Της Κατερίνας Διαμαντάκη*
H συνθήκη
H συζήτηση για τον εγγραμματισμό στα Μέσα εκτυλίσσεται σήμερα σε ένα περιβάλλον υψηλής Μεσοποίησης, με βασικό χαρακτηριστικό τη διεισδυτική, πανταχού παρούσα, διευρυνόμενη, και αναμφίβολα ισχυρή δύναμη των media και της τεχνολογίας. Καθώς το σημερινό πλέγμα Μέσων και δικτύων διαπερνά όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, οι επιδράσεις της «διαμεσολάβησης» που ξεκίνησαν με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, φθάνουν σήμερα σε μια νέα κορύφωση.
Η ψηφιακή επανάσταση, κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οδήγησε στην κατάλυση της δια- χωριστικής γραμμής μεταξύ Μέσων (media) και της τεχνολογίας της πληροφορικής και των υπολογιστών. Σήμερα, στην εποχή της «πραγματικής εικονικότητας» (Castells, 1996) και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης (Schwab, 2016), τα ψηφιακά εργαλεία και οι τεχνολογίες του διαδικτύου είναι ο βασικός τρόπος δημιουργίας των Μέσων και των μηνυμάτων που αυτά μεταφέρουν (Bulger & Davison, 2018). Η υλικότητα των συμβολικών κειμένων και η μετάδοση και πρόσληψη μηνυμάτων εξαρτώνται από Μέσα τα οποία σήμερα είναι ψηφιακά, οπτικοακουστικά, αλγοριθμικά και ολοένα περισσότερο «προσαρμοστικά», «διεισδυτικά» ή και «αυτόνομα», χάρη στις εξελίξεις στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και της επιστήμης των δεδομένων.
Όσο κι αν θέλει κάποιος να διαφωνήσει με τις απόψεις των ντετερμινιστών, θα πρέπει αναπόφευκτα να παραδεχθεί το ότι τα Μέσα δημιουργούν ένα είδος περιβάλλοντος (ένα περιβάλλον τεχνολογικό, πληροφοριακό, επικοινωνιακό, συμβολικό, υλικό), εντός του οποίου εξελίσσεται η ατομική και κοινωνική δραστηριότητα σε δεδομένη χωρο-χρονική συγκυρία. Αυτό σημαίνει ότι εν πολλοίς υπαγορεύουν τους όρους και τους κανόνες της δραστηριότητας αυτής, λειτουργώντας όχι απλά ως «εργαλεία», αλλά ως ουσιώδεις ρυθμιστικοί παράγοντες της αντίληψής μας για τον κόσμο και της ύπαρξής μας εντός αυτού.
Μέσα στο νέο αυτό περιβάλλον, η παλαιότερη συζήτηση περί Τεχνολογικού Εγγραμματισμού (Tech Literacy) έχει μετατοπιστεί προς την ευρύτερη έννοια του Εγγραμματισμού στα Μέσα (Media Literacy), στον πυρήνα της οποίας βρίσκονται και οι έννοιες του Πολίτη και μιας εγγράμματης Πολιτειότητας (Civic Literacy). Το κυρίαρχο ζήτημα πλέον δεν είναι μόνο η απόκτηση κάποιων δεξιοτήτων αποτελεσματικής χρήσης της τεχνολογίας, αλλά μια ευρύτερη κατανόηση του ρόλου των Μέσων στη σύγχρονη ζωή, ως προϋπόθεση για την καλλιέργεια της συνείδησης ενός ενεργού και χειραφετημένου πολίτη, ικανού να αντιμετωπίζει με ευθύνη και γνώση τα προβλήματα που θέτει το σύγχρονο πληροφοριακό περιβάλλον.
Πολιτική και πολίτες στην εποχή της Μεσοποίησης
Η βασικότερη ίσως συνέπεια της υψηλής Μεσοποίησης είναι ότι η λογική των Μέσων φθάνει να επηρεάζει καθοριστικά τη λογική άλλων θεσμών, όπως είναι η πολιτική, η επιχειρηματικότητα ή η εκπαίδευση, ώστε να μην μπορούμε πλέον να σκεφθούμε κανέναν άλλον κοινωνικό θεσμό ως μη-διαμεσολαβημένο από τα media και τις σύγχρονες τεχνολογίες της επικοινωνίας και της πληροφορίας.
