του Βασίλη Σωτηρόπουλου
Στην νέα περίοδο που εγκαινιάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, εγκυμονείται η μεγάλη “μετάθεση”. Ενώ μέχρι τώρα υπήρχε διακριτός ρόλος του ελεγκτή από τον ελεγχόμενο, οι νέοι κανόνες που θεσπίζει ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων μετακυλίουν μεγάλο μέρος της ευθύνης του ελέγχου στις ίδιες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ανάμεσα σε αυτές είναι και τα Μέσα ενημέρωσης. Φαινομενικά αντιτιθέμενα συμφέροντα, όπως είναι η ελευθερία της πληροφόρησης σε σχέση με τον σεβασμό της ιδιωτικότητας, έρχονται να συνυπάρξουν σ’ έναν ενιαίο οργανισμό. Δημοσιογραφία δεδομένων και προστασία δεδομένων καλούνται να προχωρήσουν χέρι με χέρι, επιλύοντας εσωτερικά πια τις εντάσεις. Θα τα καταφέρουν;
Από τη μια πλευρά υπάρχει η αέναη τάση της δημοσιογραφίας για συλλογή πληροφοριών. Οι κανόνες δεοντολογίας προστέθηκαν από τις επαγγελματικές ενώσεις, κυρίως για να εξομαλυνθεί ένας άκρατος ανταγωνισμός, αλλά και να βελτιωθεί η σχέση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος με ένα κοινό που σταδιακά αρχίζει να υποψιάζεται τις οικονομικές θεμελιώσεις που αποτελούν το κίνητρο για την πιο διεισδυτική, αποκαλυπτική ή και προκλητική δημοσιογραφία που μπορεί να παραβιάζει όχι μόνο απόρρητα, αλλά και ανθρώπινα δικαιώματα. Η εικόνα του δημοσιογράφου – ιεροεξεταστή ή “τηλε-εισαγγελέα” σταδιακά έγινε εξίσου απεχθής με το διεφθαρμένο δημόσιο πρόσωπο που βρίσκεται στο επίκεντρο ενός ενδιαφέροντος όχι πάντοτε υγιούς και γόνιμου, αλλά συχνά νοσηρού και σκανδαλοθηρικού με κάθε κόστος. Δεν έλειψαν οι απαξιωτικές εκφράσεις για γνωστούς δημοσιογράφους που βάσισαν την πορεία τους στα ρεπορτάζ κλειδαρότρυπας, κρυφής κάμερας, παράνομων καταγραφών τηλεφωνημάτων και γενικώς πρακτικών κατασκοπείας που ενώ είναι απολύτως χρήσιμα σε ένα άλλο πλαίσιο (όπως για παράδειγμα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ή για τις αλλοιώσεις του ελεύθερου ανταγωνισμού), όταν αποσκοπούν αποκλειστικά στην αύξηση της τηλεθέασης, της αναγνωσιμότητας και της ακροαματικότητας είναι απλά καταδικαστέα. Ο αντίλογος όμως είναι ότι για να υπάρχει η ποιοτική ερευνητική και αντικειμενική δημοσιογραφία, μια πολυτελής και ακριβή δραστηριότητα, όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και από πλευράς ανθρώπινων πόρων, χρειάζεται η παραδοχή της χρηματοδότησης από τον κίτρινο ή τον ροζ Τύπο. Ένα αντίστοιχο επιχείρημα προβάλλουν και οι εκδοτικοί οίκοι στον χώρο της λογοτεχνίας: για να υποστηριχθεί εκδοτικά ένα ποιοτικό βιβλίο που θα έχει περιορισμένη απήχηση στο κοινό, ανεχόμαστε τον πολτό των ευπώλητων που προσελκύουν έσοδα από το γενικότερο δυνατό αναγνωστικό κοινό, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται οι παραδοσιακές κοινωνικές κατηγορίες αναγνωστών, αλλά όλες και όλοι.
Το πρώτο θύμα μιας δημοσιογραφίας που απευθύνεται σε όσο το δυνατόν ευρύτερα ακροατήρια για λόγους χρηματοδότησης μέσω της προσέλκυσης του μέγιστου δυνατού αγοραστικού κοινού, δεν είναι παρά τα ανθρώπινα δικαιώματα των ερευνώμενων. Κι επειδή κάθε καταγραφή που συνδέεται με ανθρώπινα δικαιώματα (αθωότητας, ιδιωτικότητας, περιουσίας, θρησκεύματος) συνιστά “πληροφορία που αφορά ένα φυσικό πρόσωπο η ταυτότητα του οποίου είναι γνωστή ή μπορεί να γνωστοποιηθεί” (ο νομοθετικός ορισμός), είναι αναπόφευκτο ότι μια τέτοια δημοσιογραφία αποτελεί μια μόνιμη πηγή κινδύνου για την προστασία προσωπικών δεδομένων.
Ενώ λοιπόν το μοντέλο μέχρι σήμερα ήταν ότι οι δημοσιογράφοι οφείλουν να τηρούν μεν την νομοθεσία κι αν την παραβιάζουν έρχεται η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων να επιβάλει κυρώσεις (και οι θιγόμενοι να αξιώσουν αποζημιώσεις από τα δικαστήρια), τώρα ο νομοθέτης επιθυμεί να μεταβάλει το κέντρο βάρους ανάμεσα σε παραβάτη και ρυθμιστή. Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων επιβάλλει στον ίδιο τον δημοσιογραφικό οργανισμό (είτε αυτός είναι ένα παραδοσιακό μηντιακό συγκρότημα, είτε ατομικοί δημοσιογράφοι) να τηρούν υποχρεώσεις που μοιάζουν με παλαιότερες αρμοδιότητες της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Τηλεγραφικά εδώ, με επιφύλαξη για μια εκτενέστερη ανάλυση, συνοψίζουμε τις νέες υποχρεώσεις των δημοσιογραφικών οργανισμών που επιβάλει ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων: (α) τήρηση ενός Αρχείου Δραστηριοτήτων Επεξεργασιών Προστασίας Δεδομένων, (β) υποχρέωση γνωστοποίησης παραβιάσεων προσωπικών δεδομένων που διαπιστώνουν από το αρχείο τους εντός 72 ωρών στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, (γ) σε ορισμένες περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων, υποχρέωση ανακοίνωσης της παραβίασης στα ίδια τα θιγόμενα πρόσωπα, (δ) διενέργεια μελέτης εκτίμησης αντικτύπου πριν την εφαρμογή επεξεργασιών δεδομένων που μπορεί να συνεπάγονται ιδιαίτερους κινδύνους για τα δικαιώματα των φυσικών προσώπων και (ε) σε ορισμένες περιπτώσεις (για εθνικά και υπερεθνικά ΜΜΕ), διορισμό ενός Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων που θα επιτηρεί εσωτερικά τη συμμόρφωση του δημοσιογραφικού οργανισμού με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων.
Το ερώτημα του τίτλου θα το απαντήσω σε επόμενη εκδοχή του άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τον διάλογο που επιχειρεί αυτό να προκαλέσει.
Θα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή, ώστε να μην υπάρχουν Παραβιάσεις Προσωπικών Δεδομένων, στο όνομα του όποιου κέρδους, αλλά ούτε φραγμός της δημοσιογραφικής έρευνας από κάποιον Υπεύθυνο του Μέσου ή με την πρόφαση ότι απειλούνται Προσωπικά Δεδομένα.