του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη*
Ένα από τα πολλά που «δεν θα είναι ποτέ όπως πριν» είναι ο μαγικός κόσμος των μήντια – έτσι όπως μπολιάστηκε με την κρίση-έπος του Covid-19. Παντού, ασφαλώς, όμως στα ελληνικά πράγματα με τον «δικό μας» τρόπο. Πολυεπίπεδες οι αλλαγές και οι επιπτώσεις, ιδίως άμα κοιτάξει κάποιος μπροστά (σ’ εκείνο που παλιότερα ονοματίζαμε «μέλλον»), όμως ήδη μια καταγραφή δίνει υλικό:
Ασφαλώς η ίδια η κάλυψη της πανδημίας, με τις μακρές φάλαγγες επιστημόνων να εισφέρουν υλικό ιατρικό/βιολογικό/επιδημιολογικό, με τις απαραίτητες αναλύσεις και σεναριολογήσεις και προβολές στο μέλλον (να ’το πάλι!) αναμένονταν. Όμως ο τρόπος, με τον οποίο αυτό το υλικό «ξέβαψε» στον πολιτικό λόγο, την είχε την ιδιαιτερότητά του (Ελλάδας 2020).
Αναμενόμενο, οι δημοσιογράφοι να γίνουν (όπως παλιά σεισμολόγοι ή ειδικοί των διεθνών χρηματοπιστωτικών) γιατροί και βιολόγοι και επιδημιολόγοι – που ανέκριναν το πλήθος των πρόθυμων επιστημόνων, εισφέροντας και αποσπώντας αναλύσεις και προβολές στο αύριο. κυρίως όμως άρχισαν να γίνονται ένα με την πολιτική διαχείριση και τα πολυεπίπεδα μέτρα που λαμβάνονταν, σχεδιάζονταν, ανακοινώνονταν προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο η υγειονομική κρίση. (Κι ας μην αρχίσουμε να πλησιάζουμε καν το οπλοστάσιο που κινητοποιείται για να αμβλυνθούν οι οικονομικές – κι ακόμη περισσότερο οι κοινωνικές – επιπτώσεις.) «Αναπόδραστα», τα μήντια κατέληξαν ηχεία για την κοινολόγηση απόψεων που απείχαν αισθητά ανάμεσά τους: αρκεί να θυμηθεί κάποιος τη Μεγάλη Διαφωνία για το κατά πόσον ωφελεί ή όχι, αποτελεί κίνδυνο ή πανάκεια, η μάσκα. Επιπλέον, στα μήντια χτίστηκαν εικόνες ηρώων/ινδαλμάτων και «αγριωπών», με πρώτιστη τη δημιουργία του δίδυμου Σωτήρη Τσιόδρα/Νίκου Χαρδαλιά. Με όλη την υφολογική αντίθεση του πράου επιστήμονα και του ευέξαπτου εξουσιαστή (κορυφαία η απειλητικότητά του «γνωρίζουμε τις πινακίδες των αυτοκινήτων που περνούν τα διόδια»).
Δεν άργησαν να αναδειχθούν οι προσπάθειες των μήντια να επηρεάσουν την αποδοχή των μέτρων που λαμβάνονταν ή σχεδιάζονταν ή προαναγγέλλονταν – αποδοχή από μια κοινή γνώμη που δεν άργησε να αποκτήσει εξάρτηση από την απειλή και τον φόβο. Ασφαλώς οι τρομερές εικόνες των body-bags να αραδιάζονται σε φορτηγά ή ψυγεία στη Νέα Υόρκη ή των στρατιωτικών φορτηγών να απομακρύνουν φέρετρα από το Μπέργκαμο ανήκαν στην αρμοδιότητα των μήντια. Όμως, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η αίσθηση ήταν ότι τα μήντια κατέληξαν να λειτουργούν ως ηχεία ενδυνάμωσης της κυβερνητικής πολιτικής: υπαρκτό το φαινόμενο, ήδη. στις συνθήκες Covid-19, όμως, σαν να απογειώθηκε. Μέχρι και τον ρόλο της επιτίμησης και της καταδίκης όσων εφάρμοζαν αντίθετη πολιτική ανέλαβαν τα ελληνικά μήντια – από την προσέγγιση ανοσίας αγέλης που επιχειρήθηκε στη Βρετανία μέχρι την ήπια πρακτική της Σουηδίας.
