της Βάλιας Καϊμάκη*
Το καλοκαίρι του 2013, όταν το περιοδικό «Δημοσιογραφία» ξεκίνησε το μαγικό του ταξίδι στον έντυπο κόσμο είχαμε ήδη τις αμφιβολίες μας εάν είναι δυνατόν να κρατηθεί για πολύ καιρό ένα Μέσο το οποίο σιγά σιγά έφθινε. Και εκ του αποτελέσματος καλά κάναμε και είχαμε τις αμφιβολίες μας και ακόμα καλύτερα κάναμε που τολμήσαμε. Γιατί η «Δημοσιογραφία» δεν υπήρξε ένα απλό περιοδικό αλλά η υπενθύμιση του ποιοι είμαστε, τι κάνουμε και πώς προχωράμε σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με πολύ μεγάλες ταχύτητες.
Ήδη πριν από οκτώ χρόνια ξεκινούσαμε υποψιασμένοι. Την «μετακόμιση» από το χαρτί στο διαδίκτυο την είχαμε δει και είχαμε προσπαθήσει να την τιθασεύσουμε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Δεν έγινε δυνατόν με τον τρόπο που θα έπρεπε, κυρίως γιατί οι εκδότες αρνήθηκαν να δουν την αλήθεια, προέβαλαν αντίσταση στην αλλαγή και, τελικά, βρέθηκαν υποσκελισμένοι από νέους εκδότες που επένδυσαν αποκλειστικά στο διαδίκτυο. Το νέο αυτό μοντέλο «ανάγνωσης» απαιτούσε και νέο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο επίσης άργησε και ακόμα το ψάχνουμε. Όχι γιατί δεν το είχαμε προβλέψει, αλλά γιατί αργήσαμε να δράσουμε.
Κάτι που είχαμε πολύ λιγότερο προβλέψει ήταν η κουλτούρα του «κόπι-πάστε», η κουλτούρα του click-bait, της εντυπωσιοθηρίας. Το χτύπημα για τη δημοσιογραφία ήταν μεγάλο, γιατί ακυρώθηκε στην ουσία το επάγγελμά μας. Μια είδηση από το πρακτορείο – ανεξάρτητα από το εάν ο διαδικτυακός εκδότης την πληρώνει ή την κλέβει – είναι αρκετή να καλύψει το περιεχόμενο, ενώ σε μια εφημερίδα θα ήταν ντροπή. Δεν θέλαμε να το προβλέψουμε γιατί το σενάριο ήταν πολύ ζοφερό για μας.
Προβλέψαμε επίσης, γιατί μας είχαν προειδοποιήσει, την είδηση που έρχεται από τον πολίτη, τη δημοσιογραφία των πολιτών. Ο Νταν Γκίλμορ ήταν αυτός που μας την είχε παρουσιάσει, στο «We the Media», αλλά 10 χρόνια αργότερα, το 2016, ήρθε στο retreat μας στην Αθήνα και αναίρεσε τα πάντα (https://youtu.be/95XQT_Tuqu0). Να και μια πρόβλεψη που έφερε αλλαγές αλλά όχι ανατροπή. Οι πολίτες βοηθούν τους δημοσιογράφους στο έργο τους αλλά δεν πήραν την ενημέρωση στα χέρια τους.
Αυτό, όμως, που μας χτύπησε κατακούτελα και σχεδόν δεν το είδαμε καν να έρχεται ήταν το πραξικόπημα που έγινε στο μοντέλο κατανάλωσης της είδησης. Λιγότερο από 20 χρόνια πριν ο μόνος τρόπος να καταναλώσεις ειδήσεις ήταν ν’ ανοίξεις ένα Μέσο ενημέρωσης (έντυπο, ραδιόφωνο, εφημερίδα) και να δεις τι «έπαιζε» εκείνη τη στιγμή (ανάλογα και με την αμεσότητα του Μέσου φυσικά) και να διαβάσεις την ανάλυσή του. Το διαδίκτυο μας έδωσε αρχικά μια τεράστια επιλογή που δεν είχαμε πριν. Μπορούσαμε να ενημερωθούμε από οποιοδήποτε Μέσο μας άρεσε από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου. Αρχικά ήταν το έντυπο Μέσο και στη συνέχεια ήρθαν και οι μεταδόσεις του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης μέσω του διαδικτύου. Νομίσαμε ότι ήταν επανάσταση αλλά ήταν απλώς διεύρυνση.
