Του Βασίλη Σωτηρόπουλου*
1. Η «απαγορευμένη» κριτική σε περιόδους οικουμενικών στόχων
Αποτελεί κοινό τόπο ότι σε περιόδους που προβάλλεται ένας πανεθνικός, ή και διεθνής, στόχος, καθήκον του πολίτη είναι η πλήρης προσήλωση σε αυτόν με στρατιωτική πειθαρχία. Πρόκειται για φαινόμενο που σχετίζεται με κάποια γενικευμένη απειλή, η οποία συχνά στρέφεται εναντίον ολόκληρων πληθυσμών. Η προηγούμενη φορά, κατά τον τρέχοντα αιώνα, που τέθηκε τόσο έντονα το δίλημμα «ή με εμάς ή με τους άλλους», ήταν ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας. Θυμόμαστε όλοι την απόλυτη ρητορική του προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος καλούσε την ανθρωπότητα σε στράτευση, μη αποδεχόμενος τρίτες φωνές. Όφειλες να είσαι με τις ΗΠΑ, αλλιώς ήσουν με την διεθνή τρομοκρατία.
Οι αντιστοιχίες είναι πολύ μεγάλες με την τρέχουσα συγκυρία της πανδημίας του κορωνοϊού. Οι κυβερνήσεις έχουν θέσει κατ’ απόλυτη προτεραιότητα την καταπολέμηση του ιού και την εξάπλωσή του, με τη λήψη μέτρων που ρυθμίζουν το σύνολο του δημόσιου βίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κρατική παρέμβαση αγγίζει και πτυχές της ιδιωτικής οικονομίας, ακόμη και της ιδιωτικής ζωής των πολιτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντίθετες φωνές που είτε ασκούν κριτική στις κρατικές επιλογές, είτε προωθούν μια μηδενιστική ρητορική συνωμοσιολογίας θεωρούνται απορριπτέες και εξοβελιστέες. Ζήτημα υποτίθεται ότι παραμένει το ερώτημα μέχρι ποιο σημείο το κράτος μπορεί να παρέμβει για να εξουδετερώσει την κριτική και, γενικά, τις αντίθετες φωνές. Ειδικότερο ερώτημα είναι κατά πόσον η κρατική παρέμβαση στη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης αποτελεί ένα αποδεκτό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προάσπιση της δημόσιας υγείας σε συνθήκες όπως οι τρέχουσες.
Στον πυρήνα της προβληματικής αυτής τοποθετείται η διάκριση των κρατικών λειτουργιών και, κυρίως, το κατά πόσον η λεγόμενη 4η εξουσία, ο Τύπος, θα πρέπει να προστατεύεται από τις επιθέσεις που μπορεί να δεχτεί από τις άλλες λειτουργίες.
2. Η αποστολή των ΜΜΕ σχετικά με τη δημόσια υγεία
Τα μέσα ενημέρωσης δεσμεύονται από ορισμένους νομικούς κανόνες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και η υποχρέωση δωρεάν αναμετάδοσης κοινωνικών μηνυμάτων. Μολονότι τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης λειτουργούν ως επιχειρήσεις της ελεύθερης οικονομίας, η χρήση των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, που απο- τελούν δημόσιο αγαθό, συνεπάγεται ορισμένες υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου.
Εφόσον το κράτος αντιμετωπίζει μια σημαντική απειλή για την δημόσια υγεία, αφενός τα μέσα ενημέρωσης υπέχουν την υποχρέωση ενημέρωσης του κοινού, με αντικειμενικό τρόπο, για την απειλή αυτή και για τους τρόπους αντιμετώπισής της. Αυτή η υποχρέωση ενημέρωσης πηγάζει από την ίδια την λειτουργία των ρ/τ μέσων ενημέρωσης (άρθρο 15 Σ.) και από την υποχρέωση εκπλήρωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης που επιβάλλει το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος.
Εάν κριθεί ότι η ειδησεογραφική κάλυψη δεν επαρκεί για την ενημέρωση του πληθυσμού μέσω των ΜΜΕ, τότε το κράτος έχει την δυνατότητα να επιβάλλει και την πρόσθετη μετάδοση κοινωνικών μηνυμάτων, δωρεάν από τα ρ/τ μέσα ενημέρωσης, κατά τον χρόνο που διαθέτουν για την μετάδοση των εμπορικών, διαφημιστικών μηνυμάτων. Για λόγους τήρησης των εγγυήσεων της ελευθεροτυπίας, η νομοθεσία προβλέπει ότι ένα μήνυμα χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό από την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο επιβάλλει την αναμετάδοση δωρεάν στα δημόσια και ιδιωτικά ρ/τ μέσα ενημέρωσης.
Αυτό βέβαια δεν μπορεί να επιβληθεί στα έντυπα μέσα ενημέρωσης, όπως είναι οι εφημερίδες, τα περιοδικά και οι ενημερωτικοί διαδικτυακοί τόποι που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Ε.Σ.Ρ. Ακόμη και για αυτές τις περιπτώσεις μέσων ενημέρωσης, το κράτος μπορεί να επιβάλλει την δωρεάν διαφημιστική καταχώρηση κοινωνικών μηνυμάτων για την προστασία της δημόσιας υγείας. Οι διατάξεις του Συντάγματος για την επίταξη αγαθών υπηρεσιών μπορούν να εφαρμοστούν από το κράτος για να επιβληθεί η σχετική ανάρτηση και η καταχώρηση κοινωνικών μηνυμάτων σε έντυπα, περιοδικά, εφημερίδες και διαδικτυακούς τόπους, ακριβώς όπως και στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Τα μέσα ενημέρωσης έχουν, όμως, και άλλες υποχρεώσεις. Ήδη το Συνταγματικό δικαστήριο της Ινδίας έχει αναγνωρίσει ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι υποχρεωμένα να αναπαράγουν μόνο την επίσημη κρατική πληροφορία σχετικά με το θέμα της διάδοσης της πανδημίας. Υπάρχει, δηλαδή, και το καθήκον αλήθειας που μπορεί να επιβάλλει και την αποκάλυψη περιπτώσεων κρατικής ολιγωρίας για επιβολή των μέτρων ή και την κριτική σε αναποτελεσματικά μέτρα. Ένα μεγάλο πεδίο ενημέρωσης εκτείνεται πέρα από την «επίσημη» κρατική ενημέρωση και είναι καθήκον των ΜΜΕ, ως φρουρών της δημόσιας ζωής, στο πλαίσιο του ελεγκτικού ρόλου τους σε μια δημοκρατία, να αποκαλύπτουν την κρατική αστοχία, και κάθε άλλη περίπτωση που μπορεί να μην καλύπτεται από την επίσημη πληροφορία που μεταδίδουν οι δημόσιες αρχές.
3. Η κρατική χρηματοδότηση των ΜΜΕ για την αντιCOVID-19 καμπάνια
Το κράτος μπορούσε να έχει επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερες λύσεις για την υποχρεωτική προβολή της καμπάνιας για την προστασία των πολιτών και την λήψη μέτρων υπέρ της δημόσιας υγείας. Θα μπορούσε να είχε επιβάλλει με νομοθετικές ρυθμίσεις αυξημένη υποχρέωση των μέσων ενημέρωσης για προβολή κοινωνικών μηνυμάτων. Αυτή τη λύση ενδεχομένως να την υποδεχόταν με κάποια απροθυμία ο κόσμος των μέσων ενημέρωσης, καθώς ενέχει το στοιχείο του καταναγκασμού. Μια άλλη συναφής λύση θα μπορούσε να είναι η συνταγματικά προβλεπόμενη επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, με την οποία το κράτος υποχρεώνει τους ιδιώτες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Είναι κι αυτή μια λύση επιβολής, με κίνδυνο σημαντικές επικοινωνιακές απώλειες.
Η λύση που πρόκρινε η Ελληνική Δημοκρατία ήταν η επιχορήγηση. Το Ελληνικό Δημόσιο διέθεσε το συνολικό ποσόν των 20 εκατομμυρίων ευρώ σε μια ιδιωτική εταιρία, που δραστηριοποιείται στον χώρο της αγοράς της διαφήμισης και των μέσων ενημέρωσης, με σκοπό αυτή, στη συνέχεια, να εντοπίσει ποια μέσα ενημέρωσης είναι κατάλληλα για να επιχορηγηθούν, προκειμένου να προβάλλουν την κρατική καμπάνια «μένουμε σπίτι», ώστε να πειστούν οι πολίτες να τηρήσουν τα μέτρα της καραντίνας και της απαγόρευσης μετακίνησης, ούτως ώστε να προστατευθούν από την περαιτέρω διάδοση του κορωνοϊού. Έτσι και έγινε. Η εταιρία επέλεξε τα κατάλληλα μέσα ενημέρωσης, τα οποία στην συνέχεια επιχορήγησε, προκειμένου να προβάλουν το οπτικό και οπτικοακουστικό υλικό της καμπάνιας.
