Η πρόσφατη πληµµυρίδα βραβευµένων ταινιών οφείλει τα εύσηµα
στους δηµοσιογράφους που έφεραν στο φως τις ιστορίες
Από τους Andrew Bell και Edirin Oputu*
Μετάφραση: Μαργαρίτα Κυριάκου
Ο MartinSixsmith πέρασε τέσσερα χρόνια βοηθώντας μια Ιρλανδή να εντοπίσει το γιο που είχε αναγκαστεί να δώσει για υιοθεσία, κάνοντας την ιστορία της αναζήτησής της βιβλίο, με τίτλο ThelostchildofPhilomenaLee. Ο Sixsmith, πρώην ρεπόρτερ του BBC, κράτησε τον εαυτό του σε μεγάλο βαθμό έξω από την αφήγηση, ήξερε όμως πως είχε μια «πολύ πιασάρικη ιστορία».
Στη συνέχεια, ο ηθοποιός SteveCoogan διάβασε ένα σχετικό άρθρο στην Guardian. Αγόρασε τα δικαιώματα για το βιβλίο -χωρίς καν να το διαβάσει- και άρχισε αμέσως την παραγωγή, δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Sixsmith, τον οποίο υποδύθηκε ο ίδιος ο Coogan.
«Πιστεύω ότι όλοι οι συγγραφείς κολακεύονται όταν κάποιος ενδιαφέρεται τόσο για τη δουλειά τους ώστε να θέλει να την κάνει ταινία», λέει ο Sixsmith. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν ένα επιπλέον δώρο.
Ο Sixsmith είναι ίσως ο μόνος δημοσιογράφος που είδε φέτος να υποδύονται τον εαυτό του στη μεγάλη οθόνη, αλλά δεν είναι ο μοναδικός ρεπόρτερ που χτυπάει τελευταία την πόρτα της ελίτ του Χόλιγουντ. Το 2014 οι ταινίες που βασίζονταν σε δημοσιογραφικές δουλειές πρωταγωνίστησαν στην περίοδο των βραβείων της κινηματογραφικής βιομηχανίας: η ταινία του Coogan, Philomena, η ταινία του LeeDaniels, TheButler, η οποία βασίζεται σε μια ιστορία της WashingtonPost για έναν μπάτλερ που υπηρέτησε οκτώ Προέδρους και η ταινία του Jean-MarcVallée, DallasBuyersClub, για το λαθρεμπόριο μη εγκεκριμένων φαρμάκων για το AIDS, βασισμένη στην ιστορία της DallasMorningNews.
Κι άλλες πολλές είναι στα σκαριά. Το άρθρο του VanityFair του 1997, «AmericanNightmare: TheBalladofRichardJewell», για το φρουρό ασφαλείας που απέτρεψε την έκρηξη βόμβας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, θα γίνει σύντομα ταινία με πρωταγωνιστές τους LeonardoDiCaprio και JonahHill. Ο RobertRedford είναι επίσης έτοιμος να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία βασισμένη στο «TheOldManandtheGun», ένα άρθρο του 2003 στο NewYorker για έναν ηλικιωμένο ληστή τραπεζών. Επίσης ετοιμάζεται και μια ταινία βασισμένη στο δημοσίευμα του Wired (2012) για τον JohnMcAfee, τον μεγιστάνα της τεχνολογίας, ο οποίος διέφυγε από το Μπελίζ το 2012 κατά τη διάρκεια της έρευνας για τη διαλεύκανση μιας υπόθεσης δολοφονίας.
Η διαδικασία με την οποία η δημοσιογραφία μετατρέπεται σε σενάρια του Χόλιγουντ βελτιώνεται από ταινία σε ταινία. Τουλάχιστον δυο νέες επιχειρήσεις προστέθηκαν σε αυτές που αλιεύουν από τον περιοδικό Τύπο υλικό προς αξιοποίηση στη μεγάλη οθόνη. Ο Condé Nast ίδρυσε την Condé NastEntertainment (CNE) πριν τρία χρόνια, για να μετατρέψει τον πλούτο των άρθρων των περιοδικών που είχε στη διάθεσή του σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Μισή ντουζίνα υπαλλήλων κοσκίνιζαν τα παλιά τεύχη ψάχνοντας άρθρα και τα ετοίμαζαν για την αγορά του θεάματος. Και πέρυσι, δύο συγγραφείς του Wired, οι JoshuaDavis και JoshuahBearman, ίδρυσαν το Epic, ένα διαδικτυακό περιοδικό, του οποίου η αρχική σύλληψη ήταν παρόμοια του Byliner ή του Atavist που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στη διασκευή των άρθρων σε ταινίες. Προμηθεύει αυτό που περιγράφεται στην ιστοσελίδα του ως «ασυνήθιστες αληθινές ιστορίες» –αφηγήσεις που προσφέρονται για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο– και στη συνέχεια προσπαθεί να πουλήσει τα δικαιώματά τους, χρησιμοποιώντας όλα τα έσοδα για την οικονομική ενίσχυση της μελλοντικής δημοσιογραφίας.
«Μέχρι σήμερα υπογράψαμε συμβόλαια για περίπου 12 ιστορίες», δηλώνει ο Bearman. «Πρόκειται για ιστορίες που θέλουμε να μετατρέψουμε σε βιβλία, κι έπειτα σε κάτι διαφορετικό».
Παρόλο που η κινηματογραφική μεταφορά ρεπορτάζ γνωρίζει ασυνήθιστη άνθηση, η δημοσιογραφία προμηθεύει από παλιά με σιτάρι το χολιγουντιανό μύλο. Οι ταινίες «Το λιμάνι της αγωνίας» (1954), «Σκυλίσια μέρα» (1975) και «Πυρετός το σαββατόβραδο» (1977) ξεκίνησαν ως άρθρα στα NewYorkSun, Life και NewYorkMagazine αντίστοιχα, ενώ οι σεναριογράφοι της GoldenAge, BenHecht και CharlesMacArthur (που έγραψαν από κοινού το σενάριο της ταινίας «Το πρωτοσέλιδο») υπήρξαν κάποτε ρεπόρτερ στην ChicagoDailyNews.
Ο άξονας Χόλιγουντ-δημοσιογραφίας αποκρυσταλλώθηκε πριν δυο δεκαετίες όταν το VanityFair οργάνωσε το πρώτο του οσκαρικό πάρτι (1994) και παρουσίασε το έκτοτε θρυλικό του «HollywoodIssue» (1995). «Τα ίδια στοιχεία που καθιστούν το άρθρο ενός περιοδικού εξαιρετικό –προσέγγιση, αφηγηματική αιχμή και αποκαλύψεις- είναι τα ίδια ακριβώς συστατικά που απαιτούνται σε ορισμένα είδη ταινιών», λέει ο GraydonCarter, εκδότης του VanityFair.
Ο Bearman ήταν εκείνος που έπαιξε το σημαντικό ρόλο στην έκρηξη αυτού του φαινομένου. Το άρθρο του στο Wired το 2007, αναφορικά με μια τολμηρή αποστολή της CIA για τη διάσωση έξι αιχμάλωτων Αμερικανών διπλωματών, περιστατικό που έμεινε γνωστό ως «Ιρανοαμερικανική κρίση ομήρων», έγινε σενάριο για την ταινία του BenAffleck, «Επιχείρηση Argo», η οποία απέσπασε το περσινό βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Η επιτυχία της άνοιξε το δρόμο για μια σειρά ταινιών που βασίζονταν σε δημοσιογραφικά άρθρα.
