Του Dean Starkman
Μετάφραση: Θάλεια Παύλου
«Τα κριτικά σχόλια που διατυπώνω σε αυτό το βιβλίο, είναι τα ίδια ακριβώς πράγματα που συζητούν στα πηγαδάκια τους καθημερινά οι δημοσιογράφοι και οι εκδότες. Σπάνια όμως οι άνθρωποι του Τύπου αποκαλύπτουν τα μυστικά τους στο κοινό. Αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να το κάνουν. Δεν αρκεί να αγωνίζονται κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, όπως κάνουν πολλοί απ’ αυτούς, δίνοντας ακόμη και την ψυχή τους, για να φέρουν σε πέρας μια συγκεκριμένη αποστολή. Η ίδια η φιλοσοφία της δουλειάς τους πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης· και ο κόσμος των ειδήσεων να γίνει είδηση».
Walter Lippmann, Liberty and the News, 1920
Ο οικονομικός Τύπος των ΗΠΑ απέτυχε να διερευνήσει ούτε και απέδωσε ευθύνες στις τράπεζες της Ουόλ Στριτ και στους μείζονες οργανισμούς παροχής στεγαστικών δανείων κατά τη διάρκεια της περιόδου που οδήγησε στην οικονομική κρίση του 2008. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η κρίση συγκλόνισε τόσο πολύ το κοινό αλλά και τον ίδιο τον Τύπο.
Αυτή είναι, λοιπόν, η πραγματική είδηση για τον κόσμο των ειδήσεων. Το μαντρόσκυλο δεν γάβγισε. Τι συνέβη; Πώς είναι δυνατό ένας ολόκληρος δημοσιογραφικός κλάδος, ο οποίος μάλιστα θεωρείται ιδιαίτερα απαιτητικός και ενημερωμένος, να χάσει μέσα από τα χέρια του μια τέτοια είδηση; Και γιατί ορισμένοι δημοσιογράφοι, κυρίως εκτός των παραδοσιακών Μέσων Επικοινωνίας, κατόρθωσαν να παράγουν έργο το οποίο πράγματι απεικόνιζε τις ριζικές αλλαγές που συντελούνταν στο χρηματοοικονομικό σύστημα, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιογράφων απέτυχε;
Το παρόν βιβλίο μιλάει για τα λαγωνικά της δημοσιογραφίας και για το τι συμβαίνει όταν δεν γαβγίζουν. Κι αυτό που συμβαίνει είναι ότι το κοινό μένει στο σκοτάδι, ανίσχυρο να αντιμετωπίσει περίπλοκα ζητήματα που απειλούν σημαντικούς εθνικούς θεσμούς. Ελάχιστοι μπορούν να λησμονήσουν, ακόμη και σήμερα, το κόστος της κρίσης: δέκα εκατομμύρια Αμερικανοί ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους και πολλοί ακόμη απειλούνται με κατάσχεση· είκοσι τρία εκατομμύρια έμειναν άνεργοι ή υποαπασχολούνται· ολόκληρες κοινότητες είδαν τη ζωή τους να γυρίζει δεκαετίες πίσω· σκανδαλώδεις επιχειρήσεις «διάσωσης» των υπαιτίων· πολιτική πόλωση στο εσωτερικό κι αστάθεια στο εξωτερικό – κι ένα σωρό άλλα.
Ήταν πράγματι μυστικό ότι πλησίαζε η κρίση; Ήταν τόσο περίπλοκο ζήτημα, που ξεπερνούσε τις δυνατότητες αντίληψης των παραδοσιακών Μέσων και κατ’ επέκταση, του κοινού; Ήταν τόσο καλά κρυμμένο;
Στην πραγματικότητα, η απάντηση σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα είναι αρνητική. Το πρόβλημα –η διαφθορά του χρηματοοικονομικού τομέα– ήταν ολοφάνερο, αλλά όχι για τα υψηλόβαθμα στελέχη της Ουόλ Στριτ, τους χρηματιστές, τους οίκους αξιολόγησης, τους αναλυτές, τους στατιστικολόγους και τους υπόλοιπους μυημένους. Ήταν ολοφάνερο για τους εκτός κυκλώματος: τις δημόσιες εποπτικές αρχές, τους δικηγόρους των μηνυτών, τις ενώσεις πολιτών, τους εξαπατημένους λήπτες στεγαστικών δανείων και κυρίως, για τους πρώην εργαζόμενους των χρηματοοικονομικών οργανισμών που βγήκαν να καταγγείλουν δημοσίως το πρόβλημα. Ορισμένοι δημοσιογράφοι όντως ήρθαν σε επαφή μαζί τους, κατάλαβαν ότι το πρόβλημα εξαπλωνόταν κι έγραψαν γι’ αυτό. Δυστυχώς, όμως, δεν εργάζονταν στον παραδοσιακό επιχειρηματικό Τύπο.
Μετά τη χρεοκοπία της Lehman τον Σεπτέμβριο του 2008, ξέσπασε μεγάλη διαμάχη για τα αίτια της κρίσης – μια διαμάχη που λίγο πολύ έχει πλέον επιλυθεί. Παρότι το θέμα είναι περίπλοκο, φαίνεται ότι κύριοι υπαίτιοι ήταν η Ουόλ Στριτ και οι οργανισμοί που χορηγούσαν στεγαστικά δάνεια. Παράλληλα, ξέσπασε και μια μικρότερη διαμάχη σχετικά με το ρόλο του οικονομικού Τύπου. Άλλωστε, το βασικό του αντικείμενο –ο κλάδος που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει σε βάθος– ήταν εκείνο που, προς έκπληξη όλων, ξαφνικά κατέρρευσε.
