Του Δημήτρη Ν. Μανιάτη*
Ουσιαστικά η εισήγησή μου καλείται να απαντήσει, ή να ψηλαφήσει απαντήσεις, σε τρία κεντρικά ζητήματα που αφορούν όμως κάτι ενιαίο: τη μετάβαση και τον μετασχηματισμό των ΜΜΕ υπό το πρίσμα των αλλαγών της τελευταίας δεκαετίας. Συνηθίζουμε να λέμε πως τα ΜΜΕ βιώνουν κρίση, εν μέσω κρίσης, αν και η παραπάνω διαπίστωση ισχύει εδώ και περίπου δέκα χρόνια, τουλάχιστον για τα ελληνικά ΜΜΕ. Κάτι που εκ των πραγμάτων δυναμιτίζει τον ίδιο τον όρο της κρίσης. Πόσω δε μάλλον αφού κρίση είναι μια παροδική κατάσταση, όχι μια διαρκώς μεταβαλλόμενη και διαρκής πραγματικότητα που τείνει να γίνει κανονική.
Τα ΜΜΕ δεν διανύουν απλώς κρίση, διανύουν πιο βαθιά ζητήματα ταυτότητας, κρίση εκ νέου νοηματοδότησης, αγωνιώδη προσπάθεια να υπάρξουν ως αυτοτελή Μέσα στον συνεχή και ενιαίο χρόνο που διαμορφώνουν πια τα νέα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Γιατί απλώς, η νέα πραγματικότητα θα ενίσχυε τα ΜΜΕ, αν τα έβρισκε θωρακισμένα και φερέγγυα. Θα αποτελούσε ζωοδότρα δύναμη και δορυφόρο ανανέωσης, αν τα παραδοσιακά ΜΜΕ είχαν διατηρήσει την πολυφωνία τους, την εξαντλητική διασταύρωση και την εφαρμογή της δεοντολογίας, αν είχαν εν τω μεταξύ καταστεί μηχανές καταγραφής των νέων τάσεων, αν παρήγαγαν υψηλό προϊόν, αν διατηρούσαν τον ρόλο τους ως ελεγκτές των εξουσιών και ως εγγυητές της Δημοκρατίας, αν συνέχιζαν να αφορούν τον κόσμο και τις διαστρωματώσεις του και δεν εξελίσσονταν σε μετεξεταστέοι των κοινωνικών αλλαγών. Ακόμη και να μην υπήρχαν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, θα έπρεπε να τα εφεύρουν τα παραδοσιακά ΜΜΕ, θα έλεγα με μια δόση αυθαιρεσίας.
Ας ξεχωρίσουμε εδώ όμως την ηλεκτρονική δημοσιογραφία από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Η ηλεκτρονική δημοσιογραφία έχει ως βάση της την ιστοσελίδα. Αν το Μέσο είναι το μήνυμα, οι ιστοσελίδες έδωσαν μια άλλη αίσθηση του χρόνου και της ταχύτητας, όμως σχεδόν αμέσως ταυτίστηκαν με μια τεράστια παθογένεια, ακυρωτική συχνά του περιεχομένου τους, μια παθογένεια που λέγεται «κυνήγι του κλικ» (clickbait). Οι συχνά υπερβολικοί τίτλοι, αποτελούν την προϋπόθεση ενός ασταμάτητου κυνηγητού των κλικ, της επισκεψιμότητας.
Να σημειώσω εδώ και κάτι καινούριο. Το τέλος της διάψευσης. Ακόμη και αν μια είδηση διαψευστεί, έχουν προηγηθεί τόσοι τόνοι ψηφιακής δημοσιότητας που παραμένει ηγεμονική και κυρίαρχη. Κι όμως η ηλεκτρονική Δημοσιογραφία, ως νέα φόρμα, συγχρωτισμένη και με τη νέα ζωή, θα μπορούσε να αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία λόγω ταχύτητας και για τα παραδοσιακά Μέσα. Νομίζω και εκ πείρας, τα νέα και νικηφόρα ενιαία newsroom θα είναι εκείνα στα οποία οι νέες ψηφιακές γενιές θα συνυπάρχουν με τις γενιές που γαλουχήθηκαν στον παραδοσιακό Τύπο. Η ταχύτητα θα συνδυάζεται με την ιεράρχηση, το φιλτράρισμα, τον πλουραλισμό, την αποκωδικοποίηση. Οι δύο κόσμοι θα τροφοδοτούν ο ένας τον άλλον. Το προϊόν θα είναι ενιαίο ποιοτικά, εφημερίδα και ιστοσελίδα, κρατώντας την αυτοτέλεια του χαρακτήρα του.
Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης από την άλλη, μπορούν να λογιστούν ως μια νέα πηγή, ή ως πρόκληση νέας πηγής. Όχι ως υποκατάστατο του ρεπορτάζ, αλλά ως ερέθισμα για την καταγραφή τάσεων ή απόψεων. Οι νέοι πολιτικοί συντάκτες – για να το πω με παράδειγμα – είναι σχεδόν υποχρεωτικό να ακολουθούν λογαριασμούς, από του Τραμπ μέχρι του Πολάκη, αλλά απαγορευτικό να αρκούνται σε αυτό. Ως κομμάτι μιας πολυεπίπεδης ανάγνωσης της πραγματικότητας, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αποτελούν συχνά μετασχηματισμό της Δημοσιογραφίας των Πολιτών, που λέγαμε παλιά, είναι όμως και μια χρυσή ευκαιρία να επαναχαράξει τα όρια της η Δημοσιογραφία – αν θέλουμε να συνεχίσει βέβαια να ελέγχει τις εξουσίες και να διατηρεί τη χειραφέτησή της. Από κει και πέρα και ο δημοσιογράφος έχει πια τους δικούς του λογαριασμούς, ως προσομοίωση της παρουσίας του στα Μέσα, ή ως μέσο διαμοιρασμού της εργασίας του.
Μπορεί τώρα να συνυπάρχει η έντυπη ενημέρωση, μέσω π.χ. των εφημερίδων, με την ενημέρωση μέσω πλατφορμών τύπου Facebook και Twitter ή πρόκειται για Μέσα και μορφές επί της ουσίας ανταγωνιστικές; Απαντώ ευθέως. Ας περάσουμε τις εφημερίδες σε νέα πίστα, αναβαθμισμένη και δημοκρατική, βέβαια· ας καταλάβουμε πως οι εφημερίδες είναι παράθυρα στον κόσμο, πως το τοπικό έχει γίνει παγκόσμιο, και ανάποδα, ας βρούμε τη νέα γλώσσα που δεν θα αποκλείει τις νέες τάσεις, τον νέο ανθρωπότυπο, τη νέα κουλτούρα.
Όχι στην αναπαραγωγή δελτίων τύπου, όχι στο σέρβις, όχι στο λαχάνιασμα πίσω από τα σάιτ. Οι μεγάλες συνεντεύξεις, οι ερευνητικοί φάκελοι, η ανάλυση σε βάθος των θεμάτων, αλλά και η αρθρογραφία με γωνίες, τα παρασκήνιο ή τα μεγάλα θέματα, γραμμένα ως στόρι και δομημένα σε πηγές και έρευνα, αποτελούν τον μόνο οδικό χάρτη των νέων μεγάλων εφημερίδων.
Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν ανταγωνίζονται σε ταχύτητα. Είναι σαν να θες να σφουγγαρίσεις τη θάλασσα. Η ύλη όμως και η σε βάθος έρευνα δεν είναι κάτι εύκολο για εκείνα, αφού προϋποθέτουν ομαδική εργασία, σύνθεση. Αν ο χρόνος είναι εχθρός για τα παραδοσιακά Μέσα, είναι και σύμμαχος για τη λοξή θέαση, την ανάλυση, το βάθος των πραγμάτων.
Δεν δικαιολογείται επίσης να facebookοποιήσουμε σήμερα τις εφημερίδες, διανθίζοντας τις με κείμενα που θα έστεκαν μια χαρά στο fb. Αντίθετα, μπορούμε φτιάχνοντας τη νέα γλώσσα να εκπαιδεύσουμε τον αναγνώστη, δηλαδή τον πεισματικό Σπάρτακο ή Ιακωβίνο αντίπαλο του νέου ενιαίου χρόνου- πως εδώ θα βρει κάτι που αξίζει ακόμη και να αρχειοθετήσει. Θα τον μάθουμε στη βραδύτητα του χρόνου, θα τον αποχρονικοποιήσουμε, υπενθυμίζοντας πως η πληροφορία μπορεί να είναι σήμερα διάσπαρτη παντού, απαιτεί όμως τεράστια φίλτρα και αποκωδικοποιήσεις.
Παράξενο, μα η καχυποψία για τα παραδοσιακά ΜΜΕ γέννησε τα νέα Μέσα, στα οποία ο κόσμος παραδίδεται με την παλιά ευπιστία.
Και πάμε στο τελευταίο ερώτημα: Ποιες είναι οι αναγκαίες προσαρμογές που πρέπει να κάνει ο δημοσιογραφικός κόσμος για να συνεχίσει να προσεγγίζει τα μεγάλα ακροατήρια, χωρίς ταυτόχρονα να υποσκάπτει την αξιοπιστία του ή να παραβιάζει τους κανόνες της δημοσιογραφίας (επιβεβαίωση, διασταύρωση, κ.λπ.); Στα μεγάλα ακροατήρια θα ξαναφτάσει ο δημοσιογραφικός κόσμος, αν ξαναγίνει κομμάτι της ροής της ζωής. Αν ξανα-ασχοληθεί με θέματα που καίνε στον ενεστώτα χρόνο: Το airbnb. Τη νέα Ρωσία. Τη νέα Αμερική. Τη νέα οικογένεια. Τις νέες πόλεις. Τις νέες εργασιακές σχέσεις. Τις νέες ταυτότητες.
Η κοινωνική δημοσιογραφία, η δημοσιογραφία από τα κάτω, που λαμβάνει υπόψιν πολύπλευρα ένα θέμα, και όχι μόνο υπό το πρίσμα της πηγής που το φωτίζει ή του κυρίαρχου ιμάντα, είναι μια βασική προϋπόθεση για να οικειοποιηθεί εκ νέου το μεγάλο κοινό που στο μεταξύ έχει αλλάξει. Γιατί να διαβάσει ένας 30άρης με διδακτορικό, εφημερίδα, όταν τίποτε σε αυτή δεν καθρεφτίζει τη ζωή του; Ένας 30άρης που ταξιδεύει πολύ – σήμερα ο κόσμος ταξιδεύει περισσότερο από ποτέ – που αρρωσταίνει πιο εύκολα, αφού οι ιοί γίνονται όλο και πιο ανθεκτικοί, που μπορεί με μεγάλη ευκολία να χωρίσει ή να μετακομίσει ή να ξενιτευθεί – η μόνη μου πατρίδα είναι το τάμπλετ μου– μπορεί πάλι να γοητευθεί από τον Τύπο, αν πειστεί πως αυτοί που τον παράγουν ή τον γράφουν είναι κάποιοι σαν αυτόν με τη λόξα της Αλήθειας και της Δημοκρατίας.
ΥΓ. Υποδειγματικό στόρι για διάβασμα και για έμπνευση για μια Δημοσιογραφία πέραν του Ίντερνετ και του copy paste θεωρώ, ενδεικτικά, το άρθρο «Frank Sinatra has a cold» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Esquire, με ημερομηνία 14 Μαΐου 2016.
* Πολιτικός συντάκτης στη εφημερίδα Τα Νέα και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Τα πιο πρόσφατά του: Πάνος Γαβαλάς, μια φωνή όλο φως (εκδ. Λιβάνης) και Τραμπ και Ζαμπέτας (εκδ. Εύμαρος).
Tο άρθρο βασίζεται στην Διαδικτυακή διάλεξη με θέμα «Ηλεκτρονικές προκλήσεις της σύγχρονης δημοσιογραφίας: παραδοσιακά και σύγχρονα Μέσα» του Δ. Μανιάτη στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Επικοινωνίας και Νέας Δημοσιογραφίας του Open University of Cyprus – Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.