Ένα από αυτά ήταν το άρθρο του WilHaygood. Ρεπόρτερ της TheWashingtonPost, ο Haygood βρισκόταν σε μια προεκλογική συγκέντρωση του Ομπάμα στη Βόρεια Καρολίνα το 2008, όταν πρόσεξε τρεις νεαρές γυναίκες που έκλαιγαν. «Αυτές οι τρεις κυρίες ήταν λευκές», θυμάται. «Ήταν νεαρές φοιτήτριες, τις οποίες είχε αποκληρώσει ο πατέρας τους γιατί υποστήριζαν τον Αφροαμερικανό υποψήφιο. Σκέφτηκα πως το γεγονός ότι εναντιώνονταν στη μυθική πατρική φιγούρα του Νότου και ότι δεν είχαν σκοπό να υποχωρήσουν, απαιτούσε τόλμη. Με έπεισαν ότι ο Ομπάμα μπορεί να κερδίσει».
Ο Haygood ήξερε πως η εκλογή για πρώτη φορά ενός Αφροαμερικανού Προέδρου είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για όσους είχαν βιώσει τις φυλετικές διακρίσεις. Ήθελε να γράψει μια ιστορία για τους άντρες και τις γυναίκες που είχαν εργαστεί στο Λευκό Οίκο, ωστόσο δεν τους επιτρεπόταν να ψωνίσουν από τα κοντινά καταστήματα λόγω του χρώματος του δέρματός τους. Το πρόβλημα ήταν να βρεθούν.
Ο Haygood τηλεφώνησε για πληροφορίες σε όλους όσους μπορούσε να σκεφτεί, αλλά χωρίς επιτυχία. Έπειτα, μια γυναίκα τηλεφώνησε ξαφνικά και του είπε πως θυμήθηκε ότι είχε συναντήσει κάποιον σε ένα πάρτι: τον EugeneAllen, έναν μπάτλερ που είχε υπηρετήσει τρεις Προέδρους και είχε εργαστεί στο Λευκό Οίκο προτού θεσπιστεί ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων.
Ο Haygood υπέθεσε ότι ο Allen θα ζούσε στην περιοχή της Ουάσινγκτον και άρχισε να τον αναζητεί στον τηλεφωνικό κατάλογο. Στην 57η κλήση, ο αποκαμωμένος δημοσιογράφος χτύπησε φλέβα χρυσού. «Ναι, είμαι ο EugeneAllen που δούλεψα στο Λευκό Οίκο», είπε ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής. «Αλλά δεν δούλεψα για τρεις Προέδρους, δούλεψα για οκτώ, από τον HarryTruman μέχρι τον RonaldReagan». Ο Allen κάλεσε τον Haygood σπίτι του και τον πήγε στο υπόγειο για να του δείξει τη συλλογή του από ιστορικά ενθύμια. «Ήταν λες και με είχαν ρίξει σε κάποια αίθουσα του μουσείου Smithsonian. Ήταν η Ιστορία μέσα από τα μάτια ενός άντρα, ενός μαύρου άντρα».
Το άρθρο του Haygood, «AButlerWellServedbythisElection», δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα της Post τρεις μέρες μετά την εκλογή του Ομπάμα. Μέχρι το τέλος της μέρας είχε δεχτεί παραπάνω από μια ντουζίνα προσφορές από τα κινηματογραφικά στούντιο. Εντέλει ο Haygood πούλησε τα δικαιώματα στην παραγωγό LauraZiskin, διότι τον διαβεβαίωσε πως η ταινία όχι μόνο θα παρουσίαζε τις εμπειρίες των Αφροαμερικανών την περίοδο του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα, αλλά και θα υιοθετούσε τη δική τους οπτική γωνία — κάτι που σύμφωνα με τον Haygood συχνά απουσιάζει από άλλες ταινίες με παρόμοια θεματολογία.
Η Ziskin επιστράτευσε το σεναριογράφο DannyStrong για να προσαρμόσει τη ζωή του Allen σε σενάριο. Ο Strong είχε πρόσφατη εμπειρία στη διασκευή βιβλίων δημοσιογράφων για ταινίες της HBO που οι κριτικοί είχαν κάνει δεκτές με διθυραμβικές κριτικές, όπως τις ταινίες Recount και GameChange, αλλά δυσκολεύτηκε με την ιστορία του Allen. «Πίστευα πως ήταν μια πολύ ωραία ιστορία και ότι θα γινόταν καταπληκτική ταινία, αλλά δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω», λέει. Ο Strong έπεισε την Ziskin να του επιτρέψει να αλλάξει το όνομα του πρωταγωνιστή σε CecilGaines και να αφηγηθεί μια φανταστική ιστορία.
