Του Michale Meyer*
Μετάφραση: Μαργαρίτα Κυριάκου
Ο Khalid Mohammed, φωτογράφος του Associated Press, τράβηξε πριν από δέκα χρόνια μια φωτογραφία με τα απανθρακωμένα πτώματα δυο Αμερικανών: κρέμονταν από μια γέφυρα ενώ τριγύρω τους ζητωκραύγαζε ένα πλήθος Ιρακινών.
Ήταν μία από τις φωτογραφίες στις οποίες είχε απαθανατίσει το φόνο και τον ακρωτηριασμό τεσσάρων αμάχων εργολάβων στους δρόμους της Φαλούτζα στις 31 Μαρτίου του 2004, αλλά και η ίδια η επίθεση, μολονότι φρικιαστική, απείχε πολύ από το να είναι το πιο σημαντικό γεγονός του πολέμου, που τότε συμπλήρωνε τον πρώτο του χρόνο.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο αριθμός των νεκρών Αμερικανών στο Ιράκ πλησίαζε τους 600, ανάμεσα στους οποίους και πέντε στρατιώτες που είχαν σκοτωθεί σε ξεχωριστό επεισόδιο την ίδια μέρα με τους εργολάβους. Όμως η δύναμη της εικόνας του Mohammed και άλλων παρόμοιων –καθεμιά τους, μια αναπαράσταση ενός οπτικού θεάματος με πρωταγωνιστή τον όχλο– προσέλκυσε τα φώτα της δημοσιότητας, αναγορεύοντας αυτή την επίθεση σε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του πολέμου.
Η φρίκη της εικόνας είναι πολυεπίπεδη και περισσότερο βραδυφλεγής παρά άμεση. Η σύνθεση κατευθύνει το θεατή στο χαμογελαστό πρόσωπο ενός νεαρού Ιρακινού, που βρίσκεται στο πρώτο πλάνο και πανηγυρίζει με σηκωμένο το χέρι του.
Στη συνέχεια τα μάτια του θεατή ακολουθούν προς τα πάνω το υψωμένο μέλος του Ιρακινού μέχρι τα τεντωμένα δάχτυλά του και διακρίνουν, ανάμεσα στο λυγισμένο καρπό και την ξεθωριασμένη δοκό της γέφυρας, μια αποτρόπαια και εκ πρώτης όψεως ακαθόριστη σκοτεινή φιγούρα. Στην αριστερή πλευρά, υπάρχει μια παρόμοια σκοτεινή μορφή, μόνο που αυτή θυμίζει ανατριχιαστικά άνθρωπο και είναι κρεμασμένη ανάποδα με τα πόδια ανοιχτά να ξεχωρίζουν πάνω από το ενθουσιώδες πλήθος, ενώ το κεφάλι και ο κορμός καλύπτονται από το δείκτη του χεριού ενός ζωντανού άντρα που ζητωκραυγάζει δείχνοντας προς τον ουρανό.
Ο θεατής πληροφορείται από μια λεζάντα πώς πρόκειται για τα άψυχα σώματα των Αμερικανών εργολάβων στους οποίους στήθηκε ενέδρα από τους αντάρτες, ακρωτηριάστηκαν και σύρθηκαν στους δρόμους μέχρι τη γέφυρα. Η εικόνα αντλεί τη δύναμή της από την αντίθεση ανάμεσα στο εορταστικό κλίμα και τη φρίκη, τα πτώματα των Αμερικανών και τους Ιρακινούς μες στο γενικότερο τοπίο, τα καμένα, ακρωτηριασμένα άκρα από τη μια μεριά και τα ανέπαφα και προτεταμένα μέλη από την άλλη.
Η φωτογραφία ξεκινάει με μυστήριο, που έπειτα μετατρέπεται σε τρόμο και στη συνέχεια, ξανά σε μυστήριο. Πώς μπορεί να γιορτάζει κανείς αυτό το γεγονός; Πώς συνέβη στους Αμερικανούς εργολάβους; Κι αυτοί οι άνθρωποι στη φωτογραφία που έστησαν τα πτώματα και συγκεντρώθηκαν από κάτω τους, τι μήνυμα προσπαθούν να μας περάσουν;
Η δύναμη της φωτογραφίας πηγάζει από την αντίθεσή της με την επίσημη αφήγηση του πολέμου εκείνη την περίοδο. Όταν η εικόνα έφτασε σε εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο, είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που οι Αμερικανοί πεζοναύτες είχαν καταλάβει τη Βαγδάτη βοηθώντας τους Ιρακινούς πολίτες να γκρεμίσουν το άγαλμα του Saddam Hussein στην πλατεία Φίρντος.