Ωστόσο, και η ίδια η λειτουργία του ζωολογικού κήπου των μήντια επηρεάσθηκε αισθητά – αν δεν άλλαξε εκ βάθρων. Ή, άλλη ανάγνωση αυτή, αλλαγές που ήδη επισυνέβαιναν επιτάθηκαν και βάθυναν. Η τηλεόραση – αυτονόητο αυτό – υπήρξε ιδεώδης για την προβολή και την ανάμειξη απειλής και φόβου, και μάλιστα τη στιγμή που ο κόσμος κλήθηκε να «μείνει σπίτι». Το ιδιότυπο μείγμα συνεχών ιατρικών/επιδημιολογικών αναλύσεων εναλλασσόμενων με εικόνες καταστροφής ανά τον κόσμο και με γραφήματα απεικόνισης της προόδου της πανδημίας, δεν άργησε να προσελκύσει και θεωρίες συνωμοσίας για βακτηριακό ή ιογενή πόλεμο, καθώς και προβλέψεις οικονομικής απερήμωσης. Μοναδικό πρόγραμμα για να καθηλώσει τον τηλεθεατή.
Ο γραπτός Τύπος, την ίδια στιγμή, δεν μπορούσε να τρέξει με την ίδια ταχύτητα ή/και να ανεβάσει ανάλογη εντύπωση. Ως εκ τούτου, περιορίστηκε στην παρακολούθηση, την ανάλυση και την πιο ψύχραιμη (λέμε) προβολή στο μέλλον. Όμως ο χώρος βίωσε και τα προβλήματα λειτουργίας των ίδιων των δημοσιογράφων, καθώς και της παραγωγικής διαδικασίας/εκτύπωσης/διανομής. Μέχρι ποιου σημείου η εργασία από το σπίτι των ίδιων των δημοσιογράφων θα καθιερωθεί αργότερα (με ό,τι σημαίνει αυτό για την ίδια τη δουλειά του εφημεριδά) όπως π.χ. και οι συνδέσεις Skype, Viber ή Zoom κατέκτησαν τις οθόνες.
Έως εδώ, τίποτε το αληθινά ανατρεπτικό. Όμως, όπως στα μέτρα για την οικονομία, ανακαλύψαμε ότι ο κορωνοϊός «σκέφτεται σοσιαλιστικά», αφού πρώτα παραδεχθήκαμε ότι, στην προσπάθεια αντιμετώπισης της υγειονομικής απειλής, το περιφρονημένο κρατικό ΕΣΥ και η κεντρικά κατευθυνόμενη διαχείριση της κρίσης είχαν επικρατήσει κατά κράτος, έτσι και στη μηντιακή αρένα το πάνω χέρι κέρδισε το διαδίκτυο / τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης – στο καλύτερο και στο χειρότερό τους. Ήδη, η ανάγκη της κοινωνικής αποστασιοποίησης και οι μορφές περιορισμού της κυκλοφορίας «πέρασαν» στο Fb και το Twitter μεγάλο μέρος της επικοινωνίας και κάλυψαν ανάγκες και «ανάγκες» των ανθρώπων που βρέθηκαν σε καραντίνα. Ιντερνετικά έπαιρνες άδεια να κινηθείς ή εκτύπωνες το σχετικό έντυπο. Με ηλεκτρονική συνταγογράφηση απέφευγες το νοσοκομείο ή το ιατρείο, διαδικτυακά παράγγελνες τα αναγκαία της καθημερινότητας άμα απέφευγες το σουπερμάρκετ (τώρα, πότε στα έφερναν, πικραμένη ιστορία).
Κυρίως όμως ένας χείμαρρος πληροφοριών, σχολίων, προσδοκιών, επιθετικών τοποθετήσεων, θεωριών φόβου ήρθε στο προσκήνιο. Η «δημοσιογραφία των πολιτών» στιγμές-στιγμές ξέφευγε, και τούτο ενώ οι επαγγελματίες των μήντια (τους λέγαμε κάποτε «δημοσιογράφους») βρήκαν κι αυτοί στο Διαδίκτυο παρηγοριά και τρόπο να βγάζουν προς τα έξω το προϊόν τους, όταν οι καθιερωμένοι δίαυλοι στόμωναν. Το κυριότερο: η αναζήτηση κάποιου είδους επαφής, κοινότητας, κοινής αναζήτησης του αύριο βρήκε, στη διαδικτυακή πλατφόρμα της επιλογής του καθενός, της κάθε παρέας, της κάθε ομάδας, τρόπο να διασωθεί.
«Ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ όπως πριν [και] για τα μήντια». Καλό ή κακό; Αποφασίστε.
* Δικηγόρος με ειδίκευση στα θέματα ΕΕ, δραπέτης από νωρίς στη δημοσιογραφία, σύμβουλος έκδοσης της «δ».