Για τους δημοσιογράφους του οικονομικού ρεπορτάζ, η κρίση αποτέλεσε κάτι παραπάνω από έκπληξη – είχε έναν χαρακτήρα σχεδόν απόκοσμο. Μια ολόκληρη γενιά επαγγελματιών δημοσιογράφων είχε ουσιαστικά μεγαλώσει με τις εταιρείες της Ουόλ Στριτ, που φιλοξενούνταν συστηματικά στα εξώφυλλα των περιοδικών Fortune και Forbes, στα πρωτοσέλιδα της Wall Street Journal και των New York Times.
Οι εταιρείες είχαν γίνει τόσο οικείες, που ο Τύπος στο πέρασμα του χρόνου τούς είχε προσδώσει ανθρωπομορφικές ιδιότητες: η Morgan Stanley ήταν η αξιοσέβαστη αγγλοσαξονική· η ιρλανδοκαθολική Merrill Lynch, ήταν η ανοργάνωτη και κάπως απλοϊκή· η Goldman ήταν η εταιρεία της εβραϊκής ελίτ, ενώ η Lehman η πιο λαϊκή εβραϊκή· η Bear Stearns ήταν η άτακτη, κλπ. Είτε ήταν αρεστές είτε όχι, βρίσκονταν διαρκώς στο προσκήνιο, απολαμβάνοντας τις ευλογίες των λογιστικών εταιρειών, των οίκων αξιολόγησης και των ρυθμιστικών αρχών. Ήταν απαστράπτοντα κάστρα ισχύος. Και ξαφνικά έπαψαν πια να είναι.
Οι επικριτές εύλογα ισχυρίστηκαν ότι ο οικονομικός Τύπος είχε πιαστεί στον ύπνο. Ο κωμικός Jon Stewart, σε μια συνέντευξή του το Μάρτιο του 2009, που σύντομα έμελλε να διαδοθεί διαδικτυακά σε ολόκληρο τον κόσμο, εξέθετε το πρόβλημα στον Jim Cramer, στέλεχος του CNBC. Ο Stewart ουσιαστικά είπε ότι ενώ ο οικονομικός Τύπος υποστήριζε πως παρέχει εικοσιτετράωρη, συνεχή ενημέρωση για την Ουόλ Στριτ, του είχε διαφύγει το μακράν σημαντικότερο θέμα που είχε συμβεί στον κλάδο του – η Μεγάλη Κρίση. «Είναι σαν να γνωρίζεις ότι παίζεται κάποιο παιχνίδι, κι εσύ να συνεχίζεις να μεταδίδεις τις οικονομικές ειδήσεις λες και δεν συμβαίνει τίποτε». Έτσι το έθεσε ο Stewart, και οι περισσότεροι κατάλαβαν ακριβώς τι εννοούσε.
Οι κορυφαίοι επαγγελματίες του οικονομικού Τύπου, εξίσου εύλογα κι αυτοί, υπερασπίστηκαν τις προ κρίσης επιδόσεις του κλάδου τους. Σε ομιλίες και συνεντεύξεις τους, οι εν λόγω επαγγελματίες υποστήριξαν ότι στην πραγματικότητα ο Τύπος είχε παράσχει σαφείς προειδοποιήσεις, παραθέτοντας παραδείγματα άρθρων τα οποία κατεδείκνυαν τα προβλήματα που απειλούσαν το δανειστικό σύστημα, προτού εκείνο καταρρεύσει. Ορισμένοι, μάλιστα, προχώρησαν ακόμη περισσότερο, λέγοντας ότι το κοινό ήταν εκείνο που απέτυχε – να ανταποκριθεί στην έγκαιρη πληροφόρηση που τόσο καιρό του παρείχαν οι δημοσιογράφοι. «Κάθε προσεκτικός αναγνώστης γνώριζε ότι οι δημοσιογράφοι του οικονομικού Τύπου έκρουαν επί χρόνια τον κώδωνα του κινδύνου», έγραψε ο Chris Roush σε ένα άρθρο του με τίτλο «Προειδοποιήσεις που αγνοήθηκαν» [Unheeded Warnings], που εξέθετε αναλυτικά τις απόψεις των επαγγελματιών του χώρου.
Η Diana Henriques, διακεκριμένη ερευνήτρια δημοσιογράφος και οικονομική ρεπόρτερ των New York Times, υπερασπίστηκε το επάγγελμά της σε μια ομιλία της το Νοέμβριο του 2008: «Αν η κυβέρνηση, ο χρηματοοικονομικός τομέας και ο Αμερικανός καταναλωτής είχαν δώσει τη δέουσα προσοχή, θα είχαν ακούσει εδώ και χρόνια τις προειδοποιήσεις μας για την επικείμενη κρίση, τότε που υπήρχε ακόμη χρόνος να τρέξουν για να βρουν καταφύγιο από την καταιγίδα». Και ακολούθησαν πολλές παρόμοιες δηλώσεις – μέχρι που ο οικονομικός Τύπος έπαψε πια να ασχολείται.