Και συμπληρωνόταν ένας χρόνος από τότε που ο πρόεδρος Bush είχε φωτογραφηθεί στο αεροπλανοφόρο με φόντο ένα πανό που έγραφε «Αποστολή εξετελέσθη». Τα Μέσα αλλά και το κοινό ανησυχούσαν ότι ο πόλεμος μετατρεπόταν σε κάτι πολύ πιο περίπλοκο από μια συμπλοκή περιορισμένης έκτασης· μια νέα αφήγηση, συνοδευόμενη από εικόνες, μόλις ξεκινούσε. Τα επίσημα δελτία Τύπου εξακολουθούσαν να ισχυρίζονται ότι οι Ιρακινοί υποδέχονταν τους Αμερικανούς ως σωτήρες, μια άποψη που η φωτογραφία του Mohammed αμφισβητούσε λακωνικά αν και αδιαμφισβήτητα, βίαια αν και σιωπηλά.
Η φωτογραφία του Mohammed αφηγούνταν μια διαφορετική ιστορία μέσα σε ένα και μόνο καρέ. Άνοιξε ένα νέο μέτωπο στον πόλεμο της κοινής γνώμης κατά της διακυβέρνησης Bush. Για ένα διάστημα, αποτέλεσε το νέο πρόσωπο του πολέμου και επηρέασε όχι μόνο τον τρόπο που συζητιόταν ο πόλεμος, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διεξαγόταν. Δέκα χρόνια αργότερα, παραμένει ακόμα μια από τις λιγοστές εικόνες μέσα από τις οποίες θα θυμόμαστε τον πόλεμο στο Ιράκ.
Όπως είπε ο Eddie Adams (ο άνθρωπος που έβγαλε την εμβληματική φωτογραφία ενός Νοτιοβιετναμέζου στρατηγού να εκτελεί έναν αιχμάλωτο Βιετκόνγκ σ’ ένα δρόμο της Σαϊγκόν) στο συνάδελφό του Nick Ut (ο οποίος τράβηξε τη διάσημη φωτογραφία στο Βιετνάμ με το κορίτσι που τρέχει προς την κάμερα, φλεγόμενο από τις βόμβες ναπάλμ): «Όταν θα έχει γραφτεί όλη η ιστορία του Βιετνάμ, αυτές θα είναι απλώς οι φωτογραφίες μας».
Μερικές φωτογραφίες απαθανατίζουν το πνεύμα της εποχής, ενώ κάποιες άλλες το μεταμορφώνουν: Η φωτογραφία του Alfred Eisenstaedt από το Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο που δείχνει ένα ναύτη να φιλάει μια νοσοκόμα στην Times Square είναι πιθανώς το πιο γνωστό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης, ενώ η φωτογραφία του Adams με την εκτέλεση του 1968, είναι ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα της δεύτερης.
Σύμφωνα με το βιβλίο του δημοσιογράφου Godfrey Hodgson, America in Our Time, η φωτογραφία του Adams από το Βιετνάμ «υπήρξε αναμφισβήτητα η κρίσιμη καμπή του πολέμου, αφού συνέπεσε με μια δραματική μεταστροφή της αμερικανικής κοινής γνώμης, την οποία ενδεχομένως να προκάλεσε η ίδια». Το επιχείρημα του Hodgson είναι ότι η φωτογραφία του Adams αποτύπωνε την κτηνωδία του πολέμου στο Βιετνάμ με τόσο δραστικό τρόπο, ώστε οι Αμερικανοί άρχισαν να διερωτώνται κατά πόσο ήθελαν να έχουν οποιαδήποτε ανάμειξη σε αυτόν. Κάτι αντίστοιχο απειλούσε να κάνει και η φωτογραφία του Mohammed για τη γενιά της.
Οι φωτογραφίες είναι ένας τρόπος να βιώσουμε την πραγματικότητα ενός πολέμου που εκτυλίσσεται σε ξένο έδαφος. Συμβολίζουν με τον πιο καίριο τρόπο το σκοπό και τη βαρύτητα ενός πολέμου. Έτσι μαθαίνουμε τι όψη έχει ένα απανθρακωμένο σώμα που κρέμεται από μια γέφυρα ή ένα θύμα του λιμού στη Σομαλία (μια εικόνα που διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση των ΗΠΑ να επέμβουν στις εμφύλιες συρράξεις που σπάραζαν τη χώρα), είτε τι θέαμα παρουσιάζει ένας πεζοναύτης που τον σέρνουν στους δρόμους του Μογκαντίσου (μια εικόνα που σύμφωνα με πολλούς επέσπευσε την απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν). Κατά μία έννοια, αυτές οι εικόνες έχουν καταστήσει σαφές στο αμερικανικό κοινό το γεγονός ότι στον πόλεμο είμαστε όλοι ίσοι.
Ο Michael Kamber, που επί εφτά χρόνια φωτογράφιζε τον πόλεμο στο Ιράκ για λογαριασμό της εφημερίδας The New York Times, μου είπε ότι η επίθεση στους εργολάβους μπορεί να μην είχε καν καταγραφεί αν δεν υπήρχαν εκεί παρόντες φωτογράφοι και κινηματογραφιστές. «Τέσσερις Αμερικανοί σκοτώθηκαν. Φυσικά, είναι σημαντικό γεγονός, όμως πόσες μέρες δεν διαβάζαμε τους τίτλους στις εφημερίδες, ότι τέσσερις Αμερικανοί σκοτώθηκαν, και επειδή δεν υπήρχε ούτε μια φωτογραφία, δεν έδινε κανείς σημασία. Οι αριθμοί δεν σημαίνουν τίποτα για τον κόσμο», λέει ο Kamber. «Αυτή όμως η φωτογραφία άλλαξε τα πάντα».
Από τα 172 πρωτοσέλιδα των αμερικανικών εφημερίδων που αρχειοθέτησε το Μουσείο Ειδήσεων και Δημοσιογραφίας Newseum στην Ουάσινγκτον, ελάχιστα μόνο μικρά, τοπικά φύλλα δεν δημοσίευσαν κάποια φωτογραφία από το περιστατικό. Ορισμένες επέλεξαν τη φωτογραφία του Mohammed για το πρωτοσέλιδό τους, άλλες την έβαλαν στις εσωτερικές σελίδες και μάλιστα ασπρόμαυρη.
Ωστόσο, ακόμα και όσες εφημερίδες δεν χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη εικόνα, η ύπαρξή της και μόνο τους παρακίνησε να δημοσιεύσουν μια τουλάχιστον χαρακτηριστική φωτογραφία από εκείνη τη μέρα. Το CBS ήταν το πιο τολμηρό από τα τηλεοπτικά δίκτυα και πρόβαλλε εμφανώς τα σώματα των εργολάβων. Ωστόσο, όπως και τα περισσότερα δίκτυα, θόλωσαν τις εικόνες όταν προβάλλονταν σε συγκεκριμένες τηλεοπτικές ζώνες.
Προκειμένου να αποφασίσουν πώς να διαχειριστούν τις βίαιες φωτογραφίες, ειδικότερα όταν προορίζονται για το πρωτοσέλιδο, οι αρχισυντάκτες των εφημερίδων υποβάλλουν τις εικόνες στη λεγόμενη «δοκιμή του προγεύματος». Η ιδέα της πρωινής εφημερίδας επάνω στο τραπέζι, δίπλα στο μπολ με τα δημητριακά, άρχισε να θεωρείται ξεπερασμένη ήδη από το 2004, οι εφημερίδες ωστόσο συνέχιζαν να αντιμετώπιζαν το δίλημμα κατά πόσο θα έπρεπε να δημοσιεύσουν εικόνες ακρωτηριασμένων πτωμάτων, που θα μπορούσαν να τις δουν παιδιά ή ακόμα και οι οικογένειες των θυμάτων.
Ο Leonard Downie Jr., αρχισυντάκτης τότε της The Washington Post, αποφάσισε να μη δημοσιεύσει τη φωτογραφία του Mohammed στο πρωτοσέλιδο, λέγοντας πως πρωταρχική του ανησυχία ήταν το γεγονός ότι οι αναγνώστες θεωρούσαν την εφημερίδα «επισκέπτη στα σπίτια τους». Η επίθεση κατά των εργολάβων ήταν σημαντική, αλλά έκρινε σωστότερο να βρει έναν τρόπο να ενημερώσει τους αναγνώστες του για το περιστατικό χωρίς να τους θίξει.
