του Γιάννη Καρακασίδη*
Για χρόνια, τα μέσα ενημέρωσης έχουν κατηγορηθεί ευρέως για τον τρόπο με τον οποίο αναπαριστούν τις εθνικές ή φυλετικές μειονότητες στη μικρή οθόνη, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στην αναπαράσταση των Αφροαμερικανών στις αμερικανικές σειρές και τις ταινίες του Hollywood (Punyanunt-Carter, 2008). Η θεωρία, αλλά και οι έρευνες, στον τομέα του θεάματος υποστηρίζουν πως οι απεικονίσεις αυτών των μειονοτήτων από τα μέσα ενημέρωσης έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν τις πεποιθήσεις των τηλεθεατών και να εντείνουν τις στερεοτυπικές αποδόσεις, ιδιαίτερα όταν απουσιάζει η άμεση επαφή μαζί τους (Fujioka, 1999).
Επομένως, γίνεται αντιληπτό πως η ερευνητική αναζήτηση του τρόπου με τον οποίο οι εθνικές και φυλετικές μειονότητες απεικονίζονται στην τηλεόραση είναι πολύτιμη και η αξία της έγκειται σε δύο βασικούς λόγους (Greenberg & Mastro, 2000). Πρώτον, είναι κοινωνικά σημαντικό να μελετάται η αναπαράσταση των μειονοτήτων στην τηλεόραση, όπως επίσης και το πόσο αυτή έχει αλλάξει στο πέρασμα των χρόνων. Δεύτερον, ως πολιτισμικό δημιούργημα, η τηλεόραση φτάνει σε μεγάλο κοινό. Συνεπώς, πολλοί υποστηρίζουν πως ο τρόπος αναπαράστασης των μειονοτήτων συνεισφέρει στις στερεοτυπικές εικόνες, θετικές ή αρνητικές, που αναπτύσσουν οι τηλεθεατές.
Το ενδιαφέρον για τα πορτραίτα των μειονοτήτων στην τηλεόραση χρονολογείται σχεδόν από την εφεύρεση του Μέσου και εξελίχθηκε παράλληλα με τα κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μολονότι οι ρόλοι των μειονοτήτων στη μικρή οθόνη έχουν αυξηθεί από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, παραμένουν εξαιρετικά επιφορτισμένοι με στερεοτυπικές αναφορές. Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι εάν η τηλεόραση έχει διατηρήσει με την πάροδο των χρόνων αυτή τη συνεχόμενη άνοδο στον αριθμό των παραγωγών με μειονοτικούς χαρακτήρες ή εάν έχει παρουσιάσει διακυμάνσεις, ως απόρροια βραχυπρόθεσμων αντανακλαστικών που επέφεραν άλλες κοινωνικές τάσεις ή καινοτομίες.
Γενικότερα, η μυθοπλασία ενδείκνυται ως πρόσφορο έδαφος για τη διενέργεια κοινωνιολογικών-ανθρωπολογικών ερευνών, ακριβώς διότι η ουσία της εδράζεται στη δραματουργική κατασκευή, αναπαράσταση και ερμηνεία διαφορετικών ταυτοτήτων. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί πως, σε αντίθεση με τις ξενόγλωσσες μελέτες, το εγχώριο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον γύρω από την τηλεοπτική μυθοπλασία παραμένει εξαιρετικά φτωχό. Παρά τη θεαματική απήχηση του είδους στους τηλεθεατές ανά τις δεκαετίες, οι τηλεοπτικές σειρές και πιο συγκεκριμένα οι ρόλοι, οι καταστάσεις και τα νοήματα που γεννά η μεταξύ τους αλληλεπίδραση μέσω των σεναρίων δεν βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο των κοινωνιολογικών ερευνών στην Ελλάδα. Η διστακτικότητα, η καχυποψία και η προκατάληψη απέναντι στην εμπορικότητα, το Μέσο και την επιστημονική συνεισφορά, που μπορεί να αποφέρει η μελέτη των παραγωγών μυθοπλασίας, έχουν κρατήσει το συγκεκριμένο είδος μακριά από το κλείστρο του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.
Το ελληνικό παράδειγμα
Δανειζόμενη εικόνες από τις ελληνικές ταινίες των προηγούμενων δεκαετιών, τα δελτία ειδήσεων, τις ξένες παραγωγές ή μέσα από τις ελάχιστες αναφορές στα σίριαλ της Δημόσιας Τηλεόρασης τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η τηλεόραση στην Ελλάδα, μετά την ίδρυση της ιδιωτικής, έφερε αρκετές φορές στο προσκήνιο το ζήτημα της διαφορετικής εθνικής ταυτότητας στο πλαίσιο της μυθοπλασίας. Ακολουθώντας, κατά κάποιον τρόπο, το παράδειγμα της αμερικανικής τηλεόρασης, προσαρμοσμένο στις εγχώριες κοινωνικές συνθήκες και ταχύτητες, η ελληνική μυθοπλασία, αν και εισήγαγε από νωρίς τους αλλοδαπούς χαρακτήρες στα τηλεοπτικά σίριαλ, έδειξε πως χρειάζεται αρκετό χρόνο ώστε να τους παγιώσει και, κατόπιν, να τους αναβαθμίσει.
Τον πρώτο αλλοδαπό ρόλο στην ιδιωτική τηλεόραση της χώρας ενσάρκωσε η ηθοποιός Ισαβέλλα Βλασιάδου μέσα από την κωμική-σατιρική σειρά του Mega, Οι Αυθαίρετοι (1989-1991). Επρόκειτο για τον ρόλο της Ισπανίδας Ντολόρες, η οποία κερδίζει σταδιακά την αγάπη των υπόλοιπων ηρώων και ενσωματώνεται στην οικογένεια, όπου προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια. Η περίπτωση των Αυθαίρετων παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, υπό το πρίσμα του κοινωνικού σχολιασμού. Σε μία εποχή πρώιμης τηλεοπτικής αθωότητας και πειραματισμών, οι ήρωες της σειράς σατίρισαν εύστοχα τις παθογένειες του Νεοέλληνα, την παροξυσμική ανάγκη για προσωπική και επαγγελματική καταξίωση, τον επιδιωκόμενο πλουτισμό, τον ρατσισμό, τις νεοεισαγόμενες τάσεις του lifestyle, καθώς και την πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κατά την περίοδο της κυβέρνησης συνεργασίας του 1989.
Την ίδια περίοδο κάνουν πρεμιέρα το Ρετιρέ (1990-92), οι Τρεις Χάριτες (1990-92) και οι Απαράδεκτοι (1991-93), επιτυχημένες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης που δεν περιλαμβάνουν στο καστ αλλοδαπούς ρόλους, αλλά περιορίζονται στους χαρακτηρισμούς και τις διακωμωδήσεις τους μέσω παρεξηγήσεων ή άλλων εύθυμων καταστάσεων. Τα περιστατικά έχουν συχνά ως αφορμή κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της επικαιρότητας (μετανάστευση, πολεμικές συγκρούσεις, Μακεδονικό) ή βασίζονται καθαρά σε στερεοτυπικές αντιλήψεις περί εθνότητας. Σε γενικές γραμμές, ο Έλληνας δεν παρουσιάζεται εξοικειωμένος και φιλικά προσκείμενος προς στο αλλοδαπό στοιχείο, αλλά του αντιτίθεται με υποτίμηση ή λαμβάνοντάς το ως απειλή.