Θα ήταν παράλειψη, ωστόσο, να μην αναφέρουμε ότι ο οικονομικός Τύπος, πέρα από ομιλίες και ισχυρισμούς, δεν έχει να επιδείξει κάποια πραγματικά σημαντική έρευνα σχετικά με τον ιδιάζοντα προσωπικό ρόλο του στο χρηματοοικονομικό σύστημα πριν από την κρίση. Από την άλλη πλευρά, έχει διεξαγάγει έρευνες επιπλήττοντας όλους σχεδόν τους άλλους εμπλεκόμενους: τις τράπεζες της Ουόλ Στριτ, τους οργανισμούς παροχής στεγαστικών δανείων, την Ομοσπονδιακή Τράπεζα και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ, τις ομοσπονδιακές εταιρείες ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων Fannie Mae και Freddy Mac, την Υπηρεσία Αποταμιευτικής Εποπτείας, την Υπηρεσία Νομισματικού Ελέγχου, τους συμβούλους περί αποζημιώσεων, κ.ο.κ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η «ιατροδικαστικού» τύπου έρευνα ήταν αναγκαία. Για το ίδιο το λαγωνικό όμως, τίποτα;
Την άνοιξη του 2009, το Columbia Journalism Review με το οποίο συνεργάζομαι, έθεσε το στόχο να αξιολογήσει κατά πόσο ο οικονομικός Τύπος είχε πράγματι προειδοποιήσει επαρκώς το κοινό για το διαφαινόμενο κίνδυνο, όπως ισχυριζόταν, τον καιρό που υπήρχαν ακόμη περιθώρια αντίδρασης. Η ιδέα ήταν να εξετάσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της καταγεγραμμένης θεσμικής οικονομικής ειδησεογραφίας κατά την προ κρίσεως εποχή. Με βάση την κοινή λογική, καταρτίσαμε έναν κατάλογο με τους εννέα σημαντικότερους οργανισμούς στο χώρο του οικονομικού ρεπορτάζ (Wall Street Journal, Fortune, Forbes, Businessweek, Financial Times, Bloomberg, New York Times, Los Angeles Times και Washington Post) και χρησιμοποιήσαμε βάσεις ειδησεογραφικών δεδομένων, αναζητώντας άρθρα που θα μπορούσαν δικαιολογημένα να θεωρηθούν προειδοποιήσεις ως προς την ουσία του προβλήματος: τους διεφθαρμένους οργανισμούς παροχής στεγαστικών δανείων και τους χρηματοδότες τους στην Ουόλ Στριτ. Στη συνέχεια, ζητήσαμε από τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να μας παράσχουν εθελοντικά τα καλύτερα κομμάτια εκείνης της περιόδου και, προς τιμήν τους, σχεδόν όλοι συνεργάστηκαν με προθυμία.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα άρθρο με τίτλο «Πρόβλημα Ισχύος» [Power Problem], που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 2009. Το συμπέρασμα ήταν απλό: ο οικονομικός Τύπος είχε κάνει τα πάντα εκτός από το να αναμετρηθεί με τους οργανισμούς που διέλυσαν το χρηματοοικονομικό σύστημα. Η έρευνα έδειξε ότι τα άρθρα με την πιο διεξοδική έρευνα για τους δανειστές και την Ουόλ Στριτ είχαν δημοσιευτεί μεταξύ του 2000 και του 2003, παρόλο που ήταν ελάχιστα. Κι έπειτα, την κρίσιμη περίοδο από το 2004 έως το 2006, και για λόγους που θα επιχειρήσω να εξηγήσω στη συνέχεια, ο κλάδος περιορίστηκε σε χρήσιμες αλλά ανεπαρκείς αναλύσεις, που απευθύνονταν κυρίως σε καταναλωτές κι επενδυτές. Απουσιάζουν εντελώς δείγματα ερευνητικής δημοσιογραφίας, άρθρα που να ελέγχουν άμεσα τις στοιχειώδεις επιχειρηματικές πρακτικές των πανίσχυρων ιδρυμάτων, την εποχή που ήταν ακόμη ισχυρά. Το μαντρόσκυλο δεν γάβγισε.
Διαβάζοντας τις διάφορες δημοσιογραφικές αναλύσεις τον καιρό της «φούσκας» για τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια και την Ουόλ Στριτ, αποκομίζεις, ανάλογα με το ποιον διαβάζεις, εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις ως προς την ευρωστία του χρηματοοικονομικού συστήματος των ΗΠΑ. Όποιος «έδινε τη δέουσα προσοχή» στον παραδοσιακό οικονομικό Τύπο, θα είχε κάθε δίκιο να πιστεύει ότι σε γενικές γραμμές όλα πήγαιναν καλά. Ναι, υπήρχε φούσκα στον τομέα των στεγαστικών δανείων.
Μια αμερόληπτη ανάγνωση της αρθρογραφίας της εποχής, το καθιστά σαφές, ακόμη κι αν οι προειδοποιήσεις αμβλύνονταν με εξίσου ηχηρούς πανηγυρισμούς για την οικονομική άνθηση. Και ναι, πράγματι ο Τύπος έλεγε ότι πολλά από τα προσφερόμενα προϊόντα στο στεγαστικό τομέα ήταν απαράδεκτα. Κι αυτά τα θέματα ασφαλώς είχαν βαρύτητα για τους καταναλωτές και τους επενδυτές. Αλλά αυτό και μόνο.
