Η αλλαγή χρήσης του στόχου και του σκοπού των ΜΜΕ από την πλειοψηφία παλαιών και νέων ιδιοκτητών, που τα έθεσαν σταδιακά στην υπηρεσία των συμφερόντων τους, έβαλαν σε τροχιά παρακμής τη δημοσιογραφία κι ό,τι πρεσβεύει και υπηρετεί.
της Μαρίας Δεναξά*
Με πρόφαση τις κρίσεις που έγιναν τρόπος ζωής την τελευταία δεκαετία και δεν έχουν αφήσει άθικτο κανέναν τομέα, οι παντός είδους εκπτώσεις στη δημοσιογραφία για τον καλύτερο έλεγχό της από ποικίλα συμφέροντα και κέντρα εξουσίας έπληξαν ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, που κάποτε όσοι το υπηρετούσαν ασκούσαν κοινωνικό λειτούργημα.
Το αίσθημα σύγχυσης και διχασμού, που αποκομίζει η κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια, απέναντι στην καταγραφή και δημοσίευση γεγονότων που συνθέτουν μια είδηση μαρτυρά ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου, από την εποχή κυρίως της πολλά υποσχόμενης μετάβασης στην ελεύθερη ραδιοφωνία το 1987 και στην ιδιωτική τηλεόραση το 1989 μέχρι σήμερα, μεταλλάχθηκε κι εκφυλίστηκε. Την ίδια ώρα περιορίστηκε δραματικά ο αριθμός των δημοσιογράφων που επέλεξαν να πάνε αντίθετα στο ρεύμα, εξακολουθώντας να υπηρετούν τους βαλλόμενους πανταχόθεν κανόνες δεοντολογίας και ηθικής του επαγγέλματος.
Η νεοαποκτηθείσα τότε πολυφωνία (δηλαδή την εποχή των τελών της δεκαετίας του ’80) αφέθηκε, χωρίς επί της ουσίας κανέναν υπαρκτό και σοβαρό έλεγχο, στα χέρια εύρωστων επιχειρηματιών, οι οποίοι με την οικονομική υπεροχή τους αρχικά συνέδραμαν και στη συνέχεια παραγκώνισαν, ανταγωνίστηκαν και στο τέλος αποδυνάμωσαν παραδοσιακούς εκδότες και ιστορικούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς, τους οποίους στην πάροδο των χρόνων είτε εξαγόρασαν είτε εγκατέλειψαν στην τύχη τους. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες, πολλά «μαγαζιά», όπως τα αποκαλούν χαρακτηριστικά στη δημοσιογραφική πιάτσα, να βάλουν λουκέτο, αφήνοντας στον δρόμο εκατοντάδες εργαζόμενους, στην πλειοψηφία τους δημοσιογράφους.
Οι ελάχιστοι εξαγορασμένοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί, οι εναπομείναντες και οι νέοι που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, μετατράπηκαν – εκτός ορισμένων εξαιρέσεων – σε «γαλέρες», σύμφωνα με μαρτυρίες δημοσιογράφων που μπόρεσαν να διατηρήσουν την εργασία τους.
Η αλλαγή χρήσης του στόχου και του σκοπού των ΜΜΕ από την πλειοψηφία παλαιών και νέων ιδιοκτητών, που τα έθεσαν σταδιακά στην υπηρεσία των συμφερόντων τους, έβαλαν σε τροχιά παρακμής τη δημοσιογραφία κι ό,τι πρεσβεύει και υπηρετεί. Αρνητικό ρόλο διαδραμάτισε η μεγάλη και φθηνή προσφορά δημοσιογραφικών υπηρεσιών από δημοσιογράφους που προηγουμένως είχαν εξωθηθεί στην ανεργία.
Μέσα σε αρκετά μικρό διάστημα δημιουργήθηκαν αντίξοες επαγγελματικές συνθήκες, οι οποίες συντέλεσαν στην απώλεια, για πολλούς δημοσιογράφους, της επαγγελματικής τους αξιοπρέπειας και ταυτότητας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις συρρικνώθηκε δραματικά το εισόδημα τους, γεγονός που έγινε αποδεκτό, προς χάριν, πρωτίστως, της επιβίωσης και, δευτερευόντως, προσωπικών φιλοδοξιών για πολλούς εξ αυτών. Παράλληλα, όσοι δημοσιογράφοι επιχείρησαν την εκδοτική περιπέτεια αντιμετώπισαν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητες δυσκολίες επιβίωσης, που είτε τους περιόρισαν είτε τους υποχρέωσαν σε εκπτώσεις αντικειμενικότητας. Προς αναζήτηση πόρων οι νεόκοποι εκδότες, όπως και άλλα εκδοτικά εγχειρήματα, απέκτησαν σχέση εξάρτησης με πολιτικά και επιχειρηματικά κέντρα εξουσίας.
Μεγάλη ευθύνη για την παρακμή του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και την απαξίωσή του από την κοινή γνώμη έπαιξε και ο ρόλος ατόμων που δεν είχαν καμία σχέση με το επάγγελμα αυτό. Πριν από τρείς δεκαετίες, κατά τη διάρκεια της επερχόμενης άνοιξης στα ΜΜΕ και πριν ακόμη δημιουργηθούν τμήματα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στα ελληνικά πανεπιστήμια, ο καθένας μπορούσε να δηλώσει δημοσιογράφος, ακόμη και ο πιο αδαής.
Αρκετοί εξαργύρωσαν τη διαδρομή τους μέσα σε κομματικούς σωλήνες ή δίπλα σε πανίσχυρους πολιτικούς και επιχειρηματίες, αναλαμβάνοντας υψηλόβαθμες θέσεις, χωρίς να κατέχουν τη σχετική κατάρτιση ή, έστω, την παραμικρή εμπειρία. Άλλοι τοποθετήθηκαν από τα αφεντικά τους, για να υπηρετήσουν τα συμφέροντά τους από άλλη θέση ευθύνης. Ελάχιστοι είχαν αποδεδειγμένη δημοσιογραφική πορεία σε συνδυασμό με αξιέπαινη μόρφωση, καλλιέργεια πνεύματος και ακλόνητο ήθος, και άφησαν όνομα, τοποθετώντας ένα στιβαρό λιθαράκι στο οικοδόμημα της πληττόμενης δημοσιογραφίας. Οι περισσότεροι κατάφεραν να καταξιωθούν και να επιβιώσουν χωρίς μεγάλη προσπάθεια και άμεση επαφή με το αντικείμενο, χάρη στην «υπακοή τους», αλλά και εκμεταλλευόμενοι πρόσωπα και καταστάσεις, με πολλούς απ’ αυτούς να διεκδικούν σήμερα επάξιά το έπαθλο του Μαθουσάλα. Επί δεκαετίες τώρα – και παρά το γεγονός ότι η προσφορά τους στη δημοσιογραφία κρίνεται αμφίβολη – ορισμένοι εναλλάσσονται με πάσα ευκολία ακόμη και σε εποχές ισχνών αγελάδων σε θέσεις ισχύος, επιφορτισμένοι με το έργο του επηρεασμού της κοινής γνώμης και όχι της ενημέρωσης της. Παράλληλα, προάγουν άτομα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν τους, όπως και το έργο τους.
Στις μέρες μας, εξακολουθούν να μην υπάρχουν κριτήρια πρόσληψης δημοσιογράφων και, κατά κύριο λόγο, προτιμώνται όσοι έχουν «μπάρμπα στην Κορώνη», οποιοδήποτε άλλο μέσο, γνωριμία, κομματικά διαπιστευτήρια, αψεγάδιαστη εξωτερική εμφάνιση που «πουλάει» ή όσοι πέρασαν από σχολές αμφιβόλου κατάρτισης και ιδιοκτησίας. Διπλώματα ανώτατης εκπαίδευσης, πολυσχιδής μόρφωση, πολύχρονη εμπειρία, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν λαμβάνονται υπόψη, υποτιμώνται και περιφρονούνται.
Έτσι, το αποτέλεσμα είναι να βασιλεύει η μετριότητα σε κάθε βαθμίδα της δημοσιογραφικής πυραμίδας, με την πλειοψηφία της κοινής γνώμης να κρατάει πλέον αποστάσεις από πάλαι ποτέ έγκυρες πηγές ενημέρωσης αλλά και νεότερες, για τις οποίες αμφισβητεί την αξιοπιστία τους, καθώς έδωσαν δείγματα γραφής μη επαρκούς αντικειμενικότητας.
Ως κύριους, όμως, υπεύθυνους της γενικής απαξίωσης, η κοινή γνώμη φωτογραφίζει τους δημοσιογράφους. Ο δραματικός περιορισμός της έκφρασης και της αυτονομίας τους στο πέρασμα των χρόνων, εξαιτίας των παραπάνω, οδήγησε σε πρωτοφανείς καταστάσεις, όπου η έννοια, μεταξύ άλλων, του ρεπορτάζ, όπως και της έρευνας, απαξιώθηκαν ή μεταλλάχθηκαν, με τη συστηματική καταστρατήγηση του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Σε πολλές περιπτώσεις έχει καταγραφεί πως η διαστρέβλωση, η απόκρυψη, η αλλοίωση πραγματικών περιστατικών και ο επηρεασμός της κοινής γνώμης είναι ο κανόνας και όχι μια καταγγελλόμενη και καταδικαστέα εξαίρεση, όπου οι ανακρίβειες και οι ψευδείς χαρακτηρισμοί δεν ανασκευάζονται προς αποκατάσταση της αλήθειας, την οποία ο δημοσιογράφος πρέπει να υπηρετεί με οποιοδήποτε κόστος.
Μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση, ο ρόλος των δημοσιογραφικών ενώσεων, αλλά και του ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου, είναι εκούσια περιορισμένος, καθώς η παρεμβατικότητα τους είναι συνδεδεμένη με τα μέλη που απαρτίζουν τα διευθυντήρια τους, τα οποία στην πλειοψηφία τους προέρχονται από συγκεκριμένους χώρους.
H Νέα Ομιλία ως δημοσιογραφικό εργαλείο. Γλώσσα της εξουσίας και Δημοσιογραφία
Η απαξίωση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος επήλθε, μεταξύ άλλων κι από την υποβάθμιση της δημοσιογραφικής γλώσσας. Η γλωσσική έκφραση στον δημοσιογραφικό λόγο όσο περνούν τα χρόνια, από πολύτιμο κι ανεξάντλητο εργαλείο επικοινωνίας, έχει περιοριστεί με τη χρήση ενός φτωχού λεξιλογίου, εκουσίως ή ακουσίως, σε έναν τεχνικό κώδικα διαχειριστικών κλισέ, ο οποίος ενισχύει τη χειραγώγηση. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των λέξεων που χρησιμοποιούνται από τον πομπό (δημοσιογράφο), τόσο δυσκολότερη γίνεται η ικανότητα συγκροτημένης σκέψης και ανάλυσης από τον δέκτη (τηλεθεατή, ακροατή, αναγνώστη).
Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, στο βιβλίο του «Η ψυχολογία των μαζών και η ανάλυση του εγώ», ισχυριζόταν ότι οι μάζες είναι χειραγωγήσιμες, εύπλαστες, ότι μπορείς να αγγίξεις τις επιθυμίες και τους φόβους τους, και να τους χρησιμοποιήσεις προς όφελός σου, αρκεί να βρεις τον τρόπο. Έπειτα από αυτές τις παρατηρήσεις του Φρόιντ, αναπτύχθηκαν πολλές θεωρίες και μέθοδοι για τη χειραγώγηση της ψυχολογίας και τον έλεγχο των μαζών, που υποστηρίζουν κατά βάση πως, για να στεφθεί με επιτυχία μια εκστρατεία χειραγώγησης, θα πρέπει τα μυαλά των πολιτών να μπαίνουν σε «στενωπούς». Ο τρόπος για να γίνει αυτό ήταν η απαλλαγή της γλώσσας από κάθε είδους νόημα· πιο συγκεκριμένα, με τη διαστρέβλωση λέξεων, οι οποίες με το μεταλλαγμένο νόημα τους εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς.
Βασικά, πρόκειται για μια συνειδητή μετατροπή της έννοιας των λέξεων, ώστε να ελεγχθούν οι σημασίες τους. Τα τελευταία χρόνια δίνεται η εντύπωση πως στον δημοσιογραφικό λόγο αφαιρέθηκαν ή μεταλλάχθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερες λέξεις από το γλωσσικό εργαλείο, παραπέμποντας και θυμίζοντας τη θεωρία της «Νέας Ομιλίας», όπου, όταν κάτι δεν μπορεί να ειπωθεί ολοκληρωμένα, τότε δεν μπορεί να γίνει και αντικείμενο σκέψης.
Κατά συνέπεια, όταν κάποιος δεν μπορεί να σχηματίσει συγκροτημένη σκέψη ή άποψη, δεν μπορεί να εκφραστεί, να επικοινωνήσει τις ανάγκες του ή να δημι- ουργήσει μια αντίδραση με δομημένο τρόπο, καθώς διαθέτει ελλιπές λεξιλόγιο.
Ο Τζορτζ Όργουελ, περιέγραψε τα παραπάνω με θαυμαστή αδρότητα στο «1984»:
« … Όταν τελειώσουμε, οι άνθρωποι σαν εσένα θα πρέπει να μάθουν τη Νέα Ομιλία, που τώρα κατασκευ- άζουμε, απ’ αρχής. Πιστεύεις, φαντάζομαι, ότι η κύρια δουλειά μας είναι να εφευρίσκουμε νέες λέξεις. Αλλά δε συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο! Καταστρέφουμε λέξεις – εικοσάδες, εκατοντάδες κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε τη γλώσσα ως το κόκαλο.… Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δε θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς… Η Παλαιά Ομιλία θα εκτοπιστεί μια για πάντα και θα σπάσει και ο τελευταίος κρίκος με το παρελθόν.»
Σύμφωνα με τον Όργουελ, ο κόσμος μας αλλάζει, αν αλλάξουν και οι λέξεις. Καθημερινά στον γραπτό και προφορικό δημοσιογραφικό λόγο, συνειδητά ή ασυνείδητα, γίνεται χρήση λέξεων, που με το πέρασμα των χρόνων έγιναν οικείες και αποτελούν τον αποκαλούμενο τεχνοκρατικό λόγο.
Λέξεις όπως μεταρρύθμιση, αξιοποίηση, εκσυγχρονισμός, ορθολογισμός, διαρθρωτικές αλλαγές, ευέλικτος, απασχολήσιμος, δια βίου μάθηση, ανταγωνιστικότητα και πολλές άλλες, επαναλαμβάνονται καθημερινά και μονότονα από τους δημοσιογράφους, δημιουργώντας στο κοινό μια ψευδαίσθηση αλλαγής, αλλά και γνώσης των γεγονότων, π.χ. σε πολιτικά ή οικονομικά θέματα, όπου γίνεται πιστευτό προς στιγμήν πως μια δύσκολη ή ανησυχητική κατάσταση θα βελτιωθεί άμεσα ή στο προσεχές μέλλον, αλλά κάτι τέτοιο επί της ουσίας δεν συντελείται ποτέ…
Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο λόγος αυτός δεν είναι τίποτα άλλο από μια πλημμυρίδα ευφημισμών, μετωνυμιών και διαστρεβλώσεων λέξεων, που μετατράπηκε σε όπλο το οποίο χρησιμοποιείται σαν επαγγελματικό εργαλείο. Και δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα η χρήση της γλώσσας σαν επαγγελματικού εργαλείου διαστρέβλωσης-μετάλλαξης των λέξεων, για να ελεγχθούν οι σημασίες τους. Το φαινόμενο τείνει να γίνει παγκόσμιο. Απώτερος σκοπός τέτοιων ενεργειών είναι η αποδυνάμωση της πραγματικότητας στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία και η προσπάθεια να παρουσιαστεί λιγότερο αποτρόπαιη, περισσότερο φυσιολογική και πάνω απ’όλα αναπόφευκτη.
Όλη αυτή η ανάπλαση της γλώσσας λέγεται και γλώσσα της εξουσίας, καθώς οι λέξεις κατόρθωσαν να εξυπηρετούν την εξουσία καλύτερα απ’ ό,τι υπηρετούν τους ανθρώπους. Η γλώσσα της εξουσίας, η οποία χρησιμοποιείται στον δημοσιογραφικό λόγο, τα τελευταία χρόνια επιβάλλει ή κατασκευάζει συνθήκες, μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι σχηματίζουν μια ψευδή συνείδηση ή μια παραμορφωτική εικόνα της πραγματικότητας στην οποία καλούνται να ζήσουν.
Η προσπάθεια της μετάλλαξης των λέξεων που καταβάλλεται λειτουργεί πειστικά για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού και είναι αποτελεσματική. Όμως για τους περισσοτέρους που αποτελούν την κοινή γνώμη, όταν ανακαλύψουν την πραγματικότητα, σύντομα απογοητεύονται, και κυρίως όταν αυτή η πραγματικότητα υπερβαίνει το όριο σκληρότητας.
Εν ολίγοις, η γλώσσα της εξουσίας κατασκευάζει την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα δεν είναι παρά μια αφήγηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα γεγονότα δεν υπάρχουν αυτόνομα. Ωστόσο, τα γεγονότα προκύπτουν ή μεταλλάσσονται, ανάλογα με τις λέξεις που χρησιμοποιούνται μέσα στις αφηγήσεις. Οι άνθρωποι υιοθετώντας ως δική τους την εκδοχή της πραγματικότητας των δημοσιογραφικών αφηγήσεων, συντελούν στην αναπαραγωγή μιας κυρίαρχης κατάστασης.
Όλα αυτά ακούγονται σαν σκληρή κριτική για το δημοσιογραφικό επάγγελμα, το οποίο πλήττεται, γιατί σε πολλές περιπτώσεις υιοθετήθηκε η φωνή της εξουσίας κι όχι ο ισορροπημένος λόγος, ως αντίβαρο μεταξύ εξουσίας και κοινωνίας, όπως το επιθυμεί η δημοσιογραφική δεοντολογία και το απαιτεί ολοένα και περισσότερο η κοινή γνώμη.
Η αλλοτρίωση του νοήματος των λέξεων, όσο περισσότερο χρησιμοποιείται, τόσο περισσότερο απομακρύνει τον πολίτη από τη δυνατότητα της κατανόησης, αλλά και από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. Μέσα από τα ακούσματα της οριοθετημένης γλώσσας, οι άνθρωποι νομίζουν ότι αναπαράγουν την προσωπικότητα και τη κοινωνικότητά τους, αλλά κυρίως αναπαράγουν τις συνθήκες της αποστέρησης και την αποξένωσή τους όχι μόνο από την τάξη τους, αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό τους, καθώς η ψευτοεπικοινωνιακή γλώσσα αδειάζει τα πραγματικά βιώματα και τις πραγματικές καταστάσεις από την ουσία τους και παραπλανεί.
Την ίδια ώρα, όσο περισσότερο δέχεται κανείς να εντάσσει στο λόγο του το επαναλαμβανόμενο λεξιλόγιο της εξουσίας ή τη γλώσσα της χειραγώγησης, τόσο απομακρύνεται από τη δική του συνείδηση. Οι λέξεις δεν του ανήκουν, αλλά οργανώνουν ένα σκηνικό υποτέλειας μέσα στο οποίο, λιγότερο ή περισσότερο, υπάρχει.
Όλο αυτό το γλωσσικό κατασκεύασμα δημιουργεί ένα κλειστό ταυτολογικό σύστημα σημασιών, που καταδικάζει σε ακατανοησία ό,τι δεν χωράει στα σχήματά του.
Δημιουργεί στα γλωσσικά στερεότυπα ιδανικούς ξενιστές· έτσι οι άνθρωποι, αναπαράγοντας στον καθημερινό τους λόγο τα αθόρυβα κλισέ του κυρίαρχου λόγου, αποδέχονται μια εικόνα του κόσμου στην οποία η υποταγή τους αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη.
Δεν είναι αυτός ο ρόλος της δημοσιογραφίας, ούτε του δημοσιογράφου.
*Ανταποκρίτρια στο Παρίσι για Star, Real Group και Κυπριακά ΜΜΕ. Μεταπτυχιακό στην Επικοινωνία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, Πανεπιστημίου Stendhal της Grenoble και του τμήματος γαλλικού πολιτισμού και Ιστορίας στο Παν/μιο της Σορβόνης.