέρες και ανέμεναν να είναι αυτός ο νικητής. Όμως, όταν κέρδισε ο Νετανιάχου, η αίσθηση που επι- κρατούσε πλέον ήταν πως τα Μέσα την είχαν βάψει. Μπορούσαμε, κάλλιστα, να ισχυριστούμε πως αυτή υπήρξε η δυναμική έκτοτε».
Το 2015, αφότου η Walla εξαφάνισε το δημοσίευμα για τη Σάρα Νετανιάχου, διέρρευσε μήνυμα στον ιστότοπο Ynet, που με τη σειρά του το κοινοποίησε στους αναγνώστες του, πληροφορώντας τους για την είδηση. Εκτεθειμένη η διοίκηση της Walla, άλλαξε γραμμή πλεύσεως. Οι συντάκτες δεν αφαιρούσαν πλέον το περιεχόμενο στο διαδίκτυο με μεθόδους που ενδέχετο να εντοπιστούν. «Η ζημιά που προκαλείται από τη διαγραφή ενός κειμένου είναι τεράστια, και γίνεται
αντιληπτή από τους πάντες, γιατί η Google καταγράφει τα πάντα στη μνήμη», αναφέρει στο ερευνητικό πρό- γραμμα του μη κερδοσκοπικού οργανισμού HaMakor, ο Άβνερ Μπορόχωφ, συντάκτης της Walla. Αντ’ αυτού, οι εκδότες στράφηκαν στο να «θάβουν» ή να «υποβαθμίζουν», όπως έλεγαν, θέματα, τα οποία έκριναν μη ευνοϊκά προς τον πρωθυπουργό και την οικογένειά του. Παρόμοια περίπτωση αποτελούν, για παράδειγμα, δύο άρθρα που παραθέτουν λεπτομερώς την αγωγή που υπέβαλε πρώην οικονόμος, η οποία εισέπραξε απο- ζημίωση $44.000 από την οικογένεια Νετανιάχου. («Να υποβαθμιστεί το θέμα άμεσα», ειδοποίησε τον Γεσούα ο Έλοβιτς με γραπτό του μήνυμα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο του γενικού εισαγγελέα.)
Την ημέρα των εκλογών, στις 12.23 μ.μ., ένα βίντεο έκανε την εμφάνισή του στον λογαριασμό του πρωθυπουργού στο Facebook. Με φόντο τον χάρτη της Μέσης Ανατολής και μία ισραηλινή σημαία, εμφάνιζε τον Νετανιάχου, σε πολύ κοντινό πλάνο, να απευθύνεται σε τόνο που συνήθως υιοθετεί κάποιος για να καταγγείλει τρομοκρατικές επιθέσεις. «Οι Άραβες ψηφοφόροι καταφτάνουν κατά ορδές στις κάλπες», δήλωνε. «Αριστερές μη κυβερνητικές οργανώσεις τους μεταφέρουν με λεωφορεία». Τα ισραηλινά Μέσα απέφυγαν να δείξουν το βίντεο: η προβολή του θα παραβίαζε τους αυστηρούς κανόνες της χώρας περί προεκλογικής εκστρατείας. Ο ιστότοπος Walla, ωστόσο, πρόβαλε το βίντεο ως πρώτη είδηση στην αρχική του σελίδα, όπου και παρέμεινε επί ώρες.
Λίγη ώρα μετά την ανάρτηση του βίντεο, το κινητό του Γεσούα κουδούνισε. Είχε λάβει εισερχόμενο μήνυμα από τον Χέφετζ: «Έδειξα το πρώτο θέμα στον Μπίμπι – είναι ενθουσιασμένος». Το επόμενο πρωί, κόντρα στις προηγούμενες προβλέψεις, ο Νετανιάχου ανακηρύσσεται νικητής των εκλογών για την πρωθυπουργία.
Τέλη Δεκεμβρίου του 2016, σκάει η είδηση πως οι αστυνομικές αρχές ερευνούν πιθανή εγκληματική συμπεριφορά του Νετανιάχου και άλλων δύο επιχειρηματιών, των οποίων η ταυτότητα παραμένει κρυφή. Αργά το επόμενο βράδυ, ο Έλοβιτς καλεί εκτάκτως τον Γεσούα στα βόρεια προάστια του Τελ Αβίβ. Φημολογείται πως ο Χέφετζ είχε ήδη επισκεφτεί τον Έλοβιτς νωρίτερα το απόγευμα, προειδοποιώντας τον πως η μία εκ των ερευνών πιθανώς να αφορά τις επαφές που είχε ο ίδιος με τον πρωθυπουργό. Σύμφωνα με αναλυτικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Haaretz, ο Έλοβιτς ζήτησε τη διαβεβαίωση του Γεσούα ότι θα ισχυριστεί σε όσους διερευνούν την υπόθεση πως όλες οι αποφάσεις αναφορικά με την ειδησεογραφική κάλυψη στη Walla λαμβάνονταν αποκλειστικά και μόνο από τον ίδιο – τον Γεσούα – και πως ο Έλοβιτς δεν είχε παρέμβει ποτέ σε θέματα περιεχομένου. Επιπλέον, ο Έλοβιτς ανέφερε στον Γεσούα πως μαζί με τον Χέφετζ είχαν συμφωνή- σει να διαγράψουν κάθε προηγούμενη αλληλογραφία μεταξύ τους, μέσω κινητού τηλεφώνου. Σύμφωνα με την Haaretz, την είδηση της οποίας επιβεβαιώνουν πηγές άμεσα συνδεδεμένες με τα γεγονότα, ο Χέφετζ διέταξε τον Γεσούα: «Πέταξε το κινητό σου στην τουαλέτα».
