του Βασίλη Πετρά*
Παραδοσιακά, το σχολείο χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί μια ποικιλία τεχνολογιών. Το μολύβι, ο μαυροπίνακας, ο χάρτης, τα όργανα των πειραμάτων της φυσικής, το φωτοαντιγραφικό μηχάνημα και φυσικά το βιβλίο ήταν και είναι τεχνολογία. Οι παραπάνω όμως εκπαιδευτικές τεχνολογίες, έχουν καταστεί σήμερα «αόρατες» λόγω της πολύχρονης, συνεχούς και σχεδόν καθολικής χρήσης τους, όπως συμβαίνει άλλωστε με όλες τις τεχνολογίες σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (Bruce & Hogan, 1998). Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν εγείρουν ακόμη και σήμερα προβληματισμούς και διενέξεις, όπως αυτές για παράδειγμα που αφορούν τα βιβλία: το περιεχόμενό τους, τη δωρεάν ή όχι διανομή τους, τον τρόπο αξιοποίησής τους (αποστήθιση του περιεχομένου τους ή κριτική μελέτη του;). Η έλευση της τηλεόρασης και οι θεωρίες για την παιδευτική της χρήση (ΜακΚουέιλ, 2003), μαζί με άλλες τεχνολογίες όπως το κασετόφωνο, αργότερα το CD-player ή το βίντεο, συνέχισαν την έρευνα και τον προβληματισμό για την αξιοποίηση τεχνολογιών στις τάξεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η ίδρυση της εκπαιδευτικής τηλεόρασης ή η καθιέρωση συνοδευτικών CDs στα βιβλία για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών.
Σήμερα, η συζήτηση γύρω από ζητήματα που αφορούν την τεχνολογία και τη σχέση της με το σχολείο έχει αναθερμανθεί. Η τεχνολογική επανάσταση έφερε στο προσκήνιο περισσότερο από ποτέ τον ρόλο Μέσων, όπως η τηλεόραση, η μουσική, το φιλμ ή η διαφήμιση, καθώς το διαδίκτυο απορρόφησε γρήγορα αυτές τις πολιτιστικές μορφές για να δημιουργήσει συνεχώς εξελισσόμενες κυβερνοχώρες και επέτρεψε να αναδυθούν νέες μορφές πολιτισμού και παιδαγωγικής. Η πανταχού παρούσα κουλτούρα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, παρά την κριτική που δέχθηκε για την παραμόρφωση των αξιών, των ιδανικών και των αναπαραστάσεων του κόσμου στον λαϊκό πολιτισμό, έφερε επιτακτικότερα από ό,τι στο παρελθόν την εκπαίδευση αντιμέτωπη με μορφές εγγραμματισμού που δεν μπορούν να εξαντλούνται στις έντυπες μορφές (Kellner & Share, 2007).
Η ψηφιακή τεχνολογία άλλαξε ταχύτατα τον τρόπο που εργάζονται, επικοινωνούν, ενημερώνονται, ψυχαγωγούνται, καταναλώνουν ή συμμετέχουν στα κοινά ολοένα και περισσότεροι πολίτες σε όλο τον κόσμο, αλλά και δημιούργησε νέες προκλήσεις (ψηφιακός αποκλεισμός, προστασία των προσωπικών δεδομένων) και κινδύνους (κυβερνοεπιθέσεις, εκφοβισμός μέσω διαδικτύου, κλπ). Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το διαδίκτυο και το κινητό τηλέφωνο είναι σήμερα οι τεχνολογίες αιχμής που καλούν και προκαλούν την εκπαιδευτική κοινότητα να τις δει και να αποφασίσει τι θα κάνει με αυτές.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν χώρο εργασίας ή οποιαδήποτε εργασία που δεν θα περιλαμβάνει τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας. Οι επαγγελματίες του 21ου αιώνα σκέφτονται και δρουν διαφορετικά από εκείνους των προηγούμενων αιώνων και αυτό οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στα ριζικά διαφορετικά εργαλεία που χρησιμοποιούν στη δουλειά τους. Η ζήτηση για εργαζομένους με αυξημένες γνώσεις και δεξιότητες επικοινωνίας έχει αυξηθεί, την ίδια στιγμή που παρατηρείται έλλειψη δημιουργικών και καινοτόμων εργαζομένων, ενώ η πρόοδος στον τομέα της τεχνολογίας έχει δημιουργήσει θέσεις εργασίας που δεν υπήρχαν πριν από μια δεκαετία. Οι νέοι άνθρωποι καλούνται να