Στο πεδίο της πολιτικής ειδικότερα, oι μεταβαλλόμε- νες δομικές σχέσεις μεταξύ των Μέσων και της πολιτι- κής έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολιτικοί θεσμοί, πολιτικοί ηγέτες και πολιτικές πρακτικές να είναι ολοένα και περισσότερο εξαρτημένοι από τα Μέσα και να συμμορφώνονται στη λογική της μηντιακής παραγωγής, διανομής και πρόσληψης (Mazzoleni & Schulz, 1999· Altheide, 2004· Esser & Strömbäck, 2014). Τόσο η πολιτική (υπό την έννοια της διαχείρισης της εξουσίας και άσκησης της διακυβέρνησης) όσο και οι πολιτικοί (ως τα μεμονωμένα άτομα που απαρτίζουν το πολιτικό προσωπικό), σε ένα μεγάλο βαθμό εξαρ- τώνται από τα Μέσα και από την πρόσβασή τους σε αυτά: η πολιτική ως διαδικασία έχει απόλυτη ανάγκη τα Μέσα για να εδραιώσει την εντελώς απαραίτητη οδό επικοινωνίας με τους πολίτες, ενώ οι πολιτικοί ως πρό- σωπα έχουν ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη την πρόσβαση στα Μέσα, γιατί χωρίς αυτήν αδυνατούν να έχουν την απαιτούμενη «ορατότητα» – συνθήκη την οποία ο John Thompson (1999) θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ, ώστε να είναι βιώσιμη σε βάθος χρόνου η οποιαδήποτε πολιτική δράση ή/και παρουσία στον δημόσιο χώρο.
Tαυτόχρονα, τα νέα Μέσα σήμερα λειτουργούν ως κεντρικοί διαμεσολαβητές όλων των πρακτικών των ίδιων των Πολιτών (από την αναζήτηση πληροφορίας, την πολιτική πληροφόρηση και την πολιτική κρίση, έως την πολιτική επιρροή και την πολιτική δράση), καθώς και όλων των συμβολικών και νοηματοδοτικών διεργασιών που συγκροτούν τις διαδικασίες της πολιτειότητας (Mihailidis, 2017). Στο σημερινό μηντιακό οικοσύστημα, οι τεχνολογίες επιτρέπουν σε κάθε χρήστη να παράγει και να διανέμει πληροφορία και περιεχόμενο, να συμφωνεί ή να διαφωνεί, να υποστηρίζει ή να επιτίθεται σε μια άποψη ή έναν εκφραστή της, και κατ’ επέκταση να διαμορφώνει την αντιληπτή πραγματικότητα κι αυτό που ονομάζουμε «κοινή γνώμη» – διεκδικώντας έτσι ένα σημαντικό τμήμα το οποίο στο παρελθόν καλυπτόταν από τους επαγγελματίες των Μέσων και τους Ειδησεογραφικούς Οργανισμούς. Αυτές οι μεταβολές στο πληροφοριακό περιβάλλον έχουν σοβαρές επιπτώσεις στον τομέα της πολιτικής. Ένας ενημερωμένος πολίτης θεωρείται βασικός στη λειτουργικότητα μιας δημοκρατίας (Brainard & McNutt, 2010). Σύμφωνα με τον Parkinson (2012), η ικανότητα των πολιτών να αποκτούν πολιτικές πληροφορίες είναι απαραίτητη για την υγεία μιας δημοκρατίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το ζήτημα της ροής των πληροφοριών που φθάνουν στους πολίτες και οι πληροφορίες που επιλέγουν αυτοί οι πολίτες, στο πλαίσιο της πολιτικής πληροφόρησής τους, έχουν ιδιαίτερη σημασία. Μια ψευδής ή παραπλανητική πληροφορία μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένες ή μη ενημερωμένες επιλογές, που με τη σειρά τους μπορεί να βλάψουν την ίδια την ποιότητα ή την αποτελεσματικότητα της δημοκρατίας.
Η συμβιωτική σχέση πολιτικής και Μέσων είναι δεδομένη. Μάλιστα, όπως ισχυρίζονται οι Hepp et al. (2015), η διαδικασία είναι διπλής κατεύθυνσης: όχι μόνο μεσοποιείται η πολιτική, αλλά πολιτικοποιούνται και τα μίντια. Σήμερα, δεν έχει λογική να αντιμετωπίζεις τα ψηφιακά και διαδικτυακά Μέσα μόνον ως αντικείμενα, τα οποία πρέπει να ρυθμιστούν στη βάση πολιτικών ή νομικών αποφάσεων. Ίσως πιο σημαντικό είναι ότι οι ίδιες οι πλατφόρμες, τα ψηφιακά δίκτυα επικοινωνίας και οι τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν γίνει ισχυροί ρυθμιστές και πολιτικοί δρώντες: «δρουν πολιτικά» και «οργανώνουν τη βάση εξουσίας τους» (Seemann, 2017), μεταβάλλοντας τον κόσμο. Τα social media και το web παρέχουν την υποδομή για την ψηφιακή μας συνύπαρξη (με έμφαση στη «δομή»). Δομούν και συγκροτούν την ανθρώπινη εμπειρία και αυτό τα καθιστά εξ ορισμού πολιτικά. Όπως εξηγεί ο Gillespie (2010), οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως είναι το Facebook ή το Twitter, ναι μεν είναι εταιρείες παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών, αλλά ταυτόχρονα είναι «επιμελητές του δημοσίου λόγου», είναι θεσμοί και πολιτικές οντότητες, και έχουν όση επιρροή είχαν και τα συμβατικά Μέσα στην εποχή της μαζικής επικοινωνίας.
Απειλές και μεροληψίες στο πεδίο της Δημόσιας Επικοινωνίας
Σε αυτό το περιβάλλον της ηλεκτρονικής δικτύωσης, του πληροφοριακού κορεσμού και της κυρίαρχης λογικής των Μέσων, εμφανίζονται νέες μορφές «απειλών» για την ιδιότητα του πολίτη και την πολιτική γενικότερα. Η αλήθεια είναι ότι το όραμα της ελεύθερης, δημοκρατικής και ισότιμης πρόσβασης όλων σε μια ανοικτή και (δυνάμει) παγκόσμια δημόσια σφαίρα μέσω του internet τείνει να μετατραπεί σε δυστοπικό εφιάλτη, με τη δημιουργία ενός ολοένα και χαοτικότερου περιβάλλοντος αυξημένης «πληροφοριακής και επικοινωνιακής αταξίας» (Wardle & Derakhshan, 2017), εντός του οποίου μοιάζει να έχει καταρρεύσει όλο το προηγούμενο αξιακό σύστημα στο οποίο βασίζονταν η Δημόσια Επικοινωνία. Ένα περιβάλλον στο οποίο η αξιοπιστία, η ακρίβεια, η αλήθεια, η επωνυμία της άποψης, αλλά ακόμη και αυτή η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση έχουν αρχίσει να κλονίζονται και να αμφισβητούνται σοβαρά. Είναι όμως επίσης αληθές ότι πολλά από τα βασικά προβλήματα του σύγχρονου επικοινωνιακού περιβάλλοντος ούτε νέα είναι, ούτε έχουν δημιουργηθεί από αυτή και μόνο την ύπαρξη των Νέων Μέσων. Aρκεί να σκεφθεί κανείς ότι η παραπλάνηση, η παραπληροφόρηση, οι ψευδεπίγραφες ειδήσεις, οι επινοημένες αφηγήσεις, ο διαρκής βομβαρδισμός με μονοσήμαντα μηνύματα, η απαίτηση απόλυτης «πίστης» στην πληροφορία χωρίς κριτική και διάλογο αποτελούν διαχρονικά τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της απευκταίας και αρνητικής πρακτικής χειραγώγησης, την οποία ονομάζουμε προπαγάνδα.
Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι το (ιδίας τάξεως) σημερινό πρόβλημα έχει πολλαπλασιαστεί και διογκωθεί σε δύσκολα διαχειρίσιμο βαθμό, λόγω και των δυνατοτήτων που παρέχει το περιβάλλον των Νέων Μέσων, τόσο σε επίπεδο ταχύτητας μεταφοράς της πληροφορίας όσο και έκτασης της διάδοσης και διείσδυσής της. Mε την άνοδo των νέων μέσων, οι συχνά ιογενώς διαδιδόμενες (viral) ψευδείς ειδήσεις έγιναν ένα φαινόμενο που απειλεί τη δημοκρατία, την ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα στην πληροφόρηση, και σήμερα θεωρεί- ται μεγάλο και περίπλοκο παγκόσμιο ρίσκο, και ένα ζήτημα που επιστήμονες από διάφορες αφετηρίες προσπαθούν να διερευνήσουν σε μεγαλύτερο βάθος (Shao et al., 2017). Ερευνητικά ευρήματα δείχνουν ότι η ίδια η δομή του διαδικτύου δεν είναι ικανή να διαχωρίσει την κατασκευασμένη από την πραγματική πληροφορία (Rochlin, 2017).
Πριν από έναν περίπου χρόνο (στις 8 Μαρτίου 2018), επιστημονική ομάδα του ΜΙΤ αποτελούμενη από τους Soroush Vosoughi, Deb Roy και Sinan Aral, δημοσίευσε στο περιοδικό Science την εκτενέστερη ίσως έρευνα που έχει γίνει μέχρι στιγμής για το θέμα των ψευδών ειδήσεων και της παραπληροφόρησης. Εξετάζοντας σε μία περίοδο 12 ετών 126.000 tweets, τα οποία είχαν αναδημοσιευθεί (retweet) περίπου 4,5 εκατ. φορές από 3 εκατ. χρήστες και χρησιμοποιώντας δεδομένα από έξι διαφορετικούς οργανισμούς επαλήθευσης γεγονότων (fact-checking sites), έλεγξαν σε ποσοστό πάνω από 95% εάν τα θέματα αυτά ήταν ακριβή ή ψευδή ως προς το περιεχόμενό τους. Η βασική τους διαπίστωση ήταν αυτή που μάλλον εμπειρικά διαπιστώνουμε όλοι μας εδώ και καιρό: στο Twitter οι ψευδείς ειδήσεις, οι επινοημένες ιστορίες και οι λανθασμένες πληροφορίες διακινούνταν σε μεγαλύτερο βαθμό, σε ευρύτερη έκταση και με μεγαλύτερη ταχύτητα από ότι οι αντίστοιχες αληθινές και ακριβείς πληροφορίες.
Δύο όμως επιμέρους ερευνητικά τους συμπεράσματα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Το πρώτο είναι ότι η πολιτική φαίνεται να αποτελεί προνομιακό πεδίο της παραπληροφόρησης. Οι ψευδείς ειδήσεις που αφορούν πολιτικά θέματα έχουν σημαντικά υψηλότερη πιθανό- τητα να γίνουν αντικείμενο διαμοιρασμού (να γίνουν δηλ. retweet) από κάθε άλλο είδος ψευδών ειδήσεων. Το δεύτερο είναι ότι, παρά τα όσα πιθανόν πιστεύουμε, δεν ήταν τα αυτόματα προγράμματα διαχείρισης περιεχομένου στα social media (γνωστά αλλιώς και ως bots), που ήταν τα κυρίως υπεύθυνα για τη μεγάλη διασπορά των ψευδών ειδήσεων, αλλά αντίθετα ήταν οι ίδιοι οι χρήστες. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα bots διαχειρίζονταν με τον ίδιο βαθμό έντασης τόσο τις αληθείς όσο και τις ψευδείς ειδήσεις, ενώ αντιθέτως οι άνθρωποι-χρήστες της πλατφόρμας ήταν εκείνοι οι οποίοι, εξυπηρετώντας τις δικές τους πληροφοριακές και επικοινωνιακές προτιμήσεις, διέδιδαν τις ψευδείς ειδή- σεις με πολλαπλάσια ένταση σε σύγκριση με τα bots. Το εντυπωσιακό αυτό εύρημα οδήγησε τον Sinan Aral (έναν εκ των τριών ερευνητών) να δηλώσει στο περιοδικό The Atlantic ότι «το εύρος του προβλήματος των ψευδών ειδήσεων, δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την παρουσία και τη δραστηριότητα των bots. Πρέπει να έχει να κάνει και με την ίδια την ανθρώπινη φύση».