Η ταινία θα ήταν εμπνευσμένη από τον Allen, αλλά με τις απαραίτητες αλλαγές ώστε να ταιριάζει καλύτερα στην οθόνη. Ο Strong πήρε συνεντεύξεις από 25 άτομα –από εργαζόμενους του Λευκού Οίκου μέχρι και ακτιβιστές των πολιτικών δικαιωμάτων– και ενσωμάτωσε πολλά από όσα έμαθε στο σενάριό του. Ο Haygood είναι ενθουσιασμένος με το τελικό προϊόν γιατί παραμένει πιστό στο πνεύμα της ιστορίας του Allen. «Πιστεύω ότι από αυτή την άποψη έκαναν έξοχη δουλειά», λέει ο Haygood. «Ο γιος του κυρίου Allen έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι λατρεύει αυτή την ταινία, που συνέλαβε την ουσία της ζωής του πατέρα και της μητέρας του».
Δεν επιφυλάσσουν, όμως, όλες οι δημοσιογραφικές ιστορίες που μεταφέρονται στη κινηματογραφική οθόνη ένα χολιγουντιανό τέλος για τον ρεπόρτερ που τις έγραψε. Ο BillMinutaglio είχε γράψει πριν από δυο δεκαετίες ένα άρθρο με τίτλο «BuyingTime» στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ για την DallasMorningNews. Αλλά μόλις πέρυσι, όταν είδε τυχαία ένα τρέιλερ στον τοπικό κινηματογράφο, ανακάλυψε ότι η ιστορία του είχε μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη ως DallasBuyersClub.
Ο Minutaglio στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δούλευε στο κυριακάτικο περιοδικό της MorningNews, όταν διάβασε στη VillageVoice για τις «λέσχες αγοραστών»: ομάδες που εισήγαγαν λαθραία φάρμακα για ασθενείς που πέθαιναν από AIDS. «Ήταν μια λέσχη στο Ντάλας», λέει, «που είχε τη φήμη ότι δρούσε ανεξέλεγκτα και ότι επιστράτευε κάθε μέσο για να πετύχει».
Για να αφηγηθεί, όμως, την ιστορία της έπρεπε να κινηθεί σε πανεθνικό επίπεδο, ενώ η ειδησεογραφία της DallasMorningNews επικεντρωνόταν αποκλειστικά στο Ντάλας. «Άρχισα να εισηγούμαι στο διευθυντή μου ότι τουλάχιστον μπορούσαμε να επεκτείνουμε την έρευνα», λέει, «και να ψάξουμε για τη λέσχη αγοραστών αναζητώντας άτομα των οποίων η υγεία βρισκόταν σε τόσο απελπιστική κατάσταση, ώστε ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα προκειμένου να παραμείνουν ζωντανοί». Ο διευθυντής του συμφώνησε και ο Minutaglio άρχισε να αναζητεί τον Woodruff. Η λέσχη αγοραστών δρούσε με μυστικότητα και ο Woodruff ήταν επιφυλακτικός με τους ρεπόρτερ, αλλά τελικά δέχτηκε τον Minutaglio. «Φανταζόμουν ότι θα είχε μάγκικο στυλ, κάπως σαν παράνομος», λέει ο Minutaglio. Αντιθέτως, ο Woodruff έμοιαζε περισσότερο με λογιστή: «Ήταν σχεδόν σαν ξωτικό, εύστροφος, ορμητικός και σβέλτος· ήταν χαμογελαστός και τα μάτια του έλαμπαν».