Όταν η ματιά των δημοσιογράφων στρεφόταν στους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, το μήνυμα ήταν εντελώς διαφορετικό: όλα ήταν ρόδινα. Δεν ήταν μόνο τα άρθρα με τους πομπώδεις τίτλους («Η Washington Mutual προσεγγίζει δημιουργικά τη λιανική, φέρνοντας τα πάνω κάτω στον τραπεζικό κόσμο», «Ο διευθύνων σύμβουλος της Citi βγαίνει από τη σκιά του προκατόχου του, Sandy Weill –αλλά και τη δική του!– κι αγωνίζεται να γίνει ηγέτης με όραμα», κλπ.) ή το ύφος που κάποτε ξεπέφτει σε κολακεία («Αρχοντιά μιας άλλης εποχής: Η Goldman δέχτηκε απρόθυμα να μας μιλήσει, γιατί απλώς δεν της αρέσει να καυχιέται», «Με την επιβλητική, αθλητική κορμοστασιά του, βολεύεται ίσα ίσα στη γαλλική δερμάτινή πολυθρόνα του, στο μεγαλόπρεπο, αν και διακριτικό γραφείο του…»). Ήταν και τα άρθρα που δήθεν στηλίτευαν μεμονωμένες επιχειρήσεις της Ουόλ Στριτ και εταιρείες παροχής στεγαστικών δανείων, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους: θα ήταν υψηλή η κερδοφορία τους; Ναι, υπήρχε φούσκα στην αγορά, και ο οικονομικός Τύπος αποτελούσε μέρος της.
Το πρόβλημα ήταν ότι το σύστημα που κάλυπτε ο Τύπος είχε μπει σε καταστροφική τροχιά. Η θεσμοθετημένη διαφθορά, τροφοδοτούμενη από στρεβλά κίνητρα στις αποδοχές των στελεχών, είχε επικρατήσει. Η υποβάθμιση του αμερικανικού χρηματοοικονομικού τομέα με τα δάνεια υψηλού ρίσκου –και η συνακόλουθη επέκταση ενός άλλοτε περιθωριακού, διαβόητου τομέα στην καρδιά του οικονομικού συστήματος– βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Και αν επρόκειτο για κάποιο μεγάλο μυστικό, τότε πώς εξηγείται ένα κάθε άλλο παρά τυχαίο περιοδικό, το Forbes, να καταγγέλλει καυστικά ήδη από το 2002 τη Household Finance, τότε κολοσσό στο χώρο των δανείων υψηλού κινδύνου, με τίτλο «Καταστροφέας σπιτιών» [Home Wrecker], και στη συνέχεια να μην ασχολείται ποτέ ξανά με το ίδιο θέμα, μέχρι που ήταν πλέον πολύ αργά; Πώς είναι δυνατό τον ίδιο καιρό η Wall Street Journal να δημοσιεύει άρθρα, όπως το εξαιρετικά εύστοχο «Το βέλτιστο συμφέρον: πώς οι μεγάλοι δανειστές πωλούν ακριβότερη αναχρηματοδότηση σε φτωχούς δανειολήπτες» στο έγκριτο πρωτοσέλιδό της και να μην επανέρχεται καθόλου στη συνέχεια, όταν η κατάσταση ήταν κατά πολύ χειρότερη; Παράλληλα, πάλι το 2003, ένας δημοσιογράφος, ο Michael Hudson, έγραφε τα εξής:
Η επτάμηνη έρευνα που διενήργησε το περιοδικό Southern Exposure, αποκάλυψε το μοντέλο ληστρικών πρακτικών των τμημάτων επισφαλών δανείων της Citi. Η Southern Exposure συνομίλησε με περισσότερους από εκατόν πενήντα ανθρώπους –δανειολήπτες, δικηγόρους, νυν και πρώην υπαλλήλους– και εξέτασε χιλιάδες σελίδες συμβολαίων δανείων, μηνύσεων, καταθέσεων και εταιρικών αναφορών. Τόσο οι μαρτυρίες όσο και τα κείμενα παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η Citi με τους χειρισμούς της στον τομέα των δανείων υψηλού κινδύνου κερδίζει παράνομα δισεκατομμύρια δολάρια, στοχεύοντας στους πιο ευάλωτους καταναλωτές.
Ποιος είναι ο Michael Hudson; Και ποιο στο καλό είναι αυτό το Southern Exposure; Και πάλι στο ίδιο πνεύμα, πώς κατόρθωσε ένας δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ για οικιστικά θέματα σε ένα εναλλακτικό εβδομαδιαίο περιοδικό του Πίτσμπεργκ, χωρίς εμπειρία στην οικονομική ειδησεογραφία, να γράψει το εξής (ο τονισμός, δικός μας):
Από την ίδια τη φύση της, η αγορά χρεογράφων που καλύπτονται από ενυπόθηκα δάνεια, ενθαρρύνει τους δανειστές να παραχωρούν όσο περισσότερα δάνεια μπορούν, με όσο το δυνατό υψηλότερα επιτόκια. Θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει με κάποιου είδους οδηγία με σκοπό τον εκτός ελέγχου, ανεύθυνο δανεισμό. Όμως οι ομοσπονδιακές διατάξεις, οι αυστηροί κανόνες των εταιρειών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων Fannie Mae και Freddie Mac, ο σκληρός και τίμιος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών, και η σχετική κουλτούρα των δανειοληπτών, δεν έχουν επιτρέψει την εκτροπή, σύμφωνα με τις εκθέσεις του υπουργείου Οικισμού και Αστικής Ανάπτυξης και του υπουργείου Οικονομικών. Ωστόσο, αυτοί οι περιορισμοί δεν λειτουργούν ως τροχοπέδη στην αγορά δανείων υψηλού κινδύνου, όπου η εποπτεία είναι πιο χαλαρή, το μάρκετινγκ περισσότερο ανεξέλεγκτο και οι πελάτες λιγότερο μυαλωμένοι.
Ημερομηνία; 2004. Το ένα είδος δημοσιογραφίας παρουσίαζε μια συγκεκριμένη εικόνα· και το άλλο, μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Πού οφείλονται αυτές οι διαμετρικά αντίθετες θεωρήσεις; Και γιατί ο παραδοσιακός οικονομικός Τύπος ενώ ήταν απόλυτα ικανός να υπηρετεί και τα δυο είδη δημοσιογραφίας όταν το πρόβλημα δεν είχε πάρει ακόμη έκταση, στην κρίσιμη στιγμή φάνηκε ανίκανος να επιτελέσει το πολύτιμο, δραστικό έργο του;
Ο Walter Lippmann έχει δίκιο σήμερα όπως είχε και το 1920. Δεν αρκεί οι δημοσιογράφοι και οι εκδότες να αγωνίζονται κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, όπως κάνουν πολλοί απ’ αυτούς. Ήρθε ο καιρός να πούμε στο κοινό τα μυστικά μας. Και να γίνει είδηση ο κόσμος των ειδήσεων. Και πρέπει να γίνει είδηση, γιατί την περίοδο που προηγήθηκε της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο οικονομικός Τύπος πρόδωσε το κοινό του.
Πρέπει να γίνει είδηση, γιατί η κρίση στο χώρο των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και τα επακόλουθά της συνέπεσαν με την κρίση της δημοσιογραφίας. Η Google και η εμπροσθοφυλακή των εταιρειών του διαδικτύου έσπειραν τον όλεθρο στο παραδοσιακό επιχειρηματικό μοντέλο των Μέσων Επικοινωνίας, απορροφώντας ένα τεράστιο κομμάτι των διαφημιστικών εσόδων που επί χρόνια συντηρούσε την αμερικανική δημοσιογραφία. Τα άλλοτε κραταιά ειδησεογραφικά πρακτορεία ερήμωσαν και χιλιάδες πρώην δημοσιογράφοι του έντυπου Τύπου είναι στο δρόμο ή εργάζονται στις δημόσιες σχέσεις. Οι τέως συνάδελφοί τους πλέον δραστηριοποιούνται σε ένα ιδιαίτερα πιεστικό περιβάλλον οικονομικής αβεβαιότητας και απαιτήσεων για ολοένα μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Παράλληλα, ανθεί ένα νέο ψηφιακό οικοσύστημα δημοσιογραφίας με νέες εκδόσεις, μοντέλα, μορφές, πρακτικές, ιδιώματα, εργαλεία και θεσμούς.
Στο μεταξύ έχει ξεσπάσει και μια άλλη λυσσαλέα διαμάχη σχετικά με το μέλλον της δημοσιογραφίας – ποιος θα την κάνει, τι μορφή θα έχει, και ποιο ή τι είναι αυτό το «κοινό» στο οποίο υποτίθεται ότι απευθύνεται. Όπως συμβαίνει πάντοτε σε καιρούς κρίσης, οι σύμβουλοι, οι ειδικοί του μάρκετινγκ και οι κάθε είδους καιροσκόποι –πάντα στις παρυφές της δημοσιογραφίας– βγαίνουν και διακηρύσσουν ότι γνωρίζουν τι επιφυλάσσει το μέλλον. Όμως κανείς δεν το γνωρίζει πραγματικά.
Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι στη δημοσιογραφία είναι ότι τα πάντα αμφισβητούνται, τα πάντα είναι υπό συζήτηση: επιχειρηματικά μοντέλα, μορφές, ρόλοι, πρακτικές, αξίες. Θα επιβιώσουν οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί; Tα ερασιτεχνικά δίκτυα μπορούν να συμβάλουν; Μήπως η παραδοσιακή δημοσιογραφική αφήγηση είναι εκτός εποχής; Μήπως η στατιστική ανάλυση –γνωστή ως «Big Data» – αποτελεί την επόμενη μεγάλη καινοτομία; Το γεγονός ότι η ψηφιακή εποχή δεν έχει ακόμη επιβεβαιώσει τις προσδοκιές που δημιούργησε, δεν αποτελεί λόγο να την απορρίψουμε.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία μπορεί δικαίως να ειπωθεί ότι η κατεστημένη δημοσιογραφία απέτυχε στη βασική αποστολή της και όπως πάντα, το μέλλον είναι αβέβαιο. Και το παρόν – ε, είναι λιγάκι χαοτικό. Υπάρχει άραγε ελπίδα;
Ναι, υπάρχει. Πρόκειται για ένα είδος δημοσιογραφίας, που αποδείχτηκε αποτελεσματικός συνήγορος του δημοσίου συμφέροντος, ένα πραγματικό κυνηγόσκυλο, από την εποχή της μεγάλης Ida Tarbell στις αρχές του 20ού αιώνα. Δεν είναι ούτε εναλλακτικό ούτε συμβατικό. Δεν είναι απαραιτήτως επαγγελματικό ή ερασιτεχνικό. Δεν είναι από τη φύση του αναλογικό ή ψηφιακό. Είναι μια πρακτική.
Κι αυτή η πρακτική δεν είχε ποτέ καλό όνομα. Μερικές φορές το αποκαλούν «δημοσιογραφία της λογοδοσίας». Άλλες φορές τη λένε «ερευνητική δημοσιογραφία», και ενίοτε, «κοινωφελή» ή «δημοσίου συμφέροντος». Συχνά παίρνει και άλλα ονόματα. Ας κρατήσουμε τον όρο «δημοσιογραφία της λογοδοσίας». «Δημοσιογραφία της λογοδοσίας» είναι ένας όρος που χρησιμοποιούν δημοσιογράφοι και εκδότες όταν αναφέρονται στην τέχνη τους στα «πηγαδάκια», όπως θα έλεγε κι ο Lippmann. Και είναι μια έννοια που το κοινό καλά θα κάνει να προσπαθήσει να κατανοήσει.
