του Λεωνίδα Βατικιώτη*
Ο ρόλος των ΜΜΕ στη δημόσια σφαίρα και τη διαμόρφωση της ατζέντας στην πολιτική συζήτηση έχει ως αποτέλεσμα τα Μέσα σε κάθε εποχή κυρίως να κρίνονται και να αξιολογούνται στη βάση του περιεχομένου που προσφέρουν: της πολιτικής άποψης ή κατεύθυνσής τους, του επιπέδου των πολιτικών εκπομπών και της ποιότητας της συνεισφοράς τους στον πολιτισμό μέσω των κινηματογραφικών ταινιών, των τηλεοπτικών σειρών και των καθημερινών εκπομπών που προβάλλουν. Κατά συνέπεια, η οικονομική τους διάσταση σταθερά υποτιμάται κι αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελλαδίτικο φαινόμενο (Doyle, 2002). Ή συζητιέται μόνο σε περιόδους ανακατατάξεων θετικών (νέες επενδύσεις) ή αρνητικών (χρεοκοπίες, απολύσεις). Παρά ωστόσο την ιδιομορφία που παρουσιάζουν τα Μέσα, ακόμη κι ως επιχειρήσεις, λειτουργώντας σε μια διφορούμενη αγορά που επιδιώκει να έλξει τόσο διαφημιστές όσο και κοινό (Picard, 1989) δεν παύουν να είναι κατά κύριο λόγο κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.
Το παρόν άρθρο εξετάζει τα οικονομικά του κυπριακού Τύπου από το 2008 ως το 2018. Κατά έναν κλασσικό ορισμό τα Οικονομικά των Μέσων εστιάζουν στο «πώς ο κλάδος των Μέσων αξιοποιεί περιορισμένους πόρους για να παράξει περιεχόμενο… και να ικανοποιήσει ποικίλες επιθυμίες και ανάγκες» (Albarran, 1996). Η παρουσίαση γίνεται με τη βοήθεια των Στατιστικών Διάρθρωσης των Επιχειρήσεων (Structural Business Statistics, SBS) της Eurostat. Στο μικροσκόπιο τίθενται οι έξι κλάδοι που συγκροτούν το σύγχρονο ενημερωτικό τοπίο: Εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα, επιχειρήσεις μετάδοσης τηλεοπτικών προγραμμάτων, ιστοσελίδες και πρακτορεία. Χρησιμοποιείται η ίδια μέθοδος που ακολουθήθηκε για την ανάλυση του ελληνικού Τύπου με την εξέταση μεταβλητών όπως ο αριθμός επιχειρήσεων, ο κύκλος εργασιών, το κόστος προσωπικού, ο αριθμός εργαζομένων, κ.α. (Βατικιώτης, 2019).
Το σύγχρονο ενημερωτικό τοπίο στην Κύπρο διαμορφώθηκε μετά το 1990, όταν στο πλαίσιο της εναρμόνισης με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, που αποτελούσε όρο για την ένταξη της Κύπρου, το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο απορρυθμίστηκε πλήρως (Αλεξάνδρου 2016, Χρυσάνθου 2008). Βασικό του γνώρισμα η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου και η λειτουργία ιδιωτικών Μέσων. Πιο πρόσφατα, η έκρηξη της νέας τεχνολογίας με την εμφάνιση του Διαδικτύου και των ιστοσελίδων ολοκλήρωσε τη διαμόρφωση του σύγχρονου τοπίου, οξύνοντας ταυτόχρονα στο έπακρο τον ανταγωνισμό.
Η εξέταση των οικονομικών του κυπριακού Τύπου θα κέρδιζε σε βάθος και πληρότητα, αν περιελάμβανε και τον βαθμό συγκέντρωσης σε κάθε μία από τις έξι αγορές. Τέτοια μεταβλητή δεν υπάρχει στα SBS. Αποτελεί ωστόσο ένα νέο πεδίο έρευνας. Η διερεύνηση της θεαματικότητας, της ακροαματικότητας, των μεριδίων πωλήσεων και της σειρά κατάταξης στις επισκέψεις θα συμπληρώσει και θα επεκτείνει τούτη την έρευνα.