Ο Michel duCille, διευθυντής φωτογραφίας τότε στην Post, διαφώνησε με την απόφαση: «Το επιχείρημά μου ήταν ότι δεν επιζητάς να χρησιμοποιείς μια φωτογραφία σαν κι αυτήν κάθε μέρα, αλλά όταν έχεις μια τόσο δυνατή εικόνα, με τέτοια βαρύτητα, το δικαίωμα του κοινού να γνωρίζει υπερισχύει της “δοκιμής του προγεύματος” και δεν πρέπει να του παρουσιάζεις την πραγματικότητα μέσα από φίλτρα». Και συμπληρώνει: «Ύστερα από αυτό το γεγονός, μου έμεινε η αίσθηση ότι δεν είχαμε υπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους αναγνώστες μας».
Ο Bill Keller, αρχισυντάκτης τότε στην εφημερίδα The New York Times, αποφάσισε να δημοσιεύσει στην πρώτη σελίδα τη φωτογραφία, έγχρωμη και σε μεγάλο μέγεθος, με τα πτώματα των εργολάβων να φαίνονται ολοκάθαρα. Σε ένα ηλεκτρονικό του μήνυμα ο Keller μού ανέφερε ότι δεν θυμόταν τη σχετική συζήτηση γύρω από τη δημοσίευση ή μη της επίμαχης φωτογραφίας. Ήταν σίγουρος πως είχαν εκφραστεί παρόμοιες επιφυλάξεις ως προς τη «δοκιμή του προγεύματος», ωστόσο, όπως και ο duCille, αισθανόταν ότι η δύναμη της εικόνας υπερίσχυε των ανησυχιών.
«Για μένα, και υποθέτω για πολλούς αναγνώστες, η εικόνα έθετε ένα ερώτημα για το είδος του πολέμου στον οποίο συμμετείχαμε», έγραφε ο Keller. «Αυτό κάνει η σωστή δημοσιογραφία. Δεν κάνει δηλώσεις. Ούτε προπαγάνδα. Μεταφέρει την πραγματικότητα και θέτει ερωτήματα, ενίοτε ανησυχητικά».
Οι φωτογραφίες από τη Φαλούτζα παρακίνησαν τα Μέσα να υπερβούν τη συνήθη απροθυμία τους να δημοσιεύουν ρεαλιστικές εικόνες με θύματα Αμερικανούς. Επειδή η δύναμη της εικόνας βοήθησε να σπάσει αυτός ο μεταφυσικός φραγμός, έγινε ειδησεογραφικό γεγονός από μόνη της. Και η συζήτηση πλέον δεν αφορούσε τόσο τους στρατιώτες που πεθαίνουν με βίαιο τρόπο κάπου μακριά από την πατρίδα τους, όσο τις πολιτικές επιπτώσεις του θανάτου τους, καθώς και τη δύναμη των φωτογραφιών να αλλάξουν την Ιστορία, και κατά πόσο η συγκεκριμένη φωτογραφία θα το επιτύχαινε. Οι προεδρικές εκλογές του 2004 απείχαν εφτά μόλις μήνες και πολλοί αναρωτιόνταν αν είχε σημάνει η «στιγμή της Σομαλίας» για τον πρόεδρο Bush, όπως δήλωνε ένας ειδικός των media σε δημοσίευμα της Denver Post. Αμέσως η φωτογραφία απέκτησε ιερή υπόσταση.
Οι εικόνες που οι αρχισυντάκτες επέλεγαν να δημοσιεύσουν –ευκρινώς ή θολωμένες– είτε αποτελούσαν αντικείμενο διαμάχης, για τον Khalid Mohammed ήταν η καθημερινή του πραγματικότητα. Γεννημένος στη Βαγδάτη, ο Mohammed επιστρατεύτηκε στην ηλικία των δεκάξι ετών ως ελεύθερος σκοπευτής στον πόλεμο Ιράκ και Ιράν. Αρνήθηκε να πολεμήσει και πέρασε έξι μήνες στη φυλακή προτού γυρίσει στις σπουδές του. Εκμυστηρεύτηκε στον Kamber ότι η παρατήρηση των ανθρώπων μέσα από το στόχαστρο του τουφεκιού ήταν ένα προμήνυμα για το μελλοντικό πάθος του για τη φωτογραφία. Επειδή το καθεστώς του Saddam Hussein ήλεγχε ποιος μπορούσε να γίνει δημοσιογράφος, ο Mohammed δεν μπορούσε να δουλέψει σε καμιά εφημερίδα. Πουλούσε τις φωτογραφίες του σε άλλους φωτογράφους για να τις δημοσιεύσουν με το δικό τους όνομα.
Μετά την εισβολή, ο Mohammed ξεκίνησε να εργάζεται ως έκτακτος ανταποκριτής του Associated Press (AP) και άλλων ειδησεογραφικών πρακτορείων. Στο τέλος έγινε μόνιμος συνεργάτης του AP και σ’ αυτόν οφείλονται μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες φωτογραφίες του πολέμου. Το 2005 ήταν ένας από τους έξι Ιρακινούς μιας ενδεκαμελούς ομάδας που κέρδισαν το βραβείο Πούλιτζερ στην κατηγορία Φωτογραφία Έκτακτης Είδησης. Η φωτογραφία της γέφυρας, όπως και μια άλλη που απεικόνιζε την εκτέλεση δυο Ιρακινών οι οποίοι εργάζονταν για τις εκλογές σ’ ένα δρόμο της Βαγδάτης, συγκαταλέγονται στις βραβευμένες υποψηφιότητες.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο τόνος της ομιλίας του Mohammed από κοινωνικός γίνεται βαθιά ειλικρινής όταν μιλάει για την οδύνη που τόσο συχνά απεικονίζεται στις φωτογραφίες του. Μεταβάλλεται σε μαύρο χιούμορ όταν περιγράφει τη μακάβρια καθημερινή του ρουτίνα. («Επικοινώνησε όποτε θέλεις!» μου είπε όταν πρωτομιλήσαμε. «Αν με δεις στο Skype, σημαίνει ότι δεν ανατινάχτηκε κανένα αυτοκίνητο, άρα είμαι διαθέσιμος»). Λίγο μετά τη φωτογράφιση των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων που αποχώρησαν το Δεκέμβριο του 2011, ο Mohammed έγινε ο κύριος φωτογράφος του AP στο Ιράκ. Όταν μιλήσαμε μέσω Skype φέτος τον Ιανουάριο, ενόσω η βία ξαναφούντωνε στη Φαλούτζα, ο Mohammed μετρούσε ήδη έντεκα χρόνια ως φωτογράφος του πολέμου στην πατρίδα του.
«Ελπίζω να τελειώσει», είπε «όμως οι πόλεμοι φέρνουν πόλεμο».
Τη μέρα που τράβηξε τη φωτογραφία στη γέφυρα, ο Mohammed και ο οδηγός του ήταν στους δρόμους της Βαγδάτης, όταν δέχτηκαν ένα τηλεφώνημα για την επίθεση στη Φαλούτζα, περίπου 40 μίλια δυτικά. Ο Mohammed εκτιμά ότι τους πήρε λιγότερο από μισή ώρα μέχρι να φτάσουν στο σημείο της επίθεσης, όπου βρήκαν το όχημα των εργολάβων να φλέγεται ακόμα. Ρώτησε κάποιους στο πλήθος τι είχε συμβεί και του είπαν για κάποια παρεξήγηση σχετικά με την ταυτότητα των εργολάβων, η οποία προφανώς έβαλε φωτιά στον όχλο, που με τη σειρά του δημιούργησε το επεισόδιο.
«Σκοτώσαμε τη CIA», του είπαν. «Θα τους βρεις να κρέμονται στη γέφυρα»
Υπάρχει μόνο μια γέφυρα στη Φαλούτζα, όχι μακριά από το σημείο της επίθεσης, σε μια πολυσύχναστη γειτονιά κοντά στην κεντρική αγορά της πόλης. Φτάνοντας εκεί ο Mohammed βρήκε ένα αφιονισμένο πλήθος από νεαρούς άντρες να φωνάζουν και να γελούν κάτω από τα σώματα. Είχε φωτογραφήσει και στο παρελθόν βομβιστικές επιθέσεις σε αυτοκίνητα και άλλες σκηνές φρίκης, αλλά ποτέ κάτι παρόμοιο. Η μοναδική του σκέψη, λέει, ήταν ότι έπρεπε να καταγράψει το επεισόδιο. Είπε στον οδηγό του να αφήσει τη μηχανή αναμμένη και βγήκε από το αυτοκίνητο για να πλησιάσει στο πλήθος.
Η παρουσία του εκεί ήταν σύντομη. Ο Mohammed είδε φευγαλέα τη σκηνή μέσα από την κάμερά του – μια στιγμή στο χρόνο. Έβγαλε μερικές φωτογραφίες και ύστερα πήδηξε στο αυτοκίνητο καθώς το πλήθος πλησίαζε απειλητικά.
Ο Mohammed σημειώνει ότι η επίθεση εκείνη τη μέρα «έγινε μπροστά στα μάτια όλων Μέσων». Τα διεθνή Μέσα παρακολουθούσαν στενά τα γεγονότα στη Φαλούτζα, που ήταν ένα σύμβολο του αντιαμερικανισμού στο Ιράκ από τότε που είχαν σκοτωθεί 17 άτομα από Αμερικανούς στρατιώτες, κατά τη διάρκεια μιας διαμαρτυρίας αμέσως μετά την εισβολή. Η επίθεση στους εργολάβους συμβόλιζε το αντιαμερικανικό αίσθημα σε ολόκληρη τη χώρα, ειδικότερα ανάμεσα στους σουνίτες μουσουλμάνους.
Ο Mohammed ήξερε ότι η κάλυψη της σκηνής θα είχε παγκόσμιο αντίκτυπο, αλλά δεν πίστευε ότι η φωτογραφία του θα ήταν εκείνη που θα θυμούνταν για πάντα. Ειδικότερα αφότου επέστρεψε στη Βαγδάτη και είδε άλλες φωτογραφίες των επεισοδίων, κατάλαβε πόσο είχε αργήσει. Κάποιοι είχαν απαθανατίσει ολόκληρη τη σκηνή, ακόμα και τους εργολάβους μέσα στο φλεγόμενο αμάξι τους. Σε ορισμένες φωτογραφίες έβλεπες το εορταστικό κλίμα που επικρατούσε, ενώ άλλες είχαν αιχμαλωτίσει το έντονο μίσος, και μερικές τα φριχτά βασανιστήρια που είχαν υποστεί τα σώματα. Ωστόσο, καμιά φωτογραφία δεν είχε απαθανατίσει συγχρόνως όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, τόσο δυνατά και περιεκτικά όσο του Mohammed.
Το πλήθος συνειδητοποιούσε τη δύναμη αυτού του γεγονότος αφού καταγραφόταν από τα διεθνή Μέσα. Διακρίνεται ένας νεαρός άντρας να κρατάει μια ανορθόγραφη επιγραφή με το σύνθημα: «Φαλούτζα-νεκροταφείο των Αμερικανών». Τον βλέπουμε στο βάθος δεξιά στη φωτογραφία του Mohammed αλλά και σε άλλες φωτογραφίες των γεγονότων, και είναι φανερό ότι κρατάει ψηλά το μήνυμά του για να το πιάσει η κάμερα.
«Εκείνη την ώρα, πολλοί δημοσιογράφοι κατευθύνονταν προς τη Φαλούτζα», μου είπε ο Mohammed. «Και ο κόσμος μαζευόταν με πανό μετά την επίθεση, γιατί μπορεί να έβλεπαν τους εαυτούς τους στην τηλεόραση το βράδυ».
Στο Ιράκ ο πόλεμος διεξαγόταν επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Στο Βιετνάμ, χρειάζονταν βδομάδες μέχρι να δημοσιευτούν φωτογραφίες από το εγχώριο μέτωπο. Οι φωτογραφίες από το Ιράκ εμφανίζονταν στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο μέσα σε λίγες ώρες. Κατά συνέπεια, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι αντάρτες γνώριζαν πολύ καλά την επίδραση μιας δυνατής, ειδησεογραφικής φωτογραφίας.
Οι δημοσιογράφοι στις ΗΠΑ, οι οποίοι συνέκριναν τα επεισόδια στη Φαλούτζα με τη Σομαλία, δεν γνώριζαν ότι οι άνθρωποι που είχαν κρεμάσει τους εργολάβους από τη γέφυρα, αυτήν ακριβώς τη σύγκριση επεδίωκαν να προκαλέσουν. Όταν έπαιρνε συνεντεύξεις για το βιβλίο του Photojournalists on War, μια συλλογή από συνομιλίες με φωτογράφους που είχαν καλύψει τα γεγονότα στο Ιράκ, ο Kamber μίλησε με τον Mohhamed Khodor, ένα γηγενή της Φαλούτζα που έπαιρνε φωτογραφίες για λογαριασμό του Reuters. Ο Khodor άκουσε τους πυροβολισμούς μόλις οι αντάρτες άνοιξαν πυρ εναντίον των εργολάβων, οι οποίοι κινούνταν στον κεντρικό δρόμο της Φαλούτζα με ένα όχημα τύπου SUV χωρίς θωράκιση, για να παραδώσουν προμήθειες για το μαγείρεμα.