Όλοι λογικά θα ήταν υπέρ ενός ρεπορτάζ που ασκεί κριτική, όμως αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη. Ως μια ευρέως διαδεδομένη, επαγγελματική πρακτική έκανε την εμφάνισή της στη δεκαετία του ’60 και έκτοτε είναι υποχρεωμένη να μάχεται για την επιβίωσή της στους κόλπους των ειδησεογραφικών οργανισμών. Συγκρούεται, καταγγέλλει και όπως είναι φυσικό, προκαλεί την εχθρότητα των εύπορων και ισχυρών.
Όταν το 1906 ο Theodore Roosevelt της κόλλησε το παρατσούκλι «σκανδαλοθηρική», δεν το εννοούσε ως κομπλιμέντο. Ριψοκίνδυνη, αγχωτική, ακριβή και δύσκολη, πάντα ξεσηκώνει αντιδράσεις στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς και δοκιμάζει την υπομονή των γραφειοκρατών, των λογιστών και των γραφιάδων. Οι συντεχνίες των Μέσων Επικοινωνίας, όπως ο αείμνηστος Al Neuharth, ιδρυτής της USA Today ή ο μεγιστάνας Rupert Murdoch, ειρωνεύονται την «κοινωφελή» δημοσιογραφία –και οτιδήποτε της μοιάζει– επειδή τη θεωρούν ελιτίστικη, μια επιτηδευμένη μανιέρα βραβειοκάπηλων δημοσιογράφων που επιζητούν φήμη και αναγνώριση, δημοσιογράφων που γράφουν «για το σινάφι», όπως το θέτει ένας βιογράφος του Murdoch. Όπως θα δούμε, η άρνηση χρηματοδότησης της δημοσιογραφίας στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, παρουσιάζεται πάντα ως μια εναντίωση στα «πληκτικά» και «φιγουρατζίδικα» άρθρα, που κάποιοι «εκλεκτοί» δημοσιογράφοι θέλουν να πασάρουν στο κοινό. Όμως η εναντίωση στα μακροσκελή και φιλόδοξα άρθρα είναι σαν να υποστηρίζεις με ενθουσιασμό τη μηλόπιτα, αλλά να αντιτίθεσαι στο αλεύρι, το βούτυρο και τη ζάχαρη. Οπότε στο τέλος μένεις χωρίς μηλόπιτα.
Στην ψηφιακή εποχή μας, η έλλειψη ανοχής προς τη δημοσιογραφία της λογοδοσίας είναι αν μη τι άλλο ξεκάθαρη. Οι οικονομικές παράμετροι και η τεχνολογική δομή των διαδικτυακών Μέσων αντιστρατεύονται το ρεπορτάζ αυτού του είδους. Το αποτέλεσμα είναι ότι και οι υποστηρικτές της ψηφιακής ειδησεογραφίας τείνουν να το αγνοούν ή ακόμη και να το απορρίπτουν. «Γενικά, η έννοια της “εκτεταμένης” δημοσιογραφικής αφήγησης θέτει στο επίκεντρό της τον ίδιο τον αρθρογράφο και όχι το κοινό», δήλωσε στο Twitter ο Jeff Jarvis, διακεκριμένος ερευνητής της ψηφιακής ειδησεογραφίας. Όμως η λογοδοσία αποτελεί βασική λειτουργία της αμερικανικής δημοσιογραφίας. Είναι αυτό που την καθιστά ιδιαίτερη και ισχυρή, όταν είναι ανεξάρτητη. Καθορίζει την ημερήσια διάταξη των σημαντικών ειδήσεων, χτίζει την εμπιστοσύνη του κοινού, δημιουργεί αξία. Είναι η πρακτική που εξηγεί περίπλοκα ζητήματα στο ευρύ κοινό και αποδίδει ευθύνες στους ισχυρούς για τις πράξεις τους – δηλαδή ακριβώς το ζητούμενο.
Πλέον ήρθε η στιγμή να αναλογιστούμε τι είδους δημοσιογραφία χρειάζεται το κοινό. Τι δουλεύει στην πράξη; Ποιοι είναι οι αληθινοί προπάτορες της δημοσιογραφίας; Σε ποιες αυθεντίες του συλλογικού παρελθόντος της δημοσιογραφίας μπορούμε να ανατρέξουμε, για να μας βοηθήσουν να πλοηγηθούμε στο μέλλον; Τι είναι αυτό που δημιουργεί αξία, τόσο με την υλική έννοια όσο και ως προς το τι είναι καλό και πολύτιμο για την αμερικανική δημοσιογραφία;
Η δημοσιογραφία της λογοδοσίας παίρνει πολλά πρόσωπα –μια σειρά από αποκαλύψεις στον έντυπο ή ηλεκτρονικό Τύπο, ένα βιβλίο, ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ–, αλλά η πιο συνηθισμένη μορφή της υπήρξε η εκτεταμένη αφήγηση στις εφημερίδες ή τα περιοδικά, το αντικείμενο δηλαδή του παρόντος βιβλίου. Ας την αποκαλέσουμε «Μεγάλη Ιστορία». Την εγκαινίασαν οι αποκαλούμενοι «σκανδαλοθήρες» δημοσιογράφοι των αρχών του 20ού αιώνα σε κείμενα με λογοτεχνικές αξιώσεις – με τις αποκαλύψεις της Tarbell στο περιοδικό McClure’s για το μονοπώλιο της Standard Oil να αποτελούν ένα λαμπρό παράδειγμα του είδους.