Ο Γεσούα εξέφρασε τους ενδοιασμούς του. Εξήγησε στον Έλοβιτς πως στο κινητό του είχε αποθηκευμένες φωτογραφίες των παιδιών του και χρειαζόταν χρόνο για να τις μεταφέρει. Θα το κατέστρεφε την αμέσως επόμενη μέρα, ισχυρίστηκε. Δεν το έπραξε ποτέ.
Εκ των υστέρων, οι φόβοι του Έλοβιτς αποδείχθηκαν άστοχοι: οι δύο επιχειρηματίες στο επίκεντρο των εν αναμονή ερευνών απο- δείχθηκε πως ήταν ο Νόνι Μόζες, εκδότης της Yediot, και ο Άρνον Μιλχάν, παραγωγός του Χόλιγουντ. Στην πραγματικότητα, η εντολή του Έλοβιτς γύρισε μπούμερανγκ: ο Γεσούα διασφάλισε πως το ιστορικό των μηνυμάτων είχε παραμείνει ανέπαφο• όταν έφθανε η
ύλη επί του περιεχομένου του ιστότοπου», ανέφερε ο Μάντελμπλιτ στην επιστολή του προς τον Νετανιάχου. «Οι επιτακτικές απαιτήσεις σας και η ασυνήθιστη αντίδραση του Έλοβιτς σε αυτές τις απαιτήσεις ισοδυναμούν με ισοπέδωση των συντακτών και των δημοσιογράφων».
Υποκρινόμενος το θύμα, ο Νετανιάχου κατάφερε, σύντομα, να ανακτήσει και πάλι τη βάση του. Για αρκετές εβδομάδες, οι οδηγοί που διέρχονταν την πολυσύχναστη διασταύρωση Glilot, βόρεια του Τελ Αβίβ, δεν αντίκριζαν τις συνηθισμένες προεκλογικές αφίσες που απεικόνιζαν τα επεξεργασμένα με photoshop πορτραίτα των υποψηφίων, αλλά μία πινακίδα που απεικόνιζε τέσσερα βλοσυρά πρόσωπα: Μπεν Κάσπιτ, Αμνόν Αμπράβοβιτς, Γκάι Πέλγεγκ, και Ράβιν Ντράκερ – όλοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι είχαν αναφερθεί επι- κριτικά στον πρωθυπουργό. Κάτω από τα πρόσωπά τους υπήρχε η επιγραφή: «Δεν θα αποφασίσουν αυτοί. Εσύ αποφασίζεις».
Άλλη μία δυσκολία για τους δημοσιογράφους έγκειται στο γεγονός πως ο Νετανιάχου έχει ανακαλύψει μεθόδους να τους παρακάμπτει. Το 1999, βιώνει την ώρα, υποστηρίζει η πηγή, το παρέδωσε ως αποδεικτικό στοιχείο στις αστυνομικές αρχές που διεξήγαγαν τις έρευνες, διευκολύνοντας τον γενικό εισαγγελέα στην παραπομπή των Έλοβιτς και Νετανιάχου.
Το κατηγορητήριο του Μάντελμπλιτ, υπό τη μορφή δημόσιας επιστολής προς τον Νετανιάχου, προκαλεί δέος. Σε περισσότερες από πενήντα επτά σελίδες, το κατηγορητήριο αναφέρει λεπτομερώς πως, σχεδόν σε καθημερινή βάση, συνεργάτες του πρωθυπουργού επικοινωνούσαν μέσω γραπτών μηνυμάτων με τον Γεσούα, πιέζοντάς τον να αλλοιώνει την κάλυψη, προκειμένου να εξυπηρετεί καλύτερα τον πρωθυπουργό. «Ο Έλοβιτς είχε διασφαλίσει πως η Walla θα προσέφερε σε εσάς και τη σύζυγό σας ξεχωριστή πρόσβαση και επιρροή στην
ύλη επί του περιεχομένου του ιστότοπου», ανέφερε ο Μάντελμπλιτ στην επιστολή του προς τον Νετανιάχου. «Οι επιτακτικές απαιτήσεις σας και η ασυνήθιστη αντίδραση του Έλοβιτς σε αυτές τις απαιτήσεις ισοδυ- ναμούν με ισοπέδωση των συντακτών και των δημοσιογράφων».
