Της Ελένης Μαυρούλη*
Ποιες είναι οι προκλήσεις και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοσιογραφία, στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας και της διαρκούς ανάπτυξης των social media; Στην εποχή της κατάρρευσης κολοσσών των ΜΜΕ, της εκπληκτικής ανόδου της αναξιοπιστίας των παραδοσιακών Μέσων στα μάτια των πολιτών, της διεύρυνσης της χρήσης του διαδικτύου και των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως διαύλων πληροφόρησης αλλά και έκφρασης, ποια θα μπορούσαν να είναι τα νέα μοντέλα εργασιακής επιβίωσης των δημοσιογράφων;
Πώς η πολιτική αλλά και οι πολιτικοί εμπλέκονται στο νέο αυτό ψηφιακό περιβάλλον και τι σημαίνει αυτό για την, ούτως ή άλλως, δύσκολη, αντιφατική και συνήθως τεταμένη, πλην αδιάρρηκτη σχέση τους με τη δημοσιογραφία; Μπορούν, και πώς, τα social media να παίξουν ρόλο στην άσκηση πολιτικής και στη διπλωματία;
Αυτά ήταν μερικά από τα ζητήματα που τέθηκαν στο συνέδριο το οποίο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του #AMIRetreat2017 με τίτλο “Journalism, Society and Politics in the Digital Media Era” και συνδιοργανώθηκε από το Advanced Media Institute, το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Κέντρο Μελέτης της Δημοσιογραφίας, του Πολιτισμού και της Κοινότητας του Πανεπιστημίου Bournemouth της Μεγάλης Βρετανίας και το Εργαστήριο Ερευνών στη Νέα Οικονομία και την Ανάπτυξη του Πανεπιστημίου Hassan στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, με την υποστήριξη του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, σε χώρο του οποίου διεξήχθησαν και οι διήμερες εργασίες που ολοκληρώθηκαν στις 2 Σεπτεμβρίου.
Κοινός τόπος μεταξύ των συμμετεχόντων η καταγραφή του αντιφατικού φαινομένου της ταυτόχρονης δυνατότητας πρόσβασης σε απεριόριστες πηγές πληροφοριών και της αναπαραγωγής ψευδών ειδήσεων ή της έλλειψης πραγματικής ενημέρωσης, καθώς οι άνθρωποι έχουν την τάση να προσφεύγουν σε πληροφορίες και πηγές που συνάδουν με τις απόψεις που ήδη έχουν.
Ενδεικτικό είναι το στοιχείο που παρουσίασαν οι Dana Weimann-Saks και Ruth Avidar, σύμφωνα με το οποίο «η πλειοψηφία του κοινού δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει τις ειδήσεις που καταναλώνει, [αφού] περίπου 70% λαμβάνει ειδήσεις στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο», ενημερώνεται δηλαδή εντός της προσωπικής του σφαίρας.
Τα fake news διογκώνονται, επειδή ο ψηφιακός καπιταλισμός καθιστά επικερδή την παραγωγή ψευδών ιστοριών, οι οποίες όμως μπορούν να «φέρουν πολλά κλικ», τόνισε ομιλητής
Εκτενείς οι αναφορές στο διογκούμενο φαινόμενο των fake news, με στοιχεία από τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή το δημοψήφισμα για την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, όπου, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Deborah Wilson David, το 80% των έντυπων ΜΜΕ είχε ταχθεί υπέρ του Brexit, προσφέροντας έτσι μάλλον ομοιομορφία απόψεων παρά ενημέρωση. Όπως, δε, επισημάνθηκε από τον Gary Gumpert, ο όρος fake news πλέον εκτοξεύεται ενίοτε ως κατηγορία για πληροφορίες-ειδήσεις που απλώς δεν αρέσουν, αλλά δεν αποτελούν παραπληροφόρηση με απώτερο πολιτικό στόχο ή συμφέρον.
Μέσα σε αυτό το ταχύτατα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, όπου ακόμη και η θεωρία της επικοινωνίας προσαρμόζεται και αναπροσαρμόζεται διαρκώς στα νέα δεδομένα, όπως τόνισε ανοίγοντας τις εργασίες του συνεδρίου η Σοφία Ιορδανίδου, θα πρέπει μάλλον να σκεφτούμε εκ νέου τι σημαίνει να είναι κανείς δημοσιογράφος σήμερα, σημείωσε ο Stephen Jukes, καθώς ο ίδιος ο τρόπος εργασίας του έχει αλλάξει στην ψηφιακή εποχή.