Όπως θα δούμε, η σχολή της Μεγάλης Ιστορίας έχει επιδείξει την ανατρεπτική της δύναμη αμέτρητες φορές, ενώ έχει αποκαλύψει και ξεδιαλύνει στο ευρύ κοινό περίπλοκα ζητήματα επί παντός επιστητού: τα περιστατικά χρηματισμού στις αμερικανικές πόλεις, τη σύγχρονη μορφή της καταναγκαστικής εργασίας στις ΗΠΑ, το ανθρώπινο κόστος των «μοχλευμένων εξαγορών» [η αγορά μιας εταιρείας ή ακίνητης περιουσίας, χρησιμοποιώντας δάνεια τα οποία ξεπληρώνονται με τα έσοδα της ίδιας εταιρείας ή ακίνητης περιουσίας που αγοράστηκε], την αστυνομική βία και διαφθορά, τις εταιρείες της Ουόλ Στριτ που ελάμβαναν κρυφά οικονομική βοήθεια από την κυβέρνηση, τα αδικήματα της δημοσιογραφικής και πολιτικής ελίτ και τις προσπάθειες συγκάλυψής των – και κάθε χρόνο προστίθενται κι άλλα. Ο σπουδαιότερος από τους «σκανδαλοθήρες» εκδότες, ο Samuel S. McClure, επαναλάμβανε συνεχώς στο προσωπικό του, σαν βουδιστικό μάντρα, «Το θέμα είναι το άρθρο!» Και είχε δίκιο.
Η «δημοσιογραφία της πρόσβασης», η πρακτική της απόκτησης πληροφόρησης εκ των έσω από ισχυρούς ανθρώπους και οργανισμούς, είναι ο πιο παλιός ανταγωνιστής της δημοσιογραφίας της λογοδοσίας. Αυτές είναι οι δυο κύριες τάσεις της αμερικανικής δημοσιογραφίας, και η ένταση που επικρατεί ανάμεσά τους, θα έλεγε κανείς, είναι που ορίζει τον ίδιο το δημοσιογραφικό χώρο.
Οι σχολές της πρόσβασης και της λογοδοσίας εκπροσωπούν εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις για το τι είναι δημοσιογραφία και ποιον πρέπει να υπηρετεί. Οι δυο πρακτικές παράγουν δυο ριζικά διαφορετικές απεικονίσεις της πραγματικότητας, και η διαφορά αυτή αποδείχτηκε ζωτικής σημασίας στην περίοδο που προηγήθηκε του κραχ. Το ρεπορτάζ της πρόσβασης δίνει έμφαση στην απόκτηση πληροφοριών εκ των έσω, σχετικά με τις προθέσεις και τις ενέργειες των ισχυρών παικτών, προτού αυτές γίνουν ευρέως γνωστές. Το συνηθισμένο της ρεπερτόριο περιλαμβάνει το «λαβράκι» και την αποκλειστική είδηση. Στο οικονομικό ρεπορτάζ, το αρχετυπικό άρθρο της δημοσιογραφίας της πρόσβασης είναι τα λαβράκια που αφορούν τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές εταιρειών. Αντιθέτως, το ρεπορτάζ της λογοδοσίας επιδιώκει να συγκεντρώσει πληροφορίες όχι από τους ισχυρούς παίκτες, αλλά για αυτούς. Η χαρακτηριστική μορφή του ρεπορτάζ της λογοδοσίας, είναι το αποκαλυπτικό, εκτενές άρθρο.
Συνήθως, όταν σκέφτομαι αυτές τις δυο σχολές, έρχονται στο μυαλό μου δυο τυπικοί εκπρόσωποί τους: η Gretchen Morgenson, η μεγάλη ερευνήτρια δημοσιογράφος και στέλεχος των New York Times, και ο Andrew Ross Sorkin, διευθυντής του Dealbook, ενός επιτυχημένου τμήματος της ίδιας εφημερίδας, που ειδικεύεται σε αποκαλύψεις για συγχωνεύσεις και εξαγορές. Η Morgenson ήταν η πρώτη που αποκάλυψε –παρά τη λυσσαλέα αντίδραση, μεταξύ άλλων, της Goldman Sachs– ποιοι επικαρπώθηκαν την οικονομική διάσωση του American International Group, δηλαδή η Goldman Sachs και άλλες τράπεζες της Ουόλ Στριτ. Το μνημειώδες βιβλίο του Sorkin για την κρίση, με τίτλο Πολύ μεγάλοι για να αποτύχουν [Too Big to Fail], εκθειάζει γνωστές προσωπικότητες της Ουόλ Στριτ για τις (αποτυχημένες) προσπάθειές τους να αποτρέψουν μια καταστροφή που είχαν προκαλέσει τα ίδια τους τα ιδρύματα. Το γεγονός ότι οι δυο κορυφαίοι εκπρόσωποι των δυο δημοσιογραφικών πόλων εργάζονται στην ίδια εφημερίδα, απλώς τονίζει το γεγονός ότι η δημοσιογραφία οφείλει να εξισορροπήσει τις δυο τάσεις.
