Συνέντευξη από τον Ταλάλ Ντερκί, Κούρδο σκηνοθέτη από τη Συρία με αφορμή το νέο του ντοκιμαντέρ για τη σημερινή κατάσταση στη Μέση Ανατολή
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΔΑΛΙΔΗ*
Ο Ταλάλ Ντερκί είναι Κούρδος σκηνοθέτης από τη Συρία. Επέστρεψε στη Συρία από το Βερολίνο όπου ζει εξόριστος και μπήκε στο στόμα του λύκου. Προσποιήθηκε ότι είναι τζιχαντιστής για να κινηματογραφήσει επί δύο χρόνια την καθημερινότητα του πολέμου, δίπλα σε μία οικογένεια μελών της Αλ Νούσρα. Η ματιά του ήταν στραμμένη στους δύο γιους, τον 13χρονο Οσάμα και τον 12χρονο Αϊμάν και τη σχέση τους με τον πατέρα, ο οποίος τους στερεί οποιαδήποτε άλλη επιλογή ζωής πέραν της βίας, μιας βίας που ψάχνει νομιμοποιητικές αναφορές στη θρησκεία. Το ερώτημα που βασάνιζε τον Ντερκί ήταν πώς κατασκευάζεται ένας τζιχαντιστής, πώς ένα παιδί οδηγείται στον θρησκευτικό φανατισμό και στον θάνατο. Όπως διαπιστώνει ο ίδιος, αν από την ώρα που γεννιέσαι σε φωνάζουν Οσάμα, είναι επειδή θέλουν να γίνεις σαν τον Μπιν Λάντεν.
Οι Πατέρες και γιοι είναι ένα ντοκιμαντέρ στα όρια της κινηματογραφικής τέχνης με το σκληρό πολεμικό ρεπορτάζ. Δεν υπάρχουν άλλωστε πολλοί πολεμικοί ανταποκριτές που κατόρθωσαν μέχρι σήμερα να μεταφέρουν με τόση λεπτομέρεια και καθαρό βλέμμα την καθημερινότητα των μελών των εξτρεμιστικών ισλαμισπκών ομάδων της Συρίας. Με την ταινία αυτή ο Ντερκί δεν επέστρεψε μόνο στη Συρία. Επέστρεψε και στην Ελλάδα, στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Με την Ελλάδα έχει, κατά δήλωσή του, σχέση ερωτική. Σπούδασε στην Αθήνα στη Σχολή Σταυράκου. Το 2003 επιχείρησε να γυρίσει στη Συρία. «Άφησα πίσω το κορίτσι μου. Είχα ένα όμορφο μοτοσακό. Ήξερα πώς να περνάω ωραία. Να βλέπω ταινίες, φίλους. Άφησα πίσω μου τα πάντα για να επιστρέψω στη Συρία να κάνω σινεμά» .Το όνειρό του έγινε τελικά πραγματικότητα, όχι όμως στη Συρία. Ήταν Κούρδος και δεν είχε προσβάσεις στην κυβέρνηση, άρα δεν μπορούσε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση. Αργότερα ήρθε και ο πόλεμος.
Ο παππούς του κατάγεται από το Μαρντίν του τουρκικού Κουρδιστάν, από όπου έφυγε εξόριστος το 1925, διωκόμενος από τους κεμαλιστές λόγω της συμμετοχής του στην εξέγερση του Σέιχ Σάίτ. Η Συρία έγινε ο πρώτος τόπος εξορίας της οικογένειας του. Και τώρα είναι η δεύτερη εξέγερση που υποχρεώνει τον ίδιο να ζήσει τη δεύτερη εξορία, ως συνέχεια μιας οικογενειακής ιστορίας.
Τον συναντήσαμε σε μια ηλιόλουστη Θεσσαλονίκη και η κουβέντα μας κατέληξε σε ένα ψυχογράφημα της πατρίδας του και μία αποτύπωση της κουλτούρας βίας στη Μέση Ανατολή.
