ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΥΡΟΥΛΗ
Στις 21 Σεπεμβρίου 2018 το μεσημέρι, στην οδό Γλάδστωνος στην Ομόνοια, στην καρδιά της Αθήνας, ένας 33χρονος, ο ακτιβιστής της LBGTQ κοινότητας και καλλιτέχνης Ζακ Κωστόπουλος, όπως έγινε αργότερα γνωστό, άφηνε την τελευταία του πνοή υπό τις κλωτσιές δύο καταστηματαρχών και τη σιωπή, με μία-δύο εξαιρέσεις, ενός συγκεντρωμένου πλήθους. Θα μπορούσε κάποιος να γράψει βιβλίο για τις «παράδοξες» ή «σκοτεινές» πτυχές της υπόθεσης αυτής, η οποία βρίσκεται ήδη στα χέρια της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, σε τούτες τις γραμμές θα ασχοληθούμε με τη στάση και τη συμπεριφορά των ελληνικών ΜΜΕ απέναντι στην τραγωδία αυτή, σταχυολογώντας ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα. Μια συμπεριφορά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως το, μέχρι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, απόλυτο παράδειγμα των αιτίων της απόλυτης απαξίωσης όσον αφορά την έννοια της δημοσιογραφίας στα μάτια των πολιτών.
Μόλις λίγες ώρες μετά το «συμβάν», τα ΜΜΕ, ηλεκτρο¬νικά, ψηφιακά, έντυπα, αρχίζουν να αναφέρονται σε αυτό. Και αναφέρονται σε αυτό επαναλαμβάνοντας τις ίδιες ακριβώς λέξεις και διατυπώσεις: επίδοξος ληστής, πιθανότατα τοξικομανής, που εισήλθε σε κοσμηματοπωλείο κραδαίνοντας μαχαίρι, πέφτει νεκρός κ.λπ. Οι παρόμοιες φράσεις μπορούν εύκολα να αιτιολογηθούν, καθώς όλοι επικαλούνται «πληροφορίες από αστυνομικές πηγές». Πληροφορίες που χαρακτηρίζουν το θύμα και σκιαγραφούν, πριν καν αρχίσει η εξέταση της υπόθεσης, μια συγκεκριμένη οπτική για το τι συνέβη με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια λογική «ζούγκλας» και ανάγκης αυτοδικίας.
Η αναπαραγωγή «πληροφοριών από πηγές της αστυνομίας» από μόνη της δεν είναι μεμπτή. Είναι αναμφίβολα μεμπτό, όμως, το ότι κανένα από τα ΜΜΕ που επικαλούνταν τις «αστυνομικές πηγές» δεν διασταύρωσε από άλλες πηγές τις πληροφορίες αυτές. Ούτε καν όσα τηλεοπτικά δίκτυα έστειλαν επί τόπου ρεπόρτερ, οι οποίοι αρκέστηκαν, υπό εντυπωσιακή μουσική υπόκρουση, να αναπαράγουν τις αστυνομικές πληροφορίες χωρίς να αναζητήσουν την απαραίτητη, για τη δημοσιογραφική αξιοπιστία και δεοντολογία, διασταύρωση. Μάλιστα ορισμένοι, στον βωμό της τηλεθέασης, δεν δίστασαν να πάρουν δηλώσεις και από τους άμεσα εμπλεκομένους στην κλωτσοπατινάδα κατά του Ζακ Κωστόπουλου, λίγες ώρες πριν τους απαγγελθούν οι κατηγορίες για σωματική βλάβη. Ενώ άλλοι παρουσίασαν μια ολόκληρη« ιστορία» για το τι συνέβη, όπου συμπεριλαμβανόταν και η… λεπτομέρεια του «αυτοτραυματισμού», για την οποία επίσης δεν είχαν διασταυρώσει τις πληροφορίες και απλώς αναπαρήγαγαν ό,τι είχε διαρρεύσει από αστυνομικές πηγές.