Υποκρινόμενος το θύμα, ο Νετανιάχου κατάφερε, σύντομα, να ανακτήσει και πάλι τη βάση του. Για αρκετές εβδομάδες, οι οδηγοί που διέρχονταν την πολυσύχναστη διασταύρωση Glilot, βόρεια του Τελ Αβίβ, δεν αντίκριζαν τις συνηθισμένες προεκλογικές αφίσες που απεικόνιζαν τα επεξεργασμένα με photoshop πορτραίτα των υποψηφίων, αλλά μία πινακίδα που απεικόνιζε τέσσερα βλοσυρά πρόσωπα: Μπεν Κάσπιτ, Αμνόν Αμπράβοβιτς, Γκάι Πέλγεγκ, και Ράβιν Ντράκερ – όλοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι είχαν αναφερθεί επικριτικά στον πρωθυπουργό. Κάτω από τα πρόσωπά τους υπήρχε η επιγραφή: «Δεν θα αποφασίσουν αυτοί. Εσύ αποφασίζεις». Άλλη μία δυσκολία για τους δημοσιογράφους έγκειται στο γεγονός πως ο Νετανιάχου έχει ανακαλύψει μεθόδους να τους παρακάμπτει. Το 1999, βιώνει την πρώτη και μοναδική ήττα του στις εκλογές από τον επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος, Εχούντ Μπάρακ. Ο Νετανιάχου εξέλαβε την ήττα του ως μία παρωδία, συνυφασμένη άμεσα με την αρνητική κάλυψη των Μέσων, ιδιαίτερα δε, από την εφημερίδα Yediot. Και δηλώνει στους συνεργάτες του: «Χρειάζομαι τα δικά μου μήντια».
Σημαντικότερο όλων, για τον Νετανιάχου, υπήρξε η ίδρυση, το 2007, της Ισραέλ Χαγιόμ, εφημερίδας που διανέμεται δωρεάν, από τον Αμερικανό Σέλντον Άντελσον, μεγιστάνα των καζίνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος υπήρξε χορηγός του επί πολλά χρόνια. Η κυκλοφορία της Χαγιόμ άλλαξε δραστικά το τοπίο των μήντια. Για πρώτη φορά, ο Νετανιάχου απέκτησε το δικό του φερέφωνο. Εξίσου σημαντικό ήταν ότι η εφημερίδα θεώρησε ρόλο της να απομυζεί τους πόρους άλλων ειδησεογραφικών Μέσων, υποστηρίζει ο Πφέ- φερ: «Διαφορετικά, ποιος ο λόγος να εκδίδεις μια δωρεάν εφημερίδα;»
Το τέχνασμα έπιασε. Ο Μόζες, συγκεκριμένα, αισθανόταν την οικονομική πίεση. Η Ισραέλ Χαγιόμ αναδείχθηκε η καθημερινή εφημερίδα με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα στο Ισραήλ, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να κερδίσει το καθιερωμένο κύρος και την ακτινοβολία εφημερίδων όπως οι Yediot, Maariv ή Haaretz, που διακαώς επιθυμούσε ο Νετανιάχου.
Τον Φεβρουάριο, έπειτα από την ανάμειξη του Νετανιάχου στο σκάνδαλο, το κόμμα του εγκαινίασε την «Λικούντ TV» — ένα καθημερινό διαδικτυακό μείγμα φιλτραρισμένων ειδήσεων και συκοφαντικού υλικού. Οι εκπομπές άγγιζαν τη φαιδρότητα. «Για να τιμήσουμε την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, ζητούμε από εσάς τις γυναίκες να μας πείτε πώς ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει διευκολύνει ή έχει επηρεάσει θετικά τη ζωή σας», ξεκινούσε ο παρουσιαστής. Η Λικούντ TV συνήθιζε να αναδημοσιεύει βίντεο από τον λογαριασμό του Νετανιάχου στο Facebook, στον οποίο μετρά είκοσι τέσσερα εκατομμύρια ακόλουθους. Μπορεί να μην ακούγεται υπέρογκο νούμερο συγκριτικά με την επιρροή των κοινωνικών μέσων του Τραμπ, εντούτοις ο αριθμός αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού του Ισραήλ.
Για τους Ισραηλινούς δημοσιογράφους που καλύπτουν τον πρωθυπουργό, η δουλειά συνεχίζει με ταχείς ρυθμούς – με την αποδοχή, ωστόσο, ότι έχουν υπονομευθεί. «Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου κατάφερε να εκμηδενίσει την έννοια της “αλήθειας”», γράφει στο ιστολόγιό του ο Ντράκερ, ένας εκ των ερευνητικών δημοσιογράφων που στοχοποιήθηκαν από τον Νετανιάχου. «Διέλυσε τους θεσμούς που κάποτε αποτελούσαν κομμάτι της αμοιβαίας συναίνεσης, και έντυσε όλους τους δημοσιογράφους με κομματικές φανέλες».
Όπως ισχυρίζεται ο Ναβότ, δεν διακυβεύεται μονάχα η θέση του Νετανιάχου, αλλά η τύχη καθαυτή της δημοκρατίας του Ισραήλ.
*Η Ρουθ Μαργκαλίτ είναι Ισραηλινή συγγραφέας. Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα όπως The New Yorker, The New York Times Magazine και New York Review of Books. Ακολουθήστε την στο Twitter @ruthmargalit.