εκπαιδευθούν για επαγγελματικές σταδιοδρομίες που ίσως δεν υπάρχουν ακόμη. Άρα το εκπαιδευτικό σύστημα έχει καταστεί απόλυτα αναγκαίο να είναι σε θέση να εκπαιδεύσει τις επόμενες γενιές, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες αυτές απαιτήσεις, και να αφουγκράζεται τις ανάγκες της εκάστοτε κοινωνίας, οι οποίες όμως επηρεάζονται πια σε μεγάλο βαθμό και από τις απαιτήσεις των άλλων κοινωνιών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οι αλλαγές που επιφέρουν οι νέες τεχνολογίες στην επικοινωνία και στη διαχείριση της πληροφορίας είναι πραγματικά θεμελιώδεις. Και αυτό γιατί τα νέα ψηφιακά εργαλεία έχουν τα δικά τους πολύ ιδιαίτερα πρωτόγνωρα χαρκτηριστικά. Δίνουν τη δυνατότητα στον καθένα, όχι μόνο να καταναλώνει εξατομικευμένα το περιεχόμενο της επιλογής του, αλλά και να το αναπαράγει και κυρίως να παράγει και να διαμοιράζει νέο περιεχόμενο. Τεχνολογίες όπως το διαδίκτυο και τα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα, τα οποία συγκεντρώνουν σε μία συσκευή πολλαπλές διαχωρισμένες μέχρι τώρα επικοινωνιακές λειτουργίες (τηλέφωνο, φωτογραφική μηχανή, βίντεο, υπολογιστή, ραδιόφωνο, τηλεόραση, κονσόλα παιχνιδιών, βιβλιοθήκη, μηχανή πλοήγησης, κ,λπ,) άλλαξαν δραματικά το επικοινωνιακό τοπίο. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας επέτρεπαν την κατανάλωση ειδήσεων και προϊόντων πολιτισμού σε μαζική κλίμακα, σήμερα όμως προσφέρονται πολύ περισσότερες δυνατότητες για πληροφόρηση και ψυχαγωγία – και σε πολύ μεγάλο βαθμό εξατομικευμένα.
Έχει δοθεί επιπλέον νέα ώθηση στην έννοια του πολίτη. Η δημόσια σφαίρα, εκτός από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, περιλαμβάνει blogs, ιστοσελίδες και κοινωνικά δίκτυα. Η ενημέρωση και η κοινωνική δράση διακινείται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό με την ενεργό διαμεσολάβηση των πολιτών από ό,τι παλαιότερα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη συμμετοχή των πολιτών, αλλά και τη διατήρηση της δημοκρατίας στην ψηφιακή εποχή, χωρίς πρόσβαση σε σχετικές και αξιόπιστες ειδήσεις και πληροφορίες που θα βοηθούν τους πολίτες να παραμένουν ενεργοί και να λαμβάνουν αποφάσεις επωφελείς για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, ώστε να συμμετέχουν αποτελεσματικά στη σύγχρονη πολιτικοκοινωνική ζωή. Οι άνθρωποι πρέπει να εμπλέκονται στη δημόσια ζωή της κοινότητας, του κράτους και του κόσμου. Αυτό συνεπάγεται αναγκαστικά την ενίσχυση της ικανότητάς τους να συμμετέχουν τόσο ως παραγωγοί όσο και ως καταναλωτές σε δημόσιες συνομιλίες σχετικά με γεγονότα και θέματα που είναι σημαντικά για εκείνους.
Η χρήση των Μέσων Μαζικής Εεημέρωσης από τα κινητά τηλέφωνα έχει οδηγήσει επίσης σε επαναπροσδιορισμό εννοιών, όπως αυτές του χρόνου και του τόπου, του δημόσιου και του ιδιωτικού, και έχει φέρει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας, εθισμού, κοινωνικής καταλληλότητας, αξιοπιστίας της πληροφορίας. Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι γνωρίζουν ολοένα και περισσότερο τις αρνητικές πτυχές της ζωής σε μια κοινωνία που έχει κορεστεί από ειδήσεις και πληροφορίες. Υπερβολική βία και σεξουαλικότητα, πορνογραφία, κουτσομπολιό, ψευδείς ειδήσεις, προώθηση ανθυγιεινών προϊόντων, ανήθικες πρακτικές μάρκετινγκ, ιστότοποι που προάγουν το μίσος, τις προκαταλήψεις, τον σεξισμό, τον ρατσισμό και την τρομοκρατία, νέοι τύποι εγκληματικών πρακτικών, παρενόχληση είναι συνήθη αρνητικά φαινόμενα (Hobbs, 2010).
Οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες έχουν μεγάλη διείσδυση στα παιδιά και τους νέους και χαίρουν υψηλής αποδοχής από τους γονείς τους. Κινητά Μέσα επικοινωνίας έχουν εισβάλει στα σχολεία,επιφέροντας βαθιά αναστάτωση στις τάξεις όπως τις γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, με την προώθηση πρακτικών αντίθετων με την κοινωνική οργάνωση της σχολικής εκπαίδευσης, και έχουν επαναπροσδιορίσει τη μάθηση με την εξατομίκευσή της και μέσα από τη συνεχή πρόσβαση σε πηγές πληροφορίας και γνώσης (Squire, 2009).
Δημιουργείται λοιπόν ένα εντελώς διαφορετικό μαθητικό σώμα, που στην κυριολεξία είναι εμποτισμένο με την τεχνολογία, γεννιέται και μεγαλώνει με αυτήν. Φαίνεται να έχει διακριτά χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες γενιές μαθητών, τα οποία αναδύονται με εμφατικό τρόπο μέσα στις τάξεις των σχολείων. Οι μαθητές και οι μαθήτριες σήμερα μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε διαφορετικές και πολυποίκιλες μορφές πόρων και πηγών, όπως βιβλιοθήκες, μουσεία, αρχεία και βάσεις δεδομένων, από οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Καθώς η πηγή γνώσης δεν είναι πια μόνο ο δάσκαλος ή το βιβλίο, τα παιδιά και οι νέοι σήμερα είναι λιγότερο παθητικοί δέκτες και περισσότερο απαιτητικοί και ενεργοί. Δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να μείνουν συγκεντρωμένοι σε ένα μόνο αντικείμενο, καθώς έχουν καλλιεργήσει από πολύ νωρίς τη δεξιότητα να είναι σε πολλά μέρη ταυτόχρονα. Μπορούν την ίδια στιγμή να βλέπουν τηλεόραση, να στέλνουν μηνύματα, να μιλάνε στο τηλέφωνο ή να σερφάρουν στο διαδίκτυο. Οι δημόσιοι χώροι τους δεν είναι πια αποκλειστικά στον φυσικό χώρο, αλλά είναι ταυτόχρονα και σε απευθείας σύνδεση, σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης. Αναπτύσσουν έτσι ένα εντελώς νέο σύνολο κοινωνικών δεξιοτήτων (Tapscott, 2009). Ακόμη και τα πολύ μικρότερα σε ηλικία παιδιά περνούν πολύ μεγάλο μέρος της ζωής τους μπροστά από οθόνες, κυρίως παίζοντας παιχνίδια επαυξημένης πραγματικότητας και έχοντας κυριολεκτικά στα χέρια τους ολόκληρους κόσμους με δικούς τους κανόνες και δυνατότητες. Στα παιχνίδια αυτά, μέσω των chat ή των avatar, έχουν ευκαιρίες πειραματισμού και παιχνιδιού με την ταυτότητα και νέους τρόπους σχηματισμού της με την υιοθέτηση ή την κατασκευή πολλαπλών εαυτών. Αυτό προσδίδει στους νεαρούς χρήστες αυξημένη αίσθηση αποτελεσματικότητας και αυτοπεποίθησης σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, με αποτέλεσμα να απαιτούν, ως μαθητές και μαθήτριες, ρητά ή υπόρρητα, περισσότερη συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων, να αμφισβητούν τις αυθεντίες και να διεκδικούν περισσότερη ισότητα, διάλογο και αμοιβαία εμπιστοσύνη (Squire, 2009).