Στον κλάδο των εφημερίδων (J 5813, ακολουθώντας την ονοματολογία του συστήματος στατιστικής ταξινόμησης οικονομικών δραστηριοτήτων της ΕΕ, NACE2), αν επιχειρούσαμε να παραστήσουμε γραφικά την εξέλιξη του αριθμού των επιχειρήσεων το διάγραμμα θα είχε μια καμπανοειδή μορφή. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, οι 12 επιχειρήσεις το 2008 αυξάνονται κατά ένα τρίτο μέχρι και το 2016, για να μειωθούν το 2018 σε 11 επιχειρήσεις. Ο σχεδόν σταθερός αριθμός των επιχειρήσεων που εκδίδουν εφημερίδες, από το 2008 ως το 2018, αποκρύπτει μια θεαματική πτώση που παρατηρήθηκε σε όλες τις άλλες μεταβλητές: Ο κύκλος εργασιών από 58,9 σε 21,1 εκ. ευρώ ή κατά 64%. Ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε από 640 σε 351 ή κατά 45%. Αξίζει μάλιστα να προσέξουμε ότι ακόμη κι εκείνα τα έτη που ο αριθμός των επιχειρήσεων αυξανόταν (2013-2016) ο αριθμός των εργαζομένων μειωνόταν με σταθερό μάλιστα τρόπο. Ο ρυθμός εξέλιξης της απασχόλησης από το 2010 είναι σταθερά αρνητικός, χωρίς μάλιστα τα τελευταία χρόνια να φαίνεται κάποια τάση σταθεροποίησης. Πολύ φυσιολογικά, το κόστος προσωπικού, όπως επιμερίζεται σε συνολικό ύψος μισθών και ημερομισθίων και κόστος κοινωνικής ασφάλισης, μειώνεται σταθερά από 21,5 εκ. ευρώ (19 και 2,4 εκ. ευρώ, με τις αποκλίσεις να οφείλονται σε στρογγυλοποιήσεις) σε 8,9 εκ. ευρώ (7,8 και 1 εκ. ευρώ). Συνολικά στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου το κόστος του προσωπικού μειώθηκε
κατά 59%. Η ταχύτερη μείωση του κόστους προσωπικού (και κατ’ επέκταση της μεταβλητής μισθοί και ημερομίσθια) ως προς τον αριθμό των εργαζομένων (59% έναντι 45%) υποδηλοί ότι οι λιγότεροι εργαζόμενοι στις εφημερίδες του 2018 αμείβονται και χειρότερα ως προς το 2008. Η πτώση μισθών και ημερομισθίων φαίνεται στο μέσο κόστος προσωπικού ανά εργαζόμενο, που από
33.500 ευρώ το 2008 μειώνεται το 2018 σε 25.300 ευρώ. Η μεγάλη μείωση του αριθμού των εργαζομένων, ενώ ο αριθμός των επιχειρήσεων μειώθηκε μόλις κατά μία, έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του αριθμού των απασχολουμένων ανά επιχείρηση από 53 σε 32.
Μεγάλη πτώση παρατηρείται στις ακαθάριστες επενδύσεις σε υλικά προϊόντα που από 1,8 εκ. ευρώ το 2008 μειώνονται σε 0,2 εκ. ευρώ το 2018. Η μείωση είναι πάνω από 90%. Όσο κι αν υπάρχουν επενδύσεις σε άυλα κεφαλαιουχικά αγαθά (πχ λογισμικό), που δεν εμφανίζονται σε αυτή την μεταβλητή, πρόκειται για μια συρρίκνωση θεαματική, που δεν δικαιολογείται από την πτώση των εσόδων, είναι δηλαδή πολύ μεγαλύτερη, ενώ αποτελεί προάγγελο συρρίκνωσης του κλάδου για τα επόμενα χρόνια. Χαρακτηριστικά, το ύψος επένδυσης ανά απασχολούμενο από 2.800 ευρώ το 2008 μειώθηκε το 2018 σε μόλις 600 ευρώ.
Συμπερασματικά ο κλάδος έκδοσης εφημερίδων υπέστη μια σημαντική συρρίκνωση χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ανάκαμψης για το άμεσο μέλλον.
Και στον κλάδο έκδοσης περιοδικών και επιθεωρήσεων (J5814 κατά NACE2) η σχετικά μικρή μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων από 54 σε 51 μεταξύ 2008 και 2018, όπως φαίνεται στον Πίνακα 2, δεν αποκαλύπτει το μέγεθος της συρρίκνωσης του κλάδου. Η πτώση του απεικονίζεται καλύτερα στον κύκλο εργασιών που μειώθηκε περισσότερο από το μισό: από 22 σε 10,5 εκ. ευρώ. Πιο συγκρατημένη ήταν η πτώση στο ετήσιο κόστος προσωπικού από 5,4 σε 3,2 εκ. ευρώ. Οι απασχολούμενοι στον κλάδο μειώθηκαν από 319 άτομα σε 197 και τα έσοδα ανά απασχολούμενο από 68.900 ευρώ το 2008 σε 53.500 το 2018. Η μεγαλύτερη της μείωσης του αριθμού των επιχειρήσεων πτώση του κύκλου εργασιών έχει ως αποτέλεσμα η μέση επιχείρηση του 2018 να είναι πιο ασθενική σε σχέση με την επιχείρηση του 2008. Για παράδειγμα, η μέση επιχείρηση έκδοσης περιοδικών, ενώ τη χρονιά που κατέρρευσε η Λίμαν Μπράδερς απασχολούσε 6 εργαζόμενους, τη χρονιά που βγήκε η Ελλάδα από τα μνημόνια απασχολούσε 4. Επιμερίζοντας δε τα έσοδα ανά απασχολούμενο συμπεραίνουμε ότι από 68.900 ευρώ το 2008 το 2018 έπεσαν σε 53.500 ευρώ.
Μικρή σχετικά, σχεδόν ανεπαίσθητη, είναι η πτώση του μέσου κόστους προσωπικού, που από 17.000 ευρώ το 2008 έπεσε μόλις στα 16.400 το 2018. Φαίνεται, επομένως, ότι τα εργαλεία της εσωτερικής υποτίμησης, η μείωση μισθών και ημερομισθίων κοινώς, δεν εφαρμόστηκε εκτεταμένα στον κλάδο των περιοδικών. Μια σύγκριση με το κόστος προσωπικού των εφημερίδων (33.500 ευρώ το 2008 έναντι 25.300 ευρώ το 2018) δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το που θα επέλεγε να εργάζεται ένας Κύπριος δημοσιογράφος όχι μόνο το 2008 αλλά και το 2018: Προφανώς σε εφημερίδα…
Πολύ ανησυχητική είναι η εκμηδένιση των επενδύσεων που παρατηρείται σταθερά από το 2009 κιόλας μέχρι το 2018, όταν το 2008 ανήλθαν σε 1,4 εκ. ευρώ. Αξίζει μάλιστα να προσέξουμε ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις σε υλικά προϊόντα έπεσαν απότομα στις 200.000 ευρώ από το 2009 ακόμη, όταν τόσο ο κύκλος εργασίας όσο και ο αριθμός των εργαζομένων αυξανόταν. Επιμεριζόμενες οι επενδύσεις ανά εργαζόμενο το 2018 ανήλθαν σε 200 ευρώ μόνο, ούτε καν η αξία ενός υπολογιστή!
Συμπερασματικά, και στον κλάδο της έκδοσης περιοδικών και επιθεωρήσεων συνέβη ό,τι παρατηρήθηκε στις εφημερίδες: δυσανάλογα μεγάλη ως προς τον αριθμό των επιχειρήσεων πτώση του κύκλου εργασιών, του αριθμού των εργαζομένων, του κόστους του προσωπικού και του αριθμού απασχολουμένων ανά επιχείρηση. Παράλληλα οι υποτονικές επενδύσεις δεν προοιωνίζονται κάποια ανάκαμψη.
Στα ραδιόφωνα (J6010 κατά NACE2) ο αριθμός των επιχειρήσεων υπέστη μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με ό,τι συνέβη σε εφημερίδες και περιοδικά, όπως φαίνεται στον Πίνακα 3: Από 46 το 2008 μειώθηκαν σε 34 το 2018. Ο κύκλος εργασιών κατά τη διάρκεια αυτών των 11 ετών μειώθηκε σχεδόν στο μισό: Από 20,1 σε 11 εκ. ευρώ, ενώ όταν κορυφώθηκε η κυπριακή κρίση, το 2013, ο κύκλος εργασιών άγγιξε το χαμηλότερο σημείο του, αποδεικνύοντας έτσι την μεγάλη ευαισθησία του τζίρου του κλάδου ως προς το ευρύτερο, μακροοικονομικό περιβάλλον. Το κόστος προσωπικού από τα 5,4 εκ. ευρώ το 2008 έχει μειωθεί στα 4 εκ. ευρώ το 2018, ενώ φαίνεται πώς τα χειρότερα ανήκουν στο παρελθόν κι ειδικότερα την επόμενη χρονιά της κρίσης, όταν ο κύκλος εργασιών έφτασε τα 8,7 εκ. ευρώ και το ΑΕΠ της χώρας συνέχισε να μειώνεται. Οι απασχολούμενοι μειώθηκαν σχεδόν κατά ένα τέταρτο: από 295 άτομα το 2008 σε 221 το 2018. Από το 2015 μάλιστα η ετήσια μεταβολή στην απασχόληση είναι θετική, κάθε χρόνο δηλαδή δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας στα ραδιόφωνα, παρότι ο αριθμός των επιχειρήσεων έχει μειωθεί. Ασήμαντη κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου ήταν και η μείωση των μισθών: Από 18.200 ευρώ το 2008 το μέσο κόστος προσωπικού, αφού πρώτα κατέγραψε ρεκόρ ανόδου το 2012 φτάνοντας τα 25.900 ευρώ και ρεκόρ πτώσης το 2014 φτάνοντας τα 16.600 ευρώ, έκτοτε αυξάνεται σταθερά φθάνοντας τα 18.000 ευρώ το 2018, ελαφρώς χαμηλότερα από το επίπεδο του 2008. Η αύξηση της απασχόλησης επομένως παρασύρει προς τα πάνω και το επίπεδο των μισθών.
Ένδειξη ευρωστίας για τον κλάδο των ραδιοφώνων αποτελεί και η οριακή έστω αύξηση του αριθμού απασχολουμένων ανά επιχείρηση από 6,4 σε 6,5 άτομα. Ανάλογη αυξητική τάση δεν παρατηρήθηκε ούτε στις εφημερίδες, ούτε στα περιοδικά, όπου οι εναπομείνασες επιχειρήσεις απασχολούν λιγότερα άτομα σε σχέση με το 2008.
Σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με τους άλλους δύο κλάδους είναι και οι επενδύσεις ανά απασχολούμενο στη ραδιοφωνία, που το 2018 έφτασαν τα 1.900 ευρώ, όταν στις εφημερίδες και τα περιοδικά ήταν 600 και 200 ευρώ αντίστοιχα. Στο πέρασμα του χρόνου ωστόσο και στον κλάδο της ραδιοφωνίας οι επενδύσεις υπέστησαν κάθετη πτώση από τα 2,4 εκ. ευρώ που ήταν το 2008 σε 400.000 ευρώ το 2008, και με κριτήριο το ύψος της επένδυσης ανά απασχολούμενο από τα 8.200 ευρώ το 2008 στα 1.900 ευρώ. Η μείωση μάλιστα των επενδύσεων στα ραδιόφωνα κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου είναι πολύ ταχύτερη τόσο της μείωσης των επιχειρήσεων όσο και του κύκλου εργασιών.
Οι επιχειρήσεις τηλεοπτικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων μετάδοσης (κλάδος J20 κατά NACE2) μειώθηκαν, όπως φαίνεται στον Πίνακα 4, από 19 το 2008 σε 16 το 2018. Ο κύκλος εργασιών τους πολύ περισσότερο: από 81,1 το 2008 σε 39,5 εκ. ευρώ το 2018, ήτοι περισσότερο από 50%. Όπως συνέβη μάλιστα στα ραδιόφωνα (κι αντίθετα με ό,τι παρατηρήθηκε στις εφημερίδες), το 2008 ήταν η χρονιά με τον μεγαλύτερο τζίρο, ποτέ άλλοτε δηλαδή δεν καταγράφηκαν τόσο υψηλά έσοδα.
Οι απασχολούμενοι από 978 άτομα το 2008 μειώθηκαν στους 647 το 2018, ενώ το κόστος προσωπικού αυξήθηκε από 19,3 σε 22,5 εκ. ευρώ. Από το 2016 δεν παρατηρείται μείωση στην απασχόληση: ή αυξάνεται (2016 και 2017) ή παραμένει σταθερή (2018). Εντύπωση προκαλεί η σημαντική άνοδος που παρατηρείται στο μέσο κόστος προσωπικού που έφτασε το 2018 σε 22.500 ευρώ. Καμιά άλλη χρονιά κατά την εξεταζόμενη περίοδο δεν παρατηρήθηκε ανάλογο επίπεδο κόστους, ούτε ακόμη και την περίοδο της οικονομικής ευρωστίας του κλάδου. Η ταχύτερη συρρίκνωση της απασχόλησης, σε σύγκριση με τον αριθμό των επιχειρήσεων, έχει ως αποτέλεσμα ο αριθμός απασχολουμένων ανά επιχείρηση να έχει μειωθεί: από 51 άτομα το 2008 σε 40. Επομένως, η μέση τηλεοπτική επιχείρηση του 2018 απασχολεί κατά 20% λιγότερο προσωπικό σε σχέση με το 2008.
Οι ακαθάριστες επενδύσεις στις τηλεοράσεις ακολουθούν ελεύθερη πτώση: από 8,9 εκ. ευρώ το 2008 σε 1,4 εκ. ευρώ το 2018. Τόσο μεγάλη πτώση δεν δικαιολογείται από την συρρίκνωση του κύκλου εργασιών. Παρόλα αυτά, ούτε σε εφημερίδες, ούτε σε περιοδικά, ούτε και στα ραδιόφωνα παρατηρούνται 2.200 ευρώ ύψος επένδυσης ανά απασχολούμενο, όπως στην τηλεόραση το 2018.
Συγκρίνοντας τις τηλεοράσεις με τα Μέσα που εξετάσαμε ως τώρα (εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνα) διαπιστώνουμε ότι είναι οι επιχειρήσεις με το περισσότερο προσωπικό: 40 άτομα κατά μέσο όρο κάθε επιχείρηση , όταν τα άλλα τρία Μέσα απασχολούν: 32, 4 και 6 εργαζόμενους αντίστοιχα.
Σε όλο τον κόσμο ο κλάδος χωρίζεται σε επιχειρήσεις που μεταδίδουν πρόγραμμα κι άλλες που παράγουν χωρίς να μεταδίδουν, με τις πρώτες, τις τηλεοπτικές εταιρείες μετάδοσης, να παράγουν επίσης πρόγραμμα στον έναν ή τον άλλον βαθμό. Με το πέρασμα δε του χρόνου η τάση είναι όλο και περισσότερες παραγωγές να φεύγουν από τα εσωτερικά στούντιο και να ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες. Η ισχυρή παρουσία κρατικών Μέσων στο πεδίο της τηλεόρασης διακρίνει τον πρώτο υποτομέα, της μετάδοσης, σε ιδιωτικό και κρατικό. Στην Κύπρο ειδικότερα ερμηνεύει και το σταθερά ανερχόμενο επίπεδο των αμοιβών.
Τα πόρταλ (κλάδος J6312) συμπυκνώνουν την επανάσταση του ίντερνετ στον χώρο της ενημέρωσης και ιδιαίτερα της εμπορικής, μιας και προσωπικά μπλογκς από κοινού με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης διαμορφώνουν έναν αυτοτελή μη εμπορικό κατ’ ανάγκην τομέα.
Από το 2014 όταν ξεκίνησαν να καταχωρούνται αυτοτελώς οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ανάπτυξη πόρταλ μέχρι το 2018, όπως φαίνεται στον Πίνακα 5, ο αριθμός τους υπερτριπλασιάστηκε: από 10 έφτασαν σε τέσσερα χρόνια τις 31. Ο δε κύκλος εργασιών τους αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, από 1 εκ. ευρώ σε 4,6, όπως και το κόστος προσωπικού από 0,6 εκ. ευρώ σε 2,3 εκ. ευρώ.
Η ευκολία με την οποία αυξάνονται οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα πόρταλ εξηγείται κατά ένα σοβαρό λόγο από τις επενδύσεις, που παραμένουν σε πάρα πολύ χαμηλά επίπεδα, σχεδόν μηδενικά. Μια επίπτωση της ευκολίας με την οποία εμφανίζονται ενημερωτικά πόρταλ, το γεγονός δηλαδή ότι δεν απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις, είναι ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν το υψηλότερο μερίδιο κόστους προσωπικού στην παραγωγή: 48,4% για το 2018. Στους άλλους κλάδους το αντίστοιχο μερίδιο είναι: Εφημερίδες 41,3%, περιοδικά 30,5%, ραδιόφωνο και τηλεοράσεις 35,8%. Το υψηλό κόστος προσωπικού επομένως δεν οφείλεται στις υψηλές αμοιβές αλλά στο χαμηλό εν γένει κόστος λειτουργίας, τον μικρό παρανομαστή. Άλλωστε, το μέσος κόστος προσωπικού βρίσκεται στο μέσο των ομοειδών επιχειρήσεων: 20.900. Χαμηλότερα από εφημερίδες και τηλεόραση (25.300 και 22.500 ευρώ αντίστοιχα) , αλλά υψηλότερα από ραδιόφωνο και περιοδικά (18.000 και 16.400 ευρώ).
Εκρηκτική, πολύ μεγαλύτερη της αύξησης του αριθμού των επιχειρήσεων, είναι η αύξηση του αριθμού των εργαζομένων από το 2014 ως το 2018: από 27 σε 108. Ως αποτέλεσμα αυξάνεται έστω και οριακά ο αριθμός των εργαζομένων ανά επιχείρηση.
Παρότι οι επιχειρήσεις των πόρταλ φαίνεται να είναι αυτή τη στιγμή οι μοναδικές επιχειρήσεις στον κλάδο των ΜΜΕ που ακολουθούν μια σταθερά ανοδική τροχιά, δεν είναι οι πιο ακμαίες. Αν συγκρίνουμε αυτές τις επιχειρήσεις, χρησιμοποιώντας ως κριτήριο τα έσοδα ανά απασχολούμενο, με τις άλλες των ΜΜΕ, διαπιστώνουμε ότι βρίσκονται στη χειρότερη θέση: 43.000 ευρώ έσοδα ανά απασχολούμενο το 2018, όταν σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και τηλεόραση ήταν αντίστοιχα: 60.100, 53.500, 49.800 και 61.000 ευρώ. Τα χαμηλά (διαφημιστικά) έσοδα των πόρταλ είναι αποτέλεσμα του σκληρού ανταγωνισμού που επικρατεί από την πλευρά της προσφοράς διαφημιστικού χώρου εκ μέρους των πόρταλ, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές, κι από την άλλη εξ αιτίας της συγκέντρωσης της διαδικτυακής διαφήμισης με μονοπωλιακούς σχεδόν όρους στους μεγάλους του διαδικτύου: Facebook και Google.
Ο κλάδος των πρακτορείων ειδήσεων (J6391) είναι ο μικρότερος σε σημασία κλάδος στο κυπριακό οικοσύστημα της ενημέρωσης. Το 2018, όπως φαίνεται στον Πίνακα 6, διέθετε μόλις 4 επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών 5,6 εκ. ευρώ, το ήμισυ σχεδόν από το 2014 όταν ως κλάδος άγγιξε την καλύτερη επίδοσή του, αριθμώντας 7 επιχειρήσεις, όσες και το 2015. Ο κύκλος εργασιών φτάνοντας το 2018 τα 5,6 εκ. ευρώ έχει μειωθεί σημαντικά τόσο σε σχέση με το 2008 (8 εκ. ευρώ) όσο και με το 2013 όταν έφτασε τα έσοδά του στο επίπεδο ρεκόρ των 11,4 εκ. ευρώ. Οι επενδύσεις του είναι πολύ χαμηλές. Οι εργαζόμενοι από το 2015, όταν άγγιξαν το χαμηλότερο σημείο, αυξάνονται σταθερά, φθάνοντας το 2018 τους 99, ενώ αποτελεί μακράν τον κατ’ εξοχήν κλάδο έντασης εργασίας μιας και το μερίδιο του κόστους προσωπικού στην παραγωγή ανέρχεται σε 81,4%. Οι αμοιβές του προσωπικού έχουν αυξηθεί σημαντικά στα πρακτορεία ειδήσεων από το 2008. Για την ακρίβεια σε κανέναν άλλο κλάδο της ενημέρωσης δεν παρατηρήθηκε ανάλογη αύξηση: από 27.100 το 2008 σε 46.300 ευρώ το 2018. Αυτήν τη στιγμή φαίνεται να είναι ο πλέον καλοπληρωμένος κλάδος της κυπριακής ενημέρωσης, επηρεαζόμενος πιθανά από τις καλές αμοιβές μίας ή δύο επιχειρήσεων στο εσωτερικό του κλάδου.
Πριν δούμε τα συγκεντρωτικά στοιχεία και για τους έξι κλάδους της ενημέρωσης στην Κύπρο, στη βάση των διαρθρωτικών στοιχείων επιχειρήσεων, αξίζει να κάνουμε μια παρένθεση, συγκρίνοντας τις αμοιβές των δημοσιογράφων στην Κύπρο και την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας την μεταβλητή μέσο κόστος προσωπικού. Το βασικό συμπέρασμα, προς διάψευση διαδεδομένων μύθων, είναι ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Η απόκλιση στις αμοιβές δεν είναι τόσο σημαντική όσο λέγεται. Ας δούμε κατά κλάδο πως διαμορφώνεται το μέσο κόστος προσωπικού, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία που παραθέσαμε στο άρθρο «Ενημέρωση: δέκα χρόνια εκδοτικές …αποτυχίες» (Βατικιώτης, 2019). Γι’ αυτό το λόγο θα χρησιμοποιήσουμε ως έτος σύγκρισης το 2017. Οι αμοιβές είναι καλύτερες στην Κύπρο σε σχέση με την Ελλάδα στον κλάδο των εφημερίδων (24.600 ευρώ έναντι 23.000), των ραδιοσταθμών (17.900 ευρώ έναντι 17.500), των πόρταλ (20.600 ευρώ έναντι 19.400) και των πρακτορείων (46.700 ευρώ έναντι 26.900). Αντίθετα, οι αμοιβές είναι υψηλότερες στην Ελλάδα σε σχέση με την Κύπρο στον κλάδο των περιοδικών (19.800 ευρώ έναντι 18.000) και των τηλεοράσεων (29.900 ευρώ έναντι 20.600). Συμπερασματικά, παρότι η Κύπρος διατηρεί ένα προβάδισμα έναντι της Ελλάδας, δεν είναι τόσο σημαντικό.
Εξετάζοντας τα συγκεντρωτικά στοιχεία και των έξι κλάδων της ενημέρωσης στην Κύπρο, όπως απεικονίζονται στον Πίνακα 7, κι αναλαμβάνοντας το ρίσκο που γεννούν οι μέσοι όροι, εκ πρώτης όψεως προκύπτουν αντιφατικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα, ο αριθμός των επιχειρήσεων αυξήθηκε: από 136 το 2008 έφτασε το 2018 τις 147. Κάπου εδώ σταματούν τα καλά νέα …
Κατά την διάρκεια αυτών των 11 ετών ο κλάδος της ενημέρωσης συρρικνώθηκε, όπως μαρτυρά η μείωση του κύκλου εργασιών του από 190 εκ. ευρώ το 2008 σε 92 εκ. ευρώ το 2018. Η συρρίκνωση είναι ακόμη μεγαλύτερη αν την εντάξουμε στο ΑΕΠ που αυξήθηκε έκτοτε: Από 17,761 δισ. ευρώ το 2008 σε 20,731 δισ. ευρώ το 2018. Υπολογίζοντας το λόγο προκύπτει ότι το 2008 ο δημοσιογραφικός κλάδος αντιπροσώπευε το 1,07% του κυπριακού ΑΕΠ και το 2018 το 0,44%. Μέσα σε ένδεκα χρόνια επομένως ο κλάδος, έχασε περισσότερο από το μισό ειδικό βάρος του στην κυπριακή οικονομία. Η αξιοπιστία, η εμβέλεια και η επιρροή του φυσικά είναι κάτι διαφορετικό, που δεν επηρεάζεται κατ’ ανάγκη, ούτε ευθύγραμμα, ούτε αναλογικά από την οικονομική του σμίκρυνση.
Ανάλογη μείωση κατέγραψε και ο αριθμός των εργαζομένων που από 2.360 άτομα το 2008 έφτασε τα 1.623 το 2018. Οι αμοιβές ωστόσο παρέμειναν από το ένα άκρο της χρονικής περιόδου ως το άλλο σχετικές σταθερές, παρά τα ανεβοκατεβάσματα: από 23.140 ευρώ το 2008 σε 23.110 ευρώ. Απογοητευτικά συμπεράσματα εξάγονται αν εξετάσουμε επίσης τον αριθμό απασχολουμένων ανά επιχείρηση, μιας και από το 2008 μέχρι το 2018 προκύπτει σταθερή μείωση κάθε χρόνο. Έτσι, από 17 άτομα το 2008 και το 2009 τα τέσσερα τελευταία έτη της έρευνας (2015- 2018) ο μέσος αριθμός απασχολουμένων ανά επιχείρηση μειώθηκε σε 11 εργαζόμενους.
Η συρρίκνωση του προσωπικού, όπως και των εσόδων, κάθε ενημερωτικής επιχείρησης είναι σε βάρος της αναγκαίας εξειδίκευσης κάθε δημοσιογραφικής ομάδας για να παράσχει όσο το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση. Λειτουργούν επίσης ανταγωνιστικά στην ανάληψη κόστους που απαιτούν οι δημοσιογραφικές αποστολές εντός κι εκτός Κύπρου, κοκ. Εν ολίγοις, δυσχεραίνουν οι όροι άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος στην Κύπρο…
Πηγές
- Αλεξάνδρου, Χρ. (2016), «Η ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Κύπρου μέσα από τα ελληνοκυπριακά ΜΜΕ», περιλαμβάνεται σε: Βρεττός Σπ. & Παπαγιαννίδης Α. Δ., επιμέλεια: Ιορδανίδου, Σ. (2016) Κοινωνία και Επικοινωνία – Δημοσιογραφία, σελ. 155-214, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, με συνεργασία Advanced Media Institute.
- Βατικιώτης, Λ. (2019), «Ενημέρωση: Δέκα χρόνια εκδοτικές …αποτυχίες», περ. Δημοσιογραφία, τ. 21, σελ. 8-15, Φθινόπωρο 2019.
- Χρυσάνθου, Χρ. (2008), ΜΜΕ: Μάρτυρες και πρωταγωνιστές, Εκδ. Αρμίδα.
- Albarran, A. (1996), Media Economics: Understanding Markets, Industries and Concepts, Iowa State University
- Doyle, G. (2002), Understanding Media Economics, Sage
- Picard R. (1989) Media Economics: Concepts and Issues, Sage
* Διδάσκων στο ΜΠΣ Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία του ΑΠΚΥ, Δρ. Τμήματος Κοινωνιολογίας Πάντειου Πανεπιστημίου, ερευνητής στο Advanced Media Institute