Γ. Μ.: Πώς αποφασίσατε να κάνετε την ταινία αυτή;
Τ. Ν.: Γύριζα την προηγούμενή μου ταινία, Επιστροφή στη Χομς, η οποία κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Sundance. Όταν τελείωσε, διαπίστωσα τη μεγάλη άνοδο του τζιχαντιστικού κινήματος στη χώρα μου, το πώς είχε αρχίσει να πείθει τον κόσμο, πώς είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί τα παιδιά για να προετοιμάσει τον στρατό του, είδα μέχρι και έναν πατέρα να εκπαιδεύει τον νεαρό γιο του στη χρήση βαρέων όπλων. Και δεδομένου ότι είμαι και εγώ ο ίδιος πατέρας, η σκηνή αυτή ήταν σοκαριστική. Ακόμη, μέχρι σήμερα, κουβαλάω αυτό το τραύμα. Έτσι προσπάθησα να χρησιμοποιήσω τις προσβάσεις που είχα – και τις ξαναβρήκα.
Η ταινία είναι μία ιστορία από τα μέσα. Είναι μία ιστορία για ένα παιδί. Ακούμε ένα παιδί στο οποίο ασκήθηκε βία και με τον ίδιο τρόπο ο κύκλος της βίας συνεχίζεται από τον πατέρα στον γιο και από τον γιο στον εχθρό.
Γ. Μ.: Δεν φοβηθήκατε μην σας αντιληφθούν; Περισσότερο από ταινία επρόκειτο για μία μυστική αποστολή.
Τ. Ν.: Μπορώ να πω ότι, ως σκηνοθέτης, ήμουν ο πιο αδύναμος κρίκος. Συνήθως έχουμε την αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης κάθεται σε μία εντυπωσιακή καρέκλα, δίπλα του έχει τους βοηθούς του, δίνει εντολές, «πάμε», «κόψιμο», όλα αυτά. Αλλά σε αυτή την περίπτωση εγώ ήμουν στην πιο αδύναμη θέση. Ήμουν εκείνος που θα μπορούσε να του κάνει κακό ο καθένας.
Γ. Μ.: Ποια ήταν συναισθηματικά η πιο δυνατή στιγμή στα γυρίσματα;
Τ. Ν.: Σε κάθε τμήμα της ταινία κρύβονται πολλές ιστορίες. Αλλά η σκηνή που μου μένει αξέχαστη είναι εκείνη που φέρνουν τους αιχμαλώτους του στρατού μέσα στην κεντρική φυλακή της Αλ Νουσρα. Εκεί ήταν ένας τύπος από την Αλ-Κάιντα που άρχισε να τους μιλάει και εγώ φοβήθηκα για τον εαυτό μου, γιατί, αν και εξωτερικά φαινόμουν σαν τζιχανπστής, ξυριζόμουν σαν αυτούς, προσποιούμουν ότι στήριζα τον «Ιερό Πόλεμο», και τους κατέγραφα ως δήθεν πολεμικός κάμεραμαν, στην πραγματικότητα φοβόμουν ότι με το παραμικρό λάθος θα βρισκόμουν και εγώ ο ίδιος σε αυτή τη φυλακή. Θα ήμουν στη θέση αυτών που μαγνητοσκοπούσα.
Γ. Μ.: Τους σκότωσαν;
Τ. Ν.: Ναι.
Γ. Μ.: Γνωρίζουν τώρα για αυτήν την ταινία;
Τ. Ν.: Ο πατέρας της ταινίας γνώριζε για τα γυρίσματα που έκανα, ήταν μαζί μου σε κάθε σκηνή. Είχα την άδειά του. Αλλά όχι, δεν γνώριζε για το τι θα γίνει η ταινία, που θα προβληθεί και ποια θα είναι η τελική της μορφή. Ίσως τώρα να έμαθε από τις ειδήσεις τι έγινε και πιστεύω πως θα έχει θυμώσει πολύ.
Γ. Μ.: Πώς άλλαξε η Συρία τόσο γρήγορα και τόσο ριζικά; Η Συρία δεν είχε θεοκρατική παράδοση, ήταν κοσμικό κράτος.
Τ. Ν.: Ξέραμε ότι ζουσαμε σε μία δικτατορία. Πολιτικά ήταν μία δικτατορία, αλλά στην καθημερινή και στην προσωπική ζωή υπήρχε ελευθερία. Μπορούσες να είσαι οτιδήποτε ήθελες ως άτομο.