Στους νέους σήμερα αρέσει να συνεργάζονται, τους φαίνεται φυσικό. Η συνεργασία τους συχνά παίρνει τη μορφή της συν-δημιουργίας. Τους αρέσει επίσης να διασκεδάζουν. Θέλουν να κάνουν τακτικά διαλείμματα από την εργασία για να χαλαρώσουν. Στην πραγματικότητα, δεν βλέπουν καν σαφείς γραμμές μεταξύ εργασίας και παιχνιδιού. Θέλουν να διασκεδάζουν στην εργασία. Οι ψηφιακές τους συσκευές γίνονται όλο και πιο γρήγορες, είναι άριστοι χρήστες γραπτών και άμεσων μηνυμάτων, τα οποία βασίζονται σε συνδέσεις υψηλής ταχύτητας, με αποτέλεσμα να περιμένουν τα πάντα να γίνονται γρήγορα. Θέλουν γρήγορες απαντήσεις, αποφάσεις και δράση. Η βραδύτητα τους κάνει να βαριούνται, να ανησυχούν και να ενοχλούνται. Όλη τη ζωή τους έχουν δει νέα προϊόντα και τεχνολογίες να ακολουθούν μια σταθερή ροή αλλαγών. Περιμένουν την αλλαγή και αγαπούν την καινοτομία. Σε αντίθεση με την προηγούμενη «γενιά της τηλεόρασης», η νέα γενιά είναι περισσότερο περιπετειώδης και θέλει να αυτοκατευθύνει τη μάθησή της. Επεξεργάζεται και αξιολογεί τις πληροφορίες με διαφορετικό τρόπο. Είναι περισσότερο σκεπτικιστική και αναλυτική, περισσότερο επικεντρωμένη στην κριτική σκέψη και είναι πιο πιθανό να αμφισβητήσει τις καθιερωμένες αρχές. Καθώς μεγαλώνει με το διαδίκτυο, ένα συλλογικά κοινό μη ιεραρχικό σύστημα διανομής, φαίνεται να γίνεται πιο ανεκτική, να είναι περισσότερο προσανατολισμένη παγκόσμια και διατεθειμένη να ασκήσει κοινωνική κριτική, να αναλάβει ευθύνες και να σεβαστεί το περιβάλλον. Η τεχνολογία τη ριζοσπαστικοποιεί, όπως ακριβώς η τηλεόραση είχε οδηγήσει την προηγούμενη γενιά στο να αποδεχθεί το status quo (Tapscott, 2009).
Όλες αυτές οι εξελίξεις επιβάλλουν νέες προκλήσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα και αυτό απαιτεί θεμελιώδεις αλλαγές, τόσο στο τι πρέπει να περιλαμβάνει η μάθηση, όσο και στο πώς αυτή η μάθηση θα συμβεί. Η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία αποτελεί έναν τρόπο για να γίνει αυτή η αναγκαιότητα ευκολότερη και πιο αποτελεσματική. Ως εκ τούτου, οι λειτουργοί του εκπαιδευτικού συστήματος καλούνται να είναι εφοδιασμένοι με τις απαραίτητες ικανότητες, αλλά και να παίρνουν την πρωτοβουλία της ενσωμάτωσης των ψηφιακών τεχνολογιών στους διάφορους τομείς ευθύνης τους. Η χρήση των νέων εκπαιδευτικών ή μη τεχνολογιών αποτελεί ισχυρό μέσο για την ενίσχυση της μάθησης και ωφελεί τους μαθητές και τις μαθήτριες (Jordan, 2011· Liu, 2011), ενισχύοντας την αύξηση του ενδιαφέροντός τους για τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται και βελτιώνοντας την επίδοσή τους (Sahin, 2011).
Στην εκπαιδευτική διαδικασία όμως, η απλή εισαγωγή της τεχνολογίας δεν αρκεί. Σημασία έχει το πώς αυτή θα χρησιμοποιηθεί. Η αξιοποίησή της τεχνολογίας ως παιδαγωγικό εργαλείο, καθώς και ο σχεδιασμός νέων εργαλείων και πρακτικών για τη μάθηση είναι σημαντικά για την οικοδόμηση της κατανόησης της επιτυχημένης διδασκαλίας με την τεχνολογία. Οι Koehler & Mishra (2009) πρότειναν ένα εννοιολογικό πλαίσιο για την εκπαιδευτική τεχνολογία, με τον τίτλο Τεχνολογική Παιδαγωγική Γνώση Περιεχομένου (Technology, Pedagogy And Content Knowledge – TPACK), το οποίο υπογραμμίζει τα τρία είδη γνώσης που είναι απαραίτητα δομικά στοιχεία για την έξυπνη ενσωμάτωση της τεχνολογίας. Τα τρία αυτά πεδία γνώσεων (γνώση τεχνολογίας, παιδαγωγικής και γνωστικού αντικειμένου) θα πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο απαιτεί συνεχώς τη δημιουργία, διατήρηση και αποκατάσταση μιας δυναμικής ισορροπίας μεταξύ των συνιστωσών του.