Τα video πολιτών…
Η συγκεκριμένη εκδοχή ως προς τις συνθήκες θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου θα μπορούσε να είναι η μοναδική, αν τελικά, ήδη από την ίδια μέρα, δεν έβλεπαν το φως της δημοσιότητας βίντεο από κινητά τηλέφωνα ανθρώπων που προφανώς ήταν παρόντες στα όσα έγιναν. Και τα όσα κατέγραψαν, ανέτρεψαν τις αρχικές εκτιμήσεις, καθώς και τη μέχρι εκείνη τη στιγμή κυρίαρχη εκδοχή για τις συνθήκες θανάτου, με αποτέλεσμα να υπάρξει και η αντίδραση της Δικαιοσύνης με απαγγελία κατηγοριών.
Παρά τις προφανείς αυτές ανατροπές, αρκετά ΜΜΕ συνεχίζουν τα επόμενα 24ωρα να μεταδίδουν το αρχικό αφήγημα, όπως προέκυπτε από τις «πληροφορίες της αστυνομίας», με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα ρεπόρτερ τηλεοπτικού σταθμού που, ενώ σε πρώτο πλάνο οι τηλεθεατές παρακολουθούν τις κλωτσιές στο κεφάλι του γονατισμένου Ζακ Κωστόπουλου, τις περιγράφει ως «εκφοβιστικές κλωτσιές στον αέρα». Επίσης, παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη αρχίσει να δημοσιοποιούνται αντιδράσεις από την οικογένεια και από το φιλικό περιβάλλον του θύματος, που επιμένουν ότι δεν είχε καμία σχέση με ουσίες, τα ΜΜΕ συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν το θύμα «τοξικομανή».
Επιπλέον δε αυτού, περίπου δέκα μέρες μετά, αναπαράγεται ευρέως από ηλεκτρονικά, διαδικτυακά και έντυπα ΜΜΕ, «ρεπορτάζ» πολύ γνωστής εφημερίδας, υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο συντάκτη, στο οποίο (πάντα με βάση αστυνομικές πηγές) «φιλοτεχνείται» περαιτέρω το προφίλ του θύματος ως τοξικομανούς, ο οποίος μάλιστα, δύο μέρες προ του θανάτου του, βρισκόταν σε «παροξυσμό» χρήσης ουσιών. Πάντα με βάση τις ίδιες πηγές, γίνεται και σύγκριση με περίπτωση 20χρονου νεαρού που βρέθηκε νεκρός το 2017 μετά από χρήση χαπιών. Και πάλι, στην πλειοψηφία τους, τα ΜΜΕ μεταδίδουν χωρίς διαφοροποιήσεις, αλλά ούτε και αμφισβητήσεις, πληροφορίες που χαρακτηρίζουν το θύμα και διαμορφώνουν μια «μαγική εικόνα», η οποία προδιαθέτει με συγκεκριμένο τρόπο για το τι συνέβη το μεσημέρι της 21ης Σεπτεμβρίου στη Γλάδστωνος, χωρίς καμία διασταύρωση των πληροφοριών από άλλες πηγές. Και το χειρότερο: παρότι έχουν περάσει αρκετές ημέρες, δεν παραχωρούν, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, τον ίδιο χρόνο στην άλλη εκδοχή: αυτήν των συνηγόρων και της οικογένειας του θύματος.
και τα επίσημα πορίσματα
Η εξευτελιστική, για τα ίδια τα ΜΜΕ και την έννοια της δημοσιογραφίας, αυτή στάση συνεχίζεται και μετά τη δημοσιοποίηση του πρώτου πορίσματος των εγκληματολογικών εργαστηρίων της Ασφάλειας, στο οποίο επισημαίνεται κατηγορηματικά ότι το μαχαίρι που βρέθηκε στο σημείο (και το οποίο δεν φαίνεται να κρατά ο Ζ. Κωστόπουλος σε κανένα σημείο των βίντεο που έχουν αναρτηθεί) δεν φέρει τα αποτυπώματά του. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει αρκετά ΜΜΕ να συνεχίσουν να μεταδίδουν την πληροφορία ως «επιβεβαίωση ότι έφερε μαχαίρι», παρά τις αλλεπάλληλες διευκρινίσεις ειδικών ότι προφανέστατα το DNA προέρχεται από το αίμα του νεκρού, αφού ήταν αιμόφυρτος.