Το θέμα με τη Συρία είναι περίπλοκο. Με την Αραβική Άνοιξη ο λαός εμπνεύστηκε και ενθαρρύνθηκε να κάνει επανάσταση. Υπήρχε μία σύγχρονη κοινωνία στη Συρία, αλλά υπήρχε πρόβλημα. Ο λαός ήθελε αλλαγή, ήθελε νέα κυβέρνηση. Ο κόσμος αντιλαμβανόταν ότι υπήρχαν φτωχοί άνθρωποι, πλούσιοι που γίνονταν πιo πλούσιοι και μία μεσαία τάξη που φτωχοποιούταν. Ειδικά οι πληθυσμοί στην ύπαιθρο και στα προάστια αισθάνονταν ότι δεν είχαν ίσα δικαιώματα και αυτό δημιούργησε τη δυναμική και την ανάγκη για αλλαγή.
Το κοσμικό κράτος αφορούσε κάποιες μειονότητες και ένα τμήμα του πληθυσμού που ζούσε στην πρωτεύουσα. Αλλά το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας ήταν απλοί και θρησκευόμενοι άνθρωποι. Χρησιμοποίησαν την τραγωδία τους για να τους κάνουν πλύση εγκεφάλου και να τους πείσουν ότι πρόκειται για έναν πόλεμο κατά της θρησκείας μας. Δεν είναι ένας πόλεμος επειδή ζητάτε ελευθερία, αλλά είναι ένας πόλεμος επειδή είσαστε σουνίτες, μας βομβαρδίζουν και μας σκοτώνουν για αυτό το λόγο.
Ο καθένας μπορεί να βρει και να πει διαφορετικές αλήθειες για τη Συρία. Αλλά, αν με ρωτήσεις πώς φτάσαμε εδώ, είναι μία κατάσταση μετά το Χάος.
Γ. Μ.: Υπάρχει λύση στο τζιχαντιστικό πρόβλημα;
Τ. Ν.: Το Ισλαμικό Κράτος ηττήθηκε στρατιωτικά, αλλά οι ιδέες του είναι ακόμη εκεί και δεν γνωρίζουμε πότε θα κάνουν κακό. Ο μοναδικός τρόπος είναι να προετοιμαστεί ο κόσμος σε αυτή τη στιγμή, να προετοιμάσουμε την κοινωνία στις μουσουλμανικές χώρες, να μάθουν την ιστορία για το τι έκαναν οι τζιχαντιστές στη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη. Πρέπει να μάθουν να αποφεύγουν τη βία, πρέπει να υπάρξουν νόμοι κατά της βίας. Ακόμη και στα σχολεία, έχουμε μάθει να μας χτυπούν οι δάσκαλοι. Αυτή είναι η κληρονομιά της βίας. Με αυτόν το τρόπο η βία μεταφέρεται σε εσένα και όταν εσυ μεγαλώσεις είσαι έτοιμος να χρησιμοποιήσεις βία εναντίον κάποιου άλλου.
Γ. Μ.: Ποιος είναι ο ρόλος της Τουρκίας και των άλλων ξένων δυνάμεων στη Συρία;
Τ. Ν.: Εγώ δεν μιλάω για τους Τούρκους, αλλά για την κυβέρνηση Ερντογάν. Κάνει πολύ άσχημα πράγματα. Εκούσια ή ακούσια, αποτελεί μέρος αυτής της καταστροφής. Και τώρα εκδικείται αυτούς που οδήγησαν στην ήττα το ΙΚ. Επιτίθεται, βομβαρδίζει κουρδικά χωριά. Μένω άφωνος. Δεν ξέρω τι να πω.
Όλοι χρησιμοποίησαν τους Κούρδους σε αυτόν τον πόλεμο και τώρα τους εγκαταλείπουν. Οι Αμερικανοί απλώς παρατηρούν και οι Τούρκοι βομβαρδίζουν. Χρησιμοποιούν τον «Ελεύθερο Συριακό Στρατό». Έχουν τελειώσει με τον «Ελεύθερο Συριακό Στρατό» εδώ και πολύ καιρό. Υπήρξε εντολή να ξυρίσουν τη γενειάδα τους για να μην φαίνονται σαν τζιχαντιστές, τους έδωσαν τη σημαία του «Ελεύθερου Συριακού Στρατού» και τώρα τους χρησιμοποιούν στα πεδία των μαχών.
*Δημοσιογράφος, με πολυετή εμπειρία στα διαδικτυακά Μέσα ως διευθυντής του Newsroom του ΔΟΛ, του parapolitika.gr και του in.gr