του Κωνσταντίνου Γράψα
Την τελευταία εξαετία, οι όροι υβριδικός πόλεμος και υβριδικές απειλές έχουν εισβάλλει στην καθημερινότητά μας. Η συχνότητα χρήσης τους αυξήθηκε κατακόρυφα μετά την εισβολή στην Ουκρανία και την απροσδόκητη κατάληψη της Κριμαίας από τα ρωσικά στρατεύματα. Από τότε, η μελέτη και η αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών δεν έπαψε να απασχολεί την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ, αλλά και τις χώρες που συνορεύουν και υφίστανται την απειλή της Ρωσίας. Ωστόσο, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικότητα των Ρώσων ούτε και περιορίζεται σε κάποια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Παρουσιάζει, μάλιστα, έντονο ελληνικό ενδιαφέρον, αφού η Ελλάδα είναι αποδέκτης συστηματικών υβριδικών επιθέσεων εδώ και δεκαετίες.
Λόγω του σύνθετου χαρακτήρα του φαινομένου, η πλήρης κατανόησή του καθίσταται δύσκολη και προβληματική. Εύλογα τίθενται τα ερωτήματα: πότε μια δράση, ένα χτύπημα ή μία επιθετική ενέργεια θεωρούνται υβριδικά και πότε όχι; Στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Οι λόγοι είναι πολλοί. Στο κείμενο που ακολουθεί, θα εξεταστούν και θα αναλυθούν τα χαρακτηριστικά και το σκεπτικό πίσω από τον υβριδικό δράστη και τις ενέργειές του, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά το εύρος και η σοβαρότητα της απειλής.
Αναζητώντας έναν κοινά αποδεκτό ορισμό
Οι επιχειρήσεις υβριδικού χαρακτήρα δεν είναι κάτι καινούργιο. Υβριδικές τακτικές υπήρχαν από την αρχαιότητα. Μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη πολεμική επιχείρηση υβριδικού χαρακτήρα σχεδιάστηκε από τον ομηρικό ήρωα Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης, με σκοπό την κατάληψη της Τροίας κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου. Το σχέδιο είχε πολλαπλές υβριδικές πτυχές, όπως για παράδειγμα μια εκστρατεία παραπληροφόρησης, την εξαπάτηση των Τρώων με την αποχώρηση των στρατευμάτων και, τέλος, τη δημιουργία του Δούρειου Ίππου.
Αν και το φαινόμενο είναι αρκετά παλαιό, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός όρος για την περιγραφή του. Κάποιοι ερευνητές αποφεύγουν τον όρο «υβριδικός» στη βιβλιογραφία τους, ενώ τα Ηνωμένα Έθνη κάνουν λόγο για «ασύμμετρες απειλές σε επιχειρήσεις ειρήνης». Η πρώτη απόπειρα ταξινόμησης του φαινομένου συναντάται στο κινεζικό στρατιωτικό πόνημα: «Απεριόριστος Πόλεμος – Υποθέσεις σχετικά με τον πόλεμο και τις τακτικές του την εποχή της παγκοσμιοποίησης». Στο συγκεκριμένο έργο, αναφέρονται εναλλακτικοί τρόποι δράσης για την επικράτηση της Κίνας σε περίπτωση σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Οι συγγραφείς προτείνουν τη συνδυαστική χρήση στρατιωτικών και μη στρατιωτικών δράσεων, στις οποίες συγκαταλέγονται κυβερνοεπιθέσεις σε ιστοσελίδες και πληροφοριακά συστήματα, στόχευση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τρομοκρατία, χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και επιχειρήσεις επιρροής, διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων σε αστικά κέντρα κ.ά.
Η ρωσική προσέγγιση αποτελεί την εξέλιξη της παραδοσιακής ρωσικής πολεμικής μεθόδου της εξαπάτησης, γνωστής και ως Maskirovka. Εμπνευστής της είναι ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Στρατηγός Valery Gerasimov.