Ο Minutaglio θυμάται ότι είχε μιλήσει τηλεφωνικά με κάποιον σεναριογράφο για τον Woodruff. Αλλά υπέθετε ότι αυτή η ιστορία είχε ξεθυμάνει, όπως και στο παρελθόν τα σχέδια της ParamountPicture να μεταφέρει στον κινηματογράφο το CityonFire, το βιβλίο που είχε γράψει το 2003 σχετικά με τη χειρότερη βιομηχανική καταστροφή στην αμερικανική ιστορία, την πυρκαγιά στην πόλη του Τέξας. Κι όμως ο Minutaglio δεν αισθάνεται πικραμένος που έμεινε απέξω από την παραγωγή.
Το πιο σημαντικό γι’ αυτόν είναι πως η ταινία DallasBuyersClub αποδίδει πιστά το πνεύμα του Woodruff (παρόλο που ο πρωταγωνιστής MatthewMcConaughey δεν μοιάζει και τόσο με τον άνθρωπο που υποδύεται). «Ο Ron συμβόλιζε δυο πράγματα για μένα», λέει, «το προσωπικό κουράγιο και το γεγονός ότι πρέπει να παίρνεις τη μοίρα σου στα χέρια σου. Κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να σου υποδείξει πώς να ζεις. Η κυβέρνηση δεν πρέπει να σου λέει πώς να ζεις, ειδικότερα αν είσαι ετοιμοθάνατος. Οτιδήποτε στρέφει την προσοχή μας στο AIDS και στο γεγονός ότι χρειάζεται να κάνουμε περισσότερα ως δημοσιογράφοι, δημόσιοι λειτουργοί και γιατροί, είναι πολύ σημαντικό για μένα».
Η ιστορία του Minutaglio δεν είναι ασυνήθιστη. Ο ConradRippy, συνεργάτης του δικηγορικού γραφείου της Νέας Υόρκης, Levine, Plotkin&MeninLLP, ξέρει ότι οι ρεπόρτερ βρίσκονται συχνά σε μειονεκτική θέση όταν διαπραγματεύονται συμφωνίες για ταινίες. «Εάν εργάζονται σε μεγάλη εφημερίδα, είναι σχεδόν 100% βέβαιο ότι η εφημερίδα κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα για το συγκεκριμένο δημοσίευμα», αναφέρει.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες που δουλεύουν για μικρότερες εφημερίδες ή περιοδικά ενδεχομένως να είναι πιο τυχεροί και συχνά πετυχαίνουν συμφωνίες, όπου ο εκδοτικός οίκος συμμετέχει μόνο κατά ένα μικρό ποσοστό. Τα περιοδικά, όμως, είναι πιο απρόθυμα παρά ποτέ να παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους επί των άρθρων τους. «Στις μέρες μας, το Wired (ή άλλοι εκδότες) θα έλεγαν, “Για σιγά, φυσικά και θέλουμε να επωφεληθούμε από κάθε πιθανή αξιοποίηση των άρθρων που γράφετε για μας – είναι η περιουσία μας”».
Η NancyJoSales, που αρθρογραφούσε για το VanityFair πάνω από μια δεκαετία και πολλά άρθρα της ήταν υποψήφια για ταινίες, ανάμεσα τους κι αυτό στο οποίο βασίστηκε η περσινή ταινία «Οι ύποπτοι φορούσαν γόβες», υποστηρίζει ότι στις μέρες μας οι επιχειρήσεις του περιοδικού Τύπου αξιώνουν μεγαλύτερη συμμετοχή στις συμφωνίες με τις κινηματογραφικές εταιρείες, συνήθως σε βάρος των ρεπόρτερ. «Πλέον θέλουν να εμπλέκονται σε όλη τη διαδικασία», λέει. «Και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; ΄Οχι εγώ πάντως. Βέβαια αυτό δεν αρέσει στους συγγραφείς, αφού έτσι κερδίζουμε λιγότερα λεφτά κι έχουμε μικρότερο έλεγχο».
