του Πάρη Καρβουνόπουλου
Σε όλο τον κόσμο η δημοσιογραφική διαχείριση των πληροφοριών που έχουν να κάνουν με την άμυνα μιας χώρας, απαιτούν «προσοχή κι ευαισθησία»… Πουθενά, όμως, η εξίσωση μεταξύ της αλήθειας και της «εθνικής ασφάλειας», που απαιτεί «εκπτώσεις» στην πληροφόρηση, δεν είναι τόσο δυσεπίλυτη όσο στην Ελλάδα. Η ελληνοτουρκική κρίση διαρκείας, που βιώνουμε, επιβεβαιώνει αυτή την άβολη για τους δημοσιογράφους κατάσταση, αλλά και αποκαλύπτει ότι… ο συνταγματάρχης Βαρτάνης ζει!
Οι παλαιότεροι θυμόμαστε το θρυλικό σήριαλ Άγνωστος Πόλεμος και τον Άγγελο Αντωνόπουλο στο ρόλο του συνταγματάρχη Βαρτάνη. «Έπαιζε» την ταραγμένη δεκαετία του ‘70, με τον Ψυχρό Πόλεμο να βρίσκεται στην κορύφωσή του. Κατασκοπεία, αντικατασκοπεία, απόρρητα κι όλα τα σχετικά – και φυσικά ούτε λόγος περί ενημέρωσης. Στην πραγματική ζωή τα πράγματα δεν ήταν και πολύ διαφορετικά. Στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας ελάχιστοι δημοσιογράφοι ήταν διαπιστευμένοι, μετρημένοι κυριολεκτικά στα δάχτυλα του ενός χεριού! Το «ρεπορτάζ» του ΥΠΕΘΑ διανεμόταν σ’ όλο τον Τύπο και κάθε εφημερίδα πρόσθετε την «πινελιά» της.
Οι πόρτες του ΥΠΕΘΑ άνοιξαν τη δεκαετία του 1980 και μετά, για να φθάσουμε σήμερα στον ασύλληπτο αριθμό των 70 – και βάλε – διαπιστευμένων δημοσιογράφων.
Μπορεί οι διαπιστευμένοι στο ΥΠΕΘΑ να «αυξάνονται και να πληθαίνουν», ωστόσο η ενημέρωση έχει επιστρέψει για τα καλά στη δεκαετία του ‘70, δυσχεραίνοντας δουλειά και ζωή.
Στην εποχή που η πληροφορία «ταξιδεύει» πλέον μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης πιο γρήγορα και από την τηλεοπτική εικόνα, το ΥΠΕΘΑ έχει επιλέξει το ταξίδι στο παρελθόν…
Κάτι το οποίο δεν θα ήταν και τόσο μεγάλο πρόβλημα, αν δεν είχε απέναντι του την Τουρκία, η οποία εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιεί την πληροφορία και την ενημέρωση ως κανονικό όπλο. Δεν είναι τυχαίο ότι στο οργανόγραμμα των τουρκικών ΕΔ η ενημέρωση – προπαγάνδα για την ακρίβεια- έχει ανατεθεί σε ξεχωριστό Κλάδο επιχειρήσεων.
Το αποτέλεσμα της διαφορετικής αντιμετώπισης της ενημέρωσης είναι η ελληνική κοινή γνώμη να βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν ορυμαγδό «πληροφοριών» προερχόμενων από την Τουρκία. Πληροφορίες που συχνά, αν όχι πάντα, μεταδίδονται χωρίς κανένα έλεγχο από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Η ευθύνη γι’ αυτό, όμως, δεν μπορεί να αποδίδεται μόνο στα μέσα ενημέρωσης, γιατί πολλές από τις εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν χωρίς την έντιμη συνεργασία των επίσημων ελληνικών πηγών, που έχουν να κάνουν με το χώρο της Άμυνας. Κι αυτή η συνεργασία δεν υφίσταται.
Ωστόσο, δεν ήταν πάντα έτσι. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο ΥΠΕΘΑ δημιουργήθηκε ένας σχετικά αξιόπιστος μηχανισμός πληροφόρησης, ο οποίος προέβλεπε την ενημέρωση των δημοσιογράφων από έμπειρους στρατιωτικούς-τεχνοκράτες. Αυτό το σύστημα λειτούργησε μέχρι την κρίση των Ιμίων, για να απαξιωθεί αμέσως μετά, όταν η ενημέρωση πέρασε αποκλειστικά στο εκάστοτε «υπουργικό επιτελείο». Ο θεσμός των εκπροσώπων Τύπου των Γενικών Επιτελείων έγινε γρήγορα «διακοσμητικός» και οι όποιες δυνατότητες γρήγορης και επίσημης τεκμηρίωσης είχαν οι δημοσιογράφοι απενεργοποιήθηκαν.
Σε δύσκολες περιόδους κρίσεων, όπως η σημερινή, η έλλειψη επίσημης ενημέρωσης και τεκμηρίωσης πληροφοριών δεν είναι ό,τι καλύτερο. Ο δημοσιογράφος μπαίνει στη θέση του «τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» και καλείται να αναλάβει την ευθύνη διαχείρισης ευαίσθητων πληροφοριών, στηριζόμενος στο δικό του δίκτυο πληροφόρησης. Το ερώτημα «τι γράφεται και τι όχι» δεν είναι τόσο απλό. Η απάντηση είναι δύσκολη και σχεδόν πάντα αποτελεί αντικείμενο επικρίσεων κατά των δημοσιογράφων, που βρίσκονται ανάμεσα στην εξουσία που επικαλείται την «εθνική ασφάλεια» και την κοινή γνώμη, που θέλει και πρέπει να ενημερωθεί.
Οι υποστηρικτές της άποψης που λέει ότι προέχει η «εθνική ασφάλεια» είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν. Όμως πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσουμε τι πραγματικά επηρεάζει την «εθνική ασφάλεια». Τι είναι πραγματικά απόρρητο και τι όχι; Στην Ελλάδα, χώρα της υπερβολής, ο χαρακτηρισμός ακόμη και ασήμαντων ή ήδη γνωστών πληροφοριών με τη διαβάθμιση «εμπιστευτικό» ή και «απόρρητο» καταντάει ανέκδοτο. Είναι προφανές πλέον ότι η επιλογή αυτή δεν έχει να κάνει, πρωτίστως, με την «εθνική ασφάλεια», για την οποία υποτίθεται ότι κόπτονται, αλλά με την προσπάθεια να περιοριστούν οι όποιες διαρροές πληροφοριών, ακόμη και για ασήμαντα θέματα. Κι αν κάποιος δημοσιογράφος, παρόλα αυτά, έχει πρόσβαση σ’ αυτές τις πληροφορίες απλά δεν μπορεί —βάσει νόμου – να τις επικαλεστεί και να τις χρησιμοποιήσει.
Από την άλλη πλευρά, η απόκρυψη της αλήθειας ή ακόμη και η «προσαρμογή» της στους περιορισμούς που θέτει η «εθνική ασφάλεια», μπορεί να αποδειχτεί εξίσου ή και περισσότερο επικίνδυνη για τη χώρα. Η ελληνοτουρκική κρίση προσφέρεται για να αποδειχτεί αυτός ο ισχυρισμός.
Η ελληνική κοινή γνώμη «ντοπαρίστηκε» το πρώτο εξάμηνο του 2020 με δηλώσεις και δημοσιεύματα περί μηδενικής ανοχής σε οποιαδήποτε τουρκική πρόκληση. Η δήλωση του Α/ΓΕΕΘΑ, σύμφωνα με την οποία θα καίγαμε οποιονδήποτε τολμούσε να αμφισβητήσει την εθνική μας κυριαρχία, έγινε δεκτή με πολύ θετικό τρόπο από την κοινή γνώμη. Ακολούθησαν κι άλλες δηλώσεις περίπου στο ίδιο κλίμα και γενικώς είχε διαμορφωθεί η πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε με πολύ αποφασιστικό τρόπο την τουρκική επιθετικότητα, που ήδη είχε δώσει σαφέστατα σημάδια επικίνδυνης κλιμάκωσης.
Όταν στα τέλη Ιουλίου η ελληνοτουρκική κρίση ξεκίνησε, οι δηλώσεις αποφασιστικότητας επιβεβαιώθηκαν για ένα δεκαήμερο! Η ελληνική κοινή γνώμη σύντομα διαπίστωσε την ανακολουθία δηλώσεων – επί εξάμηνο – και πράξεων και μη έχοντας σαφή εικόνα και πληροφόρηση δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση στην υποχωρητικότητα των Αθηνών και στην επιμονή να αναζητηθεί μια λύση που θα απέκλειε την σύγκρουση. Κάπου εδώ εμφανίζεται το δίλημμα του δημοσιογράφου για το τι γράφει και τι όχι…
Προφανώς, ανάμεσα στις εξηγήσεις που πρέπει να δοθούν για τη διαχείριση της ελληνοτουρκικής κρίσης είναι κι αυτή που έχει να κάνει με τα πλήγματα που έχουν δεχτεί οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας, μετά από τη δεκαετή οικονομική κρίση, η οποία ήρθε να προστεθεί, βεβαίως, σε μία σειρά λανθασμένων επιλογών που είχαν προηγηθεί. Οι ελληνικές ΕΔ προφανώς δεν είναι αυτές που ήταν πριν από το 2009 κι αυτό είναι, νομίζουμε, κατανοητό. Οι ελλείψεις που υπάρχουν είναι δεδομένες, τα προβλήματα πολλά και η διαθεσιμότητα οπλικών συστημάτων σε επίπεδα χαμηλά. Για όλα αυτά υπάρχουν ατράνταχτα στοιχεία. Οι Ένοπλες Δυνάμεις, για να μην παρεξηγηθούμε, προφανώς και θα ’ναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε απειλή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κλείσουμε μάτια και αυτιά σε όσα προβλήματα υπάρχουν κι έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια.
Παρόλα αυτά, όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας φρόντιζαν να «περνούν» στη κοινή γνώμη το μήνυμα των «αλώβητων Ενόπλων Δυνάμεων».
Όσοι δημοσιογράφοι τόλμησαν να θίξουν, ακροθιγώς έστω, το ζήτημα των επιπτώσεων που άφησε η οικονομική κρίση στις ΕΔ, αντιμετώπισαν την εχθρική στάση κυβερνήσεων, αλλά κι ενός μέρους της κοινής γνώμης που λογικά δεν μπορούσε -και δεν μπορεί – να πιστέψει ότι οι όποιοι κυβερνώντες επιλέγουν τα ψεύδη, ακόμη κι όταν πρόκειται για την εθνική ασφάλεια της χώρας. Μόνο που τα ψεύδη σ’ αυτές τις περιπτώσεις προκαλούν μόνο περισσότερα προβλήματα σ’ αυτούς που τα επικαλούνται. Αυτό ζούμε τώρα με την κυβέρνηση να υποχωρεί ατάκτως στα ελληνοτουρκικά και τους πολίτες να προσπαθούν να καταλάβουν γιατί από τον Αύγουστο και μετά δεν επελέγη πιο δυναμική αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων.
Το ερώτημα για ένα δημοσιογράφο σ’ αυτές τις περιπτώσεις παραμένει: τι γράφεις και τι δεν γράφεις; Αν επιλέξεις να προσαρμόσεις την αλήθεια για να μη θίξεις δήθεν την εθνική ασφάλεια, αλλά και να επηρεάσεις το ηθικό της κοινής γνώμης, κινδυνεύεις να επιτύχεις ακριβώς αυτό! Το να δημιουργείς και να μεταφέρεις στην κοινή γνώμη μια στρεβλή εικόνα για τις δυνατότητες που έχει η χώρα, δημιουργεί τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε λάθος επιλογές και αποφάσεις, από τις οποίες η χώρα θα χάσει.
Γράφεις, λοιπόν, τα πάντα ως έχουν; Δύσκολη η ερώτηση και πολύ δυσκολότερη η απάντηση. Είναι ερώτημα που αναζητά απάντηση κάθε μέρα και τελικά απαντάται κατά περίπτωση.
Γι’ αυτό και θα επιμείνουμε στην ανάγκη σοβαρής και υπεύθυνης ενημέρωσης από τους όποιους κυβερνώντες έχουν την ευθύνη της. Οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι φίλοι με καμιά κυβέρνηση και καμιά εξουσία. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποδέχονται το ρόλο του «ενσωματωμένου» σε συστήματα, ακόμη κι όταν πρόκειται για θέματα άμυνας και ασφάλειας. Από την άλλη, όμως, δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως «εχθροί» και «κατάσκοποι», από τους οποίους όλα πρέπει να μένουν κρυφά. Κάπου εδώ επανερχόμαστε στο σύνδρομο του …συνταγματάρχη Βαρτάνη!
Η έγκαιρη ενημέρωση και η συνεργασία στην τεκμηρίωση από τις επίσημες πηγές είναι το μοναδικό «φίλτρο» που μπορεί να αξιοποιηθεί, ώστε να κερδίζει η ενημέρωση, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια της χώρας. Η οποία σίγουρα δεν κινδυνεύει από την ενημέρωση των πολιτών και τους δημοσιογράφους.