Ο Στρατηγός, σε ομιλία του στη Ρωσική Ακαδημία Στρατιωτικών Επιστημών τον Φεβρουάριο του 2013, υπογράμμισε ότι στις σύγχρονες μεθόδους σύγκρουσης υπάρχει η τάση για ευρεία χρήση πολιτικών, οικονομικών, πληροφοριακών, ανθρωπιστικών και άλλων μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων, σε συνδυασμό με την υποκίνηση εξεγέρσεων του τοπικού πληθυσμού. Οι ενέργειες αυτές υποστηρίζονται και συμπληρώνονται με συγκαλυμμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις, για παράδειγμα ψυχολογικές και πληροφοριακές, καθώς και στοχευμένες δράσεις των ειδικών δυνάμεων. Προκειμένου να επιτευχθεί ο τελικός αντικειμενικός σκοπός, μετά από ένα ορισμένο στάδιο σε μια διαμάχη, δρομολογείται η απροκάλυπτη χρήση βίας, με πρόσχημα τη διατήρηση της ειρήνης και την επίλυση της κρίσης. Τέτοιοι τρόποι δράσης χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς το 2014 στην Κριμαία και πιο πριν στη Γεωργία, στην Τσετσενία καθώς και σε άλλες γειτονικές χώρες της Ρωσίας.
Για πρώτη φορά, ο όρος «υβριδικός» καταγράφηκε στις ΗΠΑ το 2002 στη μελέτη του US Naval Postgraduate School «Future War and Chechnya: a Case for Hybrid Warfare». Το 2006, ο Frank Hoffman χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει τις συμβατικές και ανορθόδοξες τακτικές πολέμου που εφάρμοσε η Χεζμπολάχ εναντίον του Ισραήλ. Ωστόσο σε επίσημο έγγραφο εμφανίστηκε πρώτη φορά το 2015, στο κείμενο της Εθνικής Στρατιωτικής Στρατηγικής των ΗΠΑ, όπου γίνεται αναφορά σε «υβριδικές συγκρούσεις» (hybrid conflicts). Σ’ αυτού του είδους τις συγκρούσεις μπορεί να εμπλέκονται στρατιωτικές δυνάμεις χωρίς εμφανή ταυτότητα, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας, ή οργανώσεις εξτρεμιστών, όπως το Ισλαμικό Κράτος. Επιπλέον, μπορεί να εμπλέκονται κρατικές ή μη κρατικές οντότητες, για παράδειγμα η Χεζμπολάχ, με συγκεκριμένους στόχους, συνεργαζόμενες ή ανεξάρτητες, με σκοπό τη δημιουργία αβεβαιότητας, πρόκλησης προβλημάτων στην αλυσίδα λήψης αποφάσεων και στον συντονισμό των μηχανισμών αντίδρασης σε επιθέσεις.
Στο NATO, ο όρος έκανε την εμφάνισή του το 2010, στη Συνάντηση Κορυφής της Συμμαχίας στη Λισαβόνα, όπου αναφέρθηκαν οι «υβριδικές παραλλαγές των απειλών» (Hybrid variations of threats). Το 2014, στην Ουαλλία, η φρασεολογία άλλαξε σε «απειλές υβριδικού πολέμου» (hybrid warfare threats), ενώ το επόμενο έτος, στο κοινό ανακοινωθέν των Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ, τροποποιήθηκε σε «υβριδικές απειλές».
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να εξεταστoύν οι έννοιες του πολέμου war και warfare. Σύμφωνα με το ηλεκτρονικό λεξικό του Κέιμπριτζ, με τον όρο «πόλεμος – war», περιγράφεται μία κατάσταση ή η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών, κατά την οποία τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα προσπαθούν να προκαλέσουν καταστροφές στον αντίπαλο, με απώτερο στόχο την επικράτηση και την επιβολή της θέλησης του νικητή στον νικημένο. Από την άλλη μεριά, ο όρος warfare περιγράφει τα μέσα, τους τρόπους και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι αντίπαλοι, προκειμένου να επικρατήσουν σε μια σύγκρουση ή σε έναν πόλεμο. Κατά αντιστοιχία, λοιπόν, ο υβριδικός πόλεμος (hybrid war) είναι η σύγκρουση δύο ή περισσοτέρων πλευρών, οι οποίες χρησιμοποιούν υβριδικές μεθόδους (hybrid warfare), συνδυάζοντας συμβατικές και μη συμβατικές τακτικές και εργαλεία διεξαγωγής μάχης.
Η νατοϊκή εκδοχή του όρου hybrid warfare περιγράφει τη βίαιη σύγκρουση, με την ταυτόχρονη χρήση συμβατικών και ανορθόδοξων μεθόδων πολέμου, και περιλαμβάνει κρατικούς και μη-κρατικούς δρώντες, οι οποίοι προσπαθούν να επιτύχουν τους σκοπούς τους χωρίς να περιορίζονται στο φυσικό πεδίο της μάχης. Κάθε επίθεση αποτελεί συνδυασμό μεθόδων, στοχοποιώντας τόσο τις κρατικές λειτουργίες όσο και τις κοινωνικές δομές του αντιπάλου, για την επίτευξη συγκεκριμένων αντικειμενικών σκοπών. Στο νατοϊκό λεξιλόγιο, χρησιμοποιούνται και οι τρεις όροι (hybrid war, warfare και threats), καλύπτοντας όλες τις πολεμικές δραστηριότητες οι οποίες διεξάγονται, ενώ επίσημα υφίσταται εμπόλεμη κατάσταση.
Οι υβριδικές απειλές σ’ένα σχήμα
Ωστόσο, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά όταν απουσιάζει επίσημη κήρυξη πολέμου. Στην περίπτωση αυτή, οι αντίπαλοι διασταυρώνουν τα ξίφη τους στην γκρίζα περιοχή μεταξύ ειρήνης και πολέμου, προκαλώντας μικρές ή μεγαλύτερες κρίσεις, θέρμα επεισόδια, καλυμμένες ή απροκάλυπτες επιθέσεις σε διαφορετικούς τομείς δραστηριοτήτων. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) χρησιμοποιεί αποκλειστικά τον όρο «υβριδικές απειλές» (hybrid threats). Ο όρος περιγράφει τον συνδυασμό επιχειρήσεων εξαναγκασμού και ανατροπής, συμβατικές και ανορθόδοξες δράσεις σε τομείς όπως η διπλωματία, η οικονομία, η τεχνολογία, το εμπόριο κ.ά. Οι ενέργειες αυτές πραγματοποιούνται με συντονισμένο τρόπο (σχέδιο) από κρατικούς ή μη κρατικούς δρώντες. Σκοπός τους είναι η επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν κάτω από το όριο της επίσημης κήρυξης πολέμου.
Χαρακτηριστικά των υβριδικών απειλών
Μια απειλή θεωρείται ότι είναι υβριδική όταν κάθε επίθεση αποτελεί ψηφίδα ενός οργανωμένου σχεδίου με συγκεκριμένο σκοπό. Επομένως, όλες οι απειλές δεν είναι υβριδικές. Για παράδειγμα, μια τρομοκρατική οργάνωση, η οποία έχει στόχο τη διασπορά του τρόμου μέσω επιθέσεων αυτοκτονίας δεν αποτελεί απαραίτητα υβριδική απειλή. Αντίστοιχα, οι κυβερνοεπιθέσεις ή το λαθρεμπόριο όπλων και ανθρώπων δεν αποτελούν από μόνα τους υβριδικές απειλές. Μπορούν να γίνουν όμως, αν συνδυαστούν με άλλες παράλληλες δράσεις, όπως στρατιωτικές ειδικές επιχειρήσεις, εκστρατείες παραπληροφόρησης και διασποράς ψευδών ειδήσεων ή πολιτικές ενέργειες, οι οποίες υπηρετούν ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Σε γενικές γραμμές, οι υβριδικές απειλές έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
- συνδυασμός καλυμμένων και απροκάλυπτων, συμβατικών και ανορθόδοξων, στρατιωτικών και μη στρατιωτικών ενεργειών,
- προσπάθεια δημιουργίας ασάφειας και σύγχυσης, όσον αφορά την προέλευση και τον σκοπό της απειλής,
- εκμετάλλευση των αδυναμιών και των παθογενειών του στόχου. Για παράδειγμα, κοινωνικές διαιρέσεις, αδύναμο πολιτικό σύστημα, πολιτικός διχασμός, θρησκευτικές έριδες, μειονότητες, οικονομική δυσπραγία, διαφθορά, οργανωμένο έγκλημα, εδαφικές διαφορές και διεκδικήσεις, παράνομη μετανάστευση κ.ά.,
- προκλήσεις και επιθετικές ενέργειες χωρίς επίσημη κήρυξη του πολέμου.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εκστρατείες παραπληροφόρησης και διασποράς ψευδών ειδήσεων αποτελούν βασικό εργαλείο. Χρησιμοποιώντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αποσκοπείται η καλλιέργεια διχόνοιας μεταξύ κοινωνικών, θρησκευτικών ή εθνοτικών ομάδων, η δημιουργία αβεβαιότητας και ανησυχίας μέσω της καλλιέργειας αισθήματος ηττοπάθειας τόσο στον λαό όσο και στους κυβερνώντες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δυσχεραίνεται η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, επιτυγχάνεται ο αποπροσανατολισμός από τους πραγματισμούς στόχους των επιθέσεων και καθίσταται δύσκολη η λήψη αποφάσεων.