Ο ψηφιακός εγγραμματισμός εμφανίστηκε ως όρος για να περιγράψει τις νέες αυτές δεξιότητες κοινωνικής αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας, και για να σηματοδοτήσει το τι σημαίνει να είσαι εγγράμματος στον σύγχρονο πολιτισμό. Το υπόβαθρο της ορολογίας πηγαίνει πίσω στην παραδοσιακή αντίληψη του εγγραμματισμού, όπως είναι η ικανότητα για ανάγνωση και γραφή, αλλά με μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτισμική κατανόηση συνεπάγεται τη σχέση του με πολλές διαφορετικές μορφές κειμενικής αναπαράστασης. Οι μαθητές και οι μαθήτριες είναι απαραίτητο σήμερα να εφοδιάζονται με πιο σύνθετες αρμοδιότητες, είτε αυτές αφορούν ικανότητες απλών δεξιοτήτων, όπως η αναζήτηση, ο εντοπισμός, η μετατροπή και ο έλεγχος των πληροφοριών, είτε αφορούν ικανότητες πιο προηγμένων δεξιοτήτων, όπως η αξιολόγηση, η ερμηνεία και η ανάλυση ψηφιακών ειδών, εργαλείων και μορφών Μέσων Ενημέρωσης (Voogt et al. 2013). Διαμέσου μιας δημιουργικής και κριτικής χρήσης αυτού του είδους, ο εγγραμματισμός αφορά επίσης την αξιοποίηση και την κοινοποίηση στους άλλους των πληροφοριών και των γνώσεων που λαμβάνονται ή δημιουργούνται (Sahin, 2011).
Η επικοινωνία σχεδόν πάντα περιλαμβάνει έναν συνδυασμό διαφορετικών τρόπων, τόσο οπτικών όσο και λεκτικών, αλλά η ανάπτυξη νέων Μέσων Επικοινωνίας έχει υπονομεύσει αποφασιστικά την κυριαρχία της τυπωμένης λέξης και έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Ο εγγραμματισμός σήμερα είναι, αναπόφευκτα και αναγκαστικά, ψηφιακός και οι παραδοσιακές μορφές διδασκαλίας δεν επαρκούν πλέον (Buckingham, 2013).
*Εκπαιδευτικός ΕΑΕ, απόφοιτος του ΜΠΣ «Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία» του ΑΠΚΥ, ερευνητής του Advanced Media Institute
Αναφορές
- Buckingham, D. (2013), Media education: Literacy, learning and contemporary culture, John Wiley & Sons.
- Bruce, B. C., & Hogan, M. P. (1998), “The disappearance of technology: Toward an ecological model of literacy” in David Reinking, Michael C. McKenna, Linda D. Labbo & Ronald D. Kieffer (eds.), Handbook of literacy and technology: Transformations in a post-typographic world, 269-281.
- Hobbs, R. (2010), Digital and media literacy: A plan of action, The Aspen Institute.
- Jordan, K. (2011), “Beginning teacher knowledge: Results form a self-assessed TPACK survey”, Australian Educational Computing, 26(1), 16-26.
- Kellner, D., & Share, J. (2007), “Critical media literacy, democracy, and the reconstruction of education”, Media literacy: A reader, 3-23.
- Liu, S. H. (2011), “Factors related to pedagogical beliefs of teachers and technology integration”, Computers & Education, 56(4), 1012-1022.
- ΜακΚουέιλ, Ντ. (2003), Η θεωρία της Μαζικής Επικοινωνίας για τον 21ο αιώνα, Αθήνα: Καστανιώτης.
- Koehler, M., & Mishra, P. (2009), “What is technological pedagogical content knowledge (TPACK)?”, Contemporary issues in technology and teacher education, 9(1), 60-70.
- Sahin, I. (2011), “Development of survey of technological pedagogical and content knowledge (TPACK)”, Turkish Online Journal of Educational Technology-TOJET, 10(1), 97-105.
- Squire, K. (2009), “Mobile media learning: multiplicities of place”, On the Horizon, 17(1), 70-80.
- Tapscott, D. (2009), Grown up digital (Vol. 361), New York: McGraw Hill.
- Voogt, J., Erstad, O., Dede, C., & Mishra, P. (2013), “Challenges to learning and schooling in the digital networked world of the 21st century”, Journal of computer assisted learning, 29(5), 403-413.