της Σοφίας Ιορδανίδου*
Διαβάζω σήμερα στον Τύπο για τη μεγάλη απώλεια του Γιάννη Μπεχράκη, πολυβραβευμένου Έλληνα φωτορεπόρτερ.
Σταματώ σε μερικές φράσεις και τις υπογραμμίζω: «Οι φωτογραφίες του είναι εκπληκτικές, ορισμένες είναι έργα τέχνης. Όμως ήταν η βαθιά κατανόηση των θεμάτων αυτή που τον έκανε σπουδαίο φωτοειδησεογράφο». «Η αποστολή μου είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία, ώστε εσείς να αποφασίσετε τι θέλετε να κάνετε», είχε πει, συζητώντας για το Πούλιτζερ που πήρε η ομάδα του Ρόιτερς όταν κάλυψε την κρίση των προσφύγων στην Ευρώπη. «Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει: “δεν γνώριζα”».
Φράσεις που παραπέμπουν ευθέως σ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως ποιοτική δημοσιογραφία και που, δυστυχώς, αυτήν την περίοδο περνά σοβαρή κρίση ταυτότητας.
Η βαθιά κατανόηση των θεμάτων και η επιθυμία του δημοσιογράφου να εξασφαλίσει ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει «δεν γνώριζα» παραπέμπει στη μία και μοναδική αποστολή του. Να κάνει έρευνα, να βρίσκει και να διασταυρώνει πηγές, να εμφανίζει τεκμήρια για να μπορεί στο τέλος «να αφηγηθεί την ιστορία του για να μπορούμε όλοι εμείς (οι αποδέκτες) να αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε». Η βαθύτατα δημοκρατική περιγραφή της δημοσιογραφικής αποστολής. Ο πολίτης που χρειάζεται να έχει κατά νου εκείνα τα στοιχεία που θα τον υποστηρίξουν στο να «γνωρίζει», ώστε να λάβει τις σωστές αποφάσεις για τη ζωή του.
Πώς όμως μπορεί να κάνει ποιοτική δημοσιογραφία σήμερα ο δημοσιογράφος, όταν οι αντικειμενικές εργασιακές συνθήκες του το απαγορεύουν; Όταν οι ιστοσελίδες έχουν εξελιχθεί σε γαλέρες της σύγχρονης δημοσιογραφίας, με μισθούς 300–400 ευρώ, συχνά παράτυπες εργασιακές σχέσεις και εξαντλητικά ωράρια μονότονης εργασίας; Όταν ο ιντερνετικός συντάκτης πιέζεται ασφυκτικά να κάνει πάρα πολλές αναρτήσεις την ώρα, επιλεγμένες χωρίς κριτήριο, χωρίς διασταύρωση, αλιευμένες συνήθως από το ανταγωνιστικό site; Στοιχεία που οδηγούν στην εύκολη παραγωγή ή αναπαραγωγή ευκαιριακής πληροφόρησης, ως αποτέλεσμα της εμπορευματοποίησης του ίντερνετ.
Η κατάσταση δεν διαφέρει σημαντικά από στους συμβατικούς μηντιακούς οργανισμούς. Κατεύθυνση για έρευνα δεν υποστηρίζεται. Κίνητρα οικονομικά ή άλλα επαγγελματικά δεν προβάλλονται. Πηγές ολοένα και λιγότερες και πολλές φορές μη διασταυρωμένες, λόγω έλλειψης χρόνου και ενδιαφέροντος από τη Διοίκηση. Η ανάπτυξη των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης έφερε αδιασταύρωτο περιεχόμενο, εύκολο προς τυχαία αναπαραγωγή. Και οι πολίτες δεν είναι ακόμη «εγγράμματοι στα Μέσα», όπως φαίνεται ανάγλυφα και στο αφιέρωμα του τεύχους.
Συμπληρωματικά, δυστυχώς, ούτε η απορρύθμιση ούτε η αυτορρύθμιση φαίνεται να μπορούν να διασφαλίσουν το επάγγελμα του δημοσιογράφου και να αποτρέψουν τη σημερινή του απαξίωση.
Εξακολουθεί όμως, ίσως και περισσότερο από ποτέ τα τελευταία 80 χρόνια, να δυναμώνει η φλόγα της ανάγκης για επαγγελματική δημοσιογραφία, για τον αξιόπιστο εκείνον δημόσιο λόγο που θα δώσει και πάλι στην ενημέρωση την έννοια ενός σύγχρονου δημοκρατικού δικαιώματος. Με διαφάνεια στις προσωπικές τοποθετήσεις, με πλουραλισμό και αναλογική εκπροσώπηση όλων των αντιλήψεων που σέβονται τα δικαιώματα του ανθρώπου. Με συμμετοχή των επαγγελματιών δημοσιογράφων και των ίδιων των πολιτών. Με παραγωγή ποιοτικής δημοσιογραφίας που θα βοηθήσει στη λήψη των σωστών αποφάσεων για τη ζωή του καθενός μας.
Μέσα από έναν τέτοιο προσανατολισμό, αναδεικνύονται ως αξιέπαινα τα λιγοστά εγχειρήματα που επικεντρώνονται και εστιάζουν στην ερευνητική δημοσιογραφία, με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που οδηγούν τον αναγνώστη στο συναίσθημα της ασφάλειας, ως αποτέλεσμα της αξιόπιστης ενημέρωσης. Ίσως ως μουσειακό είδος προς στιγμήν, αλλά πάλι, η ιστορία γράφεται σε βάθος χρόνου.
Με τα μάτια στραμμένα λοιπόν στη δημοσιογραφία που εφαρμόζει την πραγματική δημοκρατία στη Δημόσια Σφαίρα.
*Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και Πρόεδρος του Advanced Media Institute. Από το 2011 υπό την ευθύνη της, οργανώθηκε και λειτουργεί στο ΑΠΚΥ το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία».