Τακτική αναγνώστρια της Δημοσιογραφίας έστειλε την ακόλουθη επιστολή, σε συνέχεια του ρεπορτάζ μας με τίτλο «Μέσα Μαζικής Μεταφοράς: απαξίωση – ιδιωτικοποίηση, μια στάση δρόμος»:
Η κατάσταση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς είναι πολύ χειρότερη από αυτήν που περιγράφεται στο τεύχος του περιοδικού Δημοσιογραφία υπ. αρ. 16, ειδικά για τους νέους. Παρά τις προσπάθειες «εκσυγχρονισμού» που αποβαίνουν πολύ δαπανηρές για τους χρήστες, φαίνεται τελικά πως οι αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων δεν έχουν επιφέρει καμία βελτίωση, τουλάχιστον για όσους χρησιμοποιούν τα μέσα.
Τα τελευταία χρόνια, οι τιμές των εισιτηρίων αυξάνονταν δυσανάλογα με τις μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις. Εδώ, αξίζει να αναλογιστούμε το προφίλ της πλειονότητας όσων χρησιμοποιούν τακτικά τις συγκοινωνίες. Πρόκειται κατά βάση για φοιτητές, συνταξιούχους και εργαζομένους που επιλέγουν να μην χρησιμοποιούν ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, είτε επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στα έξοδα που αυτό συνεπάγεται (π.χ. καύσιμα, κόστος στάθμευσης κ.λπ.) ή για πρακτικούς λόγους. Συνεπώς, δεν πρόκειται για καταναλωτές με μεγάλα περιθώρια για δαπάνες στον τομέα των μεταφορών. Για ένα φοιτητή, για παράδειγμα, το μηνιαίο κόστος μεταφορών (με προσωποποιημένη κάρτα) ανέρχεται στα 15 ευρώ, περίπου όσο του κοστίζει το τηλέφωνο ή το νερό, αν ο φοιτητής ζει μόνος. Για έναν ενήλικα (που δεν δικαιούται έκπτωση) το μηνιαίο κόστος είναι 30 ευρώ, διόλου αμελητέο ποσό.
Ανταποκρίνεται το κόστος στην ποιότητα των συγκοινωνιών; Ως επί το πλείστον, όχι. Με εξαίρεση το μετρό που είναι το πιο συνεπές, σύγχρονο και αξιοπρεπές από άποψη υποδομής μέσο, τα περισσότερα λεωφορεία δεν πληρούν τις στοιχειώδεις προδιαγραφές άνεσης, αλλά ούτε και ασφάλειας των επιβατών, θέτοντάς τους ακόμη και σε κίνδυνο. Ως προς τη συνέπεια, αν και πλέον υπάρχει αξιοσημείωτη βελτίωση στα ωράρια των λεωφορείων και τρόλεϊ, αυτά παραμένουν ανεπαρκή για τις ανάγκες των επιβατών.
Στο τοπίο τούτο έρχεται να επιβαρύνει τους καταναλωτές το ηλεκτρονικό εισιτήριο. Το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού εισιτηρίου είχε σημαντικά κενά, τα οποία αγνόησαν όσοι το σχεδίασαν. Εισιτήριο μπορεί κανείς να προμηθευτεί είτε από τα αυτόματα μηχανήματα στους σταθμούς του μετρό είτε από τα εκδοτήρια εισιτηρίων, όπου υπάρχουν υπάλληλοι. Το πρώτο πρόβλημα, που αφορά τους δικαιούχους μειωμένου κομίστρου, είναι ότι μειωμένο εισιτήριο πλέον δεν μπορεί κάποιος να το προμηθευτεί από τα αυτόματα μηχανήματα. Πρέπει, λοιπόν, να περιμένει στις μεγάλες ουρές των εκδοτηρίων. Τούτο από μόνο του θα φάνταζε ασήμαντο, ωστόσο αυτό που το κάνει πολύ δυσλειτουργικό είναι ότι σε πολλούς σταθμούς μετρό τα εκδοτήρια εισιτηρίων δεν έχουν υπάλληλο και δεν λειτουργούν. Επομένως, ο δικαιούχος που επιβιβάζεται σε έναν σταθμό μετρό, όπου δεν υπάρχει υπάλληλος απ’ τον οποίο μπορεί να προμηθευτεί το μειωμένο εισιτήριο, αναγκάζεται να αγοράσει το ολόκληρο (που κοστίζει περισσότερο από τη διπλάσια τιμή του μειωμένου). Ένα τρίτο πρόβλημα απασχολεί τους επιβάτες που χρησιμοποιούν κυρίως λεωφορεία και τρόλεϊ και μάλιστα μακριά από σταθμούς μετρό. Πώς μπορεί κάποιος να προμηθευτεί εισιτήριο, όταν δεν ξεκινάει ή δεν περνάει από σταθμό του μετρό; Να προστεθεί επίσης ότι πολλά από τα μηχανήματα επικύρωσης των εισιτηρίων (πύλες) δυσλειτουργούν, δεν αναγνωρίζουν το έγκυρο κόμιστρο, καθυστερούν ή συχνά δεν ανοίγουν καν, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζονται επιβάτες και να δημιουργείται συνωστισμός.
Με εκτίμηση, Ρόζα Μωραΐτη