Πιθανόν προς την ίδια κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί η σκέψη και πάνω στα υπόλοιπα συναφή προ- βλήματα που έχουν δημιουργηθεί στα κοινωνικά δίκτυα και αφορούν τις πληροφοριακές πρακτικές των σύγ- χρονων πολιτών. Μία από τις σοβαρότερες αρνητικές συνέπειες της υψηλής πληροφοριακής εξατομίκευσης (personalization) είναι ο αυξημένος κίνδυνος εγκλωβισμού μας σε μια διανοητική απομόνωση, μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι μοιάζουν να έχουν υποστεί κάποιου είδους «διανοητική ανοσοποίηση» (Quattrociocchi, Scala & Sunstein, 2016). Με άλλα λόγια, να μην εκτιθέμεθα σε αντίθετες γνώμες, προτάσεις ή ιδέες, αλλά μόνο σε όσες συμφωνούν με τις δικές μας, δηλαδή να ξέρουμε μόνο όσα ξέρουν όσοι συμφωνούν μαζί μας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται γύρω μας ένα είδος
«φιλτραρισμένης φούσκας» (filter bubble), εντός της οποίας βρισκόμαστε μόνο εμείς και οι όμοιοί μας. Ο όρος επινοήθηκε από τον ακτιβιστή Eli Pariser στο ομώνυμο βιβλίο του το 2011, ενώ τη σοβαρότητα του προβλήματος επιβεβαιώνουν προσωπικότητες όπως ο Bill Gates, ο οποίος σε συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό site Quartz 2017 δήλωνε ότι «(τεχνολογίες όπως αυτές των social media) σε κάνουν να πιστεύεις ότι ο κόσμος αποτελείται από ομοϊδεάτες σου και, έτσι, δεν αναμειγνύεσαι με αντίθετες απόψεις, δεν μπαίνεις στον κόπο να κατανοήσεις τη διαφορετική άποψη… Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό. Και έχει προκύψει τελικά να είναι πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα, από ό,τι ίσως κανείς θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί αρχικά…».
Είναι βεβαίως οι κανόνες της ψηφιακής οικονομίας για διαρκή βελτιστοποίηση (optimization), με σκοπό την ολοένα κι μεγαλύτερη «συμμετοχή» (engagement) των χρηστών, που σε μεγάλο βαθμό εξηγούν αυτή την υπερ-εξατομίκευση του πληροφοριακού περιεχομένου. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα αυτοματοποιημένα συστήματα διανομής περιεχομένου καταγράφουν την πλοήγηση, τις προτιμήσεις και τις δράσεις των χρηστών, και παράγουν ένα εξατομικευμένο newsfeed, που βασίζεται στην αρχή ότι είναι πιο πιθανό οι άνθρωποι να πειστούν και άρα να διαμοιραστούν με άλλους εκείνο το περιεχόμενο που ευθυγραμμίζεται με τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις τους. Οι «φιλτραρισμένες φούσκες» είναι το σημείο όπου η ανθρώπινη μεροληψία συναντά τη μεροληψία της αλγοριθμικής τεχνολογίας: ενώ μεγιστοποιείται η περίφημη διαδικτυακή «συμμετοχή» (engagement), ταυτόχρονα απειλείται η κριτική σκέψη και η ποιότητα της πληροφόρησης.
Η κατάσταση μπορεί να γίνει ακόμη πιο προβληματική με βάση το σκεπτικό ότι η επιλεκτική μας έκθεση μόνο σε απόψεις που συμφωνούν με τις δικές μας μεγεθύνει και πολλαπλασιάζει στο μυαλό μας την εικόνα ότι «ο κόσμος συμφωνεί με τις απόψεις μας». Εφόσον γίνεται αντιληπτή αυτή η «κοινωνική επικύρωση» των απόψεών μας, είναι πιθανόν να εξελιχθούν σε ακόμη πιο ακραίες κατευθύνσεις υπό την επιδοκιμασία των ομοϊδεατών μας. Πρόκειται για το φαινόμενο του «θαλάμου αντήχησης» (echo chamber), το οποίο αποτελεί έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς της online ριζοσπαστικοποίησης κάθε μορφής και έχει συσχετιστεί με φαινόμενα ιδεολογικής πόλωσης, ρητορικής μίσους και επιθετικής συμπεριφοράς στο διαδίκτυο (Veilleux- Lepage, 2016· Spohr, 2017). Μέσα σε αυτούς τους «θαλάμους αντήχησης», τα κοινά είναι περισσότερο ευάλωτα να δεχθούν και να αναδιανείμουν ψευδή πληροφορία (Nematzadeh et al., 2017).
Έχει υποστηριχθεί ότι το πρόβλημα της παραπληροφόρησης δεν είναι ένα πρόβλημα των Μέσων, αλλά ένα πρόβλημα μάχης για εξουσία και επιβολής του «δικού μας» ορισμού της πραγματικότητας στο πεδίο της δημόσιας αντιπαράθεσης. Το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων είναι ένα σύμπτωμα ευρύτερων τάσεων στον κόσμο της πολιτικής και των Μέσων, τα οποία φαίνεται να απομακρύνονται επικίνδυνα από το ιδεώδες μιας ορθολογικής δημόσιας σφαίρας, όπου η επίλυση των προβλημάτων γίνεται μέσω της επικοινωνίας, της επιχειρηματολογίας, της απόδειξης και της πειθούς. Σε ένα τόσο πολιτικά και ψηφιακά πολωμένο περιβάλλον, το να αξιολογείς ποια πληροφορία είναι ακριβής και σωστή και ποια είναι ψευδεπίγραφη, κίβδηλη ή αναξιόπιστη, καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο. Αυτό είναι άλλωστε προφανές από την ιδεολογική/δικαιολογητική βάση όλων των πληροφοριών, οι οποίες συγκρούονται κατάφωρα ακόμη και με τα εμπειρικά γεγονότα: Δεν πρόκειται για ένα «ψέμα», αλλά για μια «εναλλα- κτική» κατανόηση της πραγματικότητας. Η «αλήθεια» μπορεί να είναι ό,τι αντιλαμβάνεται καθένας ως τέτοια και όχι ό,τι αντικειμενικά είναι αλήθεια, το ίδιο ισχύει και για τα γεγονότα που την αποδεικνύουν. Χάρη κυρί- ως στη διχαστική προεκλογική εκστρατεία του Donald Trump, αλλά και το δημοψήφισμα για το Brexit, παρατηρήθηκε το πολιτικό αλλά και επιστημολογικό φαινόμενο της «μετα-αλήθειας» (post-truth), όρος που έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την πρωτοκαθεδρία στον πολιτικό διάλογο ανεπιβεβαίωτων ή ολοσχερώς κατασκευασμένων ισχυρισμών και την έλλειψη μιας γενικότερης μέριμνας για την αλήθεια στις σύγχρονες κοινωνίες. Εάν αυτό συνδυαστεί με την αποδεδειγμένη πλέον κυριαρχία στο διαδίκτυο των συγκινήσεων εις βάρος της γνώσης και της διαρκούς αναζήτησης ενός «ψυχαγωγικού» και «ενημερο-διασκεδαστικού» περιεχομένου (Kalpokas, 2019), τότε δημιουργείται ένα περιβάλλον όπου ψευδείς ιστορίες, κατασκευασμένες αλήθειες, θεωρίες συνωμοσίας, αλλά και η ανοχή στον επιθετικό λόγο και στη ρητορική μίσους ή κάθε είδους «επικοινωνιακή ανορθοδοξία», όχι μόνο είναι επιτρεπτά, αλλά και επιβραβεύονται: οι κανόνες του παιχνιδιού της Δημόσιας Επικοινωνίας έχουν αλλάξει. Και δυστυχώς το περιβάλλον που δημιουργείται φαίνεται να έχει ανησυχητικές ομοιότητες με παρόμοια περιβάλλοντα του ιστορικού παρελθόντος, όπου εξίσου προφανώς ψευδείς και λανθασμένες ιδέες και αντιλήψεις βρήκαν πρόσφορο έδαφος να ευδοκιμήσουν, με ολέθρια αποτελέσματα για την ανθρωπότητα.
Παράλληλα, η ανάδυση της ψηφιακής δημοσιογραφίας επίσης συνέτεινε στην εμφάνιση φαινομένων παραπληροφόρησης και παραπλάνησης, στον βαθμό που επηρέασε τις πληροφοριακές διαδικασίες και τα φίλτρα που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την ακρίβεια των γεγονότων του δημοσιογραφικού περιεχομένου (McNair, 2017). Ο πληροφοριακός κορεσμός και η πίεση που υφίστανται δημοσιογράφοι και ειδησεογραφικά Μέσα οδηγούν σε διαφοροποίηση των κριτηρίων για το τι συνιστά αξιόλογη είδηση, σε ανεπαρκή έρευνα, σε ανεπιτυχή επεξεργασία της πληροφορίας και σε μεγάλο βαθμό στην υιοθέτηση του μοντέλου της «copy-paste δημοσιογραφίας», η οποία στόχο έχει την απόκτηση περιεχομένου μέσω της αναδημοσίευσης, χωρίς να έχει σημασία η πρωτότυπη παραγωγή, η ποιότητα ή η ακρίβεια του περιεχομένου. Σε τέτοιες συν- θήκες, έχει φανεί ότι οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έχουν υψηλότερη πιθανότητα να αποκτήσουν και να διακινήσουν παραπλανητικές πληροφορίες, οι οποίες μάλιστα είναι πιο πιθανό – λόγω του ότι παρουσιάζονται με τη μορφή δημοσιογραφικού περιεχομένου – να γίνουν αντιληπτές ως αληθινές και ακριβείς από τους παραλήπτες (Ireton & Posetti, 2018· Himma-Kadakas, 2017).
Μέσα σε αυτό το χαοτικό περιβάλλον αέναης αντιγραφής και άκριτου διαμοιρασμού περιεχομένου, υπολογιστικής προπαγάνδας και εκστρατειών παραπληροφόρησης που εξυπηρετούν διαφορετικές σκοπιμότητες, είναι καταφανής η δυσκολία που έχουν οι ίδιες οι τεχνολογικές εταιρείες και πλατφόρμες να διαχειριστούν τον κεντρικό «ειδησεογραφικό/δημοσιογραφικό/ πολιτικό» ρόλο, τον οποίο (εκούσια; ακούσια;) βρέθηκαν να διαδραματίζουν. Η δυσκολία αυτή έγκειται κυρίως στην (και πάλι εκούσια; ακούσια;) δυσπραγία τους ως προς τον έλεγχο του περιεχομένου τους. Αποφάσεις που έχουν ληφθεί τον τελευταίο καιρό, τόσο από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης (με αλλαγή των αλγορίθμων και αυστηροποίηση των μηχανισμών ελέγχου της πληροφορίας) όσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση (θέσπιση νομοθεσίας για την Προστασία Δεδομένων, GDPR), είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και αποτελούν προσπάθειες εξόδου από την κρίση εμπιστοσύνης στο ψηφιακό οικοσύστημα. Ωστόσο, είναι πολλά αυτά που ακόμη μένουν να γίνουν, ώστε τα Μέσα να μπορούν να ενδυναμώνουν, αντί να αποδυναμώνουν, τους πολίτες και την ίδια τη δημοκρατία.
Τα Μέσα, ενσωματώνοντας με προνομιακό τρόπο τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, δημιούργησαν τις de facto συνθήκες μιας δημόσιας σφαίρας, εντός της οποί- ας καλούμαστε να συμμετέχουμε χωρίς όμως να είμαστε επαρκώς εκπαιδευμένοι όσον αφορά την ταυτότητα, τα όρια, τις ευθύνες, αλλά και τα δικαιώματα αυτού του νέου ρόλου που καλούμαστε να παίξουμε.
Αυτό το σημαντικό κενό στοχεύει να καλύψει το σημερινό πρόταγμα για μια νέα κριτική μορφή Εγγραμματισμού του Πολίτη στα Μέσα: πέρα από την ανάπτυξη συγκεκριμένων τεχνολογικών δεξιοτήτων, να καλλιεργήσει στον Πολίτη συνείδηση και κατανόηση του πληροφοριακού περιβάλλοντος, ώστε αυτός να έχει τόσο την ικανότητα αναγνώρισης των στρεβλώσεων μιας τεχνολογίας που «δρα πολιτικά» (Seemann, 2017) όσο και μια αναστοχαστική αναγνώριση των εγγενών στρεβλώσεων της ανθρώπινης φύσης, των άλλων και της δικής του.
Ο δρόμος είναι γεμάτος προκλήσεις, αλλά κάθε προσπάθεια αξίζει τον κόπο.
* Απόφοιτος Τμήματος Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Λονδίνου και Δρ. τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ. Διδάσκει στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Altheide, D. L. (2004), “Media logic and political communication”, Political Communication, 21:293–296.
Βrainard, L.A. & McNutt, J.G. (2010), “Virtual Government– Citizen Relations: Informational, Transactional, or Collaborative?”, Administration & Society, 42 (7), 836-858.
Bulger, M. & Davison, P. (2018), “The Promises, Challenges and Futures of Media Literacy”, Data & Society Research Institute Report, New York. https://datasociety.net/output/the-promises-challenges-and-futures-of- media-literacy/
Castells, M. (1996), The Rise of the Network Society: The Information Age: Economy, Society, and Culture (Vol I), Oxford: Blackwell Publishers. Esser, F. & Strömbäck, J. (2014), Mediatization of Politics, Basingstoke: Palgrave Macmillan.
Gillespie, T. L., (2010), “The Politics of ‘Platforms”, New Media & Society, 12 (3).
Hepp, A., Hjavard, S., Lundby, K. (2015), “Mediatization: Theorizing the Interplay between media, culture and society”, Media, Culture & Society, 37 (2), 314-324.
Himma-Kadakas, M. (2017), “Alternative facts and fake news entering journalistic content production cycle”, Cosmopolitan Civil Societies: An Interdisciplinary Journal, 9(2).
Ireton, C., & Posetti, J. (2018), Journalism, ‘Fake News’ & Disinformation”, Handbook for Journalism Education and Training, UNESCO Series on Journalism Education. https://en.unesco.org/sites/default/files/ journalism_fake_news_disinformation_print_friendly_0.pdf
Kalpokas (2019) ????
Mazzoleni, G. & Schulz, W. (1999), “Mediatization” of politics: A challenge for democracy?, Political Communication, 16(3), 247-261.
McNair, B. (2017), Fake News: Falsehood, Fabrication and Fantasy in Journalism, London: Routledge.
Mihailidis, P. (2017), “Civic media literacies: re-Imagining engagement for civic intentionality”, Learning, Media and Technology, 43(2).
Panos, D., Kyza, E., & Karapanos, E. (2018). Why do people believe in ‘fake news’ and share it on social media? https://coinform.eu/why-do- people-believe-in-fake-news-and-share-it-on-social-media/
Parkinson, J. (2012). Democracy and public space. London, Oxford University Press.
Quattrociocchi, W., Scala, A., Sunstein, C. R., (2016), “Echo Chambers on Facebook”, Discussion Paper No. 877, Harvard Law School, Cambridge, MA 02138. The Social Science Research Network Electronic Paper Collection. https://ssrn.com/abstract=2795110
Rochlin, N. (2017), “Fake news: belief in post-truth”, Library Hi Tech, 35 (3), 386-392.
Shao, C., Ciampaglia, L., Varol, O., Flammini, A., & Menczer, F. (2018), “The spread of low-credibility content by social bots”, Nat. Communication 20; 9(1): 4787.
Schwab, K. (2016), The Fourth Industrial Revolution (Geneva: World Economic Forum, 2016), New York: Crown Publishing.
Seemann, M. (2017), “What is Platform Politics? Foundations of a New Form of Power?”, Zeitschrift für sozialistische Politik und Wirtschaft, 44-49.
Soroush V., Deb, R., & Sinan, A. (2018), “The Spread of True and False News Online”, Science, 359.6380: 1146-1151.
Spohr, D. (2017), “Fake news and ideological polarization: Filter bubbles and selective exposure on social media”, Business Information Review, 34 (3), 150-160.
Τhompson, J. (1999), Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης.
Veilleux-Lepage, Y. (2016), “Retweeting the Caliphate: The Role of Soft-Sympathizers in the Islamic State’s Social Media Strategy”, Turkish Journal of Security Studies, (18) 53-69.
Varol, O. & Uluturk, I. (2018), “Deception strategies and threats for online discussions”, First Monday, 22(5).
Wardle, C., & Derakhshan, H. (2017), Understanding and Addressing the Disinformation Ecosystem.https://first-draft.com/firstdraftnews. org/wp-content/uploads/2018/03/The-misinformation-Ecosystem- 20180207-v2.pdf