Και άλλοι, όμως, εκδότες, που προφανώς παρακολούθησαν την εκτόξευση της Condé NastEntertainment, μιμούνται την επιθετική τακτική της. Ενώ διαπραγματευόταν πρόσφατα το συμβόλαιό της με έναν διαδικτυακό εκδοτικό οίκο, η Sales πρόσεξε ότι η εταιρεία τής ζητούσε να παραιτηθεί όλων των δικαιωμάτων της για μελλοντική εκμετάλλευση του άρθρου της. «Απλώς είπα, “Όχι, όχι, αυτό δεν το κάνω”», λέει. Ευτυχώς ήταν πρόθυμοι να διαπραγματευτούν. «Νά άλλο ένα πράγμα που πρέπει, πιστεύω, να γνωρίζουν οι συγγραφείς και οι δημοσιογράφοι, ότι συνήθως σε αυτά τα θέματα σηκώνει διαπραγμάτευση».
Ευτυχώς για τον Sixsmith, η διαδικασία της μεταφοράς της Philomena στη μεγάλη οθόνη ήταν σχετικά ομαλή – η μόνη μεγάλη έκπληξη ήταν ότι έγινε πρωταγωνιστής στην ταινία. Σίγουρα δεν ήταν πρωταγωνιστής στο βιβλίο· οι εμφανίσεις του μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αλλά ο Coogan και ο συνεργάτης του στη συγγραφή του σεναρίου, JeffPope, επέμειναν και τον ενέπλεξαν στη διαδικασία της συγγραφής, αναφέροντάς του ότι η εκδοχή τους παρέκκλινε από το βιβλίο και παρουσιάζοντάς του διαδοχικά προσχέδια του σεναρίου. «Μερικά πράγματα μπορεί να με ξάφνιαζαν αν δεν είχα εμπλακεί προσωπικά», λέει ο Sixsmith.
Ο χαρακτήρας του ο Martin, για παράδειγμα, είναι ένας μάλλον δυσάρεστος άντρας όταν τον πρωτογνωρίζει το κοινό. «Στην αρχή απεικονίζεται ως ένας… ψηλομύτης, εγωιστής, ο τύπος του δειλού μικροαστού», λέει χαριτολογώντας ο Sixsmith. «Χαίρομαι που με είχαν προειδοποιήσει αντί να με αιφνιδιάσουν την τελευταία στιγμή». Ο Sixsmith ισχυρίζεται πως δεν είχε πρόβλημα με την κάπως αρνητική παρουσίαση του χαρακτήρα, αφού εξυπηρετούσε την αφηγηματική πλοκή της ταινίας και δημιουργούσε ωραία αντίθεση με τον εύθυμο χαρακτήρα της Philomena, και εξάλλου ο Martin στο τέλος αποκαθίσταται.
Παρά τις αλλαγές, οι παραγωγοί ήταν αποφασισμένοι να παρουσιάσουν στη μεγάλη οθόνη την ιστορία της Philomena και του Martin, όσο το δυνατό πιο κοντά στην αλήθεια. «Πιστεύω ότι είχαμε ηθική υποχρέωση. Πιστεύω ότι όταν διηγείσαι σε κάποιον μια ιστορία, έχεις την ευθύνη να παραμείνεις όσο το δυνατόν πιο πιστός στα γεγονότα», λέει ο Pope. «Το ζήτημα δεν είναι να κουκουλώσεις τα κακώς κείμενα, αλλά να είσαι αυθεντικός».
Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η μόδα της μεταφοράς δημοσιογραφικών άρθρων στη μεγάλη οθόνη, είναι σαν να προσπαθεί κανείς να προβλέψει ποιες ταινίες θα σπάσουν τα ταμεία. Ο Sixsmith, όμως, που ήδη πούλησε τα δικαιώματα μιας άλλης ιστορίας του, συγκαταλέγεται στους μετρημένους στα δάχτυλα δημοσιογράφους που ζουν ημέρες δόξας. CJR
* Ο Andrew Bell είναι πρώην διευθυντής διαφήµισης του CJR. Η Edirin Oputu είναι βοηθός αρχισυντάκτη στο CJR.