Λίγο πριν την έλευση της νέας χιλιετίας οι αλλοδαποί ρόλοι στις ελληνικές σειρές έδειξαν να αποκτούν σταδιακά μία σταθερή παρουσία ανά τηλεοπτική σεζόν. Ωστόσο, παρά τη βαθμιαία αύξηση στις αναπαραστάσεις τους και την συχνή τοποθέτησή τους στο μόνιμο καστ των ιστοριών, το πλαίσιο στο οποίο παρουσιάζονταν και κινούνταν παρέμενε έντονα στερεοτυπικό. Οι ρόλοι που εμφανίζονταν ως προερχόμενοι από χώρες της Αφρικής, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, των Βαλκανίων ή ακόμη και της Δυτικής Ευρώπης ενείχαν προσωπικά και πολιτισμικά στοιχεία που παρέπεμπαν σε στερεοτυπικές εικόνες. Ενδεικτικά παραδείγματα ήταν εκείνα της Νοτιοαφρικανής Δεβόρα (Εκείνες κι Εγώ, Ant1: 1996-98) και της Ρωσίδας Μαρούσκα (Δυο Ξένοι, Mega: 1997-99), που ενσάρκωσαν οι ηθοποιοί Νίκη Σερέτη και Καλλιόπη Ταχτσόγλου, αντίστοιχα. Γενικότερα, η δεκαετία του ‘90 στηρίχθηκε δραματουργικά σε συγκεκριμένα μοτίβα αναπαράστασης, όπως αυτό της «Φιλιππινέζας υπηρέτριας» και του «Αλβανού μετανάστη», τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι και τα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Η «αυγή» της νέας χιλιετίας πέτυχε την τηλεόραση στην περίοδο της ύψιστης επικοινωνιακής της κυριαρχίας, αφού η δεκαετία του 2000, που μόλις ξεκινούσε, ήταν εκείνη που εδραίωσε τη φράση «το είπαν στην τηλεόραση», ως επιστέγασμα εγκυρότητας μιας είδησης. Εστιάζοντας στο παράδειγμα της τηλεοπτικής μυθοπλασίας, η κυριαρχία της μικρής οθόνης μεταφράστηκε τη δεκαετία του 2000 σε αξιοσημείωτη άνοδο των εγχώριων παραγωγών, τουλάχιστον σε ποσοτικό επίπεδο (278 σειρές έναντι 251 της προηγούμενης δεκαετίας). Ωστόσο, αναφορικά με το περιεχόμενο των τηλεοπτικών σειρών και πιο συγκεκριμένα την οπτική τους ως προς τους αλλοδαπούς χαρακτήρες, η δεκαετία του 2000 δεν έδειξε να μας εξοικειώνει με το «ξένο». Αντιθέτως, ενέτεινε τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις, τα υβριστικά σχόλια και τον ξενοφοβικό λόγο στα τηλεοπτικά σενάρια, μολονότι οι αλλοδαποί ρόλοι αυξήθηκαν σε συχνότητα και αριθμό.
Διανύοντας την τρίτη δεκαετία της ιδιωτικής τηλεόρασης, η οποία συνέπεσε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι αλλοδαποί ρόλοι στις ελληνικές σειρές απέκτησαν μία σημαντική συχνότητα και σταθερότητα στις εμφανίσεις τους, παρά το γεγονός ότι ο συνολικός αριθμός των παραγωγών μυθοπλασίας μειώθηκε δραματικά. Οι Έλληνες δημιουργοί έδειξαν να εξοικειώνονται περισσότερο με τους ξένους χαρακτήρες και να μη διστάζουν πλέον να τους εντάξουν στις ιστορίες τους, ακόμη και ως πρωταγωνιστές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι σειρές Με λένε Βαγγέλη (Mega, 2011-12), Ταμάμ (Ant1, 2014-17), Εθνική Ελλάδος (Mega, 2015), Στο καλό γλυκιά μου συμπεθέρα (Ant1, 2016-17) και Πέτα τη φριτέζα (Ant1, 2018-20).
Επιπλέον, την τελευταία δεκαετία σημειώνεται ένα άνοιγμα στη «βεντάλια» των εθνικοτήτων και των επαγγελμάτων αυτών των ανθρώπων. Για πρώτη φορά σε ελληνικές σειρές εμφανίζονται μετανάστες από τη Γερμανία, τον Καναδά, το Αφγανιστάν, το Ιράν και την Κολομβία, χωρίς ωστόσο να εκλείψουν και οι «κλασικές» αναπαραστάσεις των Αφρικανών, των Ουκρανών ή των Αλβανών. Παράλληλα, μολονότι οι στερεοτυπικές επαγγελματικές απεικονίσεις των αλλοδαπών παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό, δόθηκε με κάποιον τρόπο η αίσθηση της αναβάθμισης, παρουσιάζοντας αρκετούς από αυτούς ως ελεύθερους επαγγελματίες και ιδιοκτήτες καταστημάτων.
Λαμβάνοντας υπόψιν τον συνολικό αριθμό των τηλεοπτικών σειρών που προβλήθηκαν σε βάθος τριακονταετίας (1989-2019) στην Ελλάδα, παρατηρείται πως οι αλλοδαποί χαρακτήρες δεν αποτελούν σύνηθες φαινόμενο στις παραγωγές μυθοπλασίας, τουλάχιστον όχι σε επίπεδο μόνιμων ρόλων. Είναι χαρακτηριστικό πως η μεταπτυχιακή μου έρευνα με τίτλο «Η αναπαράσταση του ξένου στην ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία (1989-2019)», που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2020, εντόπισε αλλοδαπούς ως μόνιμους ρόλους σε μόλις 50 από τις συνολικά 624 ελληνικές σειρές (ποσοστό 8%). Επίσης, η συμπερίληψη ενός αλλοδαπού χαρακτήρα σε τηλεοπτική παραγωγή μυθοπλασίας είναι πιθανότερη στην κωμωδία, σε σχέση με τις δραματικές και κοινωνικές σειρές (αναλογία 3/1).
Από την ίδια έρευνα προέκυψε πως στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι αλλοδαποί χαρακτήρες στις ελληνικές σειρές παρουσιάζονται ως νόμιμα διαμένοντες στη χώρα (83%), ωστόσο το 64% εμφανίζει κατώτερη μόρφωση. Ως προς την επαγγελματική τους ιδιότητα, το 27% παρουσιάζεται ως ιδιωτικοί υπάλληλοι και το 16% ως οικιακές βοηθοί. Τέλος, αναφορικά με τις χώρες προέλευσης, η Τουρκία (24%), η Ανατολική Ευρώπη (16%), η Βόρεια και Δυτική Ευρώπη (16%) και η Αφρική (16%) είχαν τη μεγαλύτερη συχνότητα.
Συνοψίζοντας όσα αναφέρθηκαν, παρατηρούμε πως η παρουσία των αλλοδαπών χαρακτήρων στις ελληνικές σειρές ακολουθεί μία αργή, όμως εξελικτική πορεία. Η ποσοτική και ποιοτική τους αναβάθμιση σε σχέση με τις πρώιμες εικόνες των 90’s είναι προφανής, χωρίς ταυτόχρονα να λείπουν τα αναχρονιστικά κλισέ ανά περιπτώσεις. Η ελληνική τηλεόραση, ακολουθώντας τον δικό της ρυθμό προσαρμογής απέναντι στις κοινωνικές αλλαγές, «ανοίγει» δειλά το κάδρο των απεικονίσεων προς την πολυπολιτισμικότητα και τα τηλεοπτικά μας «σπίτια» γεμίζουν με εξωτικές φωνές και φιγούρες.
*Απόφοιτος Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου ΑΠΘ, τομέα Επικοινωνίας και Πολιτισμού
ΠΗΓΕΣ
Fujioka, Y. (1999). ‘Television portrayals and African-American stereotypes: Examination of television effects when direct contact is lacking’, Journalism and Mass Communication Quarterly, 76, 52-75.
Greenberg, B. S. & Mastro, D. E. (2000). ‘The portrayal of racial minorities on prime time television’, Journal of Broadcasting & Electronic Media, 44(4), 690-703.
Punyanunt-Carter, N. M. (2008). The perceived realism of African American Portrayals on Television. The Howard Journal of Communications, 19:241-257.