Επίσης, δεν εμποδίζει πολλά ΜΜΕ να επιμείνουν στην εκδοχή της απόπειρας ληστείας με βάση τις καταθέσεις ορισμένων αυτοπτών μαρτύρων, επικαλούμενα για άλλη μια φορά «αστυνομικές πηγές» παρά το ότι, σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, οι διαρροές αυτές είχαν διαψευστεί.
Τα ίδια ΜΜΕ «παραβλέπουν» τις πληροφορίες από την αστυνομική έκθεση του χώρου, στην οποία επισημαίνεται ότι τα αποτυπώματα του Κωστόπουλου δεν βρέθηκαν στην ταμειακή μηχανή, δεν βρέθηκαν στα συρτάρια με τα κοσμήματα, δεν βρέθηκαν ούτε στις άλλες βιτρίνες με τα κοσμήματα, πλην της κεντρικής, από την οποία προσπάθησε να εξέλθει από το κατάστημα. Δεν δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα ούτε στις καταθέσεις των αστυνομικών που μετέβησαν στο σημείο και επιβεβαίωσαν ότι δεν έφερε πάνω του κανένα κόσμημα. Αλλά ούτε και στις καταθέσεις και μαρτυρίες φίλων και της οικογένειας, που αναδεικνύουν ότι δεν είχε κανένα οικονομικό πρόβλημα, συνεπώς δεν είχε λόγο να κλέψει, αφού σημαντικό χρηματικό ποσό βρέθηκε και στο σπίτι του.
Ταυτόχρονα σχεδόν, γνωστοποιούνται και τα αποτελέσματα από τις τοξικολογικές εξετάσεις στη σορό του Ζ. Κωστόπουλου, όπου αναφέρεται κατηγορηματικά ότι δεν είχε κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών. Και λίγο αργότερα δημοσιοποιήθηκε το δεκασέλιδο πόρισμα των ιατροδικαστών, όπου αναφέρεται ότι το θύμα κατέληξε από ισχαιμικό επεισόδιο που υπέστη συνεπεία των σφοδρών χτυπημάτων και τραυμάτων του.
Έτσι, περίπου δύο μήνες μετά το λιντσάρισμα του Ζ. Κωστόπουλου στο κέντρο της Αθήνας υπό συνθήκες που διερευνά και θα φωτίσει η Δικαιοσύνη, έχει καταρριφθεί με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο το σύνολο της αρχικής εκδοχής που μετέδωσαν τα περισσότερα ΜΜΕ (και πολλά εξ αυτών συνέχισαν να μεταδίδουν επί πολύ καιρό) για το τραγικό αυτό περιστατικό. Ο ληστής δεν αποδεικνύεται ότι προσπάθησε να κλέψει, με βάση τουλάχιστον τα ευρήματα από το κατάστημα και από τον ίδιο, δεν ήταν τοξικομανής και δεν επιβεβαιώνεται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ότι κρατούσε μαχαίρι. Κοινώς, επί μήνες καλλιεργήθηκε μεθοδικά μια εικόνα για την εξέλιξη ενός συμβάντος η οποία, εκτός του ότι δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα, έθρεψε τα χειρότερα ένστικτα μιας ήδη ταλανισμένης από την κρίση κοινής γνώμης.