Οι aggregators στη συνέχεια μας είπαν: «Ελάτε σε μας, να δείτε ποιες είναι οι κυριότερες ειδήσεις και μετά να επιλέξετε το Μέσο από το οποίο θέλετε να τις διαβάσετε». Λίγο κράτησε αυτό, γιατί ήρθε το «τέλος του Μέσου». Η έκφραση είναι σαφώς υπερβολική, όμως αναφέρεται απλώς στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή. Τι γίνεται λοιπόν (υπεραπλουστευμένο αλλά αληθινό); Ανοίγουμε το πρωί το Facebook, το Twitter ή το Instagram και βλέπουμε τι έχουν αναρτήσει οι φίλοι μας. Εάν δεν μας ενδιαφέρει κάτι απλώς σκρολάρουμε μέχρι να βρούμε αυτό που θα μας τραβήξει την προσοχή. Και τότε μόνο πηγαίνουμε στον ιστότοπο του Μέσου για να εντρυφήσουμε, αν θέλουμε. Πολλοί από εμάς δεν φτάνουν καν σ’ αυτό το στάδιο και μένουν στους τίτλους.
Και οι τίτλοι έχουν αλλάξει πολύ. Ξεχάστε τα λογοπαίγνια και τα κρυμμένα νοήματα. Ξεχάστε τις τρομερές ατάκες που θα έκαναν ευτυχισμένο κάθε υλατζή πρώτης σελίδας. Ο τίτλος πρέπει να είναι μόνο περιγραφικός, οι κύριες λέξεις κλειδιά να βρίσκονται σ’ αυτόν, αλλιώς το SEO δεν είναι ευχαριστημένο, δεν βγαίνει πάνω-πάνω και τότε… καήκαμε. Ένα μικρό παράδειγμα: στις 15 Νοεμβρίου 2009, η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» βγήκε με κεντρικό τίτλο «Και τώρα τρέχουμε». Τίτλος απαγορευμένος την εποχή των social. Στην καλύτερη περίπτωση θα γράφαμε «Έρχονται νέα μέτρα λιτότητας».
Ακόμα σημαντικότερο είναι, όμως, το γεγονός ότι η λογική του agenda setting έχει καταστρατηγηθεί εντελώς. Το σημαντικό έχει αντικατασταθεί από το πρόσφατο. Χωρίς αξιολόγηση, χωρίς πλαίσιο, χωρίς σοβαρότητα. Και η καταδυνάστευση του πρόσφατου ενδυναμώνεται συνεχώς: όλα θα πρέπει να είναι ταχύτατα, η είδηση – ακόμα και μη διασταυρωμένη – θα πρέπει να υπάρχει, αλλιώς θα προλάβουν «οι άλλοι». Που κι αυτοί φοβούνται εσένα, κι επίσης δεν διασταυρώνουν και δεν αξιολογούν, απλώς «βγάζουν» κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Η βιοτεχνία της είδησης είναι πια βιομηχανία του εφήμερου.
Να επαναστατήσουμε τότε! Να ρίξουμε τις πλατφόρμες, τα όργανα της πλουτοκρατίας. Να βγάλουμε τις ειδήσεις μας από αυτές και να τις αφήσουμε στους ιστότοπούς μας. Αν δεν είναι κανείς στις πλατφόρμες, ο κόσμος υποχρεωτικά θα επιστρέψει στα Μέσα.
Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο. Το πάθημα της Αυστραλίας είναι μάθημα για όλους μας. Γιατί υπάρχει βεβαίως η ηθική, που είναι αδιαπραγμάτευτη, αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα. Κι αυτή η ρημάδα η πραγματικότητα έχει πολλές πλευρές. Σαν τα σύμπαντα της Marvel, είναι πολυδιάστατη. Και άντε τράβα την ώρα που βουλιάζει το πλοίο να κάτσεις στην πλώρη να σκυλοπνιγείς τελευταίος κρατώντας την περηφάνια σου. Αυτό είναι το σωστό και το ηθικό;
Η αυστραλιανή κυβέρνηση αποφάσισε να βάλει με νόμο (News Media Bargaining Code) τις πλατφόρμες να πληρώσουν για το περιεχόμενο που προέρχεται από τα Μέσα ενημέρωσης ώστε να στηρίξει τα Μέσα και κατά προέκταση την αδέσμευτη δημοσιογραφία. Η Google έκανε μια προσπάθεια και είπε: ποιο είναι το μικρότερο κακό; Ας πληρώσω την αυτοκρατορία Murdoch που έχει και το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς στη χώρα (το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο) και μερικούς άλλους και ίδωμεν.
Όμως το Facebook αντέδρασε εντελώς διαφορετικά: «Τι θέλετε; Να πληρώσω; Ούτε στα πιο τρελά σας όνειρα. Και για να μην τα πολυλογούμε κόβω εντελώς την ανάρτηση άρθρων και δεν έχουμε πλέον καμία σχέση». Φαντάζεστε τι έγινε. Η κυκλοφορία των Μέσων ενημέρωσης στο διαδίκτυο έπεσε κατακόρυφα. Ο αναγνώστης άνοιγε το λογαριασμό του στα social, δεν έβλεπε ειδήσεις, δεν πήγαινε στους δημοσιογραφικούς οργανισμούς να τις δει. Δεν πειράζει.
Μια μικρή παρένθεση: όταν το 2018 το Facebook έπεσε εντελώς για μία ώρα, εκείνη ακριβώς την ώρα, η κυκλοφορία στα ΜΜΕ ανέβηκε κατακόρυφα (αλλά μπορώ να υποψιαστώ με λύπη, ότι όλοι πήγαιναν στους ενημερωτικούς ιστότοπους για να μάθουν γιατί έπεσε το Facebook).
Τι γίνεται λοιπόν όταν το Facebook δεν έχει ειδήσεις από έγκυρα Μέσα ενημέρωσης; Έχει ειδήσεις από μη έγκυρα καταρχάς. Και καθώς το πρόβλημα με τα fake news είναι ήδη πολύ μεγάλο, καταλαβαίνετε τι έχει να γίνει. Κατά δεύτερον, απλώς δεν ενδιαφέρεται: σύμφωνα με δικές του μετρήσεις το ποσοστό των links προς Μέσα ενημέρωσης είναι πολύ μικρό σε σχέση με το συνολικό περιεχόμενο και δεν πρόκειται να επηρεάσει την απόδοση του ίδιου του Facebook. Άρα, ποιος χάνει; Τα Μέσα. Το αυστραλιανό πραξικόπημα απέτυχε, η κυβέρνηση υποχώρησε κι έγινε μια κάποια συμφωνία.
Το να τα βάζουμε με τις πλατφόρμες είναι η εύκολη λύση. Αυτές την δουλειά τους έκαναν και την έκαναν καλά. Το δύσκολο ερώτημα είναι εμείς τι κάνουμε για να φέρουμε τον κόσμο πίσω; Στα οκτώ χρόνια της ζωής του, το περιοδικό «Δημοσιογραφία» προσπάθησε να εξερευνήσει δρόμους, να οργανώσει τον διάλογο, να φέρει σ’ επαφή με το κοινό της οραματιστές μιας άλλης πορείας της δημοσιογραφίας. Και πιστεύω ακράδαντα ότι το πέτυχε. Και θα συνεχίσει από το διαδίκτυο. Αλλά αυτό δεν είναι κακό, είναι απλώς εξέλιξη. Όσο για τα υπόλοιπα, δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα βρούμε τη λύση, αλλά μπορώ να υποσχεθώ ότι θα συνεχίσουμε να την ψάχνουμε με την ίδια συνέπεια.
*Δρ. Επικοινωνίας, Μέσων Ενημέρωσης και Πολιτισμού από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, δημοσιογράφος, συγγραφέας, διδάσκουσα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνήτρια στο Advanced Media Institute.