Οι επιχειρήσεις αυτές, εκτός από τα παραπάνω χαρακτηριστικά και τον στρατηγικό σχεδιασμό, θα πρέπει να ιδωθούν μέσα από το πρίσμα του χρόνου. Θέτοντας τα χρονικά πλαίσια, οι υβριδικές επιχειρήσεις διακρίνονται σε βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, οι οποίες εξυπηρετούν αντίστοιχα σκοπούς και στόχους συγκεκριμένου χαρακτήρα και εμβέλειας.
Το παράδειγμα της Τουρκίας
Η Τουρκία συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός υβριδικού δρώντα. Διαθέτοντας έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στο ΝΑΤΟ και με ιδεολογικό όχημα τον νεο-οθωμανισμό, φιλοδοξεί να καταστεί μία από τις ισχυρότερες χώρες του κόσμου, παγκόσμιος γεωστρατηγικός παίκτης και περιφερειακή υπερδύναμη με ερείσματα στη Βαλκανική χερσόνησο, την κεντρική και ανατολική Μεσόγειο, τη Βόρειο και κεντροανατολική Αφρική και την Κεντρική Ασία. Το στρατηγικό πλάνο Τουρκία 2023, 2053 και 2071 είναι αρκετά φιλόδοξο. Επιδιωκόμενοι στόχοι είναι, μεταξύ άλλων, η αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης, η διχοτόμηση του Αιγαίου, η αναγνώριση δικαιωμάτων στην Κύπρο και στις θαλάσσιες πλουτοπαραγωγικές περιοχές νότια της νήσου και η επίτευξη μιας προνομιακής σχέσης με την ΕΕ, χωρίς τις υποχρεώσεις του κράτους-μέλους (ΚΜ). Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία διεξάγει συστηματικά υβριδικές επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, γεγονός που καθιστά τη χώρα υβριδική απειλή όχι μόνο για τις δύο άλλες χώρες, αλλά συνολικά για την ΕΕ.
Συγκεκριμένα:
Επενδύει τεράστια ποσά σε επιχειρήσεις, τράπεζες και άλλες εμπορικές δραστηριότητες, προσπαθώντας να βοηθήσει την ανάπτυξη και ταυτόχρονα να ελέγξει οικονομικά τις χώρες και τις περιοχές ενδιαφέροντος. Για τον λόγο αυτόν έχει δημιουργηθεί το TIKA (Turkish Cooperation and Coordination Agency/ Türk İşbirliği ve Koordinasyon İdaresi Başkanlığı), το οποίο ελέγχεται από τον Τούρκο Πρωθυπουργό και δραστηριοποιείται σε πάνω από 170 χώρες.
Total amount of global TIKA assistance (2002-2017)
Πηγή: Is TIKA Turkey’s Platform for development cooperation or something more?
TIKA’s main areas of assistance
Πηγή: Is TIKA Turkey’s Platform for development cooperation or something more?
Αναμιγνύεται στην πολιτική των χωρών-στόχων, ενισχύοντας οικονομικά τα φιλικά πολιτικά κόμματα, προσπαθώντας να επηρεάσει τα εκλογικά αποτελέσματα και τις πολιτικές αποφάσεις.
Εγκαθιστά και χρηματοδοτεί ειδησεογραφικούς σταθμούς, δίκτυα ενημέρωσης και διαδικτυακές υπηρεσίες, πλήρως ελεγχόμενα, όπως για παράδειγμα το κανάλι TRT και το Anadolu News Agency.
Διεξάγει εκστρατείες παραπληροφόρησης και διασποράς ψευδών ειδήσεων. Ταυτόχρονα, εξαπολύει κυβερνοεπιθέσεις με τη βοήθεια ομάδων χάκερ σε ιδιωτικές και κρατικές ιστοσελίδες και κυβερνητικούς οργανισμούς, οι οποίοι θεωρούνται εχθρικοί ή αναπτύσσουν αντιτουρκική δράση.
Προσφέρει εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα στις τοπικές νεολαίες και ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές Μουσουλμάνων, καθώς και συνεργασίες με τουρκικά και φιλοτουρκικά ιδρύματα και πανεπιστήμια. Το δίκτυο αυτό περιλαμβάνει ιδρύματα όπως το Yunus Emre Cultural Institute, το Turkish Cooperation and Coordination Agency (ΤΙΚΑ), το Maarif Foundation και πολλές άλλες οργανώσεις οι οποίες λειτουργούν σχολεία, παιδικούς σταθμούς και πανεπιστήμια. Με αυτό τον τρόπο, αποσκοπεί στη δημιουργία φιλότουρκων ακαδημαϊκών και επιστημόνων στις χώρες ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα, την Αλβανία, τον Λίβανο, τη Σομαλία κ.ά.
Προωθεί στρατιωτικές συνεργασίες, διοργανώνοντας ασκήσεις, προσφέροντας εκπαιδεύσεις, συμμετέχοντας σε στρατιωτικές τελετές και εορτασμούς, δωρίζοντας υλικά και κτίζοντας στρατιωτικές εγκαταστάσεις με σκοπό την εκπαιδευτική και υλικοτεχνική εξάρτηση. Παράλληλα, διεξάγει και υποστηρίζει πολεμικές επιχειρήσεις, για παράδειγμα στη Λιβύη και στη Συρία, προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα της αρεσκείας της.
Ενισχύει και βοηθά οικονομικά και υλικά μουσουλμανικές χώρες, κοινότητες και μειονότητες, με όχημα τον μουσουλμανικό πολιτισμό και τη θρησκεία. Στην εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού συμβάλλει δυναμικά το ισλαμικό κυβερνητικό ίδρυμα Diyanet (Diyanet İşleri Başkanlığı) ή the Presidency of Religious Affairs με ιδιαίτερα εντυπωσιακούς ετήσιους προϋπολογισμούς. Παράλληλα, μέσω των ελεγχόμενων ισλαμικών δομών (τζαμιά, μουφτήδες, προξενικές αρχές, ισλαμικά σχολεία κ.ά.) καλλιεργεί αυτονομιστικές και αποσχιστικές τάσεις από τις χώρες διαμονής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, μειονοτικών συλλόγων, καθώς και οι δραστηριότητες του Τουρκικού προξενείου στη Θράκη, το οποίο επιχειρεί συστηματικά τη χειραγώγηση της τοπικής μουσουλμανικής μειονότητας και οικειοποίησή της ως τουρκικής.
Οικοδόμηση τζαμιών με τουρκική χρηματοδότηση ανά τον κόσμο μέχρι το 2019
Πηγή: Ahval news
Αμφισβητεί τις διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες, ερμηνεύοντας το Διεθνές Δίκαιο σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η υπογραφή της παράνομης συμφωνίας με τη φίλα προσκείμενη κυβέρνηση της Λιβύης, για την αναγνώριση ΑΟΖ μεταξύ των δύο κρατών. Η συμφωνία αγνοεί προκλητικά την Ελλάδα, καταπατώντας την κυριαρχία της σε συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές. Παράλληλα, η Τουρκία ασκεί πιέσεις σε στρατιωτικό επίπεδο, εκτελώντας συστηματικά παραβάσεις, όπως παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και υπερπτήσεις στρατιωτικών αεροσκαφών και drones, δεσμεύοντας αυθαίρετα και άσκοπα περιοχές για στρατιωτικές ασκήσεις σε περιοχές ελέγχου της Ελλάδας και της Κύπρου, σε μια προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων.
Στις μεθόδους της συγκαταλέγονται συνδυαστικές δράσεις στρατιωτικών και πολιτικών εργαλείων. Για παράδειγμα, προκαλεί ναυτικά επεισόδια, παροτρύνοντας τους Τούρκους ψαράδες να ψαρεύουν εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, εκτοπίζοντας ταυτόχρονα τους Έλληνες ψαράδες με τη βοήθεια της ακτοφυλακής και του Πολεμικού της Ναυτικού. Επιπλέον, αμφισβητεί την ικανότητα των ελληνικών αρχών για παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης, επεμβαίνοντας χωρίς άδεια σε ναυτικά συμβάντα και ατυχήματα με πρόσχημα την παροχή βοήθειας.