Έφτασε μέσα σε λίγα λεπτά μετά την επίθεση, οι εργολάβοι βρίσκονταν ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο, τα σώματά τους φλέγονταν, και έβγαλε φωτογραφίες ενώ διάφοροι άντρες (η γνώμη του ήταν ότι οι επιτεθέντες είχαν αναχωρήσει από τον τόπο των επεισοδίων) ξεσήκωναν το συγκεντρωμένο πλήθος να πάρει τα σώματα των «άπιστων» και «κατακτητών» και να τα σύρει στους δρόμους μέχρι τη γέφυρα.
Ο Khodor ακολούθησε το πλήθος ως τη γέφυρα, όπου, όπως είπε στον Kamber, ένας από τους πρωταίτιους «άρχισε να διηγείται στον κόσμο ότι και στη Σομαλία είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. Επιτέθηκαν στους Αμερικανούς, τους έκαψαν και τους κρέμασαν, και οι εισβολείς έφυγαν από τη χώρα».
«Ας το κάνουμε όπως στη Σομαλία», θυμάται τον άντρα να λέει. «Θέλουμε φύγει ο κατακτητής από το Ιράκ».
Ρώτησα τον Mohammed αν αισθάνθηκε ότι το πλήθος που φλέρταρε με την προσοχή των Μέσων, προσπαθούσε να τον χειριστεί. Μήπως η φωτογραφία κατά κάποιον τρόπο δεν ήταν και τόσο «ειλικρινής»; Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του πλήθους, είπε, η φωτογραφία έδειχνε «την πραγματικότητα του πολέμου». Και το κάνει, σε όλα τα επίπεδα. Δείχνει τι όψη έχουν τα θύματα πολέμου όταν τα βγάζουν από ένα φλεγόμενο όχημα. Δείχνει ότι ο πόλεμος είναι ο πανηγυρισμός της μιας πλευράς για το θάνατο της άλλης. Και δείχνει ότι από τη στιγμή που τα διεθνή Μέσα έχουν συνεχή παρουσία στο Ιράκ, οι κάμερες αναδεικνύονται σε παράγοντα του πεδίου μάχης.
Παρά τη δύναμη της φωτογραφίας του Mohammed, οι ειδικοί αμφισβητούν την επίδρασή της στην κοινή γνώμη. Στο βιβλίο του Photojournalism and Foreign Policy, ο David D. Perlmutter, κοσμήτορας στο Κολέγιο Μέσων και Επικοινωνίας του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Τέξας, υποστηρίζει ότι οι διάσημες φωτογραφίες των συγκρούσεων ή των λιμών, τις οποίες αποκαλεί «εικόνες οργής», διογκώθηκαν και κατέλαβαν μια σχεδόν μυθική θέση στη συλλογική φαντασία, ενώ η επιρροή που άσκησαν στο κοινό, στην πραγματικότητα ούτε καν πλησιάζει σε αυτό που οι ακτιβιστές ήλπιζαν ή οι πολιτικοί φοβούνταν.
Ωστόσο, η επίδραση της φωτογραφίας στην έκβαση του πολέμου ήταν άμεση και σε ευρεία κλίμακα. Στα απομνημονεύματα του, Wiser in Battle, ο στρατηγός Ricardo Sanchez, διοικητής των χερσαίων δυνάμεων στο Ιράκ την περίοδο του περιστατικού στη γέφυρα, λέει ότι η «μιντιακή φρενίτιδα» γύρω από την επίθεση κατέστησε την αναγκαιότητα μια ισχυρής στρατιωτικής απάντησης «πρώτη προτεραιότητα στο Λευκό Οίκο».
Οι εικόνες και οι επακόλουθοι παραλληλισμοί με τη Σομαλία και το Βιετνάμ, έφεραν σε δύσκολη θέση τον πρόεδρο Bush και τους ανώτατους αξιωματούχους του Λευκού Οίκου, οι οποίοι άρχισαν να υποστηρίζουν ότι οι πεζοναύτες έπρεπε να εισβάλουν στη Φαλούτζα σε μια επίδειξη δύναμης – μια πλήρης αντιστροφή στρατηγικής, στην οποία οι διοικητές του ναυτικού αντέδρασαν έντονα. Ο Bush τους αγνόησε, διατάζοντάς τους να ξεκινήσουν την επιχείρηση «Εγρήγορση και Αποφασιστικότητα», η οποία οδήγησε στη μεγαλύτερη μάχη –για πρώτη φορά, και στους δρόμους του Ιράκ– του αμερικανικού στρατού από την εποχή της «Επίθεσης του Τετ» [Tet: η βιετναμέζικη πρωτοχρονιά] στο Βιετνάμ – η μάχη από την οποία προέκυψε και η διάσημη φωτογραφία του Eddie Adams.
«Το να πούμε ότι η επίθεση στη Φαλούτζα εξόργισε τους σουνίτες μουσουλμάνους του Ιράκ θα ήταν επιεικώς λίγο», γράφει ο Sanchez, που θεωρεί ότι η μάχη στη Φαλούτζα καθόρισε την πορεία του πολέμου για τα επόμενα χρόνια. «Οι ενέργειές μας αναμφίβολα πυροδότησαν έναν εμφύλιο πόλεμο στο Ιράκ και η γενικευμένη εξέγερση γιγαντώθηκε σε ασύλληπτο βαθμό».
Λιγότερο από ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της φωτογραφίας του Mohammed, ήρθαν στο φως της δημοσιότητας οι εικόνες κακοποίησης των κρατουμένων στη φυλακή Abu Ghraib. Όπως και στην περίπτωση του Mohammed, οι φωτογραφίες από τη φυλακή πέρα από ντοκουμέντα είχαν και συμβολικό χαρακτήρα. Η φωτογραφία που θυμούνται περισσότερο απ’ όλες στις ΗΠΑ είναι πιθανώς αυτή με τον «κουκουλοφόρο άντρα» που τον υποχρεώνουν να ισορροπήσει σαν τον Εσταυρωμένο επάνω σε ένα χαρτόκουτο και του έχουν περάσει καλώδια στα δάχτυλα των χεριών του.
Η φωτογραφία που θυμούνται περισσότερο στον αραβικό κόσμο, απεικονίζει τη χαμογελαστή γυναίκα ενός στρατιώτη, που κάνει μια χειρονομία επιδοκιμασίας με τους αντίχειρες των χεριών της υψωμένους, ενώ στέκεται πάνω από το σώμα ενός τραυματισμένου κρατούμενου που πέθανε στα χέρια των Αμερικανών – μια εικόνα εντυπωσιακά όμοια με τη φωτογραφία από τη γέφυρα της Φαλούτζα, όσον αφορά την αντίθεση ανάμεσα στους πανηγυρισμούς και τη φρίκη.
Ρώτησα τον Mohammed αν ύστερα από δέκα χρόνια η φωτογραφία του από τη γέφυρα παραμένει το ίδιο σημαντική για τους Ιρακινούς όσο και για τους Αμερικανούς. «Οι μορφωμένοι άνθρωποι μου λένε ότι αυτή η φωτογραφία είχε τεράστιο αντίκτυπο», είπε. «Για τον πολύ κόσμο, όμως, δεν ήταν παρά μια ακόμα μέρα με ανθρώπινη σάρκα στην άσφαλτο».
Αυτό το σχόλιο τοποθετεί τις προσδοκίες που έχουμε από μια φωτογραφία κάτω από ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πρίσμα. Στην πραγματικότητα, έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις από τις φωτογραφίες. Όχι μόνο αξιώνουμε να μας φέρουν την πραγματικότητα του πολέμου μες στα σπίτια μας, αλλά ζητούμε και να το κάνουν με τρόπο ώστε να είναι αποδεκτές στο τραπέζι που παίρνουμε το πρωινό μας. Ζητούμε από μια χούφτα εικόνες να παίξουν το ρόλο της ανάμνησης ενός ολόκληρου πολέμου. Ζητούμε όχι μόνο να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά και να τον αλλάξουν προς το καλύτερο.
Όπως συνέβη και με τις φωτογραφίες του Eddie Adams και του Nick Ut, η φωτογραφία του Mohammed θα κερδίζει σε σημασία όσο κι αν απομακρύνεται από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και γίνεται η απεικόνιση όχι τόσο των γεγονότων εκείνης της μέρας όσο του πολέμου του Ιράκ γενικότερα. Είναι μια απεικόνιση της πραγματικότητας, και την ίδια στιγμή, ένα σύμβολο. Αλλά παρά τις ελπίδες των επιτιθέμενων και αυτουργών του επεισοδίου, τα σενάρια των Μέσων ή τους φόβους της αμερικανικής κυβέρνησης, είναι ένα σύμβολο του οποίου η σημασία είναι δυσδιάκριτη, παροδική και πέρα από τον έλεγχό μας.