Σε όλα αυτά αξίζει να προστεθεί η επίμονη χρήση του όρου «ληστής» και «ληστεία» από τα ΜΜΕ, όρος που αναφέρεται, με βάση τον ποινικό κώδικα, σε απόπειρα αφαίρεσης περιουσίας με τη χρήση βίας ή την απειλή χρήσης βίας, παρά το γεγονός ότι από τις πρώτες ώρες, όταν κυκλοφόρησαν τα βίντεο από τους περαστικούς, έγινε σαφές ότι ο Ζ. Κωστόπουλος ήταν μόνος του μέσα στο κατάστημα όπου εγκλωβίστηκε (άρα δεν απειλούσε κάποιον) και στη συνέχεια ήταν γονατιστός στη βιτρίνα, όπου δεχόταν κλωτσιές στο κεφάλι (εμφανέστατα χωρίς να απειλεί και πάλι κάποιον). Βέβαια, μετά από τέτοιο ορυμαγδό απεχθούς και ευρύτατης έλλειψης σοβαρότητας και δεοντολογίας σχετικά με τη δημοσιογραφική κάλυψη ενός γεγονότος , η λανθασμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας, φαινόμενο κάθε άλλο παρά σπάνιο, ίσως είναι μια μικρή λεπτομέρεια, η οποία όμως έχει τη σημασία της, αν αναλογιστεί κανείς ότι συμβάλλει στη διαμόρφωση «προδιάθεσης» και στη σκιαγράφηση «αιτίων» για μια υπόθεση που τελεί ακόμη υπό διερεύνηση από τη Δικαιοσύνη.
Μπορεί στην υπόθεση αυτή να υπάρχουν πολλές άλλες πτυχές (μεταξύ άλλων η στάση της αστυνομίας, η στάση του σιωπηλού πλήθους που παρακολούθησε το λιντσάρισμα, η στάση των διασωστών του ΕΚΑΒ που έσπευσαν στο σημείο και μετέφεραν έναν ετοιμοθάνατο με χειροπέδες, οι κοινωνικές προεκτάσεις του συμβάντος και η πολιτική του προσέγγιση), αλλά η πτυχή της κάλυψής της από τα ΜΜΕ δεν παύει να είναι μία από τις μελανότερες στιγμές τής, ήδη κάκιστης, επίδοσής τους στον τομέα της δημοσιογραφικής αξιοπιστίας τα τελευταία χρόνια. Στην πλειονότητά τους δεν έκαναν ρεπορτάζ, ως όφειλαν, αλλά αρκέστηκαν στις πληροφορίες των «αστυνομικών πηγών», τις οποίες μάλιστα αναπαρήγαγαν μεταξύ τους με μεγάλη ευκολία, χωρίς να τις διασταυρώσουν. Δεν ερεύνησαν, δεν σεβάστηκαν το στοιχείο της ανθρώπινης προσωπικότητας ή τα προσωπικά δεδομένα, δεν αναζήτησαν στοιχεία. Στην πλειονότητά τους, δεν άλλαξαν στάση ούτε μετά τη δημοσιοποίηση των επίσημων πορισμάτων των εγκληματολογικών εργαστηρίων, που ανέτρεψαν την κυρίαρχη αφήγηση για το συμβάν.
Και φυσικά δεν προέβησαν σε καμία επανόρθωση όσον αφορά το προφίλ που «φιλοτέχνησαν» στο θύμα ούτε απέναντι στην οικογένεια και στους οικείους του, αλλά ούτε και απέναντι στο κοινό, στους αναγνώστες, στους τηλεθεατές, στους ακροατές. Έφτασαν σε εξοργιστικά σημεία, να προσπαθούν δημοσιογράφοι να «διορθώσουν» τους ιατροδικαστές, εντείνοντας ένα διάχυτο κλίμα «ανθρωποφαγίας» που κάθε άλλο παρά βοηθά στην αλληλοκατανόηση και στον σεβασμό της διαφορετικότητας στους κόλπους μιας κοινωνίας.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η στάση αυτή (όχι όλων, για να μην υπάρχει ισοπέδωση) δεν αποτελεί «είδηση». Είναι η στάση που τήρησαν πολλά, κυρίως τα μεγαλύτερα και γνωστότερα, ΜΜΕ της χώρας καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, λειτουργώντας κυρίως ως «γραφεία Τύπου» κυβερνήσεων , υπουργείων, κομμάτων, της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών (στις περιπτώσεις διαδηλώσεων), οργανισμών (π.χ. της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΔΝΤ) ή ως απλοί «αναμεταδότες» των ανακοινώσεών τους. Θα μπορούσε, επίσης, κάποιος να υποστηρίξει ότι αυτό δεν αποτελεί ριζική αλλαγή σε σχέση με τον ρόλο των ΜΜΕ και παλαιότερα (τη σχέση τους με την εκάστοτε δομή εξουσίας, με οικονομικά συμφέροντα κ.λπ.).