Δεν έγινε, δηλαδή, μια απευθείας επιλογή από την ίδια την Κυβέρνηση του ποιος θα επιχορηγηθεί με κρατικό χρήμα, αλλά έγινε εξωπορισμός (outsourcing) του προσδιορισμού των μέσων που είναι κατάλληλα σύμφωνα με τα όποια κριτήρια ενός ιδιωτικού φορέα, τον οποίο προέκρινε η Κυβέρνηση ως κατάλληλο για να αποφασίσει. Αυτή η πολιτική απόφαση σημαίνει απεμπόλιση της εξειδίκευσης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου: δεν αποφάσισε το Κράτος ποια είναι τα κατάλληλα μέσα ενημέρωσης, αλλά ένας ιδιώτης που επελέγη λόγω της ικανότητάς του να εφαρμόσει τα σχετικά αγοραία κριτήρια. Το μόνο θετικό σε αυτή την απόφαση είναι ότι το Κράτος αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να έχει την εξειδίκευση μιας ενδελεχούς γνώσης της αγοράς της διαφήμισης και των μέσων ενημέρωσης, αφού δεν είναι αυτή η δουλειά του. Δεν είναι δουλειά του Κράτους να εντοπίσει ποιος θα μεταδώσει καλύτερα, σε ποιο κοινό, το συγκεκριμένο μήνυμα. Το Κράτος δεν είναι media shop. Αυτή η παραδοχή είναι εύλογη και αξιοπρεπής.
Από την άλλη πλευρά όμως, η πολιτική απόφαση είναι εξόχως προβληματική από πλευράς διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης. Δεν είναι γνωστά τα κριτήρια με τα οποία επελέγη ο συγκεκριμένος ιδιώτης για να παραλάβει το ποσό της κρατικής επιχορήγησης, και δεν είναι γνωστά τα κριτήρια με τα οποία διένειμε περαιτέρω την επιχορήγηση σε δικής του επιλογής μέσα ενημέρωσης. Υπάρχουν ερωτηματικά ως προς την μέθοδο που χρησιμοποίησε για την επιλογή, αλλά υπάρχουν κι εύλογα ερωτηματικά για την ουσιαστική ανεξαρτησία του από την κυβερνητική οντότητα. Δεν επρόκειτο για κάποιον φορέα με θεσμικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας από την κρατική ηγεσία. Ωστόσο, όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν ξεπεραστεί, εάν είχαν τηρηθεί αυτονόητοι κανόνες διαφάνειας σε διάφορα στάδια της διαδικασίας. Εάν είχαν αναρτηθεί στο Διαδίκτυο τα κριτήρια με τα οποία επελέγησαν τα συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης, τότε η συζήτηση θα μετατοπιζόταν στην ορθότητα ή μη των κριτηρίων, και δεν θα παρέμενε στο επίπεδο αναζήτησης της ύπαρξης ή της ανυπαρξία τους.
Ύστερα από έντονη κριτική εκ μέρους της αντιπολίτευσης και εκ μέρους μέσων ενημέρωσης που δεν επιχορηγήθηκαν, η Κυβέρνηση ανακοίνωσε τον κατάλογο των μέσων που επιχορηγήθηκαν για την προβολή της καμπάνιας. Από αυτά απουσίαζαν τουλάχιστον δύο αντιπολιτευτικά μέσα ενημέρωσης με αξιόλογη κυκλοφορία, καθώς και περιθωριακά έντυπα που παρουσιάζουν μεγάλη κυκλοφορία. Με την δημοσιοποίηση αυτή δεν απαντήθηκαν, όμως, τα ερωτήματα σχετικά με τα κριτήρια και η αμφιβολία για την τήρηση της αρχής της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης.
4. Εξέταση με βάση την αρχή της ελευθεροτυπίας
Εάν λοιπόν ο Τύπος είναι η 4η εξουσία, τότε θα πρέπει να ισχύει και γι’ αυτόν, με κάποιον τρόπο, η διάκριση των εξουσιών. Θα πρέπει να διασφαλίζεται, δηλαδή, ότι αφενός ο Τύπος δεν διώκεται όταν είναι ενοχλητικός για την κρατική εξουσία, αλλά και ότι η κριτική του δεν κάμπτεται από αυτήν με ανταλλάγματα, όπως η επιχορήγησή του από το Κράτος.
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την αρχή της ελευθεροτυπίας, με την λιτή διατύπωση «ο Τύπος είναι ελεύθερος». Το δικαίωμα κατοχυρώνεται ως αμυντικό: το Σύνταγμα απαγορεύει π.χ. την λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο. Η έννοια του αμυντικού δικαιώματος είναι ότι το κράτος οφείλει να απέχει, να μην λογοκρίνει, να μην συλλαμβάνει δημοσιογράφους αν διατυπώνουν κριτική, να ανέχεται, να μην παρεμβαίνει. Σταματάει άραγε εκεί η «ελευθεροτυπία»; Τί γίνεται όταν η κρατική παρέμβαση είναι θετική για τις επιχειρήσεις του Τύπου, αλλά η στόχευσή της είναι η εξουδετέρωση της κριτικής και της ελεγκτικής λειτουργίας του;
Τα μέσα ενημέρωσης που επιχορηγήθηκαν ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες: είναι και τα φίλα προσκείμενα προς την κυβέρνηση, αλλά και τα λεγόμενα αντιπολιτευτικά. Κάποια φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης είπαν ότι δεν μεταβλήθηκε η στάση τους από την κρατική επιχορήγηση για την προβολή της καμπάνιας. Δηλαδή υπερασπίστηκαν την Κυβέρνηση, ισχυριζόμενα ότι η παρέμβαση αυτή δεν είχε κάποια επιρροή στην πολιτική τους λειτουργία, η οποία ήταν γνωστή και προδιαγεγραμμένη. Από την άλλη πλευρά, τα αντιπολιτευτικά μέσα που επιχορηγήθηκαν δεν φαίνεται να χαλάρωσαν την κριτική τους στάση απέναντι στην Κυβέρνηση.
Ανάμεσα, όμως, σε αυτές τις δύο κατηγορίες, υπάρχει ένας μεγάλος μεσαίος χώρος μέσων ενημέρωσης. Η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων δεν ανήκει εξ ορισμού και δια παντός στον «αντιπολιτευτικό» ή στον «φιλοκυβερνητικό» Τύπο. Η στόχευση της κυβέρνησης θα μπορούσε να είναι η προληπτική εξουδετέρωση της ελεγκτικής λειτουργίας τους ή έστω η χαλάρωση των αντικυβερνητικών ανακλαστικών.
Για ποιο λόγο, όμως, να θεωρείται εξαρχής η κρατική επιχορήγηση μια μορφή «παρέμβασης» κι όχι μια απλή συναλλαγή ανάμεσα σε δύο ελεύθερα συναλλασσόμενους, δηλαδή τον διαφημιζόμενο και τον διαφημίζοντα; Είναι δεδομένο ότι πρόκειται για «παρέμβαση» του κράτους στην ελευθεροτυπία ή αποτελεί μια απλή εμπορική συμφωνία, χωρίς καμία επίπτωση στα θεσμικά αντίβαρα του πολιτεύματος;
Για να απαντηθεί το κεντρικό αυτό ερώτημα, θα πρέ- πει να ληφθούν υπόψη πάμπολλα κριτήρια. Αφενός, εάν τα μέσα ενημέρωσης είχαν την δυνατότητα να διαπραγματευτούν ή να επιβάλουν τον δικό τους τιμοκατάλογο στο κράτος για να φιλοξενήσουν το κοινωνικό μήνυμα της καμπάνιας. Εάν όντως μπορούσαν να το κάνουν αυτό, θα έλεγε κανείς ότι επρόκειτο για μια απλή εμπορική συμφωνία χωρίς περαιτέρω επιπτώσεις. Αφετέρου, ένα σοβαρό κριτήριο είναι το ύψος της κρατικής επιχορήγησης σε συνάρτηση με το μέγεθος του μέσου ενημέρωσης: μια ασήμαντη επιχορήγηση σε ένα ασήμα- ντο μέσο ενημέρωσης μάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατική παρέμβαση στην ελευθεροτυπία. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν υπερχρηματοδοτούνται ασήμαντα μέσα ενημέρωσης και όταν υποχρηματοδοτούνται μέσα ενημέρωσης με σοβαρή κυκλοφορία και αποδοχή από το κοινό. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι που εντοπίζεται το ενδεχόμενο όχι απλής εμπορικής συμφωνίας, αλλά παρέμβασης και χαλιναγώγησης εν δυνάμει κριτικών φωνών. Αποτελεί αντικείμενο έρευνας η καταγραφή εκείνων των περιπτώσεων που το κράτος ξέφυγε από την απλή συναλλαγή και αποσκόπησε στην χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης.
Πάντως, το επιχείρημα ότι επιχορηγείται ένα δηλωμένο φιλοκυβερνητικό μέσο ενημέρωσης και ότι, ως εκ τούτου, δεν εξαγοράστηκε, αλλά συνεχίζει την ίδια πολιτική στάση, δεν ευσταθεί. Διότι και η επιβράβευση του πολιτικού φίλου, όταν αυτός θεσμικά είναι ελεγκτής της κρατικής εξουσίας, αποτελεί παρέμβαση, όταν υπερβαίνει την κανονική συναλλαγή. Το επιχείρημα, αντίστοιχα, ότι τα αντιπολιτευτικά μέσα εξακολουθούν να είναι αντιπολιτευτικά και μετά την επιχορήγηση, θα πρέπει εξίσου να απορριφθεί ως εμπειρικό, στερούμενο νομοτελειακής βεβαιότητας. Αρχικά, η ίδια η κατηγοριοποίηση σε φιλοκυβερνητικά και αντιπολιτευτικά μέσα δεν συνάδει και τόσο με τον γενικά ελεγκτικό ρόλο του Τύπου, ρόλο που επιβάλλει αυξημένα πρότυπα αντικει- μενικότητας και αμεροληψίας, καθώς και το καθήκον της τήρησης ίσων αποστάσεων και της ίσης προβολής της διαφορετικής άποψης. Χωρίς να παρακάμπτει κανείς το γεγονός ότι υπάρχουν επίσημα κομματικά μέσα ενημέρωσης, ενταγμένα μάλιστα στην ιεραρχία των κομμάτων, τα μέσα της «ελεύθερης» αγοράς έχουν σαφώς το δικαίωμα να επιλέγουν στρατόπεδο όσο συχνά θέλουν, ανεξάρτητα από τις αρχικές τοποθετή- σεις τους, το υπόβαθρο, την ιστορία τους. Μια σοβαρή κρατική επιχορήγηση είναι συχνά «μια πρόταση την οποία κάποιος δεν μπορεί να αρνηθεί», κατά την μνημειώδη φράση του Βίτο Κορλεόνε, του ήρωα του γνωστού εμβληματικού λογοτεχνικού και κινηματογραφικού έργου.
Μια παράμετρος για να κριθεί επίσης κατά πόσον η κρατική παρέμβαση έθιξε την ελευθεροτυπία, δεν μπορεί παρά να είναι το «άλλως δύνασθαι πράττειν». Μπορούσε η Κυβέρνηση να επιτύχει την ενημέρωση των πολιτών χωρίς να πληρώσει; Μπορούσε. Υπήρχε κίνδυνος, όμως, να μην συμμορφωθούν τα μέσα ενημέρωσης σε υποχρεωτικές καταχωρήσεις χωρίς αντίτιμο; Σαφώς και υπήρχε αυτός ο κίνδυνος, και σε συνθήκες πανδημίας αυτός ο κίνδυνος είναι πολύ σοβαρός. Σε τέτοιες συνθήκες χρειάζεσαι, όντως, τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση γύρω από τον αντικειμενικό στόχο, κάτι που η κριτική των ενοχλημένων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο. Υπάρχει η γενική παραδοχή ότι επί του παρόντος τα μέσα ενημέρωσης κατά πλειοψηφία φαίνεται να βρίσκονται στο πλευρό της Κυβέρνησης, η οποία απολαμβάνει μια τεράστια περίοδο ανοχής και, ενδεχομένως, ακόμα και σιωπής σε περιστατικά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ειδησεογραφία και αφορμή για κριτικό δημοσιογραφικό έλεγχο, χωρίς τελικά αυτό να συμβαίνει.
Υπάρχει, επίσης, το επιχείρημα ότι η Κυβέρνηση διέσωσε τα μέσα ενημέρωσης, άρα και την ελευθεροτυπία σε μια περίοδο που η πτώση της πώλησης των εφημερίδων ήταν κατακόρυφη και γενικά ο πληθυσμός απέφευγε τα έξοδα για την ενημέρωσή του, λόγω της εργασιακής ανασφάλειας και των άμεσων κινδύνων για την γενικότερη οικονομική κατάσταση. Υπό αυτή την εκδοχή, η Κυβέρνηση προστάτευσε την ύπαρξη των μέσων ενημέρωσης, άρα και της ελευθεροτυπίας. Προκειμένου, όμως, να εξεταστεί κατά πόσον το επιχείρημα αυτό είναι σοβαρό, θα πρέπει να αναλυθεί αν όντως η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων των μέσων ενημέρωσης θα τα οδηγούσε σε ανυπαρξία ή όχι. Είναι, δηλαδή, ένα επιχείρημα που δεν λειτουργεί χωρίς τη σχετική οικονομική ανάλυση. Αλλιώς αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα αναπόδεικτου και «καφενειακής» λογικής.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι η εξέταση του κατά πόσον η Κυβέρνηση σεβάστηκε την αρχή της ελευθεροτυπίας προϋποθέτει μια πολυεπίπεδη έρευνα και σημαντική συλλογή αντικειμενικών δεδομένων. Θα πρέπει να ξεκινήσει με μια αντικειμενική χαρτογράφηση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, με όλες τις κατηγοριοποιήσεις τους ως προς την πολιτική τοποθέτηση, τον αντίκτυπο στο κοινό, την κυκλοφορία, την επιρροή και την οικονομική τους βιωσιμότητα. Στη συνέχεια, θα πρέπει να ερευνηθεί κατά πόσον η επιχορήγηση των μέσων για την προβολή της καμπάνιας τηρούσε τους όρους της συνήθους συμφωνίας για την προβολή διαφημιστικών μηνυμάτων, και κατά πόσον το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Τέλος, ζητούμενο ελέγχου είναι η μεταβολή στην κριτική στάση των μέσων ενημέρωσης μετά την επιχορήγηση, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην πραγματική υπόσταση κάθε μέσου και στην κρατική απολαβή.
5. Εξέταση με βάση την απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων
Η θετική ρητορική υπέρ της κρατικής επιχορήγησης υπερτονίζει ότι με έμμεσο τρόπο το Κράτος διασφάλισε την οικονομική βιωσιμότητα των επιχειρήσεων ενημέρωσης σε μια περίοδο αναστολής των οικονομικών λειτουργιών σε εθνικό επίπεδο λόγω της πανδημίας. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή συνιστά παραδοχή κρατικής παρέμβασης υπέρ των οικονομικά ενισχυόμενων επιλεγμένων επιχειρήσεων έναντι άλλων που παρέμειναν χωρίς ενίσχυση. Μια τέτοια επιλεκτική πολιτική χρηματοδότησης, εφόσον δεν επιβάλλεται από αντικειμενικούς παράγοντες κι εφόσον διεξάγεται χωρίς κριτήρια σχετικότητας και ισορροπίας της αγοράς, μπορεί να αποτελέσει απαγορευμένη κρατική ενίσχυση ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Ένα από τα προτάγματα της σύγχρονης οικονομίας της αγοράς είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός, με κρατική αρμοδιότητα την διασφάλιση ενός υγιούς περιβάλλοντος που δεν ευνοεί τις συμπράξεις των επιχειρήσεων ως προς την τιμολογιακή τους πολιτική, και δεν οδηγεί σε μονοπωλιακές οντότητες που εκμεταλλεύονται τη δεσπόζουσα θέση που αποκτούν. Ξεχωριστό ρόλο στο πλέγμα των διατάξεων διασφάλισης του ελεύθερου ανταγωνισμού αποτελεί η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων. Οι κρατικές ενισχύσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι περιπτώσεις στρέβλωσης του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθόσον δημιουργούν τεχνητά πλεονεκτήματα για συγκεκριμένους ιδιώτες, τους οποίους καλούνται να ανταγωνιστούν άλλοι ιδιώτες, χωρίς να απολαμβάνουν τα ίδια πλεονεκτήματα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η παρέμβαση του κράτους είναι αθέμιτη και, υπό προϋποθέσεις, εκτοπίζεται στην σφαίρα του παρανόμου.
Σε αυτό τον τομέα ιδιαίτερη είναι η μέριμνα και η πρωτοβουλία που έχει επιδείξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, απαγορεύοντας υπό προϋποθέσεις τις κρατικές ενισχύσεις στο άρθρο 107 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Το άρθρο προβλέπει πάντως ότι το Συμβούλιο της Ε.Ε. ενδέχεται να χαλαρώσει τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις σε περιπτώσεις εκτάκτων περιστάσεων και, ήδη, έχουν εκδοθεί τέτοιες αποφάσεις για την πανδημία COVID-19. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις και οι χαλαρώσεις αυτές δεν παύουν να αφορούν μια ομοιόμορφη εφαρμογή κρατικών ενισχύσεων σε κατηγορίες, με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια εντοπιότητας, μεγέθους, αναλογίας οικονομικού κινδύνου που αναγνωρίζεται για τις πληττόμενες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Μια συγκαλυμμένη επιλεκτική επιχορήγηση υπό το πρόσχημα της προβολής της κρατικής καμπάνιας για τη δημόσια υγεία, εφόσον, μάλιστα, δεν ακολουθεί τέτοια αντικειμενικά και προδιατυπωμένα κριτήρια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην λογική των δίκαιων εξαιρέσεων της Ε.Ε.
Το να ενισχύσει το κράτος με ένα χρηματικό ποσό, χωρίς καθόλου κριτήρια, μια επιχείρηση μέσων ενημέρωσης έναντι άλλης που ενδέχεται να είναι και «αντιπολιτευόμενη», ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί διατήρηση ενός περιβάλλοντος ελεύθερου ανταγωνισμού. Όσο κι αν έχουν χαλαρώσει, δηλαδή, τα κριτήρια της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων λόγω της πανδημίας, υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας ίσης μεταχείρισης που δεσμεύει απόλυτα το Κράτος. Οι στρεβλώσεις σε αυτή την αγορά των μέσων ενημέρωσης έχουν εξάλλου σοβαρές επιπτώσεις για το επίπεδο της ίδιας της δημοκρατικής λειτουργίας, καθώς και της ελεύθερης διάχυσης των πληροφοριών.
Ωστόσο, και αυτή η κρίση δεν μπορεί να διατυπωθεί με ανεπιφύλακτο τρόπο και σίγουρα όχι χωρίς την επιβαλλόμενη προηγούμενη χαρτογράφηση και ανάλυση της σχετικής εθνικής αγοράς των επιχειρήσεων των μέσων ενημέρωσης. Επιβάλλεται, πάντως, η σχετική έρευνα, καθόσον το επιχείρημα περί κρατικής οικονομικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης με το πρόσχημα της καμπάνιας δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται και δεν είναι, τελικά, θετικό.
6. Οι εγγυήσεις που λείπουν
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι ακόμη κι αν δεν συντρέχει η περίπτωση της εξαγοράς των μέσων ενημέρωσης από την Κυβέρνηση, το βέβαιο είναι ότι το κράτος μπόρεσε καταρχήν να διαφύγει τον έλεγχο της χρηματοδότησης. Δηλαδή μπόρεσαν να διατεθούν 20 εκ. ευρώ, χωρίς να ενεργοποιηθεί κάποιος ελεγκτικός μηχανισμός (πέραν της κοινωνίας των πολιτών και της ρητορικής της αντιπολίτευσης), ώστε να ελέγξει τις παραμέτρους της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης, της ελευθεροτυπίας και των κρατικών ενισχύσεων. Τέτοιες διαφυγές, όμως, κλονίζουν σοβαρά το κύρος και την λειτουργία του Τύπου και τον απογυμνώνουν από το ηθικό παράσημο ενός ελεγκτικού πλεονεκτήματος που του έχει αναγνωριστεί στην εποχή της νεωτερικότητας.
*Δικηγόρος