Και αυτό δεν συνεπάγεται μόνο πολύ μεγαλύτερη εμπλοκή των δημοσιογράφων στα social media, αλλά και απώλεια της αυτονομίας τους στις ψηφιακές αίθουσες σύνταξης, όπου η έλλειψη προσωπικού έχει εκτός των άλλων οδηγήσει, όπως κατέγραψε η Rebecca Whittington, σε εγκατάλειψη της εξειδίκευσης και σε προώθηση συγκεκριμένων θεμάτων που γίνεται αντιληπτό ότι «συγκεντρώνουν» την προτίμηση του κοινού, με τη λογική του εμπορεύματος, ακόμη κι αν, τελικά, η γνώμη των δημοσιογράφων είναι ότι πρόκειται για θέματα μικρής σημασίας.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η προσπάθεια για ανεξάρτητη δημοσιογραφία από εναλλακτικά ΜΜΕ που δεν έχουν χρηματοδότες και στηρίζονται κυρίως από το κοινό, με ορισμένα πρώτα δείγματα από τη Γαλλία, που παρουσίασαν οι Νίκος Σμυρναίος και Emmanuel Marty, να θέτουν το πλαίσιο μιας νέας συζήτησης ως προς τη βιωσιμότητα τέτοιων εγχειρημάτων. Ή ακόμη και η θέση ότι τα fake news είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη εδώ και δεκαετίες, καθώς δίνει την ευκαιρία στους ποιοτικούς δημοσιογράφους να δείξουν ότι η δουλειά τους ξεχωρίζει, ότι έχουν αξία και ότι εργάζονται στη βάση της εμπειρίας, της γνώσης και της δεοντολογίας τους, ότι τελικά, όπως τόνισε η Μαργαρίτα Κοντοπούλου, αυτό που κάνουν δεν μπορεί να το κάνει κανένας αλγόριθμος και κανένα μηχάνημα. Ένας τρόπος να ενισχυθεί αυτό είναι η εκπαίδευση δημοσιογράφων, πολιτικών και κοινού στα νέα ΜΜΕ. Και κυρίως των παιδιών που θέλουν να γίνουν δημοσιογράφοι, όπως τόνισε η Karen Fowler-Watt, μέσα από την ανάπτυξη της αίσθησης του εαυτού, της έννοιας της ταυτότητας, της ικανότητας διερεύνησης και διασταύρωσης, της εμπιστοσύνης στον εαυτό τους.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον είχαν οι παρουσιάσεις στοιχείων σχετικά με τη χρήση των ψηφιακών ΜΜΕ απευθείας από πολιτικούς φορείς για τη διάχυση του μηνύματός τους (πολιτικού, τρομοκρατικού ή μίσους), με το παζλ να συμπληρώνεται από κομμάτια που αφορούν σειρά χωρών σε όλο τον πλανήτη (Σουδάν, Αίγυπτο, Ρουμανία, Ελλάδα), καθώς και στοιχεία από έρευνες για την επίδραση των ΜΜΕ σε συριακό προσφυγικό πληθυσμό, αλλά και για την εικόνα της Συρίας.
Δεν έλειψαν επίσης οι ειδικές παρουσιάσεις που εστίασαν το ενδιαφέρον τους γεωγραφικά στην Κύπρο, με στοιχεία για τη χρήση social media στην κυπριακή πολιτική σκηνή, είτε σε προεκλογικές εκστρατείες είτε κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για το Κυπριακό, για τον τρόπο κάλυψης ειδήσεων σχετικών με την ΕΕ από τα κυπριακά ΜΜΕ, για τον αντίκτυπο στην κοινή γνώμη της τρομοκρατικής δράσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα social media μπορούν να γίνουν δίαυλος για ένα καλύτερο αύριο, αλλά μέσα από άλλες οπτικές
Μπορούν οι δυνατότητες που προσφέρουν η νέα ψηφιακή τεχνολογία στα ΜΜΕ και τα social media να αξιοποιηθούν για να υπάρξει καλύτερη δημοσιογραφία; Μπορούν να γίνουν ένα μονοπάτι συνεργασίας, ένας δρόμος προς την κοινωνική αλλαγή, προς τη διπλωματική επικοινωνία, την εξεύρεση λύσεων και την καλλιέργεια συνεργειών;
Ναι. Μπορούν. Αυτό υποστήριξαν, από τη δική του οπτική ο καθένας, μοιραζόμενοι τις εμπειρίες τους με τους συμμετέχοντες στο συνέδριο, οι τρεις κεντρικοί ομιλητές Niko Carpentier, Paul Mihailidis και Νίκος Χριστοδουλίδης, εκφράζοντας αισιοδοξία χωρίς να παραβλέπουν τους κινδύνους ή τα εμπόδια.
Στη σημαντική συνεισφορά της ψηφιακής τεχνολογίας και των social media στη διακίνηση της πληροφορίας γρήγορα και σε όλους στο επίπεδο της πολιτικής και της διπλωματίας εστίασε το ενδιαφέρον του ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκος Χριστοδουλίδης. Ο κ. Χριστοδουλίδης έφερε ως απτό και πρόσφατο παράδειγμα τη δική του εμπειρία από τη δυνατότητα που είχε ο ίδιος, αξιοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία, να ενημερώνει απευθείας, χωρίς διαμεσολαβήσεις, έγκαιρα και έγκυρα όλα τα ΜΜΕ για τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό που διεξήχθησαν τους τελευταίους μήνες στην Ελβετία.