Πρόσφατα, εκμεταλλευόμενη την προσφυγική κρίση, μετέτρεψε σε μοχλό πίεσης τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, εκβιάζοντας και απαιτώντας από την ΕΕ οικονομικά ανταλλάγματα και πολιτική στήριξη στη Συρία και τη Λιβύη. Τα τελευταία πέντε χρόνια η Τουρκία, μέσω του ελέγχου των προσφυγικών ροών, προσπαθεί να καρπωθεί σημαντικά πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Όσον αφορά την Ελλάδα, η ασφυκτική συγκέντρωση προσφύγων και παράνομων μεταναστών, δημιουργεί πολλαπλές εστίες προβλημάτων για την κυβέρνηση και τις τοπικές κοινωνίες. Η Τουρκία, μέσω της διασποράς ψευδών ειδήσεων και παραπληροφόρησης (κυρίως χρησιμοποιώντας τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης) ελέγχει κατά το δοκούν τη συμπεριφορά των προσφύγων, με σκοπό την πρόκληση αναταραχών, τον διχασμό της κοινής γνώμης και τον αποπροσανατολισμό της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη συγκέντρωση μεταναστών και προσφύγων στα χερσαία σύνορα με την Ελλάδα, στον Έβρο. Μετά την αποτυχία του σχεδίου της εκεί και εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού (COVID-19), συνεχίζει τις προσπάθειες προώθησης προσφύγων και μεταναστών (μολυσμένων με τον ιό) στα ελληνικά νησιά, υπό την κάλυψη του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού.
Αντιμετωπίζοντας τις υβριδικές απειλές
Οι υβριδικές επιθέσεις χτυπούν την καρδιά της εθνικής κυριαρχίας, της εθνικής ασφάλειας και της άμυνας μιας χώρας. Η ευθύνη για την αντιμετώπισή τους βαραίνει αποκλειστικά το εκάστοτε κράτος. Τα κράτη, προκειμένου να αντιδράσουν αποτελεσματικά, θα πρέπει να διαθέτουν μηχανισμούς και δομές οικοδόμησης και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας (resilience) της χώρας και της κοινωνίας. Για παράδειγμα, ασφαλείς κρίσιμες υποδομές, ενεργειακά δίκτυα, δίκτυα μεταφορών και εφοδιασμού, επικοινωνιακές και διαστημικές υποδομές, χρηματοπιστωτικά συστήματα, δημόσια υγεία, κυβερνοασφάλεια, άμυνα και ασφάλεια, συνεργασίες με τρίτες χώρες, εκπαίδευση και υπεύθυνη ενημέρωση του πληθυσμού. Ο όρος ανθεκτικότητα (resilience) καθορίζει την ικανότητα ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος να αντιστέκεται σε μεταβολές, να απορροφά πιέσεις και να ανακάμπτει, διατηρώντας σταθερές τις βασικές λειτουργίες, τη δομή και την ταυτότητά του. Μέσω αυτών, επιτυγχάνεται η αποτελεσματική αντίδραση στις επιθέσεις και η ταχεία ανάκαμψη από πιθανά επιτυχή χτυπήματα.
Πρώτη γραμμή άμυνας στην αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών αποτελεί η έγκαιρη πληροφόρηση και ο εντοπισμός των στοιχείων τα οποία, συνδυαζόμενα, θα αποκαλύψουν την υβριδική φύση των επιθέσεων. Γι’αυτόν τον λόγο, απαιτείται η επίγνωση της κατάστασης (situational awareness) για την απόκτηση πλήρους εικόνας των συμβάντων. Αυτό μεταφράζεται σε συστηματική συγκέντρωση και ανάλυση των διαθέσιμων πληροφοριών από διαφορετικούς τομείς δραστηριοτήτων μιας χώρας π.χ. οικονομία, πολιτική, άμυνα κ.ά. Μια καλά οργανωμένη εθνική υβριδική υπηρεσία πληροφοριών και αναλύσεων, η οποία θα συντονίζει τη συνεργασία και την ανταλλαγή των πληροφοριών μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών και φορέων, θα συμβάλλει δυναμικά στην οικοδόμηση της στρατηγικής εικόνας, συνδέοντας τα γεγονότα μεταξύ τους μέσα από μία ολιστική προσέγγιση. Παράλληλα, η στενή και αρραγής συνεργασία με τα αντίστοιχα όργανα αντιμετώπισης υβριδικών απειλών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως για παράδειγμα το Hybrid Fusion Cell στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανθεκτικότητα του εκάστοτε ΚΜ της ΕΕ στις επιθέσεις.
