του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη*
Στον Όργουελ αποδίδεται: «Δημοσιογραφία είναι το να τυπώνεις/δημοσιεύεις κάτι, που κάποιος δεν θέλει να δημοσιευθεί. Όλα τα άλλα, αποτελούν δημόσιες σχέσεις». Η φάση που ζούμε – διεθνώς, Ευρωπαϊκά, ας μείνουμε όμως εδώ στην άκρια του κόσμου όπου ζει και επιμένει η Ελλάδα, παραδίπλα και η Κύπρος – αυτή την περιγραφή την επαληθεύει και τη νοηματοδοτεί με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Οι δε μορφές της ψηφιακής/διαδικτυακής δημοσιοποίησης ειδήσεων/news και απόψεων/opinion, που την κατάληξή της ούτε του Όργουελ η δυστοπική φαντασία μπόρεσε να φαντασθεί – ο Μεγάλος Αδελφός του «1984» φθάνει μέχρι τη συνεχή τηλεοπτική μετάδοση, την οποία δεν μπορεί ο πολίτης να αποφύγει, αλλά το διαδικτυακό Panopticon δεν το έφθασε! – πηγαίνουν αυτή την διαπίστωση ένα βήμα παραπέρα. Μόνον εκείνο που ενοχλεί αποτελεί δημοσιογραφία, μόνον εκείνο που διαταράσσει όσους θέλουν να μην γνωστοποιηθεί. Όλα τα άλλα, δημόσιες σχέσεις…
Ωστόσο, η πορεία της διαδικτυακής κάλυψης των γεγονότων και της αντίστοιχης διατύπωσης άποψης σε όλα αυτά τα χρόνια, που κάλυψε η έκδοση των 25 τευχών της «Δημοσιογραφίας», από το καλοκαίρι του 2013 που ξεκίνησε η τριμηνιαία αυτή προσπάθεια μέχρι και τώρα, υπό τον ίσκιο της πανδημίας του κορωνοϊού, αφήνει πολλά συμπεράσματα πίσω της. Όχι κατ’ ανάγκην ευχάριστα ή/και εποικοδομητικά όλα. ασφαλώς όμως είναι αναγκαία η καταγραφή τους και χρήσιμος ο αναστοχασμός για τη σημασία τους.
Έτσι, την εποχή που η «Δημοσιογραφία» ξεκινούσε τη διαδρομή της, ο ρόλος της διαδικτυακής επικοινωνίας σε μεγάλα γεγονότα όπως η – ακόμη νωπή, τότε – «Αραβική άνοιξη» με όλα όσα είχαν στηριχθεί επάνω της, ήταν ακόμη στην πλευρά της θετικής αποτίμησης, όσο κι αν σύννεφα είχαν ξεκινήσει να διαφαίνονται στον ορίζοντα. Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων των social media, η ίδια η λογική μιας «δημοσιογραφίας του πολίτη» βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της δημόσιας συζήτησης· η συνέχεια είναι γνωστή ως προς το πώς οι διαψεύσεις εκείνης της άνοιξης συμπορεύθηκαν με την φθορά της διαδικτυακής υπόσχεσης, πάντως στις περιοχές όπου θεωρήθηκε ότι έφερνε κάτι ριζικά διαφορετικό.
Στην αντίπερα όχθη των πραγμάτων – και δεν είναι μόνον γεωγραφική η αντίθεση – μέσα στα ίδια αυτά χρόνια, η Αμερική (και συνεπώς, ο κόσμος) έζησε το, κατά κύριον λόγο, διαδικτυακό φαινόμενο της απογείωσης, μεσουράνησης και εν τέλει έκπτωσης της «εποχής Τραμπ». Ο 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, που πέρασε στην ιστορία ως the Donald, λειτούργησε στην ουσία ως «Tweeter-in-Chief», δημιουργώντας και επιβάλλοντας τη δική του αλήθεια μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με τα οποία προσπέρασε – ο ίδιος και η διεκδίκηση εξουσίας του και περιθωριοποιήθηκε – τη λειτουργία των πιο παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης. Όμως, αποτελεί αληθινή διδαχή της Ιστορίας-εν-τω-γίγνεσθαι η εκδίκηση υπό τύπον Νέμεσης που ο ίδιος υπέστη, όταν – αφού οι ΗΠΑ και ο κόσμος όλος έζησαν έως και τις ακραίες στιγμές/εικόνες της εισβολής στο Καπιτώλιο που στήθηκε μέσω της (αντι)κοινωνικής δικτύωσης – ο ίδιος ο Τραμπ βρέθηκε με τους λογαριασμούς του στο Twitter, το Fb, το Instagram παγωμένους/σε αποκλεισμό.
Η αλήθεια είναι πως, εν τω μεταξύ, η ίδια η λειτουργία των παραδοσιακών Μέσων Ενημέρωσης – εκείνων που υποτίθεται ότι περιλάμβαναν τη λειτουργία gatekeepers/πυλωρών με εγγυητική λειτουργία ως προς ένα μίνιμουμ διασταύρωσης/επαλήθευσης της είδησης, αλλά και ως προς την διατήρηση ορίων στην διατύπωση των απόψεων – πρόλαβε να φθαρεί εκ των ένδον. Διπλά, δε: ο ρόλος, η πειστικότητα των gatekeepers αμφισβητήθηκε. η χρηματοδότησή τους, το business model των ίδιων των Μέσων βρέθηκε σε περιδίνηση. Με την καημένη την αλήθεια (ετυμολογείται η λέξη από το στερητικό «α» και την λήθη, δηλαδή εκείνο που εξασφαλίζει τη μη-λήθη, την πρόσδεση στην πραγματικότητα, ασχέτως αν η σχετικοποίησή της ξεκινούσε ήδη από το σπήλαιο του Πλάτωνος) να γίνεται εύκολο θύμα. Η ανάδυση της έννοιας των fake news, αλλά και η εύκολη επίκλησή τους ως διάψευση άβολων καταστάσεων, υπήρξε η φυσική συνέπεια.
Όπως συχνά συμβαίνει, όλες αυτές οι εξελίξεις στην δική μας άκρια του κόσμου προσλαμβάνουν μιαν ιδιότυπα ζωηρή έκφραση. Στην αρχή της περιόδου που αναφερόμαστε, ας μην παραβλέψουμε τον ρόλο που διεκδίκησε η διαδικτυακή κινητοποίηση στην αποδόμηση κάθε πολιτικής σταθεράς. Δυσοίωνο παράδειγμα, ήδη από τις δίδυμες εκλογές του 2012. Η εξάχνωση του μεγάλου πολιτικού χώρου που υπήρξε το ΠΑΣΟΚ, το πέρασμα της σκυτάλης στον ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε κατά σημαντικό μέρος με μοχλό τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στο κλίμα του αντι-Μνημονίου. Κυρίως, όμως, ο «άλλος πόλος» του πολιτικού σκηνικού – η Ν.Δ. – βρέθηκε με έναν πολιτικό σχηματισμό που γεννήθηκε καθαρά ιντερνετικά (ναι, ναι των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου!) να κερδίζει σχεδόν τα 2/5 του χώρου στην πρώτη εκλογή, έναντι των 3/5 που έμειναν – τότε – στα χέρια του Αντώνη Σαμαρά. Η πίεση της συνέχειας της εποχής των Μνημονίων την απορρόφησε αυτή την πραγματικότητα, αλλ’ ένα ίζημα απέμεινε για τη συνέχεια…
Από εκεί και πέρα, και μέχρι το διόλου-πιο-εύκολο σήμερα, όπου στην αβεβαιότητα των γεωπολιτικών εξελίξεων και την επιβολή της καθημερινότητας από την επερχόμενη οικονομική πίεση έχει προστεθεί η πολύ πιο άμεσα βιωμένη διάσταση της υγειονομικής απειλής και η ρουτίνα των απαγορεύσεων/του lock-down εγκλεισμού, η αναβάθμιση του ρόλου της διαδικτυακής επικοινωνίας ήταν συνεχής. Πολιτικές φιγούρες ενός Αδώνιδος Γεωργιάδη ή ενός Παύλου Πολάκη εγκαταστάθηκαν στο μέσο της σκηνής. δομημένες ιντερνετικές καμπάνιες, με επιστράτευση bots αλλά και ολοζώντανων «συζητητών» του όλο-και-πιο-ακραίου λόγου δίνουν τον τόνο. Ό,τι δεν αρέσει/ό,τι δεν βολεύει ανακηρύσσεται «fake news». Και όλα αυτά, χωρίς να βρισκόμαστε καν σε προεκλογική περίοδο…
Ωστόσο, ας μην νομιστεί ότι όσα γράφονται παραπάνω έχουν την έννοια της νοσταλγίας για ένα καλύτερο/αθωότερο παρελθόν και του ξορκίσματος ενός προβληματικού σήμερα, που προαλείφεται να γίνει ένα δυσοίωνο αύριο. Οι λόγοι για μια πιο θετική ανάγνωση είναι δυο: Πρώτον, η κοινή γνώμη – η οποία εν πολλοίς αποκτά ευχέρεια χρήσης του ίδιου του ψηφιακού υλικού και των διαδικτυακών εργαλείων με μια νέου τύπου media literacy – είναι όλο και πιο υποψιασμένη, λιγότερο εύκολα διαβουκολημένη. Δεύτερον, οι πικρές εκδοχές της δημοσιογραφίας των πολιτών (citizen journalism) όπως η σταθερή παρακολούθηση/αποκάλυψη φαινομένων όπως η αστυνομική βία – από τον θάνατο ενός George Floyd και τη δημιουργία του κινήματος #Blacklivesmatter μέχρι την περιπέτεια Ινδαρέ στο Κουκάκι ή τον ξυλοδαρμό πολίτη (ανωνύμου, τελικά…) στη Νέα Σμύρνη σηκώνει τον πέπλο της πνιγηρής σιωπής και της αστυνομικής συγκάλυψης. Δεν είναι λίγο κι αυτό.
Ενώ υπάρχει ένα μίνιμουμ εγγύησης ότι και το άλλο μείζον κύμα, που κι αυτό στις ακτές μας έφθασε με ικανή καθυστέρηση, εκείνο του #metoo/της υπόθεσης Λιγνάδη, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν θα το φάει το μαύρο σκοτάδι.
Αυτά, και πορευόμαστε.
*Δικηγόρος με ειδίκευση στα θέματα ΕΕ, δραπέτης από νωρίς στη δημοσιογραφία, σύμβουλος έκδοσης της «δ»