Σημείωσε, επίσης, ότι διαμέσου της τεχνολογίας αυτής, μικρές χώρες με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, όπως η Κύπρος, μπορούν να είναι παρούσες και να ασκούν διπλωματία στα πέρατα του κόσμου, κάνοντας χρήση της δυνατότητας λειτουργίας εικονικών πρεσβειών σε χώρες μακρινές, όπως η Ιαπωνία, αλλά και διαμορφώνοντας δίκτυα συνεργασίας και συνεργειών επί σειράς θεμάτων στην κοντινότερη «γειτονιά» τους, όπως είναι για την Κύπρο η νοτιοανατολική Μεσόγειος. Μολονότι επισήμανε ότι υπάρχουν και κίνδυνοι, κάτι που έχει πολλάκις επιβεβαιωθεί με τη χρήση των social media και από τρομοκρατικές οργανώσεις, σημείωσε ότι οι δυνατότητες και τα οφέλη είναι τόσο πολλά που όχι απλώς αξίζει το ρίσκο, αλλά είναι απαραίτητη η ενίσχυση της χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας σε επίπεδο διπλωματίας και κρατικής συνεργασίας.
Μπορούν τα συμμετοχικά ΜΜΕ, εκείνα στα οποία οι πολίτες έχουν τον πρώτο λόγο, εκείνα που δεν είναι mainstream, που προέρχονται και απευθύνονται σε μικρές κοινότητες και δεν αντανακλούν κάποια «εμπορική αξία» να αποτελέσουν «παράδειγμα» για τα μεγάλα ΜΜΕ; Μπορούν, υποστήριξε στη δική του ομιλία ο Nico Carpentier, Καθηγητής στο Τμήμα Πληροφορικής και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου της Ουψάλα. Μπορούν γιατί τα συμμετοχικά ΜΜΕ, τα κοινοτικά, τα αυτοδιαχειριζόμενα, χαρακτηρίζονται από σχέσεις αγώνα και όχι ανταγωνισμού, γιατί διευρύνουν τις συλλογικότητες και τα κοινά πεδία, γιατί συνήθως αποτελούν τόπους παίδευσης στη δημοκρατία, στη συμμετοχή και στη συνεννόηση και γιατί συνήθως είναι δεσμευμένα στη δημοκρατία, στη ριζοσπαστική διαφορετικότητα και γιατί νιώθουν και είναι εναλλακτικά.
Με μια χροιά ρομαντισμού, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ο Niko Carpentier επέμεινε ότι τα όσα αρνητικά παρατηρούνται στον ευρύτερο χώρο της δημοσιογραφίας δεν σηματοδοτούν το τέλος της, καθώς, όπως τόνισε, η καλή δημοσιογραφία και ο ορισμός της δεν είναι παρά ένας πολιτικός αγώνας που σίγουρα αξίζει να δοθεί.
Η παιδεία στα νέα ψηφιακά ΜΜΕ – media literacy –, όπως έχει διαμορφωθεί, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί άμεσα στο αναδυόμενο ψηφιακό περιβάλλον, επισήμανε από την πλευρά του ο Paul Mihailidis, Αναπληρωτής Καθηγητής στη Σχολή Επικοινωνίας στο Κολέγιο Έμερσον της Βοστώνης.
Τα ψηφιακά ΜΜΕ εμφανίζουν ολοένα εντονότερα σημάδια πόλωσης, τα social media μετατρέπονται ολοένα περισσότερο σε πεδία σύγκρουσης, σε πεδία έκφρασης, αλλά προφανώς όχι δημοσιογραφίας. Τα ΜΜΕ και η αξιοπιστία τους αμφισβητούνται ίσως περισσότερο από κάθε άλλο θεσμό από τους πολίτες, το φαινόμενο των «ψευδών ειδήσεων» – fake news – διογκώνεται, επειδή ο ψηφιακός καπιταλισμός καθιστά επικερδή την παραγωγή ψευδών ιστοριών, οι οποίες όμως μπορούν να «φέρουν πολλά κλικ».
Στα social media οι συζητήσεις είναι συγκρουσιακές, οι συμμετέχοντες αναζητούν παρόμοιες απόψεις με τις δικές τους και όχι ενημέρωση και πληροφορίες, πιέζονται να εξάγουν συμπεράσματα, ενθαρρύνεται η αναπαραγωγή και η ανάρτηση αλλά όχι η εμπλοκή των συμμετεχόντων σε διαδικασίες, σε πρωτοβουλίες.
Για να λειτουργήσουν όχι απλώς ως πεδίο καταγραφής προβλημάτων, διαφορετικών προσεγγίσεων και συγκρούσεων, αλλά και ως μέσο συμμετοχής σε διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων και κοινωνικής αλλαγής θα πρέπει, εκτίμησε ο Paul Mihailidis, να γεφυρωθεί το χάσμα με την πράξη, να καλλιεργηθεί κριτική συνείδηση, να παροτρυνθεί η επίμονη εμπλοκή, να αναπτυχθούν μηχανισμοί αφύπνισης της φροντίδας και να ενθαρρυνθεί η λογική της χειραφέτησης.