Ένας τρόπος θεώρησης της διαφοράς τους είναι ότι η δημοσιογραφία της πρόσβασης λέει στους αναγνώστες τι δηλώνουν οι ισχυροί παράγοντες, ενώ η δημοσιογραφία της λογοδοσίας τους λέει τι πράττουν. Η δημοσιογραφία της πρόσβασης έχει την τάση να συνομιλεί με τις ελίτ· η δημοσιογραφία της λογοδοσίας, με τους διαφωνούντες. Η δημοσιογραφία της πρόσβασης έχει εξειδικευμένη θεματολογία, που απευθύνεται σε ένα μικρό, ειδικό κοινό· η δημοσιογραφία της λογοδοσίας καλύπτει θέματα γενικού ενδιαφέροντος, που απευθύνονται στις μάζες. Οι διαφορές είναι τόσο χτυπητές που μπορούν να πάρουν και μορφή λίστας.
Το ρεπορτάζ της πρόσβασης τείνει να μεταδίδει τις καθιερωμένες απόψεις, το ρεπορτάζ της λογοδοσίας τις αιρετικές. Στην οικονομική ειδησεογραφία, το πρώτο εστιάζει στα συμφέροντα των επενδυτών, ενώ το δεύτερο στο δημόσιο συμφέρον.
Η πρόσβαση και η λογοδοσία, λοιπόν, είναι οι Ιακώβ και Ησαύ, οι Γωγ και Μαγώγ της δημοσιογραφίας, αιωνίως σε ανταγωνισμό για πόρους, κύρος, επιρροή. Αλλά η μάχη κάθε άλλο παρά ισότιμη είναι. Το ρεπορτάζ της πρόσβασης δίνει ψωμί στον Τύπο. Παράγει με ταχύτερο ρυθμό άρθρα που σπανίως επιδιώκουν την αντιπαράθεση, γεγονός που συνάδει με την επιταγή για ειδησεογραφική παραγωγικότητα. Το ρεπορτάζ της λογοδοσίας, από την άλλη πλευρά, είναι πάντα περιθωριακό, ένα κέντρο κόστους που επιβαρύνεται με άρθρα χρονοβόρα τα οποία δημιουργούν εχθρότητες. Όμως από τα δυο είδη, μόνο το ένα απευθύνεται στο ευρύ κοινό, αλλά και μιλάει για λογαριασμό του.
Έρχομαι να πάρω θέση σε αυτή τη διαμάχη, έπειτα από μια σταδιοδρομία τριάντα ετών στη δημοσιογραφία, από τα οποία τα δέκα ήταν ως ερευνητής δημοσιογράφος και άλλα δέκα ως οικονομικός ρεπόρτερ. Έχω ασχοληθεί τόσο με τη δημοσιογραφία της πρόσβασης όσο και της λογοδοσίας, και αντιλαμβάνομαι την αναγκαιότητα και των δυο. Το πρόβλημα όμως για τη δημοσιογραφία και το κοινό είναι ότι το ρεπορτάζ της λογοδοσίας είναι συγχρόνως το πιο κρίσιμο αλλά και πιο ευάλωτο. Η διαφορά ανάμεσα στα δυο είναι η διαφορά ανάμεσα στο να διερευνάς τι συμβαίνει στη Citigroup το 2003 και να της κάνεις το πορτρέτο το 2006. Με απλά λόγια, η δημοσιογραφία της λογοδοσίας έπιασε το θέμα που ξέφυγε από τη δημοσιογραφία της πρόσβασης.
Το παρόν βιβλίο θα αποτυπώσει την εξέλιξη του δημοσιογράφου ως λαγωνικού κι άγρυπνου φύλακα, ξεκινώντας από τις σκανδαλοθηρικές ρίζες του και τον αγώνα του να υπερασπιστεί τη θέση του στα παραδοσιακά Μέσα. Κατά μία έννοια, ελπίζω να γράψω την ιστορία της Μεγάλης Ιστορίας. Ο λόγος για την επιλογή αυτής της ιστορικής προσέγγισης είναι τριπλός: να δείξω ότι η δημοσιογραφία της λογοδοσίας αποτελεί πράγματι ένα ισχυρό όπλο που λειτουργεί υπέρ του κοινού· να καταδείξω γιατί η απουσία της ήταν τόσο επιβλαβής τον καιρό των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων· και να διασφαλίσω το μέλλον της σε όποιο είδος δημοσιογραφίας κι αν αναδυθεί στην εποχή της ψηφιακής αποδιοργάνωσης. Γιατί χωρίς το ρεπορτάζ της λογοδοσίας, η δημοσιογραφία δεν έχει σκοπό, δεν έχει κέντρο, δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Ο πρώτος στόχος είναι ιδιαίτερα σημαντικός, προκειμένου να δοθεί μια απάντηση στην επιπόλαιη, κατά τη γνώμη μου, κριτική, τόσο από τους Δεξιούς και τους Αριστερούς όσο και από τους υπέρμαχους της ψηφιακής ειδησεογραφίας, που τείνει να απορρίπτει όλα τα παραδοσιακά Μέσα Επικοινωνίας είτε ως απελπιστικά προκατειλημμένα (όπως θεωρεί η Δεξιά) είτε ως ανώφελα άτολμα (όπως θεωρεί η Αριστερά), ή απλώς ως γενικά ανεπαρκή (όπως πιστεύουν οι οπαδοί των νέων Μέσων). Και οι τρεις κριτικές μπορεί να έχουν κάποια βάση. Ένα μεγάλο μέρος των παραδοσιακών Μέσων Επικοινωνίας θα έπρεπε πράγματι να το αφήσουμε πίσω μας. Όμως το ρεπορτάζ της λογοδοσίας θα πρέπει πάντα να θεωρείται ως η βασική πρακτική που ορίζει και ξεχωρίζει την αμερικανική δημοσιογραφία. CJR