Για την επίτευξη υψηλού επιπέδου συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, απαιτείται ολιστική προσέγγιση στην αντιμετώπιση των απειλών. Οι δημόσιες/κρατικές και στρατιωτικές υπηρεσίες θα πρέπει να συνεργάζονται στενά σε καθημερινή βάση, ανταλλάσσοντας πληροφορίες και σχεδιάζοντας την κοινή αντιμετώπιση κρίσεων και επιθέσεων. Παράλληλα, στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η ευρύτερη κοινωνία, με τη συνδρομή του ευρύτερου δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, της ακαδημαϊκής και εκπαιδευτικής κοινότητας.
Καίριο ρόλο στην ανθεκτικότητα της κοινωνίας διαδραματίζει η σοβαρή και υπεύθυνη ενημέρωση και ο εγγραμματισμός του κοινού στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Μια κεντρικά ελεγχόμενη επικοινωνιακή στρατηγική, υπεύθυνη για την παραγωγή των βασικών μηνυμάτων, μπορεί να αποτελέσει ασπίδα στην προπαγάνδα και τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η δημιουργία εθνικής ομάδας «κρούσης» για την αντιμετώπιση των επιχειρήσεων παραπληροφόρησης προερχόμενες κυρίως από την Τουρκία, είναι αναγκαία.
Αρωγοί σ’αυτή την προσπάθεια μπορούν να σταθούν οι ήδη υπάρχοντες μηχανισμοί στρατηγικής επικοινωνίας της ΕΕ. Είναι οι τρεις ομάδες δράσης (Strategic Communication Task Force East, South and Western Balkans) υπό την ΕΥΕΔ, με αποστολή την αναχαίτιση της παραπληροφόρησης και της διασταύρωσης των ειδήσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ταχείας Ειδοποίησης (Rapid Alert System), το οποίο συνδέει τα ΚΜ και τα θεσμικά όργανα μέσω μιας πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών και δεδομένων. Ταυτόχρονα με τα θεσμοθετημένα όργανα δράσης, τον αγώνα ενάντια στην παραπληροφόρηση μπορούν να υποστηρίξουν οργανισμοί ελέγχου της αλήθειας των ειδήσεων (Fact-checking), καθώς και διαδικτυακές ομάδες εθελοντών, όπως για παράδειγμα η Lithuanian Elves στη Λιθουανία.
Εκτός από τους αμυντικούς μηχανισμούς και την υλικοτεχνική υποδομή μιας χώρας, η εκπαίδευση είναι αυτή που θα καταστήσει το έμψυχο υλικό της ανθεκτικό στις επιθέσεις υβριδικού χαρακτήρα. Η διεξαγωγή πολιτικοστρατιωτικών ασκήσεων και διαχείρισης κρίσεων σε υβριδικό περιβάλλον, τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να βοηθήσει στην εκπαίδευση των ηγετικών ομάδων, των αξιωματούχων και του πληθυσμού, καλλιεργώντας κουλτούρα αντιμετώπισης των υβριδικών απειλών.
Ολοκληρώνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι η αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του κράτους που δέχεται την επίθεση. Λόγω της φύσης τους, καθίστανται απρόβλεπτες και δύσκολα ανιχνεύσιμες και γι’ αυτόν τον λόγο η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια, εκπαίδευση και προετοιμασία. Η Ελλάδα, ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, διαθέτει το πλεονέκτημα της συνεργασίας και της υποστήριξης από τα υπόλοιπα ΚΜ της Ένωσης. Το αμυντικό πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια (Διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας για την Eυρωπαϊκή Aλληλεγγύη (Solidarity clause Art. 222) και την Aμοιβαία Άμυνα (Mutual Defence Clause Art. 42/7)) μπορεί να εξασφαλίσει, σε κάθε περίπτωση, μια αποτελεσματική ομπρέλα προστασίας σε οποιονδήποτε και οποτεδήποτε χρειαστεί.