Ωστόσο, η απερίγραπτη βαρβαρότητα των εικόνων του λιντσαρίσματος του Ζακ Κωστόπουλου απογύμνωσε περαιτέρω την, ήδη τρωθείσα, εικόνα τους. Την κατέστησε ακόμη πιο αναξιόπιστη και, σαφέστατα, βαθιά απωθητική. Το σημαντικότερο δε είναι ότι ανέδειξε σε πρώτο «πλάνο» την αδυναμία (ή απροθυμία;) των περισσότερων ΜΜΕ να τηρήσουν τους στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας, αλλά και δημοσιογραφικής κάλυψης. Γιατί στην περίπτωση του Ζ. Κωστόπουλου, τίποτε δεν θα είχε γίνει γνωστό, αν δεν υπήρχαν τα βίντεο από τα κινητά πολιτών. Χωρίς αυτά, με βάση το πώς κινήθηκαν τα μεγάλα ΜΜΕ, βάσιμα μπορεί να υποθέσει κάποιος, όπως υποστηρίζει ανοικτά και μία εκ των δικηγόρων που εκπροσωπεί την οικογένεια του θύματος Α. Παπαρρούσου, ότι δεν θα είχαμε σήμερα εικόνα του τι συνέβη και θα αρκούμασταν στις «πληροφορίες των αστυνομικών πηγών» και στην εκδοχή των εμπλεκομένων ως δραστών. Στην προκειμένη περίπτωση, που προφανώς δεν είναι η πρώτη και δεν φαίνεται να είναι η τελευταία, η αποκαλούμενη δημοσιογραφία των πολιτών ήταν αυτή που επέδειξε αντανακλαστικά και κατέγραψε το γεγονός. Έκανε, δηλαδή, αυτό που όφειλαν να πράξουν τα επαγγελματικά ΜΜΕ. Και από μόνη της η αντίφαση αυτή οφείλει να γίνει αντικείμενο προβληματισμού και αναστοχασμού, πριν να είναι πολύ αργά.
ΥΓ. Σε ένα κείμενο που αναφέρεται στους τρόπους δημοσιογραφικής κάλυψης ενός γεγονότος, συνειδητά γίνεται προσπάθεια να μη σχολιαστεί η «δημοσκόπηση» που μετέδωσε εκπομπή μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού σε ώρα υψηλής τηλεθέασης, μόλις λίγα 24ωρα μετά τη δολοφονία του Ζ. Κωστόπουλου, με ερώτημα αν συμφωνεί το κοινό με τη στάση αυτοάμυνας, όπως περιγράφεται, του κοσμηματοπώλη έναντι του θύματος. Ούτε άλλη δημοσκόπηση, που οδήγησε στην επιβολή προστίμου στο κανάλι ΑΡΤ από το ΕΣΡ. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης άρχισε να προβληματίζεται για το πώς καλύφθηκε από τα ΜΜΕ η υπόθεση Ζ. Κωστόπουλου μετά από δύο μήνες. Χωρίς μέχρι σήμερα, αρκετούς μήνες μετά, να έχει καταλήξει κάπου ο προβληματισμός αυτός